Από τον Ιούνιο του 2013 η Κοζάνη έγινε φτωχότερη. Έχασε ένα από τα σημαντικότερα τέκνα της. Έναν σπάνιο άνθρωπο. Μια κινητή εγκυκλοπαίδεια της ιστορίας της Κοζάνης, των παραδόσεων, των εθίμων, των μακεδονικών αρχοντικών και των παλιών οικογενειών, της κοινωνικής ζωής γενικότερα της πόλης κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Πλήρης ημερών έφυγε στην Αθήνα, όπου και ζούσε η κ. Ελένη Δελιβάνη -Μπλιούρα.
Παρότι διέμενε μακριά, δεν παρέλειπε κατά τακτά διαστήματα να στέλνει στον «Χρόνο Κοζάνης», στα «Δυτικομακεδονικά Γράμματα» αλλά και στα «Ελιμειακά» της Θεσσαλονίκης έγκριτα άρθρα για ποικίλα θέματα της παλιάς Κοζάνης. Από ιστορικά όπως η επανάσταση του Βούρινου και ο ρωσοτουρκικός πόλεμος μέχρι την εκπαίδευση και τις σχολές σαν το Παρθεναγωγείο, την 4η Δημοτική Σχολή Κοζάνης, το Βαλταδώρειο Γυμνάσιο. Δεν παρέλειψε ακόμα να γράψει για τα ξακουστά μακεδονικά αρχοντικά του 18ου, 19ου και 20ου αιώνα της πόλης, για τις σημαίνουσες προσωπικότητες και για τις μεγάλες οικογένειες, χωρίς να ξεχάσει να αναφερθεί στις κοινωνικές σχέσεις των Κοζανιτών, στον παραδοσιακό γάμο, στα προικοσύμφωνα, στην ενδυμασία, στη διατροφή, στην ψυχαγωγία και σε πολλά άλλα». Όλα βασισμένα σε γραπτά ντοκουμέντα και τεφτέρια, που κατά καιρούς ανακάλυπτε στις διάφορες κασέλες και στα μπαούλα της οικογένειάς της. Κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια με πλούσια κιτάπια. Από τον 19ο αιώνα ακόμα, πολλοί και διαπρεπείς οι γιατροί και στα δυο σόγια, τόσο των Δελιβάνηδων όσο και των Μπλιουραίων, όπως και παλιότερα ακόμα των Ζωντίδηδων. Διανθισμένες πάντα οι πληροφορίες της με σπάνιο φωτογραφικό υλικό και δεμένες γερά χάρη στις προσωπικές αναμνήσεις ενός μυαλού που παρέμεινε θαλερό και νέο παρά τα 93 του χρόνια.
Εγώ είχα την τύχη να τη γνωρίσω πριν 11 ακριβώς χρόνια, όταν η έρευνα μου για τις «Γεύσεις από Παλιά Κοζάνη» με οδήγησαν στις Κοζανίτικες παροικίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Όποτε είχα δυσκολία και ήθελα να διασταυρώσω κάποια σημαντική πληροφορία επιζητούσα σταθερά τη γνώμη και τη συμβουλή της. Κρύσταλλο η σκέψη της και πάντα τεκμηριωμένη η απάντησή της. Μέλι η φωνή της στο τηλέφωνο και ροδάνι η γλώσσα της. Σπάνια απαντούσε με ένα «δεν ξέρω».
Σε μια προσπάθεια να με ενημερώσει όσο το δυνατόν καλύτερα η συνομιλία μας ξεπερνούσε καμιά φορά τη διάρκεια της μιας ώρας. Ακούραστη πάντα και πρόθυμη να σου μεταδώσει τις γνώσεις της. Θαύμαζα την αντοχή της και τον πλούτο του πνεύματός της. Κρίμα που σε σχέση με τον όγκο των γνώσεων της, τα δημοσιευμένα της άρθρα είναι πολύ λιγότερα. Λυπήθηκα πολύ όταν ο δαίμων του τυπογραφείου ανάμεσα σε 400 ονόματα αναγραμμάτισε τόσο το όνομά της στον πρόλογο «των Γεύσεων» που ήταν σαν να εξαφάνισε την τόσο σημαντική συνεισφορά της ως πληροφοριοδότρια.
Τη θυμήθηκα πάλι πρόσφατα, όταν για τις ανάγκες μιας εργασίας έψαχνα τα ονόματα των τριών θηλυκών αδελφών του Κων/νου Δρίζη, δωρητή του νεοκλασσικού κτιρίου, που στεγάζει σήμερα το Δημοτικό μας Ωδείο. Ο νους μου πήγε πάλι στην κ. Ελένη, ήμουνα σίγουρη ότι αν ζούσε, θα μου έλυνε αμέσως το γρίφο. Τον περυσινό χρόνο συνεργαστήκαμε πάλι στενά τηλεφωνικά, όταν για ένα project του σχολείου μου, του 3ου ΓΕΛ Κοζάνης, με θέμα τους επιφανείς Κοζανίτες της διασποράς του 20ου αιώνα μας έδωσε πλήθος πληροφοριών και μας παρέπεμψε σε μια πλούσια βιβλιογραφία.
Το Μάη του 2011 ήρθε με το γιό της στην Κοζάνη και έμεινε λίγες μέρες στην πόλη που αγάπησε πολύ και κρατούσε ζωντανή μέσα στην καρδιά της. Όταν τους επισκέφθηκα στο οικογενειακό σπίτι των Μπλιουραίων, στην οδό Παύλου Χαρίση, μου έδειξε περήφανη την ολομέταξη νυφιάτικη φορεσιά της γιαγιάς της, Βασιλικής Δελιβάνη, κόρη Νικολάου Ζωντίδη (1842-1917) που διατηρούνταν ακόμα ακέραια μέσα σε κασέλα, ενώ ο γιός της, γνωστός γιατρός των Αθηνών, μου εξηγούσε το μέγεθος της εγρήγορσης του πνεύματός της που έφθανε στο σημείο να κρατάει ακόμα τα τεφτέρια με τους λογαριασμούς από τα χωράφια της οικογενείας στην Κοζάνη, αλλά και να του κάνει και τη φορολογική του δήλωση.
Ενάμιση χρόνο αργότερα, το Γενάρη 2013, με αφορμή την παρουσίαση των «Γεύσεων» στην Αθήνα επικοινώνησα ξανά τηλεφωνικά μαζί της. Όταν άκουσε ότι θα έφερνα στην πρωτεύουσα σαλιάρια με κασταλαή μου είπε ότι στο πατρικό της σπίτι τα ονόμαζαν «κασταλαΐσια» και ότι το γλυκό αυτό ήταν πολύ παλιό. Το γνώριζαν από τα μέσα του 19ου αιώνα, από τη νενέ Βασιλική, τη μάνα του πατέρα της, Δημητρίου Δελιβάνη. Η γιαγιά της το έφτιαχνε κάθε χρόνο μόνο σε περίοδο νηστείας χειμώνα ή καλοκαίρι. Η ίδια, η κ. Ελένη διατηρώντας αυτή την οικογενειακή παράδοση μέχρι πριν λίγα χρόνια το έφτιαχνε κι αυτή κατά τη διάρκεια της νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα. Μια φορά μάλιστα καθώς δεν εύρισκε στάχτη από «ιμεράδια» (βελανιδιές) πήγε και ζήτησε από έναν καστανά που είχε στηθεί έξω από το σπίτι της.
Στη μνήμη της κ. Ελένης Μπλιούρα –Δελιβάνη, που κρατούσε άσβεστη μέσα της και λαμπερή τη φλόγα της παλιάς Κοζάνης, παραθέτω αυτούσια την οικογενειακή συνταγή των Δελιβάνηδων που χρονολογείται από το 1842 περίπου.
Στην κ. Ελένη που μακάρι να πάρουμε όλοι μας κάτι από τη σοφία της και την ενάργεια του πνεύματός της.
Κοζάνη, 7/12/2013
Φανή Φτάκα-Τσικριτζή
Διαβάστε τη συνταγή εδώ