Tης Κατερίνας Μ. Μάτσου
Τα έθιμα του Πάσχα στη σημερινή Κοζάνη του 21ου αιώνα ακολουθούν τις γενικότερες πανελλαδικές συνήθειες, που με τη βοήθεια των Μ.Μ.Ε., αλλά και με την εξάλειψη των αποστάσεων ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της χώρας μεταφέρθηκαν εύκολα παντού.
Βέβαια, ακόμα και σήμερα, αν εξαιρέσουμε τα κοινά πασχαλιάτικα έθιμα όλων των Ελλήνων (κόκκινα αυγά, τσουρέκια και άλλα γλυκά, μαγειρίτσα και ο ψητός οβελίας κ.τλ.), κάθε περιοχή διατηρεί κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διατηρούνται αναλλοίωτα μέσα στους αιώνες.
Προσωπικά ιδιαίτερα έθιμα για τις άγιες ημέρες του Πάσχα είχε και η Κοζάνη, διατηρώντας κάποια από αυτά μέχρι σήμερα και μεταδίδοντας τα ανέπαφα και στις επόμενες γενεές. Η Κοζάνη, μία πόλη με ιδρυτές και πρώτους οικιστές της Έλληνες χριστιανούς, καταδιωκόμενους από τους Οθωμανούς Τούρκους, που εκείνη την εποχή καταλάμβαναν την Ελλάδα, με αμιγή ελληνικό πληθυσμό όλα τα χρόνια ύπαρξής της, παρά τα διάφορα τουρκοχώρια που την περιτριγύριζαν, γιόρταζε πάντα μεγαλοπρεπώς την ανάσταση του Θεανθρώπου ακολουθώντας το δικό της εθιμοτυπικό. Εθιμοτυπικό ιδιαίτερο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τους σημερινούς μελετητές της τοπικής ιστορίας. Έθιμα και συνήθειες που μόνο στην Κοζάνη και την περιοχή της τηρούνταν και κάποια τηρούνται ακόμα.
Η περίοδος της νηστείας πριν το Πάσχα ονομάζεται Σαρακοστή, γιατί κρατάει σαράντα μέρες, τόσες όσες νήστεψε και ο Χριστός στην έρημο. Τις τρεις πρώτες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, μάλιστα, κάποιες γυναίκες στην παλιά Κοζάνη δεν έτρωγαν τίποτα απολύτως, ούτε καν ψωμί ή νερό και την τέταρτη έτρωγαν μόνο ειδικά φαγητά -καρυδόπιτα, σούπα με φασόλια και πετιμέζι. Ημερολόγιό τους για να υπολογίσουν τις μέρες της νηστείας ήταν η κυρά Σαρακοστή. Την κυρά Σαρακοστή την παρίσταναν ως καλογριά, δεν της έκαναν στόμα, γιατί νήστευε και τα χέρια της ήταν σταυρωμένα, γιατί προσευχόταν. Είχε 7 πόδια, τις 7 εβδομάδες της Σαρακοστής. Κάθε Σάββατο έκοβαν και ένα πόδι. Το τελευταίο το έκοβαν το Μεγάλο Σαββάτο.
Το Σάββατο του Λαζάρου οι Έλληνες γιορτάζουν την πρώτη Λαμπρή. Την έγερση του φίλου του Χριστού, του «αγέλαστου» Λάζαρου. Είναι η μέρα που ο Χριστός νίκησε το θάνατο. Το Σάββατο του Λαζάρου θεωρείται μέρα του θανάτου και της ζωής. Σε κάποια χωριά οι αγρότες δεν μαζεύουν εκείνη τη μέρα τη σοδειά τους, γιατί φοβούνται ότι οι καρποί της γης φέρνουν τον θάνατο μέσα τους.
Στην περιοχή του Τσιαρτσιαμπά, στα χωριά νότια της Κοζάνης το Σάββατο του Λαζάρου συναντάμε τις ΛΑΖΑΡΙΝΕΣ. Παραμονή της γιορτής, οι Λαζαρίνες, μικρά και νεαρά κορίτσια του χωριού, μαζεύουν λουλούδια από τους τριγύρω αγρούς και στολίζουν το καλαθάκι τους και την άλλη μέρα, ντυμένες με τοπικές ενδυμασίες, γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το Λάζαρο και εισπράττοντας ένα μικρό φιλοδώρημα, χρήματα, αυγά, φρούτα ή άλλα φαγώσιμα. Τα έθιμα του Λαζάρου στα χρόνια της σκλαβιάς είχαν διπλή σημασία. Στις γυναίκες και ιδίως στα νέα κορίτσια που δεν έβγαιναν συχνά έξω από το σπίτι ασυνόδευτα, επειδή τα ήθη της εποχής και ο φόβος της αρπαγής τους από τους Τούρκους και άλλους εχθρούς τις περιόριζαν, δίνονταν για μία έστω μέρα κάποιες ελευθερίες. Τη μέρα εκείνη γίνονταν αλληλογνωριμίες και νυφοδιαλέγματα και σε λίγο καιρό μετά το Πάσχα ακολουθούσαν τα προξενιά, τα αρραβωνιάσματα και οι γάμοι.
Η Κυριακή της Μεγάλης Εβδομάδας ονομάζεται Κυριακή των Βαΐων, γιατί έτσι, «μετά Βαΐων και κλάδων» έγινε η υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Ο Ιησούς μπήκε στα Ιεροσόλυμα, στη μεγαλύτερη και σημαντικότερη την εποχή εκείνη πόλη του Ισραήλ, χωρίς βασιλική πολυτέλεια, καθισμένος σ’ ένα γαϊδουράκι και τα μικρά παιδιά και ο λαός που τον υποδέχτηκε, πανηγύριζε κουνώντας τα βάγια των φοινίκων. Εκείνη τη μέρα οι εκκλησίες της Κοζάνης στολίζονταν με βάγια και μετά τη λειτουργία ο παπάς έδινε στους πιστούς σταυρούς από βάγια, τους οποίους οι Κοζανίτες έβαζαν στα εικονίσματα, στην είσοδο του σπιτιού τους και όπου αλλού χρειαζόταν προστασία. Στόλιζαν με βάγια όλα τα υπάρχοντά τους. Τα σπίτια, τα μαγαζιά, τα χωράφια, ακόμη και τα κάρα τους! Την Κυριακή των Βαΐων έτρωγαν ψάρι, συνήθως γριβάδι ή μπακαλιάρο, καθώς είναι μία από τις δύο μέρες της Σαρακοστής μαζί με την 25η Μαρτίου, που παρά τη νηστεία ο χριστιανός μπορεί να καταναλώσει κρέας.
Από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων οι Κοζανίτες παρακολουθούσαν με ευλάβεια στην εκκλησία της ενορίας τους τις ακολουθίες του Θείου Δράματος. Οι γιαγιάδες έπαιρναν μαζί τους στην εκκλησία και τα παιδιά του σπιτιού, τα εγγονάκια και τα ανιψάκια τους, που όλα τους κουβαλούσαν μικρά καρεκλάκια ή σκαμνάκια, για να ξεκουράζονται και καλαθάκια. Τα καλαθάκια αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο από κεριά περίτεχνα φτιαγμένα σε διάφορα σχήματα καλαθιού, σταυρού, αυγού κ.λπ. που τα άναβαν και τα ξετύλιγαν σιγά-σιγά μέχρι το τέλος της ακολουθίας. Ήταν ένα τέχνασμα των μεγάλων για να μην κάνουν τα παιδιά αταξίες κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, γιατί ήταν συνεχώς προσηλωμένα στο ξετύλιγμα του κεριού.
Τη Μεγάλη Δευτέρα οι νοικοκυρές ξεκινούσαν την καθαριότητα του σπιτιού και του περιβόλου του. Ξεκινούσαν τις «χρονιάτικες», τις πασχαλινές δουλειές. Καθάριζαν όλο το σπίτι, γυάλιζαν τα πατώματα, τα τζάμια και τα κουζινικά σκεύη. Ασβέστωναν και τους εξωτερικούς τοίχους του σπιτιού, βάφοντας με λουλακί χρώμα τα ζνάρια, δηλαδή το κάτω μέρος (70-80 εκατ.) του τοίχου. Η καθαριότητα του σπιτιού κρατούσε μέχρι αργά το μεσημέρι της Μεγάλης Τρίτης και οι γυναίκες τελείωναν λίγο πριν ετοιμαστούν για να πάνε στην εκκλησία και να παρακολουθήσουν κι αυτές τις ακολουθίες του Θείου Πάθους.
Στην ακολουθία της Μεγάλης Τρίτης δεσπόζει το τροπάριο της Κασσιανής, όπου περιγράφεται μια αμαρτωλή γυναίκα που σε μια συγκλονιστική χειρονομία αγάπης, σιωπηλή, αλείφει με μύρο τα πόδια του Κυρίου και τα σκουπίζει με τα δάκρυα και τα μαλλιά της, δείχνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την έμπρακτη μετάνοιά της, την οποία ο Κύριος αποδέχεται, αποδεικνύοντας της την αγάπη του Θεού προς το εκλεκτό του τέκνο, τον άνθρωπο! Επίσης, τη Μεγάλη Τρίτη θυμόμαστε την παραβολή των ταλάντων. Κάποιος άρχοντας πραγματοποιεί ένα μακρινό ταξίδι και πριν φύγει μοιράζει στους δούλους του τμήματα από την περιουσία του. Στον ένα δίνει πέντε τάλαντα, στον άλλο δύο, στον τρίτο ένα. Μετά την επιστροφή του οι δούλοι του δίνουν λογαριασμό. Αυτός που πήρε πέντε τάλαντα, εργάστηκε και παραδίδει συνολικά δέκα, αυτός που πήρε δύο παραδίδει τέσσερα, ενώ αυτός που πήρε ένα, το επιστρέφει, διότι θεωρεί ότι ο κύριος του είναι σκληρός και θέλει να θερίσει εκεί που δεν έσπειρε. Τότε ο άρχοντας διατάσσει να του πάρουν το τάλαντο και να το δώσουν σ’ αυτόν που έχει τα δέκα και να τον τιμωρήσουν, αποκόπτοντάς τον ουσιαστικά από την κοινωνία με τους άλλους! Η Εκκλησία προτείνει στον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει πως ό,τι ξεχωριστό έχει, του δόθηκε από τον Θεό για να το καλλιεργήσει προς όφελος δικό του και προς όφελος των άλλων.
Την Μεγάλη Τετάρτη το πρωί γινόταν η προηγιασμένη Θεία Λειτουργία και το απόγευμα γίνεται το Μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου, όπου ο παπάς διαβάζει επτά Ευαγγέλια κι επτά ευχές για να ευλογήσει λάδι που το χρησιμοποιούμε για τη θεραπεία ψυχικών και σωματικών ασθενειών. Μετά την ακολουθία του Ευχελαίου ο ιερέας σταυρώνει τους πιστούς με λάδι στο μέτωπο, τα μάγουλα, το πρόσωπο και τα χέρια. Το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης ο Μητροπολίτης μετέβαινε στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου για την ακολουθία του Νιπτήρα.
Τη Μεγάλη Πέμπτη βασική ασχολία για τις νοικοκυρές ήταν το βάψιμο των αυγών. Πάσχα δίχως κόκκινα αυγά στην Ελλάδα τουλάχιστον δε νοείται. Για αυτό και η Μεγάλη Πέμπτη λέγεται και Κόκκινη Πέμπτη ή ΚοκκινοΠέμπτη. Πλούσια είναι η ελληνική παράδοση για τον συμβολισμό των αυγών του Πάσχα. Το βάψιμο των αυγών, για λατρευτικούς σκοπούς, απαντάται σε διάφορους λαούς. Το αυγό, από το οποίο βγαίνουν τα νέα πουλάκια, συμβολίζει τη ζωή, ενώ το κόκκινο είναι το χρώμα της ζωής. Σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη βάφουμε τα πασχαλινά αυγά κόκκινα από το αίμα του Εσταυρωμένου, που χύθηκε για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η παράδοση λέει ότι μετά την Ανάσταση του Κυρίου η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή πήγε στον Τιβέριο Καίσαρα και του ανακοίνωσε με πολύ θάρρος ότι αναστήθηκε ο Κύριος. Εκείνη την ώρα δίπλα από τον Καίσαρα κάποιος από τους υπηρέτες του κρατούσε ένα καλάθι αυγά. Ο Τιβέριος Καίσαρας, μη πιστεύοντας στην ανάσταση του Κυρίου, λέει στην Μαγδαληνή ότι, εάν αυτό που λέει, είναι αλήθεια τότε τα αυγά, από άσπρα που είναι, να γίνουν κόκκινα. Και τα αυγά έγιναν πράγματι κόκκινα επιβεβαιώνοντας την αλήθεια των λόγων της ευσεβούς γυναίκας. Μία άλλη παράδοση αφηγείται ότι η Παναγία πήρε ένα καλάθι αυγά και τα πρόσφερε στους φρουρούς Του Υιού της, ικετεύοντάς τους να του φέρονται καλά. Τα δάκρυά της έπεσαν πάνω στα αυγά, βάφοντάς τα κόκκινα!
Στην παλιά Κοζάνη για να βάψουν οι νοικοκυρές τα αυγά, που ήταν πάντα προσεκτικά διαλεγμένα οι κοπέλες της οικογένειας κουβαλούσαν στο σπίτι νερό από επτά βρύσες της πόλης με τα λαήνια, μικρά πήλινα δοχεία, μικρές στάμνες για νερό. Τα λαήνια, στολισμένα πάντα με πολύχρωμα σχέδια, δεν χωρούσαν περισσότερο από μισό λίτρο νερό.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, μετά τα δώδεκα Ευαγγέλια και την τελετή της Σταύρωσης του Κυρίου, γυναίκες και κορίτσια, διανυκτέρευαν στην εκκλησία, φύλαγαν και μοιρολογούσαν το Χριστό, όπως συνηθίζουν να κάνουν για κάθε αγαπημένο τους νεκρό. Μετά το τέλος της Σταύρωσης, την Μεγάλη Πέμπτη, οι Κοζανίτες επισκέπτονταν και τα εξωκλήσια της πόλης, 3, 5 ή 7 από όλα, απ’ όπου και έφερναν λουλούδια και στεφάνια για τον Εσταυρωμένο.
Η Μεγάλη Παρασκευή, ήταν ημέρα απόλυτης αργίας και νηστείας. Σχεδόν ολόκληρη η μέρα, αφιερωνόταν στην Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου και στην Ακολουθία του Επιταφίου. Όταν κατά το μεσημέρι, γινόταν η Αποκαθήλωση και εκτίθονταν σε προσκύνημα η χρυσοΰφαντη παράσταση του νεκρού Ιησού, άρχιζε ο στολισμός του Επιταφίου. Το στολισμό έκαναν τα κορίτσια της ενορίας, με άνθη της άνοιξης: βιολέτες, μενεξέδες, τριαντάφυλλα. Όλα τα λουλούδια πλέκονταν σε στεφάνια και γιρλάντες και αμέσως άρχιζε η συρροή του κόσμου και το προσκύνημα του Επιταφίου. Κοπέλες με καλάθια γεμάτα λουλούδια στεκόταν κοντά του και έραιναν με μύρα το νεκρό Ιησού. Οι προσκυνητές, προπάντων γυναίκες και παιδιά, περνούν κάτω από τον Επιτάφιο, «για να τους πιάσει η χάρη», όπως λένε. Τη Μεγάλη Παρασκευή οι Κοζανίτες δεν έστρωναν ποτέ τραπέζι και έτρωγαν μόνο εφτάζυμο ψωμί, ελιές, κρεμμύδι ή πράσο, τουρσιά και χαλβά.
Μεγάλη Παρασκευή γίνεται και η αναπαράσταση της αποκαθηλώσεως στο Δρυόβουνο Κοζάνης. Η εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στον Άγιο Λογγίνο, το Ρωμαίο εκατόνταρχο που φύλαγε το Σώμα του Εσταυρωμένου και ομολόγησε πρώτος τη Θεότητα του, είναι χτισμένη έξω από το χωριό σε ένα λόφο που ονομάζεται Γολγοθάς. Εκεί βρίσκονται τοποθετημένοι τρεις μεγάλοι σταυροί και τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σισανίου & Σιατίστης τελεί την αναπαράσταση της αποκαθηλώσεως του Ιησού Χριστού από το σταυρό, προσελκύοντας πλήθος πιστών από όλο το νομό κι ίσως κι απ’ όλη τη Δυτική Μακεδονία που έρχονται στο Δρυόβουνο για να τελέσουν αυτήν την Ιερή Ακολουθία.
Από το μεσημέρι και μετά οι νονοί έστελναν τα δώρα στα βαπτιστήρια τους: ρούχα, παπούτσια, λαμπάδες, τσουρέκι, αυγό. Αυτά τα ρούχα φορούσαν συνήθως τα παιδιά για να χαιρετήσουν αργότερα τον Επιτάφιο! Την ίδια μέρα δείχνονταν και τα «αρραβωνιάσματα»! Η νύφη μαζί με τη μητέρα της επισκέπτονταν τα πεθερικά που έπαιρναν τη νύφη και πήγαιναν να προσκυνήσουν τον Επιτάφιο όλων των εκκλησιών της Κοζάνης περνώντας από τους κεντρικότερους δρόμους. Με τον τρόπο αυτό αποκαλύπτονται τα «αρραβωνιάσματα», που τα χρόνια εκείνα δεν τα αποκάλυπταν νωρίς!
Όταν νύχτωνε γινόταν η ακολουθία και η περιφορά του Επιταφίου. Η πομπή σχηματίζεται από τα Εξαπτέρυγα και το Σταυρό μπροστά, τον Επιτάφιο και τους ιερείς πιο πίσω. Προηγούνται οι μουσικοί, παίζοντας πένθιμα εμβατήρια. Ο κόσμος που ακολουθεί κρατάει στα χέρια αναμμένες λαμπάδες. Η πομπή σταματά σε πλατείες και σταυροδρόμια ή αν συναντήσει κάποιον άλλο επιτάφιο και εκεί οι ιερείς ψάλλουν δεήσεις.
Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου γινόταν η Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, η προαναγγελία του μεγάλου γεγονότος, η Πρώτη Ανάσταση και το βράδυ η Ακολουθία της Αναστάσεως. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, όλα τα φώτα των εκκλησιών σβήνουν και πέφτει παντού σκοτάδι. Ο ιερέας ψάλλει το Δεύτε λάβετε φως και βγαίνει με τη λαμπάδα του αναμμένη μέσα από την Ωραία Πύλη και δίνει φως στους εκκλησιαζόμενους. Στη συνέχεια βγαίνουν έξω από την εκκλησία, όπου ο παπάς διαβάζει το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως και μόλις τελειώσει, γύρω στα μεσάνυχτα, ψάλλει το Χριστός Ανέστη. Μετά την Ανάσταση, οι πιστοί μετέφεραν στο σπίτι τους τις λαμπάδες με το Άγιο Φως. Στην είσοδο του σπιτιού τους έκαναν με τον καπνό της λαμπάδας, το σχήμα του σταυρού και άναβαν το καντήλι, προσπαθώντας να το κρατήσουν τουλάχιστον τρεις με σαράντα ημέρες. Στη συνέχεια καθόταν στο πασχαλινό τραπέζι. Στην Κοζάνη τρώνε μαγειρίτσα για πρώτο πιάτο και τσουγκρίζουν κόκκινα αυγά. Το κυρίως πιάτο είναι το τσιτσιλάτο.
Οι Κοζανίτες είναι οι μοναδικοί που κάνουν Ανάσταση τα μεσάνυχτα μαζί με τους νεκρούς τους στο νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου! Άνδρες, γυναίκες, παιδιά και στενοί συγγενείς συγκεντρώνονται γύρω από το μνήμα του νεκρού τους με αναμμένη τη λαμπάδα τους περιμένοντας το Χριστός Ανέστη! Μάλιστα δεν ξεχνούν να βάλουν και ένα κόκκινο αυγό πάνω στο μνήμα για να χορτάσει το χαμένο μέλος της οικογένειας.
Η Δεύτερη Ανάσταση την πρώτη μέρα του Πάσχα και ο χορός των γερόντων είναι άλλο ένα από τα έθιμα της Κοζάνης που είναι μοναδικό στην Ελλάδα. Σημαντικό στοιχείο του εθίμου είναι η ένδυση του Μητροπολίτη με την αρχιερατική του στολή και ο «χορός των γερόντων», από γέροντες, που συγκεντρώνονται στην αυλή του Μητροπολιτικού μεγάρου. Σύμφωνα με το έθιμο το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, αρχίζει η τελετή της «ένδυσης» του Μητροπολίτη που βοηθείται από τους διακόνους. Συγχρόνως ιεροψάλτες ψάλλουν. Μόλις ο Μητροπολίτης ντυθεί με το πρώτο ένδυμα οι γέροντες ξεκινούν ένα χορό τραγουδώντας:
«Σήμιρα κι άιντι Γιάννο μου
Σήμιρα Χριστός Ανέστη!…»
Στη συνέχεια ο Μητροπολίτης φοράει το δεύτερο ένδυμα, το τρίτο κ.λπ. ενώ οι ψάλτες συνεχώς ψάλλουν. Σε κάθε ένδυμα του Μητροπολίτη οι Κοζανίτες ανταπαντούν. Όταν τελειώσει η διαδικασία, ο Μητροπολίτης ξεκινάει να μεταβεί στον Άγιο Νικόλαο για τη Δεύτερη Ανάσταση. Σχηματίζεται μία πομπή στην οποία προηγείται η ΠΑΝΔΩΡΑ, ακολουθούν οι Αναστάσεις όλων των εκκλησιών της Κοζάνης, ο κλήρος και οι πιστοί.
Μετά τη λειτουργία της Δεύτερης Ανάστασης (το ευαγγέλιο διαβάζεται σε 12 γλώσσες) όλοι επιστρέφουν στο Δεσποτικό, φιλούν το χέρι του Δεσπότη κι αυτός τους δίνει ένα κόκκινο αυγό τυλιγμένο σε τούλι.
Το απόγευμα της Κυριακής του Θωμά γίνεται στην Κοζάνη η Λιτάνευση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Ζιντανιώτισας (Ελεούσα η Παντάνασσα). Η εικόνα έρχεται κάθε χρόνο στην πόλη την Παρασκευή της Διακαινισίμου, στη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής, αγιαστική περιοδεία για ευλογία και αγιασμό των πιστών. Την εικόνα της Παναγίας φέρνουν από το μοναστήρι του Ζιδανίου, καβαλάρηδες, που για το λόγο αυτό μεταβαίνουν στο μοναστήρι από την προηγούμενη και διανυκτερεύουν εκεί. Το επόμενο πρωί, αφού εκκλησιαστούν, παραλαμβάνουν το εικόνισμα και το μεταφέρουν στον Άγιο Κωνσταντίνο, με μικρές στάσεις στα χωριά τα οποία συναντούν στο δρόμο τους για αγιασμό των πιστών. Στην Άγιο Κωνσταντίνο η θαυματουργός εικόνα παραμένει μέχρι το απόγευμα της Κυριακής του Θωμά, όταν πραγματοποιείται πάνδημη λιτάνευσή της στην πόλη της Κοζάνης και δια μέσου των κεντρικών οδών της πόλης καταλήγει στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου, όπου ψάλλεται Μέγας Εσπερινός.
Ο λόγος της λιτανείας και η διαδρομή της έχουν την εξήγησή τους.
Το 1918 είχε πέσει στην Κοζάνη βαριά επιδημία γρίπης που αποδεκάτισε τον επί το πλείστον φτωχό πληθυσμό. Οι πιστοί ζήτησαν τότε να έρθει στην πόλη το εικόνισμα της Παναγίας Ελεούσας της Παντάνασσας από το Ζιδάνι για να τους προστατέψει με τη Χάρη Της. Και έτσι πράγματι συνέβη. Ο μοναχός που μετέφερε την εικόνα από το μοναστήρι στην πόλη σταμάτησε στα τρία δέντρα που βρίσκονταν στον περίβολο του Αγίου Κωνσταντίνου για να ξεκουραστεί και να ξεδιψάσει και ακούμπησε το εικόνισμα στη ρίζα των δέντρων. Όταν επιχείρησε να σηκώσει ξανά την εικόνα στην αγκαλιά του και να συνεχίσει το δρόμο του μέχρι τον Άγιο Νικόλαο δεν τα κατάφερε. Η εικόνα είχε «κολλήσει» στη ρίζα των δέντρων, όπου την είχε ακουμπήσει κι όσο κι αν προσπάθησε δεν μπόρεσε να την σηκώσει. Πήγε τρέχοντας στον Μητροπολίτη και του αφηγήθηκε το συμβάν. Ο Μητροπολίτης γύρισε μαζί με το μοναχό στον Άγιο Κωνσταντίνο, έκανε δέηση και η εικόνα ξεκόλλησε. Την μετέφεραν τότε στον Άγιο Νικόλαο, όπου έκαναν αγρυπνία. Από τότε η τελετή και το δρομολόγιο παραμένουν αναλλοίωτα.
Το απόγευμα της Κυριακής του Θωμά πραγματοποιείται στην πόλη της Κοζάνης πάνδημη λιτάνευση της θαυματουργού εικόνας. Κατά τη λιτάνευση της εικόνας σχηματίζεται μεγάλη πομπή που αποτελείται από το ιερατείο της πόλης, τοπικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και πλήθος πιστών, που κρατούν στα χέρια τους αναμμένες πασχαλιάτικες λαμπάδες.
Η πομπή ξεκινάει από το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου την Παρασκευή της Διακαινισίμου υποδέχτηκαν την εικόνα και καταλήγει στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου, όπου ψάλλεται Μέγας Εσπερινός. Αφού παραμείνει εκεί για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα για προσκύνημα, μεταφέρεται στη συνέχεια εκ περιτροπής και στους άλλους ενοριακούς ναούς της Κοζάνης, για να επιστρέψει στο μοναστήρι Ζιδανίου, όπου είναι και η φυσική της θέση, πάλι με συνοδεία καβαλάρηδων την 1η Αυγούστου.
Λιτάνευση της ιεράς εικόνας της Παναγίας της Ζιδανιώτισσας μαζί με την εικόνα του Αγίου Νικολάου γίνεται πλέον κάθε χρόνο και την 13η Μαΐου, την επέτειο του τρομαχτικού, μα ευτυχώς αναίμακτου για την Κοζάνη και όλη τη Δυτική Μακεδονία σεισμού του 1995.
Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση!
Κοζάνη, Απρίλιος 2013