Αυτό για να τιμήσουμε την “Παγκόσμια ημέρα για το θέατρο στην εκπαίδευση”.
( Ενας άλλος μύθος γεννήθηκε από τη μέχρι τώρα πορεία της ομάδας ” Ταξιδευτές του θεάτρου”,που δουλεύει τη “Μυθολογία” του Ν. Τσιφόρου για την παράσταση στις 12 Φλεβάρη, με τίτλο: “Οι μύθοι μας,ο καθρέφτης μας”)
Ένα μύθο θα σας πω
Μια φορά κι έναν καιρό καυγάς μεγάλος ξέσπασε μέσα στην αγρία οικογένεια των θεών, ψηλά στο Όλυμπο. Ο Δίας έχασε τον έλεγχο, κανένας δεν υπακούει στον αρχηγό, όλοι φωνάζουν:
Η γυναίκα του η Ήρα καταριέται τις όμορφες που ξελογιάζουν τον άντρα της. Μάταια η σοφή αγαπημένη του κόρη, η Αθηνά προσπαθεί να καθησυχάσει τα νεύρα και να συζητήσουν λογικά. Ο κανακάρης της Ήρας, ο Άρης, σαματατζής, ορμάει κι όποιον πάρει. Αλλά την πάτησε από την ξελογιάστρα την Αφροδίτη και έγιναν ρεζίλι στην παγίδα που τους έστησε ο κερατωμένος ο άντρας της, ο Ήφαιστος. Παρακεί η Δήμητρα ωρύεται, ο Αδης της έκλεψε την κόρη της. Και ο τσίφτης ο Απόλλωνας τα πήρε στο κρανίο, σκοτώνει άνθρωπο: Το «σκατόπαιδο» ο Ερμής, τεσσάρων ημερών μωρό, του έκλεψε 50 βόδια, για να φάει μπιφτέκι και ο Ηρακλής του ‘κλεψε το στρίποδα από το μαντείο, πάει το ταμείο του. Κι ο τσόγλανος ο πύθωνας κυνηγούσε τη μάννα του, «γκαστρωμένη γυναίκα»… θα τον σκοτώσει. Να κι η άλλη η ξιπασμένη η Νιόβη, καυχιέται ότι αυτή έχει 12 παιδιά κι η Λητώ μόνο 2 κι αυτά σκάρτα. Έφριξαν ο Απόλλωνας κι η αδερφή του η Άρτεμις. «Είπε τέτοιο πράγμα; Α τη βρώμα» και πλακώνουν μέσα στο σπίτι της, τα σκοτώνουν όλα.
Φωνάζει ο Δίας τον Ποσειδώνα να δώσει ένα χεράκι, έπαθε αυτός: « Να πάει να διατάξει τους κατώτερούς του, όχι εμένα» και φουντώνει ο σαματάς?
Θολώνει ο Δίας, αμολάει τα σύννεφα και τους κεραυνούς. Τρέχουν αυτά, στη βιασύνη τους τράκαραν δυνατά. Βροντές και αστραπές τάραξαν τον ύπνο των ζωντανών. Ύστερα έγιναν βροχή , κατέβηκαν στη γη, πότισαν τους κάμπους, τα χωράφια και τα περιβόλια και στο τέλος πήγαν κι έπεσαν στα ποτάμια και από εκεί στη θάλασσα. Έγιναν κύματα μικρά και μεγάλα. Έπαιξαν και χόρεψαν με τις νεράιδες στο βυθό, βγήκαν επάνω κι έγιναν αφρός. Τα είδε ο ήλιος, τα ζέστανε κι ανέβηκαν και πάλι στον ουρανό, έγιναν πυκνή ομίχλη, υγρασία.
Ένα όρνιο από ψηλά, όρμησε βολίδα, έσκισε την ομίχλη και χίμηξε πάνω σ’ ένα τραυματισμένο θεριό, τoν πύθωνα . Σύρθηκε αυτό να κρυφτεί μέσα σε μια σπηλιά.
Ένας όμορφος νέος, ικανός, βγήκε για κυνήγι. Έτρεχε σαν άνεμος, με τ’ όπλο στο χέρι και τραγουδούσε για τον έρωτα και τη δύναμη. Τον ζήλεψε η μοίρα, τον ξεγέλασε κι όταν έφτασε σ’ ένα ψηλό βουνό, κάθισε πάνω σ’ ένα θεόρατο βράχο σαν βασιλιάς στο θρόνο και αγνάντευε πέρα το λιμάνι. Ένα φίδι τον τσίμπησε στο πόδι και κοιμήθηκε. Από ψηλά ένα γεράκι κάνει γύρους, έτοιμο να τον σημαδέψει. Το είδε ένα αστέρι , λυπήθηκε το καλό το παλληκάρι και για να το προφυλάξει, έστειλε δίπλα του και φύτρωσε ένα ιερό δέντρο.
Σε λίγη ώρα πέρασε από εκεί ένας λαγός. Έτρεξε σ’ όλο το λιβάδι κι άκουσε όσα λουλούδια και πουλιά, ζώα κι ερπετά του μίλησαν. Όλα του είπαν για ένα νέο τσίφτη και μορφονιό, που δεν μιλάει ποτέ για πόλεμο, μόνο παίζει σαν αφρός στο κύμα με κορίτσια όμορφα. Κάνει κέφι τη ζωή.
Το ελάφι ζήλεψε που είδε το λαγό κι έτρεξε να τον αναμετρηθεί. Μάζεψε λουλούδια και έκανε ένα στεφάνι για το κεφάλι του Ίκαρου, του νέου, που πέταξε ψηλά με τα φτερά του και κουρασμένος πια κατέβηκε και κάθισε κάτω από μια δάφνη. Ένα αρνάκι ήρθε να του κάνει παρέα , να διώξει τη ντροπή που του έριξαν, ότι δεν είναι ώριμος, αλλά άμυαλος, στριμμένος. Πάνω στο ομφαλό του στάθηκε ένα παγώνι κι άνοιξε βεντάλια τα πολύχρωμα φτερά του. Τα είδε ο ήλιος, τα φώτισε με τις ακτίνες του, στραφτάλισαν. Ήρθε και το αεράκι, έπαιξε μαζί τους, του χαμογέλασε ο ήλιος κι αυτό πέρασε από τη ρεματιά, πήρε το αγιασμένο νερό και ράντισε μ’ αυτό το θυμάρι κι η μοσχοβολιά του απλώθηκε ως τον ουρανό. Έφτασε ως τον ήλιο κι εκείνος πήρε την απόφαση να το χαρίσει σ’ όποιον ήθελε να γίνει σωτήρας των ανθρώπων. Έστειλε λοιπόν σημάδι τρομερό σ’ έναν ήρεμο βοσκό, που κάθισε κοντά στη φωτιά κι ήταν αυτό ο ίσκιος του, που μεγάλωνε κι άλλαζε χρώματα, μέχρι που έγινε το τόξο της Ίριδας.
Αργά το βράδυ από τη στροφή του δρόμου έφτασε ένα ήμερο άλογο φορτωμένο με δυο μεγάλα πανέρια γεμάτα σταφύλια. Στη ράχη του φάνηκε σαν ένα δέντρο η κληματαριά. Καμάρωνε για τον καρπό της, ίσως δεν είναι και τόσο ηθικόν.
Όμως ένα ποτήρι κρασί διώχνει τις ενοχές. Το φως της μέρας χάρηκε κι ο αέρας ταράχτηκε κι έστειλε ένα τραγούδι στους αγρούς, όπου ένα παλληκάρι λέει μόνο του τον καημό του. ¨Ένας ερωδιός το άκουσε κι έτρεξε να το παρηγορήσει μ’ ένα κόκκινο ρόδι, ίσως και να το καταφέρει, αρκεί να μην είναι σάπιο.
Και να ο εργατικός νέος τρέχει στο ρέμα , κάνει ένα δροσερό μπάνιο, το στήθος του αλάφρωσε, η ήβη του χάρηκε. Έτσι καθαρός, σαν ένας σοφός, διάλεξε δυο ίσα καλάμια, τα κράτησε στα δυο του χέρια και με ύφος όψιμου άντρα, περπάτησε σταθερά μέσα στη νύχτα, ολόκληρος ένας ηγεμόνας μαζί και ρεμάλι, χάθηκε στους δρόμους αναζητώντας τη μάννα του, χωρίς ανάσα, προσπαθεί να βρει την απάντηση σ’ ένα τρομερό ηθικό δίλημμα..
Εμείς, οι «Ταξιδευτές του θεάτρου» τον καλούμε στην παρέα μας μαζί με τους 12 θεούς στον Όλυμπο να πιει από το κρασί του Διόνυσου, να χαρεί παρέα όμορφη με τις νύμφες, να μας πει τον πόνο του σαν παραμύθι, να ξενοιάσει, όπως λέει και το τραγούδι: χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά…
Γκουτζιαμάνη Γιάννα
Κοζάνη 26-11-2016