Από την στήλη “20 χρόνια πριν”
Ο Φανός στην Κοζάνη γίνεται την αποκριά. Αποκριά είναι η λέξη από την πρόθεση «από» και «κρέας» που σημαίνει αποχή από το κρέας.
Τότες γίνονταν και μασκαράδες, καρναβάλια. Σύνθετος λέξη από «Καρνά» και «βάλε» και θα πει χαίρε κρέας.
Κι όλοι, μικροί και μεγάλοι, μεταμφιέζονταν και γλεντούσαν κάτω από την προστασία της μάσκας, της προσωπίδας που σκέπαζε έτσι την ανωνυμία τους.
Η αρχή από τούτο το έθιμο, βρίσκεται σε αρχαία ειδωλολατρικά έθιμα όπως στα Κρόνια, στα Διονύσια και στα Λουπερκάλια.
Κι έτσι φτάνουμε στον περίφημο Φανό της Κοζάνης. Φανός από το φαίνω και φαίνομαι από μακριά.
Πολλοί είναι κείνοι που συγχέουν το Φανό της Κοζάνης με το καρναβάλι. Λάθος. Ο Φανός, καμιά μα καμιά σχέση δεν έχει με τον καρνάβαλο και τις διάφορες εκδηλώσεις που τον συνοδεύουν. Οπως γίνεται σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. Κι η διαφορά, έγκειται σε τούτο. Ενώ το καρναβάλι στις διάφορες πόλεις, είναι πιστή αντιγραφή του Καρναβαλιού της Βενετίας, της Νίκαιας, του Μονάχου κι άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, ο Φανός στην Κοζάνη είναι τελείως άσχετος με τις γιορτές που γίνονται στις προαναφερόμενες πόλεις.
Ο Φανός της Κοζάνης, έχει το δικό του σήμα. Κάπως τυποποιημένο, μα το εντελώς ξεχωριστό από κάτι ανάλογο και παρόμοιο ξεφάντωμα. Ολη του η πρωτοτυπία και όλη του η αίγλη, κορυφώνεται τη νύχτα της Μεγάλης Αποκριάς, που ανάβουν οι Φανοί στις γειτονιές και γύρο – τριγύρο τραγουδούν και χορεύουν οι εορταστές. Κι έτσι δείχνει μια εικόνα που πολύ θυμίζει κάτι ανάλογες πολεμικές γιορτές της αρχαίας Ελλάδας. Και σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε αδίσταχτα να ισχυριζόμαστε, ότι είναι η συνέχεια εκείνων και ο χορός που χορεύεται (σε χρόνο 2/4), δεν είναι παρά αυτούσιος ο πυρρίχιος χορός των αρχαίων Ελλήνων.
Κι όπως τότες οι πολεμιστές πριν ξεκινήσουν για τη μάχη θυσίαζαν στους θεούς τους πάνω σε βωμούς, στη μέση ο ραψωδός με τη λύρα του, έψελνε πολεμικά θούρια κι οι στρατιώτες χορεύοντας, επαναλάμβαναν το τραγούδι σείοντας στον αέρα τ’ ακόντια και τις ασπίδες τους, έτσι και στο Φανό της Κοζάνης, χορεύουν οι φουστανελλάδες γύρω απ’ το Φανό, σείοντας στον αέρα τις χατζάρες και τα γιαταγάνια, που κρατούσαν στα χέρια τους.
Ο πρώτος που τραβούσε το χορό (ο κορυφαίος εδώ αντίς για το ραψωδό), έλεγε μια στροφή απόνα τραγούδι και το επαναλάβαναν οι άλλοι. Τραγουδώντας χτυπούσε τα χέρια ρυθμικά, το επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι του χορού και στη συνέχεια αρχινούσαν το χορό με κινήσεις αργές και ρυθμικές, το κορμί στητό και με λυγίσματα και τσακίσματα αντάξια της λεβεντιάς τους.
Με τούτο το έθιμο της Κοζάνης αρχολήθηκαν ιδιαίτερα δικοί μας και ξένοι μελετητές των εθίμων του ελληνικού λαού. Και το τελικό τους συμπέρασμα ήταν πως ο χορός απ’ το Φανό, είναι απομεινάρι του αρχαίου πυρρίχιου χορού.
Ο Φανός, αρχινούσε απ’ τη μικρή αποκριά, της Τυρρηνής. Εστηναν στις γειτονιές το Φανό, σαν είδος βωμού καμωμένου από λιθάρια κ’ έκαιγαν πάνω τσάκνα και ξερόκλαδα, καθώς και ρίζες από καντηλίνα (φασκόμηλο). Κι αποτελούσε το προοίμιο, για το ξεφάντωμα της τρανής αποκριάς, της Τυροφάγου.
Απ’ την προηγούμενη Κυριακή ακόμα, μικροί και μεγάλοι, μ’ ένα πιάτο τσίγκινο στο χέρι, ζητούσαν από τους γειτόνους: «μια δεκάρα για το Φανό», ν’ αγοράσουν δαδί. Γιατί την τρανή την αποκριά, έκαιγαν μόνο δαδί. Κι όλοι έδιναν μ’ ευχαρίστηση, ότι προαιρούνταν, σαν έκτακτη εισφορά για την επιτυχία του φανού της γειτονιάς.
Και το βράδυ της τρανής της αποκριάς, ήταν όλα έτοιμα. Στολισμένο το αλώνι, που έστηναν το Φανό, με χάρτινες γιρλάντες, φιλουρίδια (σεπραντίνες) χάρτινα φαναράκια κι άλλα τέτοια μπιχλιμπίδια. Γύρο απ’ το Φανό, αραδιασμένα τα σαμάρια, να κάθουνται οι φίλοι κ’ οι πανηγυριώτες και τα βαένια με το κρασί να πίνουν όλος ο κόσμος και να χαίρονται την αποκριά.
Κι η κάθε γειτονιά, πάσχιζε πως να το παρουσιάσει τον καλλίτερο και τον πιο φανταχτερό Φανό, με τους πιο καλλίφωνους τραγουδισταράδες και να πει τα ωραιότερα τραγούδια απ’ το Φανό.
Πριν βγουν στο Φανό, σχωρνιούνταν όλοι μεταξύ τους. Οι μικρότεροι φιλούσαν το χέρι των γεροντότερων. Και κείνοι τους σχωρνούσαν και τους εύχονταν και του χρόνου καλλίτερα. Υστερα δειπνούσαν και μετά το δείπνο, έκαναν την χάσκα. Εδεναν μ’ ένα ράμα (μια κλωστή) ένα σφιχτό αυγό στην άκρη απ’ τον κλώστη και το τριουρνούσαν (το περιέφεραν) σ’ όλους με την αράδα (σειρά). Κι όποιος τα κατάφερνε να το χάψει στο στόμα, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, τότρωγε κιόλας. Στο κατόπι, έβγαιναν όλοι μαζί στο Φανό. Κι ο πρώτος απ’ το Φανό (ο αρχηγός, να πούμε) τους κερνούσε όλους κρασί με την κολοκύθα, που γέμιζε απ’ τα βαένια και μεζέδες στο πινάκι. Και τους τραβούσε στο χορό.
Κείνα τα χρόνια (μα και σήμερα ακόμα, αν και γίνονται γι’ άλλους λόγους βραβεία και τα τέτοια) δεν υπήρχε μονάχα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις γειτονιές, για το ποια θα παρουσιάσει τον καλλίτερο Φανό. Υπήρχε κι ο ζήλος μεταξύ και των ίδιων των γειτόνων, ποιος θα τραγουδούσε καλλίτερα και θάλεγε το πρωτοτυπότερο τραγούδι. Και τούτο, είχε μεγάλη σημασία για τους τραγουδιστάδες. Επαιρναν θέση στη γειτονιά. Κι οι γειτόνοι, τους είχαν σε τρανή υπόληψη κι ακόμα μη βρέξει και μη στάξει.
Πρώτους τους καλούσαν στα γλέντια και στα γιορτάσια, στους αρραβώνες και στους γάμους, να τους τραγουδούν. Και στα πανηγύρια, αυτοί τραβούσαν το χορό (έσερναν το χορό, χόρευαν πρώτοι στην κορφή). Οι περιποιήσεις που τους έκαναν, ήταν περίσιες. Και τούτο, γιατί αποτελούσαν κάτι το μοναδικό το δυσεύρετο. Νεώτεροι ραψωδοί. Κι αν τύχαινε νάναι κι ανύπαντροι, χαρά στη μάνα που τους γέννησε.
Κι έλεγαν τραγούδια της αγάπης, τραγούδια κλέφτικα, της λεβεντιάς και της αντρειωσύνης και τραγούδια σατυρικά.
Κι ακόμα τραγουδούσαν και τραγούδια ξινέντραπα (αδιάντροπα) μασκαραλίτκα, «αριστοφένεια» σόκιν. Τούτα τάλεγαν κοντά τα ξημερώματα κι όταν όλοι βρίσκονταν στο τσακίρ κέφι. Το Φανό, οι τότες υπόδουλοι Κοζανίτες, τον είχαν και σαν εκδήλωση των πατριωτικών τους αισθημάτων. Κι ήταν η μοναδική ευκαιρία σ’ ολάκερο το χρόνο, να ξεφαντώσουν Ελληνοπρεπέστατα. Να κρεμούν την Ελληνική σημαία από τα παράθυρα και τους εξώστες των σπιτιών. Να στολίζουν τους Φανούς με άσπρα και γαλάζια χαρτόνια, τα χρώματα της Ελληνικής σημαίας. Και να τραγουδούν τα εμβατήρια της λεύτερης Πατρίδας χωρίς και να τολμάει να τους παρατηρήσει ο καταχτητής, πολύ περισσότερο, να τους τιμωρήσει για την ολοφάνερη τούτη ανταρσία τους ενάντια στο δυνάστη τούρκο.
Κι ενώ σε όλη την τότε οθωμανική επικράτεια, απαγορεύονταν το μασκάρεμα τις αποκριές στην Κοζάνη μοναδική εξαίρεση – όχι μονάχα επιτρεπόταν, αλλά και στέλονταν ενισχύσεις της τούρκικης αστυνομίας, να επιβάλουν την τάξη σε τυχόν κονιάρηδες ταραξίες, που μαζεύονταν στην Κοζάνη απ’ τα γύρο κονιαροχώρια, για να χαζέψουν τους Φανούς, και που θα ήθελαν να τους πειράξουν και να κάνουν φασαρία.
Τούτο το προνόμιο, το είχαν κατορθώσει οι Κοζανίτες με ειδική διαταγή του Διοικητή Βιλαετίου του κοσσυφοπεδίου, που είχε για έδρα του το Μοναστήρι, κι ύστερα από ενέργειες των επιφανών Κοζανιτών, που ζούσαν στα κράτη της Μεσευρώπης, την Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία κ.λ.π. Κι έτσι όταν οι τζιαντερμάδες (τούρκοι χωροφύλακες) περνούσαν απ’ τους Φανούς, χαιρετούσαν στρατιωτικά κι απομακρύνονταν στα γλήγορα, να μην ενοχλήσουν αυτούς που γλεντούσαν. Ενώ ήταν γνωστό, πως οι Φανοί αποτελούσαν τόπο συγκεντρώσεως για όλους τους τότε υπόδουλους Ελληνες, όπου συνενοούνταν κι έπερναν αποφάσεις και κατά την επανάσταστη του ‘21 και στον κατοπινό Μακεδονικό Αγώνα. Και μάλιστα, σε τούτο τον τελευταίο κουβαλούσαν και μοίραζαν κρυφά τα όπλα και τα πολεμοφόδια στους αντάρτες…
Σαν έφεγγε καλά η μέρα έσβηναν το Φανό. Μάζευαν τη στάχτη και πήγαιναν και τη σκορπούσαν στο βιό (στα χωράφια και στ’ αμπέλια), να καρπίσουν και ν’ αυγατίσει η σοδειά. Σημάδι και τούτο, πως πολλές απ’ τις γιορτές των Αρχαίων Ελλήνων, διαρητούνται και σημέρ’ ακόμα απ’ τον Ελληνικό λαό, σαν συνέχεια εκείνων κι ας λένε μερικοί λαογράφοι και προ παντός ιστοριογράφοι, πως ο σημερινός Ελληνισμός δεν έχει τη ρίζα του στον παλιό, μα αποτελεί παρακλάδι απόνα γιγαντόσωμο δεντρί.
Τ’ απόγιομα της Καθαροδευτέρας, όλοι μαζί, ανέβαιναν στις μπαλαμιές (αμυγδαλιές) στον Αη – Δημήτρη και χόρευαν και γλεντούσαν με τ’ άργανα. Εκεί έκαναν επίδειξη της χορευτικής τους δεινότητας οι φουστανελλάδες, που φορούσαν τις φουστανέλλες με τα πολλά τα λαγγιόλια, τ’ ασημοκεντημένα τα πισλιά και τα τσαρούχια με τις τρανές τις φούντες.
Και με το ηλιοβασίλεμα, το σκορπούσαν και γύριζαν σπίτια τους, ν’ αναπαυτούν. Αρχινούσε η σαρακοστή.
Απ’ την Καθαροδευτέρα, κρατούσαν και το τριόϊμερο (τριήμερο) δηλαδή, τρεις μέρες συνέχεια – όσοι κρατούσαν τριόϊμερο – είχαν μέρες τέλεια αποχή από φαγητό, ψωμί και νερό. Η μόνη τους τροφή ήταν δυό καφέδες, που τους έπιναν τον ένα στις δέκα το πρωί και τον άλλο στις τέσσερις το απόγευμα.
Την πρώτη τροφή, τη λάβαιναν την Τετάρτη στις δέκα η ώρα το πρωί. Ετρωγαν την πίττα με ταχίνι.
Κι όποιος ή όποια δεν άντεχε τούτες τις τρεις μέρες χωρίς τροφή, και τύχαινε να πεθάνει τις περισσότερες φορές απ’ άλλη αιτία – δεν τον έθαφταν στο νεκροταφείο, μα στην κοπριά.
Για να μην μπορέσει να κρατήσει τριόϊμερο κι ύστερα να πεθάνει, θα πει πως ήταν αμαρτωλός και δεν του άξιζε να θαφθεί στο αιώνιο ησυχαστήριο των νεκρών. Η θέση του ήταν μακριά απ’ το νεκροταφείο στην τούμπα από κοπριά…
Κι η κάθε γειτονιά, πάσχιζε πως να το παρουσιάσει τον καλλίτερο και τον πιο φανταχτερό Φανό, με τους πιο καλλίφωνους τραγουδισταράδες και να πει τα ωραιότερα τραγούδια απ’ το Φανό.
Πριν βγουν στο Φανό, σχωρνιούνταν όλοι μεταξύ τους. Οι μικρότεροι φιλούσαν το χέρι των γεροντότερων. Και κείνοι τους σχωρνούσαν και τους εύχονταν και του χρόνου καλλίτερα. Υστερα δειπνούσαν και μετά το δείπνο, έκαναν την χάσκα. Εδεναν μ’ ένα ράμα (μια κλωστή) ένα σφιχτό αυγό στην άκρη απ’ τον κλώστη και το τριουρνούσαν (το περιέφεραν) σ’ όλους με την αράδα (σειρά). Κι όποιος τα κατάφερνε να το χάψει στο στόμα, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, τότρωγε κιόλας. Στο κατόπι, έβγαιναν όλοι μαζί στο Φανό. Κι ο πρώτος απ’ το Φανό (ο αρχηγός, να πούμε) τους κερνούσε όλους κρασί με την κολοκύθα, που γέμιζε απ’ τα βαένια και μεζέδες στο πινάκι. Και τους τραβούσε στο χορό.
Κείνα τα χρόνια (μα και σήμερα ακόμα, αν και γίνονται γι’ άλλους λόγους βραβεία και τα τέτοια) δεν υπήρχε μονάχα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις γειτονιές, για το ποια θα παρουσιάσει τον καλλίτερο Φανό. Υπήρχε κι ο ζήλος μεταξύ και των ίδιων των γειτόνων, ποιος θα τραγουδούσε καλλίτερα και θάλεγε το πρωτοτυπότερο τραγούδι. Και τούτο, είχε μεγάλη σημασία για τους τραγουδιστάδες. Επαιρναν θέση στη γειτονιά. Κι οι γειτόνοι, τους είχαν σε τρανή υπόληψη κι ακόμα μη βρέξει και μη στάξει.
Πρώτους τους καλούσαν στα γλέντια και στα γιορτάσια, στους αρραβώνες και στους γάμους, να τους τραγουδούν. Και στα πανηγύρια, αυτοί τραβούσαν το χορό (έσερναν το χορό, χόρευαν πρώτοι στην κορφή). Οι περιποιήσεις που τους έκαναν, ήταν περίσιες. Και τούτο, γιατί αποτελούσαν κάτι το μοναδικό το δυσεύρετο. Νεώτεροι ραψωδοί. Κι αν τύχαινε νάναι κι ανύπαντροι, χαρά στη μάνα που τους γέννησε.
Κι έλεγαν τραγούδια της αγάπης, τραγούδια κλέφτικα, της λεβεντιάς και της αντρειωσύνης και τραγούδια σατυρικά.
Κι ακόμα τραγουδούσαν και τραγούδια ξινέντραπα (αδιάντροπα) μασκαραλίτκα, «αριστοφένεια» σόκιν. Τούτα τάλεγαν κοντά τα ξημερώματα κι όταν όλοι βρίσκονταν στο τσακίρ κέφι. Το Φανό, οι τότες υπόδουλοι Κοζανίτες, τον είχαν και σαν εκδήλωση των πατριωτικών τους αισθημάτων. Κι ήταν η μοναδική ευκαιρία σ’ ολάκερο το χρόνο, να ξεφαντώσουν Ελληνοπρεπέστατα. Να κρεμούν την Ελληνική σημαία από τα παράθυρα και τους εξώστες των σπιτιών. Να στολίζουν τους Φανούς με άσπρα και γαλάζια χαρτόνια, τα χρώματα της Ελληνικής σημαίας. Και να τραγουδούν τα εμβατήρια της λεύτερης Πατρίδας χωρίς και να τολμάει να τους παρατηρήσει ο καταχτητής, πολύ περισσότερο, να τους τιμωρήσει για την ολοφάνερη τούτη ανταρσία τους ενάντια στο δυνάστη τούρκο.
Κι ενώ σε όλη την τότε οθωμανική επικράτεια, απαγορεύονταν το μασκάρεμα τις αποκριές στην Κοζάνη μοναδική εξαίρεση – όχι μονάχα επιτρεπόταν, αλλά και στέλονταν ενισχύσεις της τούρκικης αστυνομίας, να επιβάλουν την τάξη σε τυχόν κονιάρηδες ταραξίες, που μαζεύονταν στην Κοζάνη απ’ τα γύρο κονιαροχώρια, για να χαζέψουν τους Φανούς, και που θα ήθελαν να τους πειράξουν και να κάνουν φασαρία.
Τούτο το προνόμιο, το είχαν κατορθώσει οι Κοζανίτες με ειδική διαταγή του Διοικητή Βιλαετίου του κοσσυφοπεδίου, που είχε για έδρα του το Μοναστήρι, κι ύστερα από ενέργειες των επιφανών Κοζανιτών, που ζούσαν στα κράτη της Μεσευρώπης, την Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία κ.λ.π. Κι έτσι όταν οι τζιαντερμάδες (τούρκοι χωροφύλακες) περνούσαν απ’ τους Φανούς, χαιρετούσαν στρατιωτικά κι απομακρύνονταν στα γλήγορα, να μην ενοχλήσουν αυτούς που γλεντούσαν. Ενώ ήταν γνωστό, πως οι Φανοί αποτελούσαν τόπο συγκεντρώσεως για όλους τους τότε υπόδουλους Ελληνες, όπου συνενοούνταν κι έπερναν αποφάσεις και κατά την επανάσταστη του ‘21 και στον κατοπινό Μακεδονικό Αγώνα. Και μάλιστα, σε τούτο τον τελευταίο κουβαλούσαν και μοίραζαν κρυφά τα όπλα και τα πολεμοφόδια στους αντάρτες…
Σαν έφεγγε καλά η μέρα έσβηναν το Φανό. Μάζευαν τη στάχτη και πήγαιναν και τη σκορπούσαν στο βιό (στα χωράφια και στ’ αμπέλια), να καρπίσουν και ν’ αυγατίσει η σοδειά. Σημάδι και τούτο, πως πολλές απ’ τις γιορτές των Αρχαίων Ελλήνων, διαρητούνται και σημέρ’ ακόμα απ’ τον Ελληνικό λαό, σαν συνέχεια εκείνων κι ας λένε μερικοί λαογράφοι και προ παντός ιστοριογράφοι, πως ο σημερινός Ελληνισμός δεν έχει τη ρίζα του στον παλιό, μα αποτελεί παρακλάδι απόνα γιγαντόσωμο δεντρί.
Τ’ απόγιομα της Καθαροδευτέρας, όλοι μαζί, ανέβαιναν στις μπαλαμιές (αμυγδαλιές) στον Αη – Δημήτρη και χόρευαν και γλεντούσαν με τ’ άργανα. Εκεί έκαναν επίδειξη της χορευτικής τους δεινότητας οι φουστανελλάδες, που φορούσαν τις φουστανέλλες με τα πολλά τα λαγγιόλια, τ’ ασημοκεντημένα τα πισλιά και τα τσαρούχια με τις τρανές τις φούντες.
Και με το ηλιοβασίλεμα, το σκορπούσαν και γύριζαν σπίτια τους, ν’ αναπαυτούν. Αρχινούσε η σαρακοστή.
Απ’ την Καθαροδευτέρα, κρατούσαν και το τριόϊμερο (τριήμερο) δηλαδή, τρεις μέρες συνέχεια – όσοι κρατούσαν τριόϊμερο – είχαν μέρες τέλεια αποχή από φαγητό, ψωμί και νερό. Η μόνη τους τροφή ήταν δυό καφέδες, που τους έπιναν τον ένα στις δέκα το πρωί και τον άλλο στις τέσσερις το απόγευμα.
Την πρώτη τροφή, τη λάβαιναν την Τετάρτη στις δέκα η ώρα το πρωί. Ετρωγαν την πίττα με ταχίνι.
Κι όποιος ή όποια δεν άντεχε τούτες τις τρεις μέρες χωρίς τροφή, και τύχαινε να πεθάνει τις περισσότερες φορές απ’ άλλη αιτία – δεν τον έθαφταν στο νεκροταφείο, μα στην κοπριά.
Για να μην μπορέσει να κρατήσει τριόϊμερο κι ύστερα να πεθάνει, θα πει πως ήταν αμαρτωλός και δεν του άξιζε να θαφθεί στο αιώνιο ησυχαστήριο των νεκρών. Η θέση του ήταν μακριά απ’ το νεκροταφείο στην τούμπα από κοπριά…
Νάση Αλευρά