Ο καιρός γαρ εγγύς (ή τα αδιέξοδα της «νέας μεταπολίτευσης») Του Γιώργου Καραμπελιά

By on 11/12/2014

Όσοι στη μακρά διάρκεια της μεταπολίτευσης υπήρξαμε μόνιμοι και σταθεροί επικριτές μιας εποχής ψεύδους, μεταμορφισμού, συλλογικών αυταπατών και ανενδοίαστης απάτης, βρισκόμαστε διχασμένοι ανάμεσα στη χαρά και τη λύπη. Χαρά γιατί επιτέλους αυτό το σύστημα βαδίζει στην έξοδό του από την ιστορία και έχουμε την αίσθηση ότι δικαιώθηκε μια ανυποχώρητη και συστηματική αντίθεση σε αυτό και, ταυτόχρονα, μια βαθύτατη λύπη γιατί αυτή η έξοδος πραγματοποιείται μέσα από μεγάλες καταστροφές για τη χώρα.

Πολλοί μας καλούν να πανηγυρίσουμε γιατί, επιτέλους, η περίοδος αυτή τελειώνει και εμείς όχι μόνο σταθήκαμε όρθιοι αλλά και επιβεβαιωθήκαμε στις προβλέψεις μας. Δεν συμφωνούμε με μια τέτοια λογική, διότι αυτή («ας καταστραφούν όλα για να αποδειχθεί πόσο δίκιο είχαμε») ανήκει επίσης στο ιδεολογικό οπλοστάσιο της εποχής που τελείωσε, της μεταπολίτευσης. Μια εποχή όπου το μικροκομματικό συμφέρον και η ατομική ιδιοτέλεια πρυτάνευαν συστηματικά απέναντι στο εθνικό και το κοινωνικό συμφέρον, σε μια λογική après moi le déluge.

Ριζοσπαστισμός και αίσθημα ευθύνης

Εμείς, αντίθετα, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, παρ’ ότι υπήρξαμε διαχρονικά, αταλάντευτοι αντίπαλοι του καθεστώτος, επιδιώκαμε πάντα να συνδυάζουμε την πιο ρηξικέλευθη και ριζοσπαστική κριτική με ένα βαθύ αίσθημα ευθύνης, θέλοντας να «αποδείξουμε» πως κάτι τέτοιο είναι όντως δυνατό. Πως ριζοσπαστισμός δεν σημαίνει υποχρεωτικά γενικευμένη ανευθυνότητα και πως υπευθυνότητα δεν σημαίνει ραγιαδισμός, σύμφωνα με το γνωστό αδιέξοδο δίπολο της μεταπολίτευσης. Αντίθετα μάλιστα οι ανεύθυνες δημοκοπίες καταλήγουν πάντα σε Βατερλώ και ενδοτισμό, ενώ ο ραγιαδισμός σε περιπέτειες εθνικές και κοινωνικές. Μια αυθεντικά επαναστατική και ριζοσπαστική τοποθέτηση είναι πάντα «υπεύθυνη», γιατί επιδιώκει πραγματικές ανατροπές και όχι καφενειακές μπουρδολογίες που καταλήγουν σε άτακτες υποχωρήσεις.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, όταν παλεύαμε γι’ αυτό που αποκαλούσαμε κοινωνική μεταπολίτευση, δηλαδή την ολοκλήρωση του πολιτικού εκδημοκρατισμού στο κοινωνικό και πολιτιστικό πεδίο, με τα εργοστασιακά σωματεία, την επέκταση των κοινωνικών δικαιωμάτων ή τα δικαιώματα των γυναικών και των νέων, αρνηθήκαμε ταυτόχρονα μια λογική εμφυλίου πολέμου και μεταβολής της λαϊκής αντίστασης και της αντιβίας των κινημάτων σε ένοπλη βία και τρομοκρατία, με τίμημα την αντίθεσή μας με ένα μεγάλο μέρος του ίδιου του χώρου με τον οποίο είχαμε βρεθεί μαζί από την περίοδο της αντίστασης στη δικτατορία.

Στη δεκαετία του 1980, ενώ αγωνιζόμαστε για την ανάπτυξη νέων κινημάτων, της οικολογίας, του κοινοτισμού, της αυτονομίας, επιμέναμε ταυτόχρονα στην ανάγκη υπεράσπισης της άμυνας της χώρας απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό και παλεύαμε για την αυτοδιάθεση της Κύπρου και την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της χώρας. Και όμως την ίδια στιγμή γενικεύονταν οι παρασιτικές συμπεριφορές και τα Εξάρχεια γέμιζαν με συνθήματα όπως «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του». Κορύφωση αυτής της αντίθεσής μας, με μια μεταπολίτευση που εξελισσόταν προς τη γενικευμένη ανευθυνότητα, υπήρξε η σύγκρουσή μας, στο εσωτερικό των Οικολόγων-Εναλλακτικών, με μια ενσωματωμένη στο σύστημα δήθεν οικολογική λογική, των Τρεμόπουλων και των Χρυσόγελων, την προσδεδεμένη στο άρμα των Γερμανών Πρασίνων και του Φίσερ, που στρεφόταν ενάντια στον «χασάπη» Μιλόσεβιτς. Αυτή η αντίθεση κατέληξε και στην αποτυχία της πρώτης προσπάθειάς μας να διαμορφωθεί μια πολιτική πρόταση, ικανή να παρέμβει στο πολιτικό σκηνικό.

Την ίδια εποχή, η αντιπαράθεσή μας προς την ανευθυνότητα θα εκφραστεί και στο Μακεδονικό. Το ότι καταγγείλαμε την υποχωρητική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, η οποία είχε οδηγήσει στη διαιώνιση του ζητήματος επί δεκαετίες, δεν μας εμπόδισε να αντιταχθούμε και στις δημοκοπίες των εύκολων πατριωτών και να υπερασπιστούμε την πρόταση της «Σλαβομακεδονίας» ως ονομασίας των Σκοπίων. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας λύσης, στις συνθήκες εκείνης της εποχής, θα μας προσέφερε τη δυνατότητα να αναπτύξουμε μια βαλκανική πολιτική που θα έβαζε φραγμό στην τουρκική επιθετικότητα. Αυτό διότι θεωρούσαμε ότι η Ελλάδα δεν είχε την πολυτέλεια πολλαπλών μετώπων και όφειλε να στρέψει τα βέλη της σε μια κατεύθυνση απόκρουσης της τουρκικής επιθετικότητας. Καθόλου τυχαία, ο Αντώνης Σαμαράς υπήρξε εκείνος που εκπροσώπησε αλληλοδιάδοχα τόσο την ενδοτική όσο και τη δημοκοπική γραμμή. Την πρώτη, αποδεχόμενος τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, κάτω από τις πιέσεις των Γερμανών και του Γκένσερ, ως υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, γεγονός που δημιούργησε το ζήτημα των Σκοπίων –διότι έτσι η «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Μακεδονίας», από κρατίδιο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, μεταβλήθηκε αυτομάτως σε ανεξάρτητο κράτος. Τη δεύτερη, τη δημοκοπική γραμμή, διότι, λίγους μήνες μετά, σαμποτάρισε ο ίδιος τη λύση της Σλαβομακεδονίας. Καθόλου τυχαία, εξάλλου, όλοι εκείνοι που είναι «ανένδοτοι» στο Μακεδονικό, σπανίως είναι εξ ίσου ανένδοτοι έναντι της Τουρκίας, που παραμένει η βασική απειλή κατά της Ελλάδας και της Κύπρου.

Αυτή η πολιτική μας, να βαδίζουμε «ενάντια στο ρεύμα», εκφράστηκε ακόμα στο ζήτημα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 (υπήρξαμε από τους ελάχιστους που αντιτάχθηκαν στη διεξαγωγή τους στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Αθήνα), θεωρώντας, όπως και πράγματι έγινε, ότι αυτοί οι αγώνες θα επέτειναν τον υδροκεφαλισμό και την επικέντρωση όλων των μεγάλων δημοσίων επενδύσεων στην Αθήνα. Με όσα μέσα διαθέταμε, εξάλλου, αντιταχθήκαμε και στην ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, η οποία θα οδηγούσε –και οδήγησε– στην ολοκλήρωση της αποβιομηχάνισης και παρασιτοποίησης της χώρας. Όλα αυτά τα χρόνια, προσπαθήσαμε να έχουμε μια θέση ριζοσπαστική –αποκέντρωση (μεταφορά ακόμα και της πρωτεύουσας έξω από την Αθήνα), παραγωγική ανασυγκρότηση, προώθηση των εναλλακτικών πηγών ενέργειας κ.λπ.– και ταυτόχρονα απορρίπταμε τη δημοκοπία και την αποδοχή των συρμών της μεταπολίτευσης: Επιμέναμε στην ενίσχυση της άμυνας της χώρας, στην άρνηση του εκπαιδευτικού παρασιτισμού και του λεγόμενου πολιτικού «πέντε» στα πανεπιστήμια (δηλαδή του εύκολου πτυχίου και της διάλυσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας με ψευδο-επαναστατικά προσχήματα). Αντιταχθήκαμε στις φασιστικές πρακτικές των κνιτών αρχικά και των ψευδοαντιεξουσιαστών στη συνέχεια, στα Πανεπιστήμια, που απαγόρευαν κάθε πραγματική ελευθερία έκφρασης σε αυτά.

Κορύφωση αυτής της διττής, αυθεντικά ριζοσπαστικής και ταυτόχρονα υπεύθυνης, στάσης υπήρξε η τοποθέτησή μας, κατά την περίοδο 2010-2014, πάνω στα ζητήματα που ανέδειξε η οικονομική κρίση. Υπήρξαμε σχεδόν οι μόνοι που, ενώ συμμετείχαμε ενεργά στα κινήματα των «αγανακτισμένων», αρνιόμαστε ταυτόχρονα όλες τις ανέξοδες κραυγές περί άμεσης εξόδου από το ευρώ, υπογραμμίζοντας πως η παραγωγική και η γεωπολιτική πραγματικότητα της χώρας θα μας επέτρεπαν να προχωρήσουμε σε τέτοιες κινήσεις μόνο αφού πρώτα θα είχαμε διασφαλίσει την παραγωγικές και αμυντικές μας δυνατότητες, διαφορετικά αυτές θα αποτελούσαν πηγή μεγαλύτερων καταστροφών για τον ίδιο τον λαό.
Δηλαδή, σε μια χώρα κυριολεκτικά δηλητηριασμένη από το πνεύμα της μεταπολίτευσης ¬–που εναργώς εξέφρασε ο ΓΑΠ με το «λεφτά υπάρχουν», το 2009–, όπου το κύριο στοιχείο της «πολιτικής» συνίσταται στις ψευδείς διακηρύξεις, με την ταυτόχρονη λογική της μικρότερης προσπάθειας, επιχειρήσαμε να προτείνουμε, με το ίδιο μας το παράδειγμα, έναν διαφορετικό δρόμο.

Και σήμερα, διανύουμε κυριολεκτικώς την τελευταία καταστροφική φάση της μεταπολίτευσης. Τα μνημονιακά κόμματα, δειλά, μοιραία και άβουλα αντάμα, σέρνονται κυριολεκτικά πίσω από την τρόικα, τους δανειστές, τους Γερμανούς, ανίκανοι να αντιταχθούν στοιχειωδώς στις απαιτήσεις τους. Και πώς άλλωστε θα μπορούσαν να το κάνουν, εκπροσωπώντας μια εξωνημένη ελίτ, και επί πλέον εκβιαζόμενοι από τους ξένους, που τους «κρατάνε» με τις ποίκιλες μίζες.

Η δυνατότητα μιας εναλλακτικής τακτικής

Από την άλλη, τα λεγόμενα αντιμνημονιακά κόμματα και δυνάμεις επιμένουν και αυτά σε μια πολιτική εξαπάτησης, υποσχόμενα λαγούς με πετραχήλια στον ελληνικό λαό, όταν μάλιστα γνωρίζουν ότι μια τέτοια εξαγγελία δεν μπορεί να έχει ζωή όχι μηνών, αλλά ούτε πλέον και εβδομάδων.

Η αντιμνημονιακή –κοινοβουλευτική και μη– αντιπολίτευση, με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθεί να επιβάλει μια πολιτική κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του μεταπολιτευτικού μεταμορφισμού. Για να μπορέσει να έρθει στην εξουσία, μια και δεν διαθέτει σημαντική και συνειδητή λαϊκή στήριξη, υποχρεώνεται να συναλλάσσεται με τις μεγάλες δυνάμεις και τους Αμερικανούς, καθώς και με ένα μεγάλο μέρος των εγχώριων συμφερόντων (Αγγελοπούλου, Λάτση, Δασκαλόπουλο), προκειμένου να διασφαλίσει πιθανές συμμαχίες, ενώ επανεντάσσει στο κόμμα όλο το διεφθαρμένο πασοκικό σύστημα. Έτσι αναιρεί κάθε δυνατότητα για ένα διαφορετικό μοντέλο, στηριγμένο στην εγχώρια παραγωγή και στις λαϊκές δυνάμεις, ενώ παράλληλα υπόσχεται μια γενικευμένη αποκατάσταση των αδικιών του μνημονίου, χωρίς να διαθέτει άμεσα τους χρηματικούς πόρους γι’ αυτό. Στην πραγματικότητα, το μόνο που μπορεί να πετύχει είναι τόσο να χάσει τα στηρίγματα από τα «αριστερά», εξαιτίας των συμβιβασμών του, όσο και να προκαλέσει την αγανάκτηση των λαϊκών στρωμάτων που διαβουκολεί με ψευδείς προσδοκίες.

Μπροστά, λοιπόν, στο πολιτικό αδιέξοδο, προκρίνει και πάλι την πολιτική επιτάχυνση, σπρώχνοντας τη χώρα σε εκλογές, μέσα στις δυσκολότερες συνθήκες, με τον κίνδυνο να χρεωθεί πολύ γρήγορα όλες τις πιθανές καταστρεπτικές συνέπειες της διαπραγμάτευσης με την τρόικα και τα οικονομικά αδιέξοδα των αμέσως επόμενων μηνών.
Και όμως, θα είχε μια μεγάλη δυνατότητα να αναδειχθεί σε ηγεμονική, ριζοσπαστική και ταυτόχρονα υπεύθυνη πολιτική δύναμη. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να επιβάλει την εκλογή Προέδρου από την παρούσα Βουλή, προτείνοντας μια προσωπικότητα σαν τον Μανώλη Γλέζο, που συμβολίζει την ενότητα και το αντιστασιακό ήθος του ελληνισμού και είναι ταυτόχρονα συνδεδεμένος με το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων, και να μην εμπλακεί άμεσα στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα. Έτσι, και θα διασφάλιζε μια μεγάλη ηθική και πολιτική νίκη, έχοντας επιβάλει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και δεν θα χρεωνόταν τις οικονομικές συνέπειες της αστάθειας και της κρίσης, που διαγράφονται ήδη με την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου. Και προφανώς, μερικούς μήνες μετά, στις εκλογές που θα έρχονταν, θα μπορούσε να καταγάγει μια περιφανή νίκη, έχοντας καταδείξει πως μπορεί να είναι ταυτόχρονα ριζοσπαστική και υπεύθυνη. Αντ’ αυτών, ο ΣΥΡΙΖΑ μένει προσκολλημένος στο γνωστό παιχνίδι της μεταπολίτευσης, στις εύκολες φραστικές κορώνες και την επιλογή του κοντόφθαλμου οφέλους, απέναντι σε μια πολιτική που θα ωφελούσε τις λαϊκές τάξεις και την ίδια τη χώρα.

Για ποιο λόγο δείχνει τέτοια βιασύνη, παραγνωρίζοντας το ίδιο το προηγούμενο του 2009, όταν ο ΓΑΠ προκάλεσε πάλι πρόωρες εκλογές με την ευκαιρία των προεδρικών εκλογών, με τις γνωστές καταστρεπτικές συνέπειες για τη χώρα; Μα ακριβώς γιατί είναι ένα κόμμα που αποτελεί και την επιτομή και την κορωνίδα της μεταπολίτευσης. Παχιά και εύκολα λόγια, βόλεμα των ημετέρων, επιδίωξη της εξουσίας με κάθε τίμημα, όλα να «αλλάζουν» αλλά να μην αλλάζει τίποτα επί της ουσίας. Γιατί νιώθουν σαν τους νεόπλουτους που απόκτησαν ξαφνικά ψήφους και επιρροή, γνωρίζοντας πως δεν διαθέτουν πρόγραμμα, όραμα και κουράγιο, ώστε να αλλάξουν πραγματικά τη χώρα και έτσι μένουν αγκιστρωμένοι στη στιγμή και την ευκαιρία. Αφού τώρα δίνεται η ευκαιρία, ας την αρπάξουμε και, όσο για τη χώρα, έχει ο «Θεός της Ελλάδας».

Με ποιον τρόπο θα κλείσει η μεταπολίτευση;

Επειδή όμως ο θεός της Ελλάδας… δεν «έχει» άλλο, αυτή η τυχοδιωκτική πολιτική κινδυνεύει να κλείσει τον κύκλο της μεταπολίτευσης με τους χειρότερους όρους. Διότι, απέναντι σε μια αποτυχημένη αριστερά, θα ενισχυθούν οι τερατογενέσεις της ακροδεξιάς, του νεοφιλελευθερισμού, των Ελλήνων Μπερλουσκόνι, θα επιταθεί η εξάρτηση της Ελλάδας και θα πραγματοποιηθεί, σε όλη τη χώρα, μία βίαιη στροφή προς τις αξίες του συντηρητισμού, της καταστολής, του ραγιαδισμού, χωρίς να αποκλείονται και εθνικές καταστροφές, δεδομένης της αυξημένης κινητικότητας της Τουρκίας στην περιοχή. Το ίδιο δεν συνέβη, άραγε, σε όλες τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού μετά την κατάρρευση των καθεστώτων, για είκοσι χρόνια τουλάχιστον, όταν οι αξίες του νεοφιλελευθερισμού και ατομικισμού έγιναν απόλυτα κυρίαρχες, ενώ πολλές χώρες διαμελίστηκαν ή ακρωτηριάστηκαν;

Προφανώς, κάτω από αυτές τις συνθήκες, δυνάμεις όπως εμείς, που με συνέπεια όλα αυτά τα χρόνια αντιταχθήκαμε στο μεταπολιτευτικό δίπολο ψευδο-επιτρεπτικότητας και παρασιτισμού, θα ενισχυθούν. Και γι’ αυτό πολλοί φίλοι, όπως αναφέραμε στην αρχή, μας καλούν να αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν προς το χειρότερο, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί ο κύκλος και να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η απαραίτητη κάθαρση. Η λογική αυτή υποστηρίζει: «Ας έρθει ο Σύριζα, ώστε να καταφανούν τα αδιέξοδα και να ανακύψει ακμαιότερη η ανάγκη μιας πατριωτικής αριστεράς». Δυστυχώς, πρόκειται για μικροκομματική και ηροστράτεια λογική. Εμείς δεν επιθυμούμε το τίμημα για την απόδειξη της ακρίβειας των απόψεών μας να είναι η συσσώρευση νέων καταστροφών και δεινών για τον λαό. Μέλημά μας ήταν και παραμένει η ανάδειξη της «αλήθειας» μας με το λιγότερο δυνατό κόστος για τον κόσμο. Ούτως ή άλλως, γνωρίζουμε πως πλέον έχει έλθει η ώρα για ένα Πατριωτικό Εναλλακτικό Κίνημα. Αυτό για το οποίο παλεύουμε εδώ και δεκαετίες με επιμονή, αταλάντευτα. Και προφανώς, επειδή δεν είμαστε τυχάρπαστοι ούτε «νεόπλουτοι», αλλά αντίθετα έχουμε περάσει από δεκαετίες «μοναξιάς», δεν έχουμε το άγχος των νεόπλουτων.

Γι’ αυτό και παλεύουμε ώστε το πέρασμα στη νέα εποχή να πραγματοποιηθεί με το μικρότερο δυνατό κόστος για τον λαό και τον ελληνισμό, στην Ελλάδα και την Κύπρο. Δεν έχουμε άγχος για κάποιους μήνες, περισσότερους ή λιγότερους – διότι περί αυτού πρόκειται.

Στην Ελλάδα, η μεταπολίτευση τελείωσε και δεν πρόκειται να την αναστήσουν εκείνοι που ζητούν μια «νέα μεταπολίτευση». Είναι καιρός για μια νέα εποχή, για ένα νέο όραμα. Και εμείς που διασχίσαμε την έρημο της μεταπολίτευσης –προφανώς όχι αλώβητοι, αλλά οπωσδήποτε σοφότεροι– είμαστε εδώ για να συμβάλουμε στη διατύπωση και την εφαρμογή του. Τώρα, άμεσα, διότι ο καιρός γαρ εγγύς…

Περιοδικό Άρδην – εφημερίδα Ρήξη

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: