Ένας μόνος μπαμπάς πήγε με τον γιο του σε ένα κινέζικο εστιατόριο για δείπνο. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει ότι…
το πρόσωπο της σερβιτόρας του έμοιαζε αρκετά γνωστό. Επιστρέφοντας το βράδυ στο σπίτι έκατσε και έγραψε αυτό..
«ΔΙΑΖΥΓΙΟ.
Η μέρα που οι γονείς μου χώρισαν για πάντα, είναι βαθιά χαραγμένη στο μυαλό μου.
Εγώ και ο μπαμπάς μου μαλώσαμε πολύ άσχημα.
Εγώ, η μαμά και ο μικρός μου αδερφός φύγαμε από το σπίτι και ο μπαμπάς μου έκανε σαν τρελός.
Μείναμε σε ένα ξενοδοχείο εκείνο το βράδυ.
Όταν γυρίσαμε την επόμενη μέρα, ο μπαμπάς μου είχε αλλάξει τη κλειδαριά.
Παρακολουθούσα τη μαμά μου να τον εκλιπαρεί από το παράθυρο να μας αφήσει να πάρουμε τα ρούχα μας κ.α.
Δεν μας άφησε.
Έπρεπε να φύγουμε και να επιστρέψουμε αργότερα την ίδια ημέρα με αστυνομική συνοδεία.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον αστυνομικό που μου έδωσε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών λέγοντας μου ότι είχα 10 λεπτά για να μαζέψω τα απαραίτητα.
Έβαλα μέσα όλα τα ρούχα που μπορούσαν να χωρέσουν στη σακούλα. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που πάτησα το πόδι μου στο σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Δεν πήρα τα τρόπαια του μπέιζμπολ.
Δεν πήρα καμία από τις 10.000 κάρτες μου με αθλητές.
Κανένα από τα πράγματά μου.
Άφησα και το αγαπημένο μου κατοικίδιο. Τη χελώνα μου.
Εγώ, η μαμά και ο μικρός μου αδερφός, μετακομίσαμε σε ένα μικρό διαμέρισμα. Δεν είχαμε σχεδόν τίποτα.
Κάποιοι καλοί άνθρωποι από την εκκλησία μας έφεραν κατσαρόλες, τηγάνια, καναπέδες, κρεβάτια και λίγα τρόφιμα.
Ο μπαμπάς μου άδειασε τους λογαριασμούς στην τράπεζα και κυριολεκτικά άφησε τη μαμά μου χωρίς καθόλου χρήματα στη τσέπη της.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ούτε ένα καταραμένο πράγμα.
Δεν είχαμε συγγενείς πουθενά τριγύρω.
Δεν είχαμε από πουθενά στήριξη, εκτός από τους άγνωστους ανθρώπους από την εκκλησία.
Ακόμα και σήμερα δεν έχω ιδέα πως τα κατάφερε.
Δεν έχω ιδέα πως άντεξε και δεν πέταξε λευκή πεσέτα.
Εγώ θα το είχα κάνει.
Θυμάμαι έντονα τις αμέτρητες νύχτες που έμπαινα στο δωμάτιό της και την έβλεπα στα γόνατα να προσεύχεται.
Μπορώ να φανταστώ τι περιεχόμενο είχαν αυτές οι συνομιλίες της με τον Θεό.
Μπορώ να καταλάβω πόσα δάκρυα κύλισαν στο γλυκό της πρόσωπό τις φορές που παρακαλούσε τον Θεό για ένα διάλειμμα.
Αισθανόμουν τον πόνο της κάθε μέρα.
Αμφισβήτησα πολλά πράγματα, αλλά αυτή η ανύπαντρη μητέρα με τα δύο παιδιά ποτέ δεν το έκανε. Ποτέ δεν εγκατέλειψε.
Ούτε για μια φορά.
Άρχισα να συνειδητοποιώ τι πέρασε η μαμά μου κάνοντας τόσες πολλές δουλειές, όταν έγινα και εγώ μόνος πατέρας.
Ποτέ μου δεν συνειδητοποίησα όταν ήμουν μικρός πόσο μας λάτρευε. Πόσο αφοσιωμένη ήταν σε εμένα και στον μικρό αδελφό μου.
Μας αγαπούσε.
Εργάστηκε σαν σκυλί για εμάς.
Έκανε ό, τι μπορούσε, έτσι ώστε ο αδελφός μου και εγώ να έχουμε όλα όσα ζητούσαμε.
Εργάστηκε.
Σκληρά.
Απόψε ο γιος μου και εγώ καθίσαμε σε αυτό το μικρό μίζερο κινέζικο εστιατόριο που αγαπάμε. Εκεί υπήρχε μια καινούργια σερβιτόρα.
Μου κόλλησε το μυαλό μόλις την είδα.
Οι ιδιοκτήτες είναι Κινέζοι.
Οι εργαζόμενοι είναι Κινέζοι.
Και αυτή ήταν μια νέα λευκή σερβιτόρα.
Ήταν απολύτως φανταστική και συνεχώς έκανε κοπλιμέντα στον γιο μου για την συμπεριφορά του.
Φάγαμε το δείπνο μας.
Πάνω στη συζήτηση, κατάλαβα ότι αυτή η ανύπαντρη μητέρα δεν ήθελε να είναι εκεί, αλλά έπρεπε να είναι εκεί. Έκανε το καλύτερό που μπορούσε για να χαμογελάσει.
Ράγισε η καρδιά μου.
Σκέφτηκα τη μαμά μου. Είδα το ίδιο βλέμμα σε αυτή την γυναίκα που είχα δει και στη μαμά μου.
Μια ανύπαντρη μητέρα.
Ίσως από επιλογή.
Μάλλον όχι.
Αλλά εργάζεται τις νύχτες της Τετάρτης για να εξασφαλίσει ότι θα φέρει φαγητό στο τραπέζι και παπούτσια στα πόδια των παιδιών της.
trelokouneli.gr