Νέες Εποχές: Τι σημαίνουν οι αλλαγές στην Παιδεία;

By on 26/08/2013

Με τη δημιουργία Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων, το εξεταστικό σύστημα για την εισαγωγή στα ΑΕΙ θα γίνει πιο αξιόπιστο, πιο ανθρώπινο και πιο δίκαιο.

Βήματα μπροστά για το Λύκειο και τις εξετάσεις

του Γ. Μπαμπινιώτη

Επιτέλους αξιώθηκε η Ελληνική Πολιτεία διά τού Υπουργείου Παιδείας να βαδίσει τον δύσκολο αλλά σωστό δρόμο.

Τόλμησε να κάνει βήματα μπροστά. Αξίζουν συγχαρητήρια στον Υπουργό Παιδείας που – μέσα σε πολύ αντίξοες πραγματικά συνθήκες – προχωρεί στην εφαρμογή μιας ουσιαστικής και ουσιώδους μεταρρύθμισης. Μιας μεταρρύθμισης που πατάει σε γερά θεμέλια, αφού στηρίζεται, κατά βάσιν, στο Πόρισμα τής Επιτροπής τού Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία, η οποία θεσπίστηκε, δούλεψε και κατέληξε σε εκτενή πρόταση με πρωτοβουλία τού υπουργού Παιδείας Αρη Σπηλιωτόπουλου (κυβέρνηση Κ. Καραμανλή) και συνεχίστηκε αργότερα φθάνοντας σε πρόταση εφαρμογής από την υπουργό Παιδείας Αννα Διαμαντοπούλου (κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου). Ο γράφων είχε την τιμή να οργανώσει, να συντονίσει και να διευθύνει τις εργασίες τής Επιτροπής, που είχε ευρεία σύνθεση και ενεργό συμμετοχή των μελών, ως Πρόεδρος τού Εθνικού Συμβουλίου για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, εν συνεχεία δε εκλήθη από την κ. Διαμαντοπούλου και συνεργάστηκε με στελέχη της για την εφαρμογή τής πρότασης. Δεν είχα όμως την ευκαιρία και να προχωρήσω (από τη θέση τού υπουργού Παιδείας στην κυβέρνηση Λ. Παπαδήμου) στην έναρξη εφαρμογής τού Νέου Λυκείου και τού νέου τρόπου Εισαγωγής στα ΑΕΙ, μολονότι αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος για να συμμετάσχω με προγραμματισμένη βραχύβια θητεία στην τότε κυβέρνηση.

Οπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης των γραμμών αυτών – και δεν έχω κανένα λόγο να το κρύψω -, προσωπικά είμαι θετικά τοποθετημένος απέναντι στη σημαντική αυτή προσπάθεια για ουσιαστική βελτίωση τής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Εστω και αργά πρέπει τώρα να προχωρήσει. Εστω και με τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες τής κρίσης που ζούμε, η οποία επιβάλλει αναπόφευκτους περιορισμούς στην εφαρμογή τής αρχικής πρότασης. Παράλληλα, δηλώνω ότι συνειδητά δεν έχω λάβει μέρος στην εκπόνηση τής τελικής μορφής τού υποβληθέντος προς ψήφιση νομοσχεδίου και, επομένως, έχω τις αποστάσεις που μου επιτρέπουν μια ανεξάρτητη έκφραση γνώμης, γνωρίζοντας τα θέματα αυτά εις βάθος.

Είναι σημαντικό και επίκαιρο να γίνει γνωστό ότι στον Εθνικό Διάλογο επικράτησαν για το Νέο Λύκειο δύο προτάσεις: α) μια «ισχυρή πρόταση» που ήθελε το Λύκειο ενιαίο, χωρίς κατευθύνσεις (ούτε στη Γ’ Λυκείου), αλλά με μεγάλο φάσμα επιλογών που θα υπηρετούσαν τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις των μαθητών και θα διαμόρφωναν τον προσανατολισμό τους για τα ΑΕΙ· το σκεπτικό αυτής τής πρότασης ήταν να αποκτούν οι μαθητές μια γερή γενική παιδεία, χωρίς στενή σύνδεση με την εισαγωγή στα ΑΕΙ· β) μια «μετριοπαθής πρόταση» που συνδύαζε κατά το δυνατόν τα πλεονεκτήματα τής γενικής παιδείας, μείωνε τις κατευθύνσεις αλλά διατηρούσε μια αύξουσα εξειδίκευση των ενδιαφερόντων στις δύο τελευταίες τάξεις τού Λυκείου, λειτουργώντας και ως τρόπος προετοιμασίας για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Διαπιστώνω ότι προκρίθηκε (με αναγκαίες αλλαγές και συμπληρώσεις) η δεύτερη πρόταση, η πιο μετριοπαθής, που προφανώς έχει λιγότερες απαιτήσεις και ταιριάζει περισσότερο στους περιορισμούς τής παρούσης δυσμενούς συγκυρίας. Πάντως, η πρόταση αυτή είναι μέσα στο πνεύμα τού Εθνικού Διαλόγου, αποτελεί σημαντική βελτίωση τού εκπαιδευτικού μας συστήματος στο Λύκειο σε συνδυασμό με τις λοιπές ρυθμίσεις και, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να προετοιμάσει το έδαφος για την πιο ριζοσπαστική (πρώτη) πρόταση, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Είναι αλήθεια ότι με περιορισμένα τα κονδύλια για την Παιδεία, με μειωμένους αριθμούς εκπαιδευτικών, με ανυπαρξία υποστηρικτικής (ενισχυτικής) εκπαίδευσης, με περιορισμούς στο Τεχνολογικό Λύκειο κ.ά. μειώνονται αυτομάτως και οι δυνατότητες για πιο τολμηρές και απαιτητικές αλλαγές.

Στον Εθνικό Διάλογο επιμείναμε στον περιορισμό τής διδασκόμενης ύλης και τού αριθμού των μαθημάτων στο Λύκειο και, κατ’ επέκταση, σε περιορισμό των μαθημάτων των Εισαγωγικών Εξετάσεων (χωρίς να μας δοθεί ο χρόνος να μπούμε σε συζήτηση ποια πρέπει να είναι τα μαθήματα αυτά). Το σκεπτικό ήταν να δοθεί η δυνατότητα για εμβάθυνση, για πιο δημιουργική προσέγγιση στη γνώση και για απομάκρυνση από την πρακτική τής παθητικής απομνημόνευσης. Επιμείναμε επίσης σε ριζική αλλαγή τού τρόπου διδασκαλίας (εφαρμογή τής ομαδοσυνεργατικής μεθόδου), ώστε να κεντρισθεί το ενδιαφέρον των μαθητών, να προωθηθεί η μεταξύ τους συνεργασία και να καλλιεργηθούν στους μαθητές η αναζήτηση, η επεξεργασία και η κριτική τής γνώσης. Να αλλάξει ο ρόλος τού δασκάλου σε οδηγητή και εμπνευστή αυτής τής προσέγγισης, και γενικότερα να δημιουργηθεί ένα άλλο κλίμα στο σχολείο, που θα κάνει τους μαθητές να αγαπήσουν το Σχολείο και να ξαναγυρίσουν σ’ αυτό αντί να το περιφρονούν και να στρέφονται στη βοηθητική εκπαίδευση (στα Φροντιστήρια). Αυτά προσβλέπουμε να επιδιωχθούν, κατά το δυνατόν, και στην προσπάθεια που ανέλαβε το σημερινό Υπουργείο Παιδείας.

Στον Εθνικό Διάλογο επιμείναμε στην ανάγκη να μην κρίνεται το μέλλον των υποψηφίων για τα ΑΕΙ αποκλειστικά από μια ολιγόλεπτη γραπτή εξέταση μέσα στο γνωστό κλίμα άγχους που επικρατεί κατά την πανελλήνια εξέταση, αλλά να βαρύνει και η όλη επίδοση και εικόνα τού μαθητή κατά τα τρία έτη τού Λυκείου. Κι αυτό φυσικά να γίνεται με κάποιο αντικειμενικό τρόπο για να είναι αξιόπιστο και, συγχρόνως, να αποφεύγεται η άσκηση πίεσης στους εκπαιδευτικούς να δίνουν υψηλούς βαθμούς και να αποτρέπονται πιθανές περιπτώσεις χαριστικής βαθμολογίας. Η απαραίτητη αυτή αντικειμενικότητα κατοχυρώνεται μόνον – όπως και θεσπίζεται – με έναν αριθμό κεντρικά οριζόμενων θεμάτων από τον υπό ίδρυση Εθνικό Οργανισμό Εξετάσεων μέσα από Τράπεζα θεμάτων. Παράλληλα, θεσπίζεται σωστά – όπως διαβάζουμε – να περιλαμβάνονται κατά το ήμισυ και θέματα που θέτουν οι διδάσκοντες και όλα (τα κεντρικά και τα σχολικά θέματα) να διορθώνονται και να βαθμολογούνται από τους εκπαιδευτικούς τού σχολείου, ώστε να αποφεύγεται ο πολυδαίδαλος μηχανισμός των πανελληνίων εξετάσεων. Πρόκειται για ορθή προσέγγιση που αναβαθμίζει τον ρόλο τού εκπαιδευτικού. Οπως είναι σωστή και η θέσπιση σύμφωνα με την οποία ο μέσος όρος από την επίδοση στο σχολείο θα μετράει θετικά ή αρνητικά (μία μονάδα προς τα πάνω ή μία μονάδα προς τα κάτω) ανάλογα με την επίδοση στις πανελλήνιες εξετάσεις. Αυτή είναι ασφαλιστική δικλίδα για τον καλό μαθητή αλλά και για τη γενικότερη αντικειμενικότητα τού συστήματος. Βεβαίως, και παλιά και τώρα ακούγονται επικριτικά σχόλια ως προς τις πολλές εξετάσεις που καθιερώνονται («εξετασιοκεντρικό σύστημα»), αλλά με ποιον άλλο αντικειμενικό τρόπο μπορεί να εξασφαλισθεί ο συνυπολογισμός τής επίδοσης στο σχολείο με λελογισμένη βαρύτητα; Αν υπάρχει άλλος εξίσου αντικειμενικός τρόπος, ας προταθεί από τους γνωρίζοντες. Αυτό είναι και το νόημα τής συζήτησης τού νομοσχεδίου στη Βουλή. Στον Εθνικό Διάλογο δεν είχαμε βρει κάποιον άλλο αντικειμενικό τρόπο. Αλλά ας δούμε την ουσία αυτής τής ρύθμισης και το όφελος τού Σχολείου από αυτήν: αναβαθμίζεται ο ρόλος τού εκπαιδευτικού και μαζί το κύρος και η βαρύτητα τής δουλειάς και τής επίδοσης των μαθητών μέσα στο Λύκειο, που με το ισχύον σύστημα έχουν πλήρως απαξιωθεί προς όφελος τού φροντιστηρίου, το οποίο στα μάτια μαθητών και γονέων παίζει σήμερα πρωταρχικό ρόλο. Τελικά, αυτοί που πρέπει να στηρίξουν μια τέτοια αλλαγή είναι προεχόντως οι εκπαιδευτικοί που η δουλειά τους θα μπορεί να εκτιμηθεί ξανά (όπως συμβαίνει παντού) με ανεβασμένο γενικά το κύρος τού Σχολείου, αλλά και οι γονείς που θα μειωθεί η ανάγκη να επιβαρύνονται με αβάσταχτα έξοδα φροντιστηριακής στήριξης.

Στον Εθνικό Διάλογο είχαμε καταλήξει επίσης στην ανάγκη να διαχωριστούν οι εξετάσεις για το Απολυτήριο από τις Εισαγωγικές. Είναι διαφορετικού περιεχομένου και εξυπηρετούν διαφορετικό σκοπό. Οποιος δεν ακολουθεί πανεπιστημιακές σπουδές δεν είναι σωστό να υποβάλλεται σε μια πολύ απαιτητική έως οδυνηρή δοκιμασία χωρίς λόγο. Είχε μάλιστα προταθεί στην Επιτροπή, για να μειωθεί ο χρόνος, η εξέταση να γίνεται τις ίδιες ημέρες με διαφορετικά θέματα (άλλης υφής και δυσκολίας) για τους δύο σκοπούς (Απολυτήριο και Εισαγωγικές).
Αυτό στο οποίο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στον Εθνικό Διάλογο ήταν η ίδρυση και λειτουργία ενός Εθνικού Εξεταστικού Φορέα που θα ανελάμβανε και τις Εισαγωγικές στα ΑΕΙ εξετάσεις και όποιες άλλες γενικού χαρακτήρα εξετάσεις στην Εκπαίδευση. Χαίρω που διαβάζω ότι το Υπουργείο προχωρεί με το νομοσχέδιο στην ίδρυση ενός τέτοιου Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων με βασικούς σκοπούς αυτούς που αναφέραμε. Αν οργανωθεί, υποστηριχθεί και λειτουργήσει σωστά ένας τέτοιος Εθνικός Οργανισμός, τότε θα λυθούν σταδιακά μείζονα προβλήματα που παρασύρουν όλο το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Θα περάσουμε σ’ ένα εξεταστικό σύστημα πιο αξιόπιστο (που δεν θα στηρίζεται στην απομνημόνευση), πιο ανθρώπινο (θα μπορούν οι υποψήφιοι να έχουν δεύτερη, ίσως και τρίτη ευκαιρία μέσα στον ίδιο χρόνο) και πιο δίκαιο (αφού η διόρθωση θα γίνεται από επιλεγμένους και εκπαιδευμένους διορθωτές και αφού θα λαμβάνεται υπ’ όψιν η γενικότερη εικόνα τού μαθητή μέσα και από την επίδοσή του στο λύκειο). Και πάνω απ’ όλα θα έχουμε – όπως στις πολιτισμένες χώρες – ένα σύστημα που δεν θα αναστατώνει τη χώρα (γονείς, μαθητές, συγγενείς, φίλους, δημοσιογράφους, εκπαιδευτικούς, φροντιστές, επιστημονικές οργανώσεις, ολόκληρη την ελληνική κοινωνία) ανάλογα με το πόσο δύσκολο ήταν το θέμα που τέθηκε στη Φυσική, τα Μαθηματικά ή την Εκθεση και ποια θεωρείται σωστή απάντηση από φροντιστές, ειδικούς επιστήμονες ή επιστημονικές ενώσεις!

Βεβαίως, γνωρίζοντας από μέσα την Εκπαίδευση (από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο) και έχοντας ασκήσει διοίκηση σε μεγάλους εκπαιδευτικούς χώρους, έχω συνείδηση των δυσκολιών και των αστοχημάτων που μπορούν να υπάρξουν σε κάθε προσπάθεια αλλαγής τού εκπαιδευτικού συστήματος. Το γεγονός όμως ότι καθίσαμε για πρώτη φορά και δουλέψαμε εντατικά επί μακρό διάστημα (έξι μήνες) πολλοί εκπαιδευτικοί (περίπου 30) με πείρα και άμεση επαφή με τα εκπαιδευτικά θέματα και το ότι καταλήξαμε σε σημαντικές και τεκμηριωμένες προτάσεις, στις οποίες μπορεί να στηριχθεί οποιαδήποτε πολιτική ηγεσία, πράγμα που συμβαίνει και με τον κ. Αρβανιτόπουλο, δίνει μια άλλη βαρύτητα και αξιοπιστία στην αναληφθείσα θεσμική πρωτοβουλία. Το αντίθετο: οποιαδήποτε ολιγωρία και νοοτροπία τού «μη θίγετε τα κακώς κείμενα» έπρεπε να συγκεντρώσει τα πυρά όσων – όπως ο γράφων – συμμερίζονται την εκτίμηση ότι και η σοβούσα κρίση και η γενικότερη κακοδαιμονία αυτού τού τόπου μπορεί σταδιακά και μεσοπρόθεσμα να αντιμετωπισθεί (παράλληλα με άλλες κοινωνικοπολιτικές αναδιαρθρώσεις) με μία Εκπαίδευση ουσίας, ποιότητας, κύρους και αποτελεσματικότητας που θα προετοιμάζει πολίτες ικανούς, υπεύθυνους, σκεπτόμενους, κοινωνικά ευαίσθητους και καλλιεργημένους.

Τέλος, για να γίνει σωστή δουλειά, θα πρέπει ο Υπουργός Παιδείας να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν μερικές εύστοχες επισημάνσεις που διάβασα να γίνονται κατά τη διαβούλευση από έμπειρους εκπαιδευτικούς «τής μαχόμενης εκπαίδευσης», έμπειρους εκπαιδευτικούς συντάκτες και άλλους γνώστες των θεμάτων τής Εκπαίδευσης και να προβεί όπου και όσο χρειάζεται σε διορθωτικές (διευκρινιστικές, συμπληρωματικές, εξειδικευτικές κ.λπ.) επεμβάσεις στο νομοσχέδιο. Προέχουν η ουσία και η επιτυχία τής καίριας αυτής προσπάθειας που εύλογα έχει γεννήσει μεγάλες προσδοκίες.

Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Ο δρόμος για το Νέο Λύκειο

του Θ. Δ. Παπαγγελή

Οπως τονίζεται στα σχετικά αναγγελτήρια, το Νέο Λύκειο θα διεκδικήσει την εκπαιδευτική του αυτονομία με μια αποφασιστική έμφαση στη «γενική παιδεία». Εννοείται, εξ αντιθέτου, ότι το Λύκειο που θέλουμε να παροπλίσουμε είχε καταντήσει χώρος αναγκαστικού πρωινού προσκλητηρίου, όπου οι μαθητές καταδέχονταν (κυρίως στην τελευταία τάξη) να παραχωρήσουν το ελάχιστο δυνατό της φυσικής τους παρουσίας ενώ το ανίκανο σύστημα, σε αντάλλαγμα, ανεχόταν τις εξωσχολικές τους σχέσεις με το ακμαίο φροντιστήριο. Οπως και με την «παρασυζυγία», η αυθεντική όρεξη εντοπιζόταν στην «παραπαιδεία». Ωστόσο, ψευδαισθήσεις δεν υπήρχαν: η όρεξη αφορούσε αποκλειστικά μια θέση στην ανώτερη και, κυρίως, στην ανώτατη εκπαιδευτική βαθμίδα.

Κατά την ίδια σχετλιαστική αφήγηση, η εγκατάσταση αυτής της εργαλειακής και «ρεαλιστικά» εστιασμένης φιλοσοφίας στέρησε από το σχολείο τον φυσικό του εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό ρόλο και από τους μαθητές τη δυνατότητα να αποκτήσουν, εκτός από «πανελλαδικές» δεξιότητες και οξυμμένη όσφρηση για τα εξεταστικά «ΣΟΣ», και το είδος της γνωσιακής συνείδησης που διαμορφώνει ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Μεγάλες και βαριές κουβέντες, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς, αλλά αυτό είναι πάνω κάτω το πνεύμα με το οποίο ο υφυπουργός για την Παιδεία διασάλπισε το νέο ξεκίνημα όταν ξόρκισε το παλαιό λύκειο ως «ένα τεράστιο φροντιστήριο» και όρισε για το νέο την ευθύνη «να παρέχει στους μαθητές τη γενική παιδεία που χρειάζονται». Και για του λόγου του αληθές, το νέο πρόγραμμα πριμοδοτεί τα κακοπαθημένα μαθήματα γενικής παιδείας: μόνο τέτοια στην Α’, 30 ώρες στη Β’ (με 5 μόνο ώρες ειδικού «προσανατολισμού») και 12 ώρες στη Γ’ Λυκείου, όπου, εύλογα, το μεγαλύτερο μερτικό (20 ώρες) θα πάει στα μαθήματα που προσανατολίζουν κατά τις Πανελλαδικές.

Είναι σαφές ότι η μακροχρόνια λιτανεία των «εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων» και το ισχνό πρακτικό της αποτύπωμα τείνουν να εξαντλήσουν τα αποθέματα καλής πίστης μέσα στην κοινωνία. Είναι εξίσου σαφές ότι η συγκυρία, με την κλαγγή της «κινητικότητας» και τον θούριο της «διαθεσιμότητας», ευνοεί εκτεταμένη καχυποψία ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς. Τίποτε, όμως, δεν θα δικαιολογούσε μια προγραμματική άρνηση ενός πραγματικού προβλήματος, και είναι προσωπική μου πεποίθηση ότι μια ανανεωμένη αίσθηση αξίας του ρόλου που διαδραματίζει η μεσαία εκπαιδευτική βαθμίδα είναι αναγκαία συνθήκη για να δραπετεύσουμε από τη χρησιμοθηρική μέγγενη.

Και προς αυτήν την κατεύθυνση, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν το πρόγραμμα του Νέου Λυκείου είναι δομικά ταγμένο να πολεμήσει, και βαθμιαία, μακάρι, να εξαλείψει, τους βολικούς αυτοματισμούς και τα μηχανιστικά ένστικτα που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις εκπαιδευτικές μας πρακτικές. Να το διατυπώσουμε με πιο αναγνωρίσιμους όρους: Είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε ένα εκπαιδευτικό ρίσκο όπου δεν θα προβλέπονται βραβεία για την αποστήθιση και την απομνημόνευση; Διαθέτουμε σχέδιο για την εκπαίδευση δασκάλων που θα μπορούν να λειτουργούν χωρίς αυτό το δίχτυ ασφαλείας; Διαθέτουμε υποδομές και «ιδεολογία» που μπορούν να εκμεταλλευθούν κριτικά και ανθρωποκεντρικά τον πληροφοριακό πακτωλό ο οποίος αναβλύζει από τις νέες τεχνολογίες; Εχουμε ετοιμοπαράδοτα εκσυγχρονισμένα εκπαιδευτικά εγχειρίδια γραμμένα όχι από κοινούς ερανιστές λημμάτων αλλά από στέρεους γνώστες που κατέχουν τη μαστοριά της λαγαρής, ελκυστικής και, όπου χρειάζεται, «προκλητικής» έκθεσης – αφήγησης;
Προτού τα ερωτήματα αρχίσουν να ηχούν ρητορικά, σπεύδω να διευκρινίσω ότι αν δεν δοθούν – έστω και μερικώς, έστω και πειραματικά – οι απαντήσεις, η μπαντιέρα του Νέου Λυκείου, αφού ανεμίσει για λίγο στις αύρες της επικαιρότητας, θα υποσταλεί με τη γνωστή στα μέρη μας σιωπηλή ανεπισημότητα. Αν κάποιος διαγνώσει εδώ απαισιοδοξία, δεν έχει παρά να περιδιαβεί το κοιμητήριο των εκπαιδευτικών μας μεταρρυθμίσεων, το γεμάτο με «σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν». Γιατί, απλούστατα, χωρίς απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, το Νέο Λύκειο και το μανιφέστο του αποτελούν λογικό πρωθύστερο, και αυτό που πρακτικά θα μείνει στα χέρια μας θα είναι: νέοι αλγόριθμοι και συντελεστές για τον υπολογισμό των μορίων΄ μια νέα εξεταστική σκυταλοδρομία, με περισσότερα έπαθλα για όσους πρωτεύουν με διαφορά «από στήθους»· πιθανότατα, μια Κεντρική Τράπεζα Θεμάτων (αν και αυτό ωραίο ακούγεται, μέρες που είναι)· και, το πιο βέβαιο από όλα, μια γενναία επέκταση της φροντιστηριακής βιομηχανίας που θα κάνει κάποιον μελλοντικό υπουργό να ομολογήσει ότι η Ελλάς είναι ένα απέραντο φροντιστήριο.

Κατά τη γνώμη μου, απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα θα μπορούσαν να δοκιμαστούν ακόμη και στο πλαίσιο του σημερινού λυκειακού προγράμματος, με ορισμένες ελάσσονες τροποποιήσεις, και μόνο τότε να εξαγγελθεί το πραγματικά «Νέο» – γιατί το πρωθύστερο μπορεί να ρίξει κι άλλο νερό στον μύλο της ματαιοπονίας και της καχυποψίας.

ΥΓ.: «Τα επτά εγχειρίδια δεν προορίζονται να ενταχθούν στο καθιερωμένο σύστημα του αναλυτικού προγράμματος΄ δεν προβλέπουν δηλαδή την εξεταστική αναπαραγωγή του περιεχομένου τους από τους μαθητές». Τα εγχειρίδια είναι αυτά του πιλοτικού προγράμματος «Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση», που έτρεξε από το 2001, με συντονιστή τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, του οποίου η σύσταση παρατίθεται εδώ. Για τη «γενική παιδεία που χρειάζονται οι μαθητές» νοιάζονται, αλλά ή αυτά είναι βωβά για το Υπουργείο ή το Υπουργείο κωφό γι’ αυτά.

O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.

από την εφημερίδα “το Βήμα”

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: