ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ ΠΟΥ ΥΠΕΣΤΗ 2 ΦΟΡΕΣ ΤΗ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΘΗΡΙΩΔΙΑ
Το Μεσόβουνο ήταν μεταξύ των πρώτων χωριών της Ελλάδας που πήραν τα όπλα κατά των κατακτητών. Την πρωτοβουλία για οργάνωση της αντίστασης είχαν πέντε Μεσοβουνιώτες κομμουνιστές, που είχαν δραπετεύσει από τους τόπους της εξορίας τους
Του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ*
Ενα από τα πλέον φρικιαστικά εγκλήματα των ναζί κατά την περίοδο της Κατοχής ήταν το διπλό Ολοκαύτωμα στο Μεσόβουνο της Κοζάνης, ένα χωριό 1.171 κατοίκων, που δημιούργησαν Πόντιοι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η ιστορία του χωριού αυτού είναι εντελώς παραγνωρισμένη από την επίσημη ιστοριογραφία, οι οποία, όπως φαίνεται, διαμορφώθηκε από τους νικητές του Εμφυλίου με τη χρήση μεροληπτικών και ιδεολογικών κριτηρίων.
Το μνημείο πεσόντων της περιοχής. Ανάμεσά τους και σοβιετικοί στρατιώτεςΤο πρώτο Ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου έγινε στις 23 Οκτωβρίου 1941. Το χωριό πυρπολήθηκε και εκτελέστηκαν 142 άτομα (σύμφωνα με τις γερμανικές πηγές), ενώ οι κάτοικοι ανεβάζουν τον αριθμό σε 165. Το δεύτερο Ολοκαύτωμα έγινε στις 24 Απριλίου 1944. Το χωριό θρήνησε και πάλι 150 θύματα και την εκ νέου πυρπόληση των κατοικιών που είχαν ξαναχτίσει οι κάτοικοι μετά την επιστροφή τους στο πυρπολημένο χωριό το 1942.
Το ιστορικό πλαίσιο
Το Μεσόβουνο ήταν μεταξύ των πρώτων χωριών της Ελλάδας που πήραν τα όπλα κατά των κατακτητών. Την πρωτοβουλία για οργάνωση της αντίστασης είχαν πέντε Μεσοβουνιώτες κομμουνιστές, που είχαν δραπετεύσει από τους τόπους της εξορίας τους (Ανάφη) και είχαν επιστρέψει στο χωριό. Είναι γνωστό ότι η στελεχική βάση που δημιούργησε τις πρώτες εστίες αντίστασης στην Ελλάδα υπήρξαν τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, που είτε είχαν επιστρέψει από τις εξορίες όπου τους είχε στείλει η δικτατορία Μεταξά είτε βρίσκονταν στην παρανομία την προηγούμενη περίοδο, καθώς μαχητές του Ελληνοϊταλικού πολέμου και απότακτοι βενιζελικοί αξιωματικοί του κινήματος του ’35.
Με απόφαση του Γραφείου Μακεδονίας-Θράκης του ΚΚΕ δημιουργήθηκαν οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις: «Οδυσσέας Ανδρούτσος» στην περιοχή της Νιγρίτας, στη δυτική πλευρά του ποταμού Στρυμόνα, και «Αθανάσιος Διάκος», στην περιοχή του Κιλκίς. Στην Ανατολική Μακεδονία, στην ανατολική πλευρά του Στρυμόνα που βρισκόταν υπό βουλγαρική κατοχή, είχε δημιουργηθεί η «Φιλική Εταιρεία» και άρχιζε τη συγκρότηση ένοπλων ομάδων με την ονομασία «Ιεροί Λόχοι». Στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία δημιουργήθηκε η «Ελευθερία».
Από τις αρχές του καλοκαιριού του ’41 ξεκίνησαν τα σαμποτάζ στη Θεσσαλονίκη. Στο τέλος του καλοκαιριού του ’41 οι πρώτες αντάρτικες αριστερές ομάδες θα εμφανιστούν στα μακεδονικά βουνά, οργανώνοντας ενέδρες και επιθέσεις. Η πολιτική αυτή βρισκόταν σε απόλυτη συμφωνία με τη συμμαχική γραμμή, εφ’ όσον Βρετανοί αξιωματούχοι καλούσαν μέσω του BBC σε ανάπτυξη κάθε μορφής αντίστασης.
Το επαναστατικό αυτό ρεύμα θα εκφραστεί με διάφορους τρόπους. Σ’ αυτό ανήκει η οργάνωση αντάρτικων ομάδων, όπως στο Μεσόβουνο, αλλά και η πρώιμη εξέγερση της 28ης Σεπτεμβρίου του 1914 στη Δράμα και στο Δοξάτο κατά των Βουλγάρων, που θα κατασταλεί με δραματικό και ιδιαιτέρως αιματηρό τρόπο από τις κατοχικές δυνάμεις. Παρ’ όλη την τραγική κατάληξη, η σημασία της θα έχει μεγάλη ηθική αξία, εφ’ όσον υπήρξε η πρώτη εξέγερση στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Το Ολοκαύτωμα του 1941
Ο Δήμος Εορδαίας τιμά τα 73 χρόνια από το Ολοκαύτωμα του ΜεσόβουνουΟι Γερμανοί είχαν δηλώσει από τον Μάιο του ’41 ότι κάθε φόνος Γερμανού θα προκαλούσε τη δολοφονία 10 Ελλήνων. Ηδη από τον Ιούνιο του ’41 είχαν δείξει την πολιτική καμένης γης που θα ακολουθούσαν με την καταστροφή του χωριού της Κανδάνου στην Κρήτη. Η γραμμή αυτή έλαβε τη μορφή επίσημης διαταγής του Ανώτατου Αρχηγείου της Βέρμαχτ (OKW) τον Σεπτέμβρη του ’41: «Να εκτελούνται για κάθε φόνο Γερμανού στρατιώτη 50-100 κάτοικοι -κατά προτίμηση κομμουνιστές- και 10 για κάθε τραυματισμό…». Η επίσημη αυτή γραμμή πρωτοεφαρμόστηκε στην περιοχή Κιλκίς (Κρούσια) και Νιγρίτας, με την καταστροφή περί των 10 χωριών στις 17 Οκτωβρίου 1941 και με την εκτέλεση εκατοντάδων ανδρών από 15 έως 60 χρόνων.
Στο Μεσόβουνο, όπως γράφτηκε πριν, υπήρχε ήδη ένας μικρός κομμουνιστικός πυρήνας 5 ατόμων, οι οποίοι είχαν υποστεί τις πολιτικές διώξεις από την εποχή που θεσπίστηκε το «ιδιώνυμο αδίκημα» (1929) και ποινικοποιήθηκε η κομμουνιστική ιδεολογία. Είχαν συλληφθεί κατ’ αρχάς στις αρχές της δεκαετίας του ’30 επειδή συμμετείχαν σε διαμαρτυρίες των κατοίκων για ένα θέμα που σχετιζόταν με το από πού θα περνά ο εθνικός δρόμος. Η Αστυνομία «τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί» τους πέντε Μεσοβουνιώτες και τους έστειλε εξορία στην Ανάφη.
Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα δραπέτευσαν από την εξορία και επέστρεψαν στο χωριό, όπου, μαζί με κατοίκους που είχαν πολεμήσει στο ελληνοϊταλικό μέτωπο, οργάνωσαν την πρώτη αντιστασιακή ομάδα που εντάχθηκε στην ένοπλη αντάρτικη οργάνωση «Ελευθερία», που είχε ήδη συγκροτήσει το μακεδονικό γραφείο του ΚΚΕ. Μια πράξη μαζικής αντίστασης ήταν η άρνηση όλων των κατοίκων να παραδώσουν τη σοδειά τους στις αρχές Κατοχής.
Η εκπόνηση ενός σχεδίου καταστολής της αντίστασης φαίνεται να έγινε μετά την εκτέλεση του διορισμένου από τις κατοχικές αρχές προέδρου του χωριού. Πρωτεργάτες του σχεδίου αυτού θεωρούνται οι δωσιλογικές αρχές της Κοζάνης (ο νομάρχης Κ. Γεωργαντάς και η Χωροφυλακή), οι οποίες υποκίνησαν τις κατοχικές ναζιστικές αρχές να διαπράξουν το έγκλημα, όπως και έγινε, μιας και υπήρχε ήδη η διαταγή του Ανώτατου Αρχηγείου της Βέρμαχτ.
Το Ολοκαύτωμα του 1944
Οι κάτοικοι, που επέστρεψαν το 1942, έχτισαν και πάλι κάποιες στοιχειώδεις κατοικίες. Ομως στις 22 Απριλίου του 1944 το χωριό περικυκλώνεται και πάλι από τις κατοχικές δυνάμεις, συνεπικουρούμενες και από Ελληνες δωσίλογους. Οπως φαίνεται, οι κατοχικές δυνάμεις αποτελούνταν από άνδρες των SS και της Βέρμαχτ, καθώς και μουσουλμάνους εθελοντές (Τάταροι και Τουρκμένιοι) που υπηρετούσαν στο ναζιστικό στρατό.
Οι Ελληνες συνεργάτες των ναζί ήταν ένοπλοι του λεγόμενου Εθελοντικού Σώματος του Γεωργίου Πούλου και «Ελληνες εθνικιστές» από τους γύρω οικισμούς. Ο Πούλος είχε ήδη ενταχθεί με το σώμα του στο δεύτερο σύνταγμα Bradenburg και είχε αναλάβει τις επιχειρήσεις στην περιοχή Γιαννιτσών και Πτολεμαΐδας, όπου δρούσε η 10η Μεραρχία του ΕΛΑΣ υπό τον καπετάν Κικίτσα.
Ο Αντώνης Παραστατίδης υπήρξε αυτόπτης μάρτυς και των 2 ολοκαυτωμάτωνΣτις 24 Απριλίου το χωριό καταστρέφεται και πάλι, 150 άτομα εκτελούνται επί τόπου και άλλοι 100 μεταφέρονται στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης της Πτολεμαΐδας.
Μετά την απελευθέρωση προτάθηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ελληνικού κράτους για το Ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου να δικαστούν από τα δικαστήρια δωσιλόγων οι φιλοκατοχικές αρχές της Κοζάνης, ο νομάρχης Κ. Γεωργαντάς, ο εισαγγελέας και οι υπεύθυνοι της Ελληνικής Χωροφυλακής.
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών κατακτητών
Της ΖΕΤΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ(*)
Τα αντίποινα εφαρμόζονταν από τις γερμανικές αρχές και αποσκοπούσαν στην καταστολή της δυναμικής του απελευθερωτικού αγώνα μέσω της δημιουργίας αισθήματος τρόμου σε όλο τον πληθυσμό.
Μετά τον Σεπτέμβριο του 1943 (συνθηκολόγηση της Ιταλίας) αξιοποιήθηκαν, επίσης, από τις κατοχικές δυνάμεις τα Τάγματα Ασφαλείας για την πραγμάτωση εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που αφορούσαν τόσο την αστυνόμευση των περιοχών όσο και την καταδίωξη των ανταρτών. Σύμφωνα με τον Π. Βόγλη, η λογική των αντιποίνων υπάκουε σε τρεις αρχές:
α) Αρχή της ασύμμετρης απάντησης. Για κάθε απώλεια των κατοχικών στρατευμάτων, τα θύματα από τον ντόπιο πληθυσμό θα έπρεπε να είναι πολλαπλάσια. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη διαταγή του στρατάρχη Keitel, σύμφωνα με τον Μ. Ζέκερντοφ, «για να καταπνιγούν οι ραδιουργίες στη γένεσή τους, πρέπει με την πρώτη αφορμή να εφαρμοστούν αυστηρότατα μέτρα, ώστε να επιβληθεί το κύρος της δύναμης κατοχής και να προληφθεί περαιτέρω επέκταση.
Εδώ πρέπει να σκεφτεί κανείς ότι μια ανθρώπινη ζωή στις θιγόμενες χώρες πολλές φορές δεν αξίζει τίποτα, και ότι μια εκφοβιστική επίδραση μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ασυνήθιστη σκληρότητα. Σαν εξιλέωση για τη ζωή ενός Γερμανού στρατιώτη πρέπει σε αυτές τις περιπτώσεις να ισχύει γενικά σαν ανάλογη η θανατική ποινή για 50-100 κομμουνιστές. Ο τρόπος της εκτέλεσης πρέπει να εντείνει περισσότερο την εκφοβιστική επίδραση […].
Πραγματικό μέσο εκφοβισμού μπορεί να είναι σε αυτές τις περιπτώσεις μόνο η θανατική ποινή. Ιδιαίτερα ενέργειες κατασκοπίας, πράξεις δολιοφθοράς και προσπάθειες προσχώρησης στην υπηρεσία ξένου στρατού πρέπει να τιμωρούνται κατά βάση με θάνατο. Επίσης, και σε περιπτώσεις ανεπίτρεπτης κατοχής όπλων, πρέπει γενικά να επιβάλλεται η ποινή του θανάτου».
β)Αρχή της συλλογικής ευθύνης. Πρόκειται για την επιβολή αντιποίνων γενικής μορφής. Στις περιπτώσεις αυτές τιμωρείται όλος ο ανδρικός πληθυσμός από τις γύρω περιοχές με μια προκαθορισμένη αναλογία, διότι τους Γερμανούς αξιωματικούς δεν τους ενδιαφέρει ο εντοπισμός των ενόχων της ενέργειας που διαπράχθηκε.
γ)Αρση της διάκρισης εμπολέμων και αμάχων. Οι κατακτητές, μετά το 1943, εντατικοποίησαν τα μέτρα αντιποίνων γιατί παρουσιάστηκαν σημαντικές αλλαγές στα ισχύοντα μέχρι τότε δεδομένα της κυριαρχίας τους. Λόγω της ταχείας προέλασης των βρετανικών μονάδων μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν (Οκτώβριος 1942), η Ελλάδα δεν αποτελούσε πλέον διαμετακομιστική βάση για τα γερμανοϊταλικά στρατεύματα της Βόρειας Αφρικής, αλλά οχυρό της «ναζιστικής αυτοκρατορίας» ενάντια στις επιθέσεις από τον Νότο. Επίσης, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι Γερμανοί προσπάθησαν, με ακόμη πιο πιεστικό τρόπο, να διατηρήσουν την κατοχική ισχύ τους.
Η τρομοκρατία, που ήταν το κύριο όργανο επιβολής και αποτελούσε την τελευταία ελπίδα των κατακτητών, είχε πλέον ως κύριο χαρακτηριστικό, εκτός από συνηθισμένες ποινές -όπως χρηματικά πρόστιμα, συλλήψεις, υπηρεσίες σκοπιάς, καταστροφή οικημάτων και εκτελέσεις-, την εντατικοποίηση της σύλληψης ανθρώπων που κατοικούσαν κοντά σε περιοχές ανταρτών, την υποχρεωτική αποστολή τους για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία, καθώς και την αλματώδη αύξηση των δολοφονικών επιχειρήσεων.
Από το 1943 και μετά, οι πολύνεκρες δολοφονικές επιχειρήσεις, με εκατό ή και περισσότερους νεκρούς κάθε φορά, έγιναν συνηθισμένο φαινόμενο: αδιαμφισβήτητα παραδείγματα συνιστούν οι μαζικές δολοφονίες αθώων πολιτών στα Καλάβρυτα, στο Κομμένο της Αρτας, στη Δράκεια Πηλίου, στην Κλεισούρα και στο Δίστομο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπως διατυμπάνιζε άλλωστε ο στρατηγός των Ες Ες και ιδεολόγος του ναζισμού Ολεντορφ, έπρεπε να καταβάλλεται προσπάθεια ώστε να μην αισθάνεται υπεύθυνος ο κάθε στρατιώτης που συμμετείχε σε μαζικά αντίποινα ή σε δολοφονίες αμάχων, αλλά να υπάρχει η αίσθηση της συλλογικής ευθύνης και άρα να αποφεύγεται μια ενδεχόμενη συνειδησιακή εμπλοκή.
Ο έλεγχος της υπαίθρου
Η εντατικοποίηση της εφαρμογής των αντιποίνων συνδέεται και με τη δράση των αντάρτικων ομάδων. Οι Γερμανοί, προκειμένου να διατηρήσουν τον έλεγχο της υπαίθρου και των ορεινών περιοχών, προβαίνουν σε σκληρά αντίποινα (εκτελέσεις κατοίκων για απώλειες που υπέστησαν από επιθέσεις των ανταρτών, πυρπολήσεις σπιτιών, συλλήψεις ομήρων). Σύμφωνα με τον Ζέκερντοφ, υπάρχει μάλιστα σχετική διαταγή του Χίτλερ για την απαιτούμενη εντατικοποίηση της τρομοκρατίας στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη:
«Ο εχθρός στον συμμοριτικό αγώνα χρησιμοποιεί φανατικούς κομμουνιστικά εκπαιδευμένους μαχητές, που δεν τρομάζουν μπροστά σε καμία βίαιη ενέργεια. Εδώ, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Με τον στρατιωτικό ιπποτισμό ή με τις συμφωνίες της Σύμβασης της Γενεύης ο αγώνας αυτός δεν έχει τίποτα κοινό. Αν ο αγώνας αυτός κατά των συμμοριών τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση δεν διεξαχθεί με τα πιο ωμά μέσα, τότε σε σύντομο διάστημα δεν θα επαρκούν πια οι διαθέσιμες δυνάμεις για να αντιμετωπίσουμε αυτή την πανούκλα. Για αυτό ο στρατός έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση σε αυτό τον αγώνα να χρησιμοποιεί χωρίς περιορισμό -επίσης και κατά γυναικών και παιδιών- κάθε μέσο, αρκεί μόνο αυτό να οδηγεί σε επιτυχία […]».
Οι κατοχικές δυνάμεις εκτιμούσαν ότι οι αντάρτες, βάσει των διαταγών που είχαν από τους Αγγλους, θα απέφευγαν τις μεγάλες επιχειρήσεις και θα περιορίζονταν σε ενέργειες δολιοφθοράς σε σημεία διάβασης του γερμανικού στρατού ή θα προέβαιναν σε ευκαιριακές επιθέσεις εναντίον φαλάγγων. Ετσι, με μεθοδικότητα, ταυτόχρονα με την κλιμακούμενη σκληρότητα των αντιποίνων, δημιουργήθηκε ένα πλαίσιο εμφυλίου πολέμου – γιατί οι Γερμανοί ανέμεναν ότι ο ΕΛΑΣ θα επιτίθετο κυρίως κατά των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Στόχος του ναζιστικού Αρχηγείου του Στρατού Ξηράς ήταν έπειτα από επιθέσεις και σαμποτάζ να λαμβάνονται, όσο το δυνατόν συντομότερα, δραστικά κατασταλτικά μέτρα και στις κατεχόμενες από τους Ιταλούς περιοχές, «[…] για να εκφοβιστεί ο πληθυσμός και να επανορθωθεί η ζημία που έχει προκληθεί στο κύρος της γερμανικής Βέρμαχτ». Τονιζόταν επίσης ότι «ο φύρερ περιμένει πως τα μέτρα αυτά θα εφαρμοστούν με άκρα αυστηρότητα και με αποτελεσματικό τρόπο για ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού». Δεν τίθεται κανένα θέμα αναστολής στην εφαρμογή αντιποίνων, και χαρακτηριστικά δηλώνεται: «Κανένας Γερμανός που προσφέρει υπηρεσία στην καταπολέμηση των συμμοριών δεν επιτρέπεται να κληθεί να απολογηθεί διοικητικά ή σε στρατοδικείο λόγω της συμπεριφοράς του στον αγώνα κατά των συμμοριτών και των συνοδοιπόρων τους […]».
(*) Διδάκτωρ Διδακτικής της Ιστορίας, η διατριβή της στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου είχε ως θέμα: «Διδακτική προσέγγιση επίμαχων και τραυματικών ιστορικών γεγονότων: η περίπτωση της Σφαγής του Διστόμου»