«Τις αμαρτίες τις δικές μου αν χρειαστεί να τις μετρήσω, από τα δέκα δάκτυλά μου, μόνο τα τρία θα κρατήσω.
Μα το δικό σου αμάρτημα του κόσμου όλα τα δάκτυλα»
Τι το’ θελες βρε πουλάκι μου και τ’ άφησες ανοιχτό το ράδιο; Το αναθεματισμένο βρίσκει την ώρα μερικές φορές για τέτοια τραγούδια. Θες να αγιάσεις και δεν μπορείς. Πώς να κλείσει μια πληγή όταν βάζεις συνέχεια το νυχάκι και την ξύνεις; Η μουσική κι οι στίχοι σε σουβλίζουν κατευθείαν στην καρδιά σαν ηλεκτικό ρεύμα. Υποτροπιάζεις. Τόσο καιρό νόμιζες ότι είχες τον έλεγχο, ότι βρήκες τη δύναμη να ξανασηκωθείς και σε μια στιγμή το σύμπαν ανατρέπεται και η ψυχολογία σου πιάνει πάτο.
Σκέφτεσαι ξανά όλα αυτά τα «σημαντικά άτομα» της ζωής σου που έχασες κι έχεις καταδικάσει τον εαυτό σου γι’ αυτό, γιατί απλά κοιτάς το δέντρο κι έχεις χάσει το δάσος. Είναι όλοι αυτοί που στέκονταν στο βάθρο τους κι από εκεί σε κοίταζαν αφ’ υψηλού, σου κουνούσαν επικριτικά το δάχτυλο, σε δίκαζαν και σε καταδίκαζαν σε μια δίκη όπου η δική σου απολογία δε γραφόταν στα πρακτικά, ή μπορεί να μη σου έδωσαν καν τη δυνατότητα να την κάνεις. Που δε γύρισαν ποτέ να κοιτάξουν τη δική τους καμπούρα και τα δικά τους στραβά. Ας τα’ χαν κάνει μαντάρα σε όλους τους τομείς, ας σε είχαν πληγώσει, ας είχαν κάνει λάθη που δέκα ζωές δε σου έφταναν για να τα κάνεις εσύ.
Τα δικά τους ήταν πάντα απλά ψιλά γράμματα. Αυτοί έβγαιναν λάδι λέγοντας «τι να γίνει, αυτά είναι μέσα στη ζωή, αν δεν πάθουμε δε θα μάθουμε, όλα για κάποιο λόγο γίνονται, την άλλη φορά δε θα τα επαναλάβω».
Κι έτσι απλά όλα καλά, όλα ωραία. Απαλλακτικό και καθάρισαν, έτσι μαγικά. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Κι εσύ πάντα εκεί γι’ αυτούς, πάντα τους συγχωρούσες, τίποτα δικό τους δεν ήταν τόσο μεμπτό.
Έβρισκαν πάντα το θάρρος ή καλύτερα το θράσος να σηκώνονται χωρίς γρατζουνιά, να στέκονται στις μύτες των ποδιών τους πάνω από το κεφάλι σου κουνώντας σου επικριτικά και δασκαλίστικα το δάχτυλο. Για να σου τονίσουν τα δικά σου ασυγχώρητα κι ανεπίτρεπτα λάθη.
Σε κοιτάζανε βλέμμα απαξιωτικό, που σε καταρράκωνε και σου κουρέλιαζε τον εγωισμό και την αξιοπρέπεια. Κάθε λάθος σου που σου τόνιζαν έσκαγε σαν εκκωφαντική βόμβα.
«Μα πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό, με πρόδωσες, δε σε εμπιστεύομαι πλέον…». Σαδιστικά, χαιρέκακα με τα λόγια τους σε γκρέμιζαν, σε πλήγωναν βαθιά, σε μαστίγωναν στην ψυχή.
Σε έκαναν να νιώθεις σκουπίδι, τιποτένιος, ο τελευταίος των χειρότερων. Και ποτέ δεν υπήρχε επιστροφή από τα τόσο τραγικά σου λάθη. Έπρεπε να καταδικαστείς σε αιώνια τιμωρία.
Μισούσες την ίδια σου την ύπαρξη και τον «παλιοχαρακτήρα σου» όπως τον αποκαλούσαν, που φταίει για όλα. Το μόνο που ήθελες ήταν να ανοίξεις ένα λαγούμι να κρυφτείς από το φως της μέρας κι από το «καθαρό, αγνό και αναμάρτητο» βλέμμα τους.
Έφτασες σε σημείο να αναθεωρήσεις αξίες και ιδανικά, να προσπαθήσεις να χτίσεις από την αρχή το χαρακτήρα σου μπας και καταφέρεις να τον κάνεις ακέραιο όπως το δικό τους. Εσύ όλα τα κάνεις λάθος, είσαι σκάρτος πέρα για πέρα, τα θεμέλιά σου είναι σαθρά. Αυτοί οι ώριμοι, οι ανώτεροι, οι ηθικοί, οι αλάνθαστοι.
Λοιπόν, αν θες πέσε στην παγίδα τους. Είναι άρτια στημένη κι έχει απόλυτη επιτυχία σ’ εσένα όπως φαίνεται. Ικέτεψέ τους, πέσε στα πόδια τους, εκλιπάρησε το έλεος τους.
Ή καλύτερα ανέβα εσύ στο παραπάνω σκαλί και κοίταξέ τους μια φορά κι εσύ αφ’ υψηλού, όπως σε κοιτάζουν. Δες αμέσως το φόβο στα μάτια τους, δες τα είδωλα να καταρρέουν. Συνειδητοποίησε ότι εσύ τους τρέφεις, τους συντηρείς και τελικά στέκονται σαν επιβλητικές και τρομακτικές σκιές στον τοίχο που σε στοιχειώνουν. Ζουν και τρέφονται από τη χαμηλή σου αυτοεκτίμηση, από το φόβο, την ανασφάλειά σου.
Μην τους κρίνεις ποτέ όπως σε κρίνουν. Μόνο έτσι θα είσαι όντως ανώτερος από αυτούς. Ανέβα ολόκληρη τη σκάλα, άσε τους στο σκοτάδι και στη μιζέρια, αφού πια έχασαν τα υποχείριά τους, τα παιχνίδια τους κι εσύ βγες στο αληθινό φως. Βρες την αλήθεια σου επιτέλους, βρες τα με τους δαίμονες και στείλε τους να βασανίσουν άλλους πιο αδύναμους.
Εσύ κοίτα να γίνεις καλύτερος. Για ‘σένα. Όχι για να μοιάσεις με αυτούς που σου το παίζουν αλάνθαστοι Θεοί.
Οι άνθρωποι κάνουν λάθη αλλά πάρ’ το κι αλλιώς. Τα λάθη κάνουν ανθρώπους, με την ουσιαστική έννοια. Όσο ζεις μαθαίνεις και θα ‘σαι νικητής αν διδαχτείς πραγματικά από την ιστορία σου ώστε να μην την ξαναβρείς ποτέ μπροστά σου.
Οι πληγές θα κλείσουν μια για πάντα. Και τα σημάδια που μπορεί να μείνουν θα είναι τα παράσημα που πήρες από την πιο σκληρή και δύσκολη μάχη, αυτή της ίδιας της ζωής.
Ιωάννα Νικόλ