- Εξιχνιάσθηκε υπόθεση απάτης που διαπράχθηκε σε περιοχή της Καστοριάς
- Συμβουλές από τη Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση Δυτικής Μακεδονίας, για τη σωστή χρήση της Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης (Λ.Ε.Α.)
- Εξιχνιάσθηκε από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Καστοριάς, υπόθεση αρπαγής 41χρονου ημεδαπού, σε περιοχή της Καστοριάς, για την οποία συνελήφθησαν άμεσα 2 ημεδαποί, ως συνεργοί
- Συμβουλές από τη Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση Δυτικής Μακεδονίας, για την αποφυγή κλοπών, κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων
Μάνος Κόμπος: Η καλλιτεχνική νιότη του σήμερα συναντά τον πολιτισμό του χτες
Ανήκει στη νέα γενιά, ωστόσο έχει διανύσει μία αρκετά μακρόχρονη παρουσία στα μουσικά πράγματα και μάλιστα πολυσυλλεκτική. Η αλήθεια είναι πως αρκετά πρόσφατα και ύστερα από προτροπή, ανακάλυψα τον Μάνο Κόμπο.
Προερχόμενος από την Κοζάνη και γεννημένος το 1980, ξεκίνησε από τα χρόνια της εφηβείας την καλλιτεχνική του πορεία, δημιουργώντας το 1996 το αγγλόφωνο Metal συγκρότημα ονόματι Blade of Spirit. Η εν λόγω μπάντα έχει καταγράψει αρκετές ώρες συναυλιακής εμπειρίας σε Πτολεμαΐδα, Σέρρες, Κατερίνη, Θεσσαλονίκη αλλά και Αθήνα (Αν club). Επιπλέον, αρκετά demo και promo cd όπως και μία ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά με τίτλο “Shadow’s race”, που κυκλοφόρησε το 2005 από την ανεξάρτητη Steel Gallery Records.
Από το 2005, ο Μάνος Κόμπος, έχοντας μέσα του όλα τα στοιχεία του ρεμπέτικου και έντεχνου-λαϊκού τραγουδιού, αποφάσισε να τα εξωτερικεύσει. Έτσι, ξεκίνησε μία παράλληλη πορεία ως ερμηνευτής και τραγουδοποιός, κάνοντας τα πρώτα βήματα για να αφήσει το δικό του αποτύπωμα στη μακροχρόνια παράδοση του έντεχνου-λαϊκού μας τραγουδιού.
Το 2010 δημιούργησε την κομπανία «ΑΣΚΕΡΗΔΕΣ», η οποία δούλεψε πάνω στο ρεμπέτικο, παρουσιάζοντας τον Αύγουστο του 2011 μία ζωντανή αναφορά στο ρεμπέτικο με τίτλο «Μέσα απ’ τα φύλλα της καρδιάς» στο Υπαίθριο Θέατρο Κοζάνης με ελεύθερη είσοδο, όπου εκτός από τον Μάνο στο τραγούδι, ερμηνευτικά συνέπραξε η τραγουδίστρια Κατερίνα Τσιάρα, ενώ το εκτελεστικό μέρος ανέλαβαν οι Θάνος Τζινακούλας στο μπουζούκι, Νίκος Μπέλτσιος στο μπαγλαμά, Πάνος Ευαγγελόπουλος στην κιθάρα και Βαγγέλης Αραμής στο ακορντεόν. Πρόκειται για μία εκδήλωση που προετοιμάστηκε καλά για να παρουσιαστούν τόσο τα τραγούδια της μεγάλης πολιτιστικής και λαϊκής κληρονομιάς του ρεμπέτικου, αλλά και για να λειτουργήσει εκπαιδευτικά μέσα από τα κείμενα και την αφήγηση του ερευνητή Γιώργου Δαδαμόγια, ο οποίος με ιστορικά στοιχεία και κάνοντας ανασύνθεση των κοινωνικών συνθηκών της εποχής, μίλησε για τη γέννηση του ρεμπέτικου ως τραγουδιού ως τρόπου ζωής καθώς και για τη μουσική και πολύ σημαντική κοινωνική επίδρασή του.
Το Δεκέμβριο του 2011 κυκλοφόρησε η πρώτη δισκογραφική του δουλειά με τίτλο «ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ». Επρόκειτο για ανεξάρτητη παραγωγή που κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Περιλάμβανε 3 τραγούδια του ιδίου σε στίχους και μουσική με τους τίτλους «Χρόνος που έκλαψε», «Το χρίσμα», και «Πεζά τα λόγια» μαζί με 18 επανεκτελέσεις σε τραγούδια μεγάλων δημιουργών. Πρόκειται για τραγούδια που έχουν ξεκάθαρη αναφορά στη διαχρονικότητα του ελληνικού τραγουδιού του παρελθόντος με στίχο που εγείρει το γνήσιο λαϊκό αίσθημα και όχι το λαϊκίστικο – κατά το σύνηθες πλέον – ένστικτο της καψουροσύνης.
Την κυκλοφορία του δίσκου ακολούθησε η προώθησή του με ζωντανές εμφανίσεις στις μουσικές σκηνές της Θεσσαλονίκης «ΠΛΑΤΩ» και «ΠΡΟΒΑ» όπως και σε άλλα σημεία στη Βόρειο Ελλάδα μαζί με τους δεξιοτέχνες μουσικούς της νέας γενιάς, Κώστα Γεδίκη στο μπουζούκι και Γιάννη Καρακαλπακίδη στην κιθάρα. Αυτήν την περίοδο, ο Μάνος δουλεύει πάνω σε δικό του υλικό στιχουργικά και μουσικά με την επιδίωξη να κυκλοφορήσει μια ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά αποκλειστικά αποτελούμενη από δικό του υλικό. Το Music Heaven ήρθε σε επικοινωνία μαζί του και ο ίδιος με χαρά μας διαφώτισε σε ερωτήσεις – απορίες σχετικά με την πορεία του, τα σχέδιά του και την άποψη του για τα μουσικά πράγματα.
Μάνο, κάνοντας την προσωπική σου αναδρομή στο παρελθόν, ποιες είναι οι παιδικές μνήμες από το οικογενειακό περιβάλλον σε ότι αφορά τη μουσική και το τραγούδι; Υπάρχει κάποια μουσική οικογενειακή παράδοση που να σε παρακίνησε να ασχοληθείς με τη μουσική;
Οικογενειακή παράδοση δε θα έλεγα ακριβώς ότι υπήρξε. Ο παππούς μου – πατέρας του πατέρα μου – ήταν ωραίος αμανετζής & τραγουδούσε περίφημα τα παραδοσιακά επιτραπέζια σε γλέντια και παρέες. Δυστυχώς, δεν τον πρόλαβα αλλά τα ξέρω από τις αφηγήσεις των γονιών μου. Επίσης, η μητέρα μου έχει καταπληκτική φωνή & απίστευτο «αυτί» που λέμε. Όλα αυτά σε επίπεδο οικογενειακού κύκλου όμως και όχι επαγγελματικά. Πέρα λοιπόν αλλά και δίπλα σε όλα αυτά, μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο μουσική από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ρεμπέτικα & παλιά λαϊκά, μέσα από όλες τις μεγάλες φωνές. Πολύ ελληνική μουσική αλλά & ξένη αργότερα ως έφηβος. Παρόλα αυτά, οι γονείς μου χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να αποδεχτούν πως εγώ θα ασχοληθώ με το τραγούδι. Μπορώ να πω, πως έδωσα μάχες και κατά κάποιο τρόπο επέβαλα ότι δε θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Χαίρομαι όμως που αργότερα πίστεψαν σε μένα και κυρίως στο σκεπτικό και τη στάση που έχω γύρω από αυτό που προσπαθώ να κάνω.
Ξεκίνησες εδώ και πολλά χρόνια, από το 1996 με ένα είδος μουσικής που μάλλον δεν προμήνυε τη μετέπειτα πορεία σου. Από τo σκληρό, δυτικό ήχο της Metal μουσικής, έκανες στροφή στα εγχώρια έντεχνα και λαϊκά μονοπάτια. Τι σε οδήγησε σε αυτή την αλλαγή;
Μέσα στην πορεία των χρόνων, έζησα πολύ όμορφες στιγμές και συγκινήσεις με τη μπάντα μου. Ανδρώθηκα μέσα από αυτήν με πολλές ζωντανές εμφανίσεις, ηχογραφήσεις κλπ. Ήμουν αρκετά γεμάτος απ’ όλα αυτά, αλλά με έτρωγε βαθιά η ανάγκη να τραγουδήσω ελληνικά. Να βρω τον πραγματικό μου ίσως τελικά εαυτό μέσα σ’ αυτό που λέμε μουσική. Έτσι, γύρω στα 23-24 μου άρχισα να γράφω δικό μου υλικό σε ελληνικό ύφος και λόγο, και μπήκα γρήγορα στα βαθιά, φτιάχνοντας αργότερα διάφορα σχήματα, κομπανίες κλπ. Εκ των υστέρων, μου φαίνεται απολύτως φυσιολογικό μιας και εκεί ανήκω μουσικά. Επίσης, η ανατολή, με ότι αυτή εμπεριέχει – ήχοι, εικόνες, αρώματα – αλλά και ευρύτερα ως κουλτούρα βρίσκεται μέσα μου με έναν ακαθόριστο γονιδιακά τρόπο μιας και δεν με συνδέουν δεσμοί καταγωγής.
Οι επιλογές των τραγουδιών για το δίσκο «Εκ βαθέων» δίνουν εμφανές ένα στίγμα προτίμησης στο έντεχνο-λαϊκό αλλά και ρεμπέτικο τραγούδι. Θεοδωράκης, Πάνου, Ζαμπέτας, Λοΐζος, Βαμβακάρης, Χιώτης, Τσιτσάνης. Τραγούδια που ενδεχομένως στις πιο νέες γενιές δεν είναι πολύ γνωστά ή ίσως φαντάζουν και λίγο «παλιομοδίτικα», πράγμα λογικό εφόσον τα σύγχρονα ακούσματα προς μαζική κατανάλωση έχουν κατακλύσει οπωσδήποτε την τηλεόραση, αλλά και τα ραδιόφωνα. Στις ζωντανές εμφανίσεις σου, το νέο κοινό πως ανταποκρίνεται στο άκουσμα των τραγουδιών;
Πάνο, να πω διευκρινιστικά πως το «ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ» δεν ήταν μια επίσημη δισκογραφική δουλειά. Ήταν μια ανεξάρτητη αυτοχρηματοδοτούμενη παραγωγή. Μία «κάρτα» γνωριμίας με το κοινό, αλλά με πολύ περιορισμένο εύρος διανομής και προώθησης. Τώρα σε ότι αφορά το ύφος, νομίζω όλοι αυτοί οι δημιουργοί που διάλεξα να συμπεριλάβω μέσα από τις επανεκτελέσεις που έκανα σε αυτό το cd, είναι οι δάσκαλοί μου. Δε με νοιάζει καθόλου και δεν σκέφτηκα στιγμή αν όλα αυτά πλέον για πολλούς θεωρούνται παλιομοδίτικα. Αυτό το υλικό για μένα είναι η βάση μου κι ο προσανατολισμός μου μουσικά και είναι περιττό να πω τι αξία, βαρύτητα και διαχρονικότητα κουβαλούν αυτά τα κομμάτια. Κατανοώ πως ο κόσμος, τα ακροατήρια, οι τάσεις έχουν αλλάξει και οι νεώτεροι ψάχνουν άλλα πράγματα. Δεν έχουν, όπως λες, ιδιαίτερους δεσμούς με αυτό το υλικό, τους φαντάζει ρετρό και μακρινό, ίσως γιατί δε βρίσκουν στοιχεία της δικής τους καθημερινότητας μέσα σ’ αυτό, στοιχείο με το οποίο έρχομαι αντιμέτωπος στις ζωντανές εμφανίσεις μου, γιατί σαφώς η εμμονή μου στο παλιό – κατά βάση – εντεχνολαϊκό και ρεμπέτικο έχει κόστος. Σέβονται, αλλά ζητάνε πιο σημερινά ακούσματα και τραγούδια. Όμως, εγώ δεν μπορώ να κοροϊδεύω αυτούς και τον εαυτό μου. Έτσι λοιπόν, θα πρέπει ο καθένας να ξέρει τι να περιμένει από εμένα σε μια ζωντανή μου εμφάνιση. Ας προσπαθήσουν να με δουν σαν μια καλή αφορμή για να έρθουν πιο κοντά στο υλικό αυτό, εφόσον κι εγώ είμαι παιδί της δικής τους γενιάς.
Οι δικές σου συνθέσεις έχουν έντονη τη στόφα και το χρώμα του παλιού έντεχνου-λαϊκού τραγουδιού. Το «Χρίσμα», το «Πεζά τα λόγια», ο «Χρόνος που έκλαψε». Τι είναι αυτό που πιστεύεις ότι οι συγκεκριμένες μελωδίες και οι ήχοι του χτες, μπορούν να έχουν απήχηση στο σήμερα;
Αυτά είναι τα πρώτα μου τραγούδια γραμμένα προ επταετίας. Δεν ξέρω αν μπορούν να έχουν ιδιαίτερη απήχηση κι όμως, οι ήχοι αυτοί είναι παντοτινοί. Όποιο τραγούδι του σήμερα κι αν πιάσεις, έχει τη βάση του σε παλιότερες νόρμες του χθες. Το τραγούδι είναι σαν ένα γενεαλογικό δέντρο. Εξελίσσεται μεν αλλά κάνει κι ένα μεγάλο κύκλο ως τη ρίζα του. Στο νέο υλικό που ετοιμάζω για παράδειγμα, υπάρχουν και κάποια πιο σύγχρονα στοιχεία, δοσμένα όμως πάλι μέσα από το πρίσμα του παλιού.
Το τραγούδι «Πεζά τα λόγια» αν και γράφτηκε το 2006, στα λόγια του θα μπορούσε να δοθεί μία ερμηνεία κοινωνική και άρρηκτα δεμένη με την κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια. Σχεδόν προφητική θα έλεγε κανείς. Ποια είναι η ιστορία του τραγουδιού;
Συμφωνώ. Ίσως την λέξη προφητικό θα έπρεπε να την αντικαταστήσουμε με τη λέξη διαχρονικό σε ότι αφορά στις αλήθειες του. Δυστυχώς φοβάμαι, κι ας μην εκληφθεί ως μεγαλοστομία, πως το συγκεκριμένο τραγούδι είναι η ιστορία αυτού του βασανισμένου τόπου και όχι μόνο. Γιατί «πεζά λόγια» θαρρώ θα ‘ναι ό,τι κι αν πούμε για την σκληρότητα των καιρών μας και την κακοδαιμονία μας. Είναι καθαρά πολιτικοκοινωνικό τραγούδι. Θυμάμαι το 2006 μόλις το είχα γράψει, με έπεισε ένας καλός φίλος να συμμετάσχω με αυτό, σε μία ακρόαση νέων δημιουργών που θα έκανε τότε η «ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ» στην Αθήνα. Είναι ένα τραγούδι που αγαπώ πολύ και παρόλο που άρεσε στην ακρόαση, δεν κατάφερε να διακριθεί.
Η Κοζάνη έχει σημαντική μουσική παράδοση σε ότι αφορά τα Χάλκινα, η οποία μάλλον δεν σε έχει αφήσει ανεπηρέαστο, όπως διαπιστώνουμε στο τραγούδι «Παράξενη φύση» σε μουσική & στίχους δικούς σου. Πιστεύεις ότι υπάρχει ανάγκη σήμερα να έρθει ο κόσμος σε επαφή με την τοπική παράδοση; Έχεις κάποιες σκέψεις για ενασχόληση στο μέλλον με αυτόν το μουσικό πλούτο προσαρμόζοντάς τον στο σήμερα, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του τοπικού πολιτισμού, ώστε να γίνει γνωστός και στους νέους ανθρώπους;
Ναι, η ευρύτερη περιοχή μας εδώ, έχει τεράστια μουσική παράδοση. Εγώ μεγάλωσα και με αυτά τα ακούσματα, γι΄αυτό με συγκινούν βαθιά. Το κομμάτι «ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΦΥΣΗ» έχει έναν καθαρά πειραματικό χαρακτήρα, εφόσον αποπειράθηκα να μπολιάσω τα ντόπια βαλκανικά ηχοχρώματα με το έντεχνο τραγούδι. Το συγκεκριμένο υπάρχει μόνο σε demo μορφή στο διαδίκτυο κι επειδή έχει ενθουσιάσει πολλούς φίλους, σκέφτομαι στο μέλλον να το επανηχογραφήσω πιο ολοκληρωμένα. Βεβαίως, πρέπει και οφείλουμε να είμαστε κοντά στην παράδοση του τόπου μας. Τα τελευταία χρόνια αισιοδοξώ, γιατί βλέπω νέους να επιστρέφουν στις ρίζες και στο δημοτικό μας τραγούδι, το οποίο ήταν πολύ παρεξηγημένο. Έχω πολλά σχέδια στο μυαλό μου αναφορικά με την παραδοσιακή μουσική. Θα πρέπει όμως, να νιώσω έτοιμος και πιο ώριμος για να υλοποιήσω κάποιο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή κι ελπίζω να αξιωθώ να το επιτύχω.
Κατάγεσαι και κατοικείς στην Κοζάνη. Σ’ ένα νομό που ανήκει στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας με έντονα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, όπως τα υψηλά και διαρκώς αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας. Πόσο δύσκολο είναι για ένα νέο καλλιτέχνη να καταφέρει να ακολουθήσει το δρόμο της τέχνης του, προσπαθώντας μόνο με τις δικές του δυνάμεις όπως εσύ; Ποιες οι δυσκολίες που έχεις συναντήσει;
Πιο δύσκολο νομίζω δε γίνεται, απ’ όλες τις απόψεις. Απαιτεί μεγάλες ψυχικές αντοχές, πολλές θυσίες, υπομονή, επιμονή και πίστη σ’ αυτό που κάνεις. Καταρχήν, ένας καλλιτέχνης, και δη στην περίοδο που διανύουμε, ο οποίος ζει στην επαρχία είναι αδύνατο να βιοποριστεί μόνο από τη μουσική. Υπάρχουν δύο δρόμοι: Ο ένας να αναζητήσει την τύχη του στην Αθήνα. Ο άλλος να παραμείνει στον τόπο του με την προϋπόθεση κάποιο άλλο εισόδημα να του εξασφαλίζει τα προς το ζην και παράλληλα να του δίνει μια μικρή δυνατότητα να επενδύει δημιουργικά στην τέχνη του. Οι κύριες δυσκολίες που αντιμετώπισα, αν και αναπόφευκτες, ήταν οι συνεχείς μετακινήσεις για ζωντανές εμφανίσεις, υποχρεώσεις κι επαφές. Όμως, το διαδίκτυο και οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο, εξαφανίζοντας αποστάσεις και βοηθούν σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητους καλλιτέχνες που ζουν μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, να προβάλλουν και να προωθήσουν τη δουλειά τους. Από εκεί κι έπειτα, σαφώς χρειάζεται τύχη, κύκλος γνωριμιών και κυρίως σωστό ένστικτο. Ωστόσο, νομίζω πως ο άξιος, έστω και αργά, μπορεί να καταφέρει να κάνει πράγματα και μόνος.
Τα πολύ ενδιαφέροντα που μοιράστηκε μαζί μας ο Μάνος Κόμπος στοιχειοθετούν έναν νέο άνθρωπο που θέλει να κάνει σταθερά και ολοκληρωμένα βήματα, χωρίς στοιχείο έπαρσης που κουβαλώντας τη μουσική προίκα του χτες προσπαθεί να δημιουργήσει καλλιτεχνικά και αυτόνομα στο σήμερα έξω από τα γνωστά κυκλώματα. Εξάλλου, όπως ο ίδιος έχει γράψει σε κείμενό του στις 02 Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με το ελληνικό τραγούδι στη σημερινή κοινωνία, ευθύνεται «Η μουσική βιομηχανία με τις πολυεθνικές της, ακόμη και οι μικρότερες εταιρίες δίσκων που απαξιώνουν νέους κι ελπιδοφόρους στιχουργούς και συνθέτες, αποδυναμώνοντας έτσι και τους ερμηνευτές. Το άθλιο κατεστημένο των χώρων μουσικής διασκέδασης και των νυχτερινών κέντρων, ένας ψεύτικος, lifestyle, βρώμικος κόσμο,ς φτιαγμένος από ανθρώπους τυχοδιώκτες και επιχειρηματίες-πλουτοκράτες, ανθρώπους εντελώς έξω από το χώρο και τη νοοτροπία της μουσικής και της τέχνης».
Μάνο, καλή επιτυχία για τη συνέχεια!
0 comments