Την προηγούμενη της εισόδου του στα Ιεροσόλυμα ο Ιησούς Χριστός είχε θριαμβεύσει επί του θανάτου αναστήσας τον Λάζαρο. Η υπέρβαση του θανάτου είναι το προαιώνιο όνειρο του ανθρώπου της πτώσεως. Και ενώ η συντριπτική πλειοψηφία έχει αποδεχθεί διαχρονικά το θνητό της ανθρώπινης φύσεως, κάποιοι επιχείρησαν στο παρελθόν να προσφέρουν παρηγοριά με διάφορους τρόπους.
Ένας από τους τρόπους είναι η αποδοχή της αθανασίας της ψυχής, η οποία όμως δεν ανήκει αποκλειστικά σε ένα και μόνο πρόσωπο, αλλά διαγράφει διαρκείς πορείες ενούμενη με διάφορα σώματα όχι κατ’ ανάγκη ανθρώπινα. Από τον Πλάτωνα και τον Πυθαγόρα ως διάφορους μυστικιστές της Ανατολής συναντούμε αυτού του είδους την πίστη υπό ποικίλες μορφές. Το θλιβερό είναι ότι η πίστη στην μετεμψύχωση ή, το ορθότερο, μετενσάρκωση της ψυχής, δεν είναι συμβατή με την έννοια του προσώπου, όπως αυτή προβάλλεται στη διδασκαλία του Χριστού.
Κατά την εποχή της αλματώδους ανάπτυξης της επιστήμης οι άνθρωποι αναθάρρυναν, καθώς οι «ευαγγελιζόμενοι» τον επιστημονικό μεσσιανισμό διέχεαν την ελπίδα ότι στο μέλλον η επιστήμη θα καταργήσει τον θάνατο. Δεν διέθεταν την αυτοσυγκράτηση, ώστε να βεβαιώσουν απλά ότι η επιστήμη θα έθετε στη διάθεση του ανθρώπου τα μέσα για την παράταση του βίου και την ανακούφισή του από τα δεινά, τα οποία ήδη ο προφητάναξ Δαβίδ επισήμανε ότι μας βαρύνουν. Μάλιστα κάποιος που πλούτισε χάρη στην ανθρώπινη ελαφρότητα, πεπεισμένος στο έπακρο για τις δυνατότητες της επιστήμης ζήτησε να διατηρηθεί το πτώμα του σε υγρό άζωτο, ώσπου να καταστεί δυνατή από την επιστήμη η ανάστασή του!
Κάποιοι τέλος, οπαδοί της αιρέσως της αειζωΐας, υποστηρίζουν ότι ο θάνατος είναι απόρροια της μη συνεπούς τήρησης των εντολών του Θεού. Και αγωνίζονται τον μάταιο, άκρως εγωιστικό, αγώνα να την εξασφαλίσουν αλαζόνες στο έπακρον, γι’ αυτό και διαστρεβλωτές των λόγων του Χριστού.
Την επόμενη του μεγάλου εκείνου θαύματος, της αναστάσεως νεκρού, ο Ιησούς Χριστός εισήλθε στα Ιεροσόλυμα κατά άκρως παράξενο τρόπο. Ανέβηκε σε ένα γαϊδουράκι κάνοντας να εκπληρωθεί η προφητεία του Ησαΐα: «Μη φοβού θύγατερ Σιών. Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλου όνου». Οι γραμματείς των Ιουδαίων ασφαλώς και είχαν γνώση του βιβλίου του προφήτη Ησαΐα, μεγάλο τμήμα του οποίου βρέθηκε προ δεκαετιών στην εβραϊκή γλώσσα κοντά στη νεκρή θάλασσα. Είχαν γνώση του περιεχομένου δεν αποδέχονταν όμως και τα γραφόμενα. Όπως και όλοι οι άνθρωποι της πτώσεως ήσαν διαποτισμένοι με την ενδοκοσμική αντίληψη ότι κύριο γνώρισμα του άρχοντα είναι η ισχύς. Ο βασιλιάς επιβαίνει σε πλουμιστή άμαξα, την οποία σύρουν πανέμορφα άλογα. Συνοδεύεται από φρουρά, που προηγείται και ακολουθεί διασφαλίζοντας την τήρηση αποστάσεων από τον «χυδαίο όχλο». Ο Χριστός προκαλούσε στο έπακρο με τη στάση του. Είχαν ήδη πληροφορηθεί ότι την προηγούμενη είχε αναστήσει νεκρό. Όσο και να ήσαν δύσπιστοι, δεν ήταν δυνατόν να θεωρήσουν αλαφροΐσκιωτους το πλήθος των μαρτύρων, που βεβαίωναν το γεγονός. Αλλά αν ο Χριστός είχε τη δύναμη να ανασταίνει ακόμη και νεκρούς, τί θα ήταν ακατόρθωτο γι’ αυτόν; Γιατί βασάνιζε την ψυχή τους επί τρία έτη; Εξακόσια έτη είχαν συμπληρωθεί υπό διάφορους δυνάστες για τον λαό του Ισραήλ. Δεν ήταν πλέον καιρός να απολαύσει κι αυτός την ελευθερία του αλλά και κάτι περισσότερο; Γενιές είχαν τραφεί με την προσδοκία του μεσσία, ο οποίος όχι μόνο θα χάριζε την ελευθερία, αλλά θα υπέτασσε τα έθνη στην εξουσία του εκλεκτού λαού του Θεού. Αυτή, όπως και πλήθος άλλων αντιλήψεων, που είχαν εισχωρήσει στην παράδοση των Εβραίων, τις οποίες στηλίτευε με πολύ καυστικό τρόπο στα κηρύγματά του ο Χριστός, είχαν καλλιεργήσει τρόπο ερμηνείας της Παλαιάς Διαθήκης σύμφωνο με τις αντιλήψεις του ανθρώπου της πτώσεως. Πώς ήταν δυνατόν να σταθούν με προσοχή και να αποδεχθούν την προφητεία του Ησαΐα; Πού ακούστηκε βασιλιάς σε γαϊδουράκι; Γι’ αυτό και ο φθόνος για τη λαμπρή υποδοχή του Ιησού Χριστού από τον «επικατάρατο όχλο» επιτείνει την αμηχανία τους: Να περιμένουν και άλλο, μήπως και ο Χριστός μεταμορφωθεί στον μεσσία που προσδοκούσαν, ή να επισπεύσουν τη διαδικασία εξόντωσής του παραδίδοντάς τον στους μισητούς Ρωμαίους κατακτητές; Λαμβάνουν τη δεύτερη απόφαση.
Ο Χριστός πορεύεται προς το πάθος του ερήμην ακόμη και αυτών των μαθητών του, οι οποίοι ως την τελευταία στιγμή παρερμηνεύουν την πορεία προς την δόξα του και ζητούν πρωτοκαθεδρίες! Γνωρίζει, ως Θεάνθρωπος, ότι ο λαός, τα πρόβατα χωρίς ποιμένα, είναι ευμετάβλητος και υποκύπτει διαχρονικά στον δημαγωγικό λόγο. Όσο και αν μας φαίνεται παράξενο αυτό, η ιστορία του ανθρώπου το βεβαιώνει αναντίρρητα. Η προδοσία του Ιούδα και του Πέτρου, η εγκατάλειψη από τους λοιπούς πλην Ιωάννη μαθητές είναι κοινά γνωρίσματα του ανθρώπου της πτώσεως.
Κύλισαν αιώνες και πλήθος λαών του πλανήτη εγκολπώθηκε τη νέα πίστη, της οποίας θεμελιώδες δόγμα αποτελεί η, μετά τη σταύρωση και τον θάνατο, Ανάσταση του Χριστού. Πανηγυρικά συρρέουμε στους ναούς για να λάβουμε τα κλαδιά, όπως εκείνα των φοινίκων που κρατούσαν οι Ιουδαίοι κατά την είσοδο στα Ιεροσόλυμα και την πορεία του προς το εκούσιο πάθος. Όμως ακόμη και σήμερα αδυνατούμε να κατανοήσουμε, γιατί ο Χριστός επέλεξε ένα γαϊδουράκι για την πραγματοποίηση του «θριάμβου» του. Αδυνατούμε ακόμη να κατανοήσουμε την έσχατη ταπείνωσή Του, τη σταυρική θυσία. Γι’ αυτό και επιχειρούμε, ιδίως οι χριστιανοί της Δύσης, οι στρεβλωτές του ευαγγελικού λόγου, συναισθηματική προσέγγιση και βιασμό του είναι μας, ώστε να συμπάσχουμε για λίγο μαζί Του. Το «σήμερον κρεμάται επί ξύλου» εκλαμβάνουμε ως κάποια αναπαράσταση μη κατανοώντας τον λειτουργικό χρόνο της Εκκλησίας και τη διαχρονική υπόμνηση του Χριστού να τον ακολουθήσουμε αίροντες τον προσωπικό μας σταυρό με συνέπεια. Ο σταυρός μας τρομάζει και επιδιώκουμε να βρούμε παρακάμψεις του Γολγοθά, δηλαδή ανώδυνη κατάληξη στην ανάσταση. Εκκοσμικευμένοι στο έπακρο και έχοντας αποδεχθεί τις «αξίες» του κόσμου πορευόμαστε με την αυθυποβολή στο ότι είμαστε μαθητές Εκείνου, ο οποίος στηλίτευσε κάθε τι που ο κόσμος θεωρεί σπουδαίο και παθιάζεται να αποκτήσει: Πλούτο, ηδονές, τιμές και αξιώματα. Έχουμε καταντήσει χειρότεροι από τους Φαρισαίους.
Πέρα από τους πιστούς στέκουν οι διαχρονικά αντικείμενοι, πολλές φορές με πάθος, στον Χριστό. Ούτε το γαϊδουράκι ούτε η κακοδικία ούτε οι ποικίλες ταπεινώσεις ούτε ο φρικτός θάνατος στάθηκαν ικανά ανά τους αιώνες να κάμψουν την αντίχριστη διάθεση! Πού άραγε οφείλεται αυτό; Μία εξήγηση αποτελεί η άκρα ασυνέπεια λόγων και έργων των χριστιανών και ο άνευ όρων συμβιβασμός με το κοσμικό φρόνημα. Χωρίς να την παραθεωρώ δίδω και δεύτερη: Ενοχλεί αφόρητα ο αναστημένος Ιησούς. Το ότι γίνεται ακόμη λόγος γι’ Αυτόν μετά από δύο χιλιετίες είναι ανυπόφορο. Και ακόμη πιο ανυπόφορο είναι το ότι κάποιοι αίρουν με συνέπεια τον σταυρό τους και πορεύονται προς τον Γολγοθά προκαλώντας με τη μωρία τους, δηλαδή αποστομώνοντας τους επιχειρούντες να καταρρίψουν τον περί Ιησού μύθο. Αυτοί οι λίγοι, το «μικρόν ποίμνιον» αποτελούν διαχρονικά κάρφος στα μάτια των ψευτομαθητών και των σταυρωτών του Χριστού, καθώς εμφανίζονται πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»