Το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει τα 320 δις ευρώ. Αν θεωρήσουμε ότι 1 δις ευρώ αντιστοιχεί σε 1 χιλιόμετρο, το χρέος της χώρας μας θα κάλυπτε με ευρώ και σε ευθεία γραμμή, την απόσταση από το Καμπαναριό της Κοζάνης μέχρι το κέντρο της Πάτρας.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι κάθε μέτρο, ένα βήμα περίπου της παραπάνω απόστασης, θα αντιστοιχούσε σε 1 εκατομμύριο ευρώ. Με άλλα λόγια, τα «κλεμμένα» του Τσοχατζόπουλου και του Παπαγεωργόπουλου της Θεσσαλονίκης, ακόμη και αν τα γύριζαν πίσω, θα δικαιολογούσαν το χρέος μας από το καμπαναριό της Κοζάνης μέχρι το ξενοδοχείο «Ερμιόνιο». Ακριβώς απέναντι. Αν σε αυτά προσθέταμε τα σκάνδαλα της SIEMENS για παράδειγμα, θα φθάναμε αισίως μέχρι το τέλος της κεντρικής πλατείας της Κοζάνης. Θα κάναμε σίγουρα ένα καλό ξεκίνημα.
Δυστυχώς όμως, η Πάτρα είναι πολύ μακριά!
Στο μέτρο αυτό και προκειμένου να έχουμε μια ποσοτική αίσθηση των μεγεθών, οι απολαβές των 300 ελλήνων βουλευτών, λαμβάνοντας υπόψη μια γενναία αποζημίωση της τάξης των 10 χιλιάδων ευρώ μηνιαίως για κάθε βουλευτή, αντιστοιχούν σε 144 εκ. ευρώ για κάθε κοινοβουλευτική περίοδο διάρκειας 4 ετών. Δηλαδή, μια απόσταση από το Καμπαναριό της Κοζάνης μέχρι το παλιό ΚΤΕΛ. Ένα μεγάλο βήμα για την τσέπη του κάθε έλληνα βουλευτή, μια ασήμαντη απόσταση για το χρέος μας.
Δυστυχώς όμως, η Πάτρα είναι πολύ μακριά!
Διαχρονικά, οι αμυντικές δαπάνες φέρονται ως το κατ εξοχήν προνομιακό πεδίο διαφθοράς και αύξησης του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με τα δεδομένα του ΟΗΕ και του αρμόδιου Γραφείου κατά της Διαφθοράς, οι μίζες στα εξοπλιστικά προγράμματα κυμαίνονται διεθνώς από 4 μέχρι 9%. Ας μη μας διαφεύγει ότι οι βιομηχανίες όπλων δεν είναι Άγιο-Βασίληδες που χαρίζουν εκατομμύρια, αλλά άκρως ανταγωνιστικές εταιρίες που μετράνε και την τελευταία δεκάρα. Γνωρίζουμε παράλληλα ότι οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας από το 1990 μέχρι το 2006 ανήλθαν σε 55,6 δις ευρώ. Εξ αυτών βέβαια, μόνο το 24% αφορά σε δαπάνες εξοπλισμών, δεδομένου ότι τα υπόλοιπα είναι μισθοδοσίες και λειτουργικά έξοδα των επιχειρησιακών μονάδων ή των κέντρων εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων για παράδειγμα.
Κατά συνέπεια, κατά την περίοδο αναφοράς, οι «μίζες» των εξοπλιστικών προγραμμάτων ζημίωσαν την Ελλάδα κατά 1,2 δις ευρώ. Λαμβάνοντας βέβαια ως παραδοχή ότι τα εγχώρια «αλάνια» κατάφερναν το μέγιστο ποσοστό μίζας της τάξης του 9%. Αν τώρα λάβουμε υπόψη την κρίσιμη ιστορικά περίοδο 1981-2014, το δημόσιο χρέος μας λόγω της διαφθοράς στα εξοπλιστικά προγράμματα, ανέρχεται στα 3 δις ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι φθάσαμε αισίως από το Καμπαναριό της Κοζάνης μέχρι τον Κρόκο.
Δυστυχώς όμως, η Πάτρα είναι πολύ μακριά! Βρισκόμαστε ακόμη στον δήμο Κοζάνης.
Ας κάνουμε τώρα ένα λογικό άλμα, μια «δημοσιογραφικής αντίληψης» υπόθεση εργασίας, απλά και μόνο για να έχουμε μια πρόσθετη αίσθηση των μεγεθών, αλλά κυρίως, για να ικανοποιήσουμε την εδώ και χρόνια κυρίαρχη «εθνική αφήγηση» περί δημιουργίας του χρέους. Ας θεωρήσουμε ότι το σύνολο των δαπανών των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 αλλά και το σύνολο των «αναθέσεων» των κοινοτικών οικονομικών πόρων από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ) της δεκαετίας του 1980 μέχρι και το προηγούμενο ΕΣΠΑ, κατέληξαν στις τσέπες συγκεκριμένων ανθρώπων. Ας θεωρήσουμε για παράδειγμα ότι το Μετρό της Αθήνας, η Εγνατία Οδός, το Ελευθέριος Βενιζέλος, η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου και εκατοντάδες άλλα έργα υποδομών μεγάλης και μεσαίας κλίμακας, αποτελούν απλή φαντασίωση. Ας δεχτούμε ότι είναι ακόμη μακέτες. Το κόστος αυτό μεταφράζεται σε 42,8 δις ευρώ δημόσιου χρέους. Επιτέλους, φθάσαμε από την Κοζάνη στα Σέρβια και παίρνουμε τον δρόμο για την Ελασσόνα.
Όμως, η Πάτρα παραμένει πολύ μακριά. Απομένουν ακόμη 280 δις ευρω-χιλιόμετρα να καλυφθούν!
Κοντολογίς, θα οδηγηθούμε για μια ακόμη φορά σε εθνικές εκλογές, πιστεύοντας ότι το πραγματικά τεράστιο χρέος μας δημιουργήθηκε επειδή οι βουλευτές αμείβονται πλουσιοπάροχα, επειδή η κάθε SIEMENS μοιράζει μίζες, επειδή ο κάθε Τσοχατσόπουλος «μεράκλωσε» στα γεράματα, επειδή κάθε δημόσιο έργο είναι και σκάνδαλο, επειδή κάθε Δημόσιος Λειτουργός είναι εκ προοιμίου λαμόγιο, επειδή τα «κανάλια» δεν πλήρωσαν για άδειες λειτουργίας.
Ξεχνώντας ότι από το 1999 μέχρι και το 2014 για παράδειγμα, πληρώθηκαν 151 δις ευρώ μόνο για τις επιδοτήσεις των ασφαλιστικών ταμείων. Ξεχνώντας για παράδειγμα ότι από το 2001 μέχρι και το 2009 η δαπάνη για μισθούς και συντάξεις αυξήθηκε από τα 28,5 στα 48,5 δις ετησίως, με αποκλειστικούς σχεδόν πόρους τα δανεικά. Ξεχνώντας, ενδεικτικά, ότι περισσότερες από 370.000 μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις, επιβιώνουν επειδή ακριβώς δεν αποδίδουν ΦΠΑ.
Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. Το χειρότερο είναι ότι ως ψηφοφόροι, εύκολα πιστεύουμε τις προεκλογικές εξαγγελίες του κάθε απίθανου που πρεσβεύει ότι θα διαγράψει μονομερώς το χρέος μας. Πιστεύουμε τον κάθε γραφικό που δηλώνει ότι έχει σχεδόν σιγουράντζα τα εκατοντάδες δις των γερμανικών αποζημιώσεων, τα τρις εκατομμύρια των ελληνικών υδρογονανθράκων ή τα ρούβλια του Πούτιν. Στέλνουμε στην Ελληνική Βουλή «πολιτικά παλτά», ψηφίζουμε αυτούς που απλά τα «λένε καλά», αυτούς που γκαρίζουν εκκωφαντικά. Μετά από πέντε πέτρινα χρόνια, είμαστε πλέον τόσο πολιτικά ώριμοι, ώστε σχεδιάζουμε να αναδείξουμε σε κοινοβουλευτικούς παράγοντες γραφικές φιγούρες της δεκαετίας του 1990. Αυτοί είμαστε. Αυτή είναι η πολιτική μας παρακαταθήκη για τις γενιές που έρχονται.
Προτείνω κάτι απλό. Εφεξής, κάθε φορά που θα αποπληρώνει η χώρα μας ένα παλιό της δάνειο, να υπάρχει ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ με διαδικασίες ΔΙΑΥΓΕΙΑΣ. Ποιος υπέγραψε το δανεισμό, που πήγαν τα λεφτά, ποιες ανάγκες κάλυψαν, με ποιους πόρους θα πληρωθούν. Γνωρίζουμε πόσα χρωστάμε. Αποτελεί τουλάχιστον δικαίωμά μας να γνωρίζουμε το γιατί τα χρωστάμε.
Σε κάθε περίπτωση, τρία πράγματα είναι πάντοτε περισσότερα από ότι θα θέλαμε: η ηλικία μας, τα χρέη μας και τα λάθη μας.
Ευάγγελος Καρλόπουλος
Χημικός Μηχανικός