Ο φιλόσοφος Σωκράτης, αιώνες πριν, υποστήριζε με σθένος πως κανείς άνθρωπος δεν είναι κακός με τη θέληση του και πως οι κακοί άνθρωποι οφείλουν τη συμπεριφορά τους στην άγνοια του καλού.
Σύμφωνα με τον Καντ, από την άλλη, το αν θα πράξει ο άνθρωπος το καλό ή το κακό, δεν εξαρτάται από τη γνώση του καλού και του κακού αλλά από τη βούληση του να πράξει το καλό και να αποφύγει το κακό.
Τελικά, υπάρχουν «κακοί άνθρωποι» ή απλώς «κακές πράξεις»;
Ο Ουγκώ στο βιβλίο του «Οι Άθλιοι» καταπιάνεται εκτενώς με το θέμα του καλού, του κακού και την επιβολή του νόμου, μέσα από το πρόσωπο του Γιάννη Αγιάννη, πρώην κατάδικου, που φυλακίστηκε επειδή διέπραξε μια κακή πράξη (έσπασε την βιτρίνα αρτοπωλείου και έκλεψε ψωμί για την οικογένεια του που λιμοκτονούσε).
Επιπλέον, καταγράφει την προσπάθεια του να επανενταχτεί στην κοινωνία και μελετά την επίδραση των πράξεων του ήρωα για χάρη της κοινωνικής αναγνώρισης καθώς είναι γνωστό πως πολλοί άνθρωποι φέρονται καλά για να είναι κοινωνικά αποδεκτοί αλλά μέσα τους νιώθουν διαφορετικά.
Κάτω από το γενικό πρίσμα, λοιπόν, πως όλα στη φύση βρίσκονται σε ισορροπία, υποστηρίζεται πως κάθε άνθρωπος έχει δυο όψεις, την καλή και την κακή.
Το ποια από τις δυο θα υπερισχύσει εξαρτάται από διάφορους εξωγενείς παράγοντες όπως το οικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον.
Με λίγα λόγια αν κάποιος έχει εισπράξει στη ζωή του περισσότερη καλοσύνη αντί για κακία θα είναι πιθανότατα καλός άνθρωπος, ενώ κάποιος που έχει μεγαλώσει μέσα σε αρνητικά πρότυπα συμπεριφοράς θα βγάλει μπρος τα έξω την κακή του πλευρά.
Ο Γιάννης Αγιάννης βγαίνοντας από την φυλακή αντιμετώπισε την απόρριψη των πανδοχέων, που δεν ήθελαν να φιλοξενήσουν έναν κατάδικο. Ο μόνος που τον δέχτηκε είναι ένας άνθρωπος της εκκλησίας ο οποίος του έδωσε στέγη.
Όμως, ο Γιάννης Αγιάννης, ασυνήθιστος στην τόση καλοσύνη, έφυγε κρυφά το ίδιο βράδυ παίρνοντας μαζί του τα ασημένια καντηλέρια του οικοδεσπότη του. Πιάστηκε γρήγορα, αλλά ο επίσκοπος τον γλίτωσε, λέγοντας ότι ο ίδιος του είχε δωρίσει τα ασημικά.
Του υπενθύμισε ότι πρέπει να είναι πλέον τίμιος και να κάνει καλές πράξεις για τους άλλους κι από τότε ο Γιάννης Αγιάννης αφιερώνει το χρόνο του σε αγαθοεργίες.
Αν δεν του είχε δοθεί αυτή η ευκαιρία θα παρέμενε στο μυαλό όλων ως έναν κακός άνθρωπος που δεν συνετίστηκε ποτέ.
Δυστυχώς η κοινωνία φαίνεται να συνωμοτεί ενάντια στην παραδοχή μιας απλώς κακής πράξης και βάζει εύκολα τις ταμπέλες «καλός» και «κακός» για να χαρακτηρίσει κάποιον.
Η διαφοροποίηση ανάμεσα σε μια «κακή» πράξη και σε έναν «κακό άνθρωπο» δεν είναι και τόσο ευδιάκριτη.
Οι άνθρωποι έχουν την τάση να μένουν στις “ταμπέλες” ενώ θα έπρεπε να κρίνουν όχι το πρόσωπο άλλα τις πράξεις του.
Γιατί, αν πιστέψουμε ότι μια “κακή” ή καλύτερα μια λάθος πράξη καθορίζει και το σύνολο του χαρακτήρα μας, τότε θα καταλήξουμε έρμαια των ενοχών και της αρνητικής εντύπωσης που έχουμε για τον εαυτό μας.
Όλοι έχουμε ελαττώματα, καλές και κακές πλευρές, ενίοτε και κακές συμπεριφορές. Αυτό δεν συνεπάγεται , ωστόσο, πως είμαστε και κακοί άνθρωποι.
Η κακή πράξη δεν κάνει αναγκαστικά ένα κακό άνθρωπο.
Κακή πράξη είναι το να κλέψεις ένα καρβέλι ψωμί, για παράδειγμα, κακή πράξη και το να κλέψεις τη σύνταξη ενός ηλικιωμένου. Κακή πράξη είναι να χτυπήσει ένα παιδί ένα άλλο, κακή να ξυλοφορτώσεις κάποιον ανυπεράσπιστο.
Θεωρώ λοιπόν, όπως και πολλοί άλλοι πριν από εμένα, πως αυτό που θα έπρεπε να καθορίζει το αν κάποιος άνθρωπος είναι κακός ή όχι είναι η πρόθεση, η αιτία που κάποιος διαπράττει κάτι κακό.
Αν το κάνει με πρόθεση να βλάψει, είναι κακός. Αν το κάνει γιατί υποκύπτει στην ανθρώπινη αδυναμία του, αναγνωρίσει ότι διέπραξε κάτι κακό και δεν το επαναλαμβάνει τότε θα έπρεπε να μιλάμε για μια κακή πράξη.
Αν μη τι άλλο, αν όποιος κάνει κάτι κακό, είναι κακός, τότε είμαστε όλοι κακοί άνθρωποι.
_____________
Κείμενο: Ιωάννα Γκανέτσα