Το παρακάτω θέμα είναι μια αληθινή ιστορία.
Θα μου συγχωρέσετε το ότι επέλεξα να αφήσω το “αθυρόστομο” ύφος του κειμενογράφου…. αλλά ίσως είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να περιγράψει το συγκεκριμένο περιστατικό….
Αστυνομικό Τμήμα Ομονοιας
Η ιστορια ειναι πραγματικη. Μου την αφηγηθηκε πελατισσα μου, μπατσινα που….
υπηρετει στο Α/Τ Ομονοιας.
Δευτερα βραδυ λεει η μπατσινα, ειχανε μαζεψει καμια δεκαρια πουτανες εξω απο ενα ξενοδοχειο της οδου Μενανδρου. Αναμεσα τους και την Αννα.
Την πεταξανε σ΄ενα κελι, μαζι με τις αλλες. Η ωρα 11:00.
Σε μιση ωριτσα πλακωσανε οι δικηγοροι. Μια – μια οι αλλοδαπες την εκαναν. Πληρωνανε οι νταβατζηδες τους.
Ξεμεινε η Αννα.
– Ο δικος σου ο δικηγορος?
– Δεν εχω δικηγορο…
Οι μπατσοι κατι μυριστηκαν. Εχουνε δει πολλα τα ματια τους. Την πηρανε την Αννα, την πηγανε στον αξιωματικο υπηρεσιας.
– Απο που ξεφυτρωσες εσυ?
Η Αννα κατι πηγε να ψελισει αλλα δεν της εβγαινε ηχος. Μονο ενα δακρυ. Κι αυτο στεγνο…
Η μπατσινα μου, που εκοβε χαρτοσημα στο γραφειο, επηρρεαστηκε. Ενταξει. Δεν ειναι και το πιο συνηθισμενο να βλεπεις ελληνιδες και καλοβαλμενες κοπελες σαν την Αννα, να κανουνε πιατσα στη Μενανδρου. Ασε που εκτος της ταυτοτητας, ειχανε βρει στο τσαντακι της και κατι φωτογραφιες. Κι αναμεσα στις αλλες φωτογραφιες, ενα βρεφος ολιγων μηνων.
– Το μωρο ποιανης ειναι?
– Δικο μου
– Ποσω μηνων?
– Εξη
– Και που το εχεις τωρα?
– Το φυλαει ο αντρας μου
– Και ξερει ο αντρας σου που γυρνας?
– Οχι δεν το ξερει…
Βουβαμαρα. Οι μπατσοι αλληλοκοιταζοντουσαν. Ητανε κι η πελατισσα μου, που την ειχε πιασει το μητρικο. Μανουλα κι αυτη.
Σηκωνεται, φερνει στην Αννα λιγο καφε.
– Γιατι ρε κοπελα μου?
Ετσι ξερα, ενα “Γιατι”. Και σαν τι αλλο να πεις?
Να πεις δηλαδη οτι η Αννα που ελιωσε βρακακια να σπουδασει Φιλοσοφικη Αθηνων κι εξον απο το ξευτιλισμενο το πτυχιο ειχε και ενα μεταπτυχιακο στην ιστορια της Τεχνης, δουλευε τωρα σε ενα πολυεθνικο σουπερ μαρκετ για 480 ευρω το μηνα? Κι επιπλεον την πιανουνε να καμεις πιατσα στα Χαυτεια? Στα κωλαδικα που πανε για να πηδηξουνε οι Πακιστανοι?
Πως να το πεις?
Γιατι αμα το πεις, ερχεται η σειρα του να ρωτησεις και για πιο λογο γινανε ολα αυτα? Και ποιος φταιει? Και μηπως φταις κι εσυ που γινανε ολα αυτα, οπως σκατα γινανε.
Και δεν το λες.
Λες μονον ενα ξερο “γιατι”, που μεσα στη γυμνια του, εναι ντυμενο ολα τα θανασιμα ερωτηματα αυτου του κοσμου…
Γιατι? Γιατι ετσι…
Γιατι πολυ απλα, τα 480 ευροπουλα που της δινουνε της Αννας οι πολυεθνικοι υπεραρπαγες δεν φτανουν ουτε για το νοικι με τα κοινοχρηστα. Γιατι ο αντρας της το εκλεισε το μαγαζι του και δεν λογιζεται ουτε ως ανεργος, για να του πετανε τουλαχιστον ενα επιδομα. Γιατι αν δεν πληρωνε το χαρατσι αυτο τον μηνα θα της κοβανε και το ρευμα.
Και πανω απ ‘ολα γιατι η Αννα εχει ενα βρεφος εξη μηνων.
Που ξυπναει τις νυχτες και σπαραζει στο κλαμα, αμα δεν του εχουνε ετοιμο το αποστειρωμενο μπιμπερο με το γαλα. Και τι γαλα? Οχι το γαλα που πουλανε στα περιπτερα. Το αλλο το γαλα. Που ειναι για τα μωρα. Το ακριβον. Το Αλμυρον…
Γιατι τα βρεφη δεν μπορουνε να φανε ροβιθια ή φακες που φερνει καθε μεσημερι ο αντρας της απο τα συσσιτια της εκκλησιας. Ουτε να καταλαβουνε οτι σ’ αυτον τον κοσμο υπαρχουνε ανθρωποι που βγαζουν σε μια μερα τοσα ευροπουλα, οσα χρειαζεται μια οικογενεια για να ζησει ενα χρονο! Κι οτι αυτοι οι ιδιοι ανθρωποι, προκειμενου να βγαλουνε αλλα τοσα παραπανω [και τι να τα καμουνε γαμω την τρελα μου?] ειναι ικανοι να στειλουν στο θανατο χιλιαδες οικογενειες.
Οχι!
Τα βρεφη δεν τα καταλαβαινουνε αυτα.
Τα βρεφη διαθετουνε μονον τη σοφια της ζωης. Που λεει οτι καθε ανθρωπος που ερχεται σ αυτον τον κοσμο δικαιουται ενα μεριδιο στο φως, στην τροφη και στην ελπιδα…
Αυτο καταλαβαινουν τα βρεφη και αυτο ειναι που σε μαχαιρωνει στην καρδια, οποτε τ’ ακους να σπαραζουνε στο κλαμα απο την πεινα.
Και το Αλμυρον εχει λεφτα.
Πως να το αγοραασει η Αννα, που δεν εβισκε στο πορτοφολι της παρα μισο σεντ και δυο φωτογραφιες?
Τις φωτογραφιες της ζωης της, που δεν αξιζε πια ουτε ενα κουτακι αλμυρον.
Τη μικρη συσκευασια…
Κι ετσι η Αννα πηρε το τσαντακι της και την εκαμε για την οδο Μενανδρου. Τριαντα ευροπουλα ο πελατης. Εικοσι παιρνεις για το μουνι σου και δεκα δινεις στο ξενοδοχειο. Στηνεις κωλο στον πρωτο βρωμιαρη που θα στα δωσει και μετρας τις φτυσιες .
Ενας, δυο, τρεις πελατες και νατο το αλμυρον και νατα τα τσιγαρα. Σου μενει και κατι τις να αγορασεις ενα μπουκαλι κρασι να το πιεις με τον Αλεξανδρο σου [αλλος πτυχιουχος κι αυτος], να ξεχαστεις λιγακι.
Τριαντα ευρω.
Η τιμη της Αννας.
Και για να τα λεμε οπως ειναι, το ειχε ξανακαμει. Και μια και δυο φορες. Τη μια για να βγαλει τα κοινοχρηστα, την αλλη για να βγαλει το χαρατσι. Μαλιστα! Και ειχε ξαναβρεθει στο ξενοδοχειο της Μενανδρου και ειχε ξαναμετρησει φτυσιες στην ψυχη της.
Τριαντα ευροπουλα το γαμησι, δεκαπεντε η πιπα.
Στα ορθια. Και με τα ματια κλειστα για να μην της ερθει να ξερασει.
Ετσι ωμα, γιατι ετσι γινονται.
Κι επειδη στην Αληθεια, δεν μπαινει προφυλακτικο…
Μοναχα που τις αλλες δυο φορες δεν την ειχανε τσιμπησει οι μπατσοι. Τωρα ομως την επιασαν.
Και καθονταν η μπατσινα απο πανω της και δεν ηξευρε τι να πει η γυναικα.
Ο αξιωματικος υπηρεσιας, ξεστομισε μια βαρεια βρισια.
– Να χεσω που ειμαι ανθρωπος, ρε πουστη μου…
Μετα αλλαξε ενα βλεμμα με τους αλλους που ηταν εκει μεσα. Και με τη μπατσινα, που ετρωγε τα νυχια της απο τον καημο.
– Αστην να φυγει. Μην γραφεις τιποτα στο βιβλιο συμβαντων…
Η μπατσινα ευθυς πεταξε και στυλο και μολυβια. Βουτηξε την Αννα απο το μπρατσο.
– Φευγα ρε κοριτσι. Καντηνε τωρα δα, Παρε την τσαντουλα σου και χασου…
Αλλα η Αννα τιποτα. Δεν κουνηθηκε καν
– Οριστε κυρια μου, μουγκρισε ο μπατσος. ειστε ελευθερη. Γυριστε στο σπιτι σας και μη σας ξαναπιασουμε στα μπουρδελα…
– Αειντε, γρηγορα πριν μας την πεσει κανενας μυστηριος και βρουμε τον μπελα μας…
Εκει η Αννα. Δεν ελεγε να σηκωθει απο το καθισμα.
Οι μπατσοι τα χασανε.
– Καλα δεν ακους?
– Ακουω
– Ε, τοτε τραβα σπιτι σου
– Δεν γυρναω σπιτι μου
– Τι μας λες ρε κοριτσι? Το χεις κουνημενο?
– Το μωρο μου πειναει, το καταλαβαινετε? Δεν προλαβα να παρω ουτε εναν πελατη. Δεν γυρναω σπιτι μου χωρις το αλμυρον… Δεν αντεχω ν ακουω το μωρο μου να σπαραζει στο κλαμα…
Ο αξιωματικος υπηρεσιας, βαρεσε μια γροθια στον αερα. Ε, και που να τη βαρεσει ο ανθρωπος?
Στα λαμογια? Στους γραβατοπειρατες? Στους τραπεζιτες? Στιςπολυεθνικες? Στα αφεντικα του? Στον διοικητη του? Στο στομαχι του?
Ή στο εικονισμα του Χριστου που δεσποζε απανω απο το γραφειο του.
– Ποσο καμει αυτο το γαμημενο το αλμυρον ρε Μαρια? {Μαρια λενε την πελατισσα μου}
– Κανα εικοσαρι…
Ο μπατσος εβγαλε κι εριξε ενα ταληρακι στο τραπεζι. Μετα ηρθανε κι οι αλλοι. Και η Μαρια, που της ειπε κι ολας της Αννας διανυκτερευον φαρμακειο για να το αγορασει.
– Οριστε. Μαζευτηκαν αρκετα… Θα χεις να παρεις και τσιγαρα… Φευγα και μην ξαναγυρισεις εκει ρε κοριτσι… Δεν λεει…
Η Αννα τα πηρε και την εκανε.
Για κεινο το βραδυ τουλαχιστον, ο Ανθρωπος ειχε ανεβασει την τιμη του…
kolindros fire