- Με επιτυχία ολοκληρώθηκε εκπαιδευτικό σεμινάριο πρώτων βοηθειών «ΚΑΡΠΑ» στο Αστυνομικό Μέγαρο Κοζάνης, από διασώστες του Ε.Κ.Α.Β. Κοζάνης
- Συλλήψεις 9 ατόμων σε περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και περί όπλων
- Σύλληψη 38χρονου αλλοδαπού στην πόλη της Φλώρινας, διότι εκκρεμούσε σε βάρος του καταδικαστική απόφαση
- Συνελήφθησαν 3 άτομα στην πόλη της Κοζάνης για διακίνηση κοκαΐνης
Η προστασία του «λαϊκού αγώνα» στον Τσιαρτσιαμπά: 1941 -1950 (Διμοιρία -ΟΠΛΑ -Λαϊκοί Εκδικητές -Ελεύθεροι Σκοπευτές)
του Θανάση Καλλιανιώτη
Είμαστε στρατός ιδέας
και μιας κοινωνίας νέας
τους φασίστες πολεμάμε
τους προδότες πελεκάμε[1]
Προλογικά
Από την έναρξη της Κατοχής το 1941 ως το 1950 που σταμάτησαν οι ένοπλες συγκρούσεις στη Δυτική Μακεδονία το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και ο πυρήνας του, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), θεώρησαν ότι ο αγώνας τους κατά των Ιταλών και Γερμανών στην αρχή κι εναντίον του ελληνικού κράτους μετέπειτα είχε ανάγκη προστασίας. Οπλισμένες, λοιπόν, ομάδες κάτω από διάφορους τίτλους, με παρόμοιους όμως σκοπούς, δρούσαν από το 1941 ως το 1950 στον Τσιαρτσιαμπά, ένα μικρό οροπέδιο του νομού Κοζάνης.
Η εργασία αυτή παρουσιάζει τη δράση των ομάδων αυτών και δείχνει τις ιδιαιτερότητές τους σε σχέση με την υπόλοιπη μάζα των ανταρτών. Ιδιαίτερα εξετάζεται η κατοχική οργάνωση ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα) που τόσο αρνητικά έχει διαφημιστεί. Από την έρευνα προέκυψε ότι τα θύματα της ΟΠΛΑ στον Τσιαρτσιαμπά αριθμούνται σε 8 μόνον άτομα, ενώ μια ανεξάρτητη Διμοιρία του 1/27 τάγματος του ΕΛΑΣ που δρούσε στην ίδια περιοχή αφήρεσε τις ζωές 11 αντιπάλων της. Παράλληλα η 9η μεραρχία του ΕΛΑΣ εκτέλεσε 164 άτομα στον ίδιο τόπο κυρίως το Νοέμβρη του 1944 (πίνακας 1.). Αποδεικνύεται έτσι μύθος, τουλάχιστον για την εξεταζόμενη περιοχή, η άποψη ότι η ΟΠΛΑ ευθύνεται για το θάνατο εκατοντάδων και χιλιάδων ανθρώπων,[2] όσο και η φήμη ότι κακοποιούσε ή βασάνιζε τα θύματά της.[3] Ο μύθος αυτός ήταν απότοκος της θέλησης των συμμετεχόντων στα γεγονότα της δεκαετίας του ΄40 ανθρώπων, να λησμονήσουν την αγριότητα του πολέμου και να αποσιωπήσουν τις δικές τους ενοχές, του χωριού τους και των ανθρώπων που καθημερινά συναναστρέφονταν φορτώνοντάς τες σε μια μόνο λέξη, την ΟΠΛΑ.
Το μύθο αυτό καλλιέργησε η νικήτρια δημοσιογραφία της Δεξιάς για 30 περίπου χρόνια, από το 1946 ως το 1981, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, ενώ από τότε ως σήμερα πλέει αυτός πλησίστιος ακόμα και μέσα στα ύδατα της κυρίαρχης Αριστεράς, γιατί υφίσταται η ίδια προφανώς σκοπιμότητα, της σιωπής αυτή τη φορά. Ρομαντικοί ερευνητές, λόγω έλλειψης εμπειρικής έρευνας και πιθανώς λόγω ιδεολογικών δισταγμών, αδυνατούν όχι μόνο να δικαιολογήσουν αλλά και να παραδεχτούν την εκπόρευση βίας από την πλευρά της Αριστεράς, οπότε ή αυτή αποσιωπείται τελείως[4] ή επικαλύπτεται χωρίς συγκεκριμένες αναφορές σε γεγονότα. Ονομάζεται για παράδειγμα η βία αυτή ως «γιακωβίνικο habitus» ή σαν «καθαρή επαναστατική βία», η οποία όμως είναι «γνώρισμα της μειοψηφίας»[5]. Οι φόνοι θεωρούνται «συμβολικοί» και τα θύματα βαφτίζονται «κάποιοι εγκληματίες» ή «κάποιοι κακομοίρηδες».[6] Ωστόσο μια απλή ανάγνωση του Θουκυδίδη[7] πείθει ότι η βία στους εμφυλίους πολέμους εξασκείται και από τις δύο πλευρές με την ίδια σχεδόν αγριότητα, οπότε δεν εξαιρείται ο Εμφύλιος Πόλεμος, που άρχισε στη Δυτική Μακεδονία το Μάρτη του 1943 και τελείωσε το 1950. Το παρόν κείμενο βέβαια είναι κατ’ ανάγκην λειψό, επειδή εξετάζει τη βία που εξάσκησε η Αριστερά πάνω στους αντιπάλους της κι όχι την παρόμοια των αντικομουνιστών και της Δεξιάς.
Η εργασία στηρίζεται στη μελέτη τοπικών αρχείων, όπως Δικαστήρια, Μητρόπολη, Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ληξιαρχεία αλλά και γενικών σαν τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) της Αθήνας. Παράλληλα αντλήθηκαν προφορικές πληροφορίες από αρκετούς αυτόπτες μάρτυρες, μερικοί μόνο εκ των οποίων αναφέρονται με τα ακρωνύμιά τους. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμα έργα φιλιστόρων ή ιστορικών καθώς και απομνημονεύματα της εποχής. Επιπλέον ο γράφων μόνος ή και παρέα με ηλικιωμένους αυτόπτες βάδισε όλους τους τόπους των εξεταζόμενων γεγονότων, γιατί, αν κανείς αγνοεί το ανάγλυφο της περιοχής, είναι απίθανο να εξηγήσει τη ροή τους. Θα ήταν δύσκολο, π.χ. να ερμηνευτεί η εκτέλεση του εφημέριου της μονής Ζιδανίου από τους «Λαϊκούς Εκδικητές» του ΔΣΕ το Μάη του 1947,[8] για την οποία κανένα ικανό στοιχείο ενοχής ως σήμερα δεν έχει προσκομιστεί. Όποιος όμως γνωρίζει ότι η μονή βρισκόταν τότε μέσα στην ανταρτοκρατούμενη περιοχή, ότι ήταν βασικό πέρασμα από τα Χάσια στα Πιέρια και ότι επικοινωνούσε οπτικά με την Κοζάνη, μπορεί να αισθανθεί ότι ούτε ένα αστείο κατά των ανταρτών δε μπορούσε εκεί να συγχωρεθεί.
Η ΟΠΛΑ γενικά
Πριν βαδίσουμε στα ενδότερα της ΟΠΛΑ του Τσιαρτσιαμπά ας δούμε μια γενική άποψη για την οργάνωση αυτή.[9] Το ακρωνύμιο ΟΠΛΑ αναλύεται διαφόρως: Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών ή Οργάνωση Περιφρούρηση του Λαϊκού Αγώνα ή Ομάδες Προστασίας Λαϊκού Αγώνα ήΟργάνωση Προστασίας του Λαϊκού Αγώνα -με την τελευταία ερμηνεία συμφωνεί ο γράφων. Οι λεξιλογικές αυτές διαφορές αποκαλύπτουν τη σημαντική άγνοια που περιβάλλει την ΟΠΛΑ, για την οποία, όπως είπαμε συνεισέφεραν όλες οι πλευρές. Μια μαρτυρία ενός Έλληνα πράκτορα που στάλθηκε το 1944 στο Κάιρο πληροφορεί ότι η ΟΠΛΑ εμφανίστηκε στα τέλη του 1943 στην Αθήνα ως παράρτημα του ΕΑΜ και δολοφονούσε όσους αντιτίθονταν μ’ αυτό.[10]Σύγχρονος ιστορικός θεωρεί ότι η ΟΠΛΑ ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1943 σαν πολιτική αστυνομία αξιωματούχων της Αντίστασης, αλλά «εκφυλίστηκε σε ένα δίκτυο ομάδων δολοφονίας που δρούσε κυρίως στην Αθήνα».[11] Έτερος την ονομάζει «όργανο καταστολής» του ΚΚΕ, αναφέροντας παράλληλα κι άλλες παρόμοιες οργανώσεις του ΚΚΕ: την προπολεμική υπηρεσία αντικατασκοπίας, την ΥΤΟ που δραστηριοποιήθηκε στο Μπούλκες, και την ΥΣΑ του Εμφυλίου Πολέμου.[12] Ανώτατος αξιωματούχος του ΚΚΕ εξήγησε ότι η ΟΠΛΑ τιμωρούσε τους «μεγάλους προδότες»,[13] ενώ πρώην ομοιόβαθμός του έγραψε ότι η ΟΠΛΑ «συχνά εξετράπη» σε δολοφονίες που «δεν ήταν συμβατές με τους σκοπούς του ΕΑΜ».[14] Όλες οι διαθέσιμες μαρτυρίες, εκτός μία για την περιοχή Αργολίδας Πελοποννήσου,[15] περιορίζουν τη δράση της ΟΠΛΑ στην Αθήνα και αγνοούν την αντίστοιχη της επαρχίας.
Η ΟΠΛΑ είχε έδρα την Αθήνα και παραρτήματα σε όλες τις Περιφερειακές Επιτροπές (ΠΕ) του ΚΚΕ της Ελλάδας και διοικούνταν αποκλειστικά από στελέχη του Κόμματος. Κεντρικός «ινστρούχτορας» ήταν στην αρχή ο δάσκαλος Νίκος Πλουμπίδης,[16] ενώ στην επαρχία υπεύθυνοι ήταν μέλη της εκάστοτε ΠΕ. Κάθε ΠΕ πληροφορούσε τους υψηλότερα ιστάμενούς της, Δυτικομακεδονικό Γραφείο και Μακεδονικό Γραφείο του ΚΚΕ, για όλες τις σημαντικές ενέργειες της δικής της ΟΠΛΑ.[17] Έχουν σωθεί κατάλογοι «αντιδραστικών» Φλώρινας και Γρεβενών, όπου περιέχονται συνολικά 787 και 124 αντίστοιχα ονόματα ανδρών και γυναικών,[18] οπότε βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι κάθε ΟΠΛΑ, προκατοχική ή μετακατοχική, διατηρούσε παρόμοιο αρχείο. Τεραστίου ενδιαφέροντος θα ήταν η σύγκριση του παρόμοιου αρχείου της Χωροφυλακής για την Αριστερά της ίδιας εποχής, αλλά κανείς δεν μπορεί να το δει.
Η ΟΠΛΑ στην επαρχία δεν ανήκε στο ΕΑΜ αλλά σε έκαστη ΠΕ του ΚΚΕ και εκτός από «μεγάλους προδότες» τιμωρούσε και μικρότερους. Στις πόλεις δρούσε με τον τίτλο «Ομάδα Κρούσης» και το όνομα της εκάστοτε πόλης, ενώ στην ύπαιθρο με το όνομα «Ομάδες Κρούσης του Κάμπου», όπως π.χ. στη λωρίδα των Σερβίων. Στη Φλώρινα αντί για τη λέξη ομάδα χρησιμοποιούνταν η σλαβική λέξη grupa, προφανώς λόγω της γλωσσικής ιδιαιτερότητας της περιοχής, οπότε μέσα στην πόλη υπήρχε η «Γκρούπα της Φλώρινας» κι έξω στην ύπαιθρο οι «Γκρούπες του Κάμπου».[19] Στην Εορδαία η τοπική έφιππη ΟΠΛΑ ονομάζονταν ως «απόσπασμα του Φώτη» -Φώτης ήταν το ψευδώνυμο του αρχηγού της.[20] Στον Εμφύλιο πόλεμο οι ειδικοί αντάρτες για χτυπήματα μέσα στη Θεσσαλονίκη ονομάζονταν «Λαϊκοί Εκδικητές»,[21] ενώ μετά το 1948 άλλαξαν όνομα κι έγιναν «Ελεύθεροι Σκοπευτές»,[22]προφανώς επειδή το όνομα της ΟΠΛΑ είχε αποχτήσει κακή φήμη μετά την Κατοχή.
Οι «εκδικητές» της υπαίθρου με τους αντίστοιχους της πόλης ξεχώριζαν από τον οπλισμό και από τον αριθμό τους.[23] Όσοι δρούσαν μέσα στην πόλη ήταν λίγοι εθελοντές οπλισμένοι με αυτόματα, ενώ στην ύπαιθρο οι συνάδελφοί τους ήταν αριθμητικά περισσότεροι (π.χ. 150 άτομα στην ΠΕ Φλώρινας) κι όχι πάντα καλά οπλισμένοι. Η «Ομάδα Κρούσης του Κάμπου» Σερβίων π.χ. είχε αρχηγό έναν χασάπη και μέλη της Εφεδροελασίτες των χωριών. Τους κρατουμένους της τους προωθούσε στο χωριό Φρούριο (Παλιάλωνα), έδρα της ΠΕ του ΚΚΕ Σερβίων, όπου αποφασίζονταν η περαιτέρω πορεία τους.[24] Μερικοί δεν έφταναν ποτέ στα Παλιάλωνα αλλά εκτελούνταν στην περιφέρεια Ρυμνίου,[25] προφανώς κατόπιν εντολής ότι δεν ήταν απαραίτητο να φτάσουν στην έδρα. Όμως η ομάδα αυτή εντέλλονταν από την ΠΕ του ΚΚΕ Σερβίων και δεν είχε καμιά σχέση με τον Τσιαρτσιαμπά.
Λίγο πριν το θερισμό του 1944 είχε έρθει στην ΠΕ Κοζάνης επιστολή του Μακεδονικού Γραφείου (ΜΓ) του ΚΚΕ που προέτρεπε την ίδρυση της ΟΠΛΑ. Ο γραμματέας της ΠΕ απόρησε για την ανάγκη δημιουργίας μιας επιπλέον οργάνωσης και ζήτησε στις 20 Ιούνη του 1944 να διευκρινιστούν οι διαφορές της από την Εθνική Πολιτοφυλακή (ΕΠ), τη χωροφυλακή δηλαδή του ΕΑΜ, για την οποία πρόσφατα είχε έρθει εντολή ίδρυσης. Παράλληλα αναρωτήθηκε αν, εν αντιθέσει με την ΕΠ, η ΟΠΛΑ θα «εξαφάνιζε» όσους η ενοχή δεν ήταν εύκολο να αποδειχτεί επίσημα.[26] Δεν γνωρίζουμε αν οι απορίες του απαντήθηκαν, ξέρουμε όμως η ΟΠΛΑ ιδρύθηκε. Καθήκοντά της ήταν η συλλογή πληροφοριών, οι συνετίσεις, οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις «αντιδραστικών»,[27] τα οποία έπρεπε να πραγματοποιήσουν έμπιστοι κι έμπειροι αντάρτες, παρά οι «ξυπόλητοι και κουρελιάρηδες» νεαροί της Πολιτοφυλακής. Στη δράση των μελών της ΟΠΛΑ οφείλεται και μια απαγωγή ενός τραυματία αντάρτη, που κρατούνταν στο Νοσοκομείο της Κοζάνης, καθώς και η μοναδική, αδιασταύρωτη όμως, πληροφορία για μιαν επιτυχή ληστεία της χρηματαποστολής της ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις) Κοζάνης,[28] η οποία κυκλοφορεί και σε μια άλλη ταπεινότερη εκδοχή. Γνωρίζουμε επίσης ότι η ΟΠΛΑ του Τσιαρτσιαμπά έπαιρνε μέρος σε μάχες και ενέδρες που έστηνε ο ΕΛΑΣ κατά του Εθνικού Ελληνικού Στρατού (ΕΕΣ).[29] Επιπλέον ότι το 1947 ορισμένα μέλη της μετέφεραν δύο φορές οπλισμό από το Βέρμιο στο Μπούρινο και βοήθησαν στην πολιορκία του Βελβεντού τον Απρίλη του ιδίου χρόνου. Κάποτε δε μετέφεραν και την αλληλογραφία Μπούρινου –Βερμίου.[30] Οπότε χαρακτηρισμοί της ως «όργανο καταστολής του ΚΚΕ» ή ως «Greek Gestapo»,[31] είναι φτωχές για να συγκριθούν με την πλούσια δράση της ΟΠΛΑ του Τσιαρτσιαμπά.
Ας δούμε τώρα τις διαφορές της ΟΠΛΑ με την ΕΠ. Και οι δύο είχαν καθήκον το «ξερίζωμα των κατασκόπων»,[32] όμως η ΕΠ δραστηριοποιούνταν μόνο στην Ελεύθερη Ελλάδα, ενώ η ΟΠΛΑ δρούσε στις κατεχόμενες και ημικατεχόμενες από τον αντίπαλο περιοχές. Επιπλέον η ΕΠ ελέγχονταν από το ΕΑΜ, ενώ η ΟΠΛΑ έπαιρνε εντολές αποκλειστικά από το ΚΚΕ. Καθώς ΕΑΜ και ΚΚΕ δεν συμβάδιζαν πάντα ή, καλύτερα, όσο πλησίαζε η απελευθέρωση και το ΕΑΜ διευρύνονταν, ο έλεγχος της επιρροής της κοινής γνώμης από τους επαναστάτες του ΚΚΕ ήταν ένα βασικότατο ζητούμενο. Όσο περισσότεροι άνθρωποι συμμετείχαν στην Αντίσταση τόσο ο «λαϊκός αγώνας» αμβλύνονταν -τον «λαϊκό αγώνα» ερμηνεύει ο γράφων ως τον αγώνα που διεξήγε το ΕΑΜ, και συγκεκριμένα ο πυρήνας του το ΚΚΕ, για την επικράτηση του πολιτικού και κοινωνικού προγράμματός του, το οποίο είχε ήδη εφαρμοστεί στις ελεύθερες από τον κατακτητή περιοχές. Ποιος θα προστάτευε, λοιπόν, το «λαϊκό αγώνα» να μην παρεκτραπεί από τις αρχές του, αν όχι αυτός που τον είχε εμπνευστεί κι αρχίσει; Γι αυτό το λόγο ο γράφων δέχεται την ανάλυση της ΟΠΛΑ ως Ομάδα Προστασίας του «Λαϊκού Αγώνα» κι όχι των «Λαϊκών Αγωνιστών».
Οι αναίμακτες πρόβες
Πριν όμως περάσουμε στη δράση της ΟΠΛΑ, χρειάζεται να γνωρίσουμε τον Τσιαρτσιαμπά, καθώς και τη δράση μια ομάδας ανταρτών του ΕΛΑΣ, που ανάμεσα στα άλλα καθήκοντά της έπαιζε και το ρόλο της ΟΠΛΑ. Με τη λέξη Τσιαρτσιαμπάς (τουρκ. = Τετάρτη) αποκαλείται ως σήμερα ένα οροπέδιο του νομού Κοζάνης που εκτείνεται ανάμεσα από τα βουνά Μπούρινος, Ζαρκαδόπετρα και τη βόρεια όχθη του ποταμού Αλιάκμονα. Πρόκειται για μια ημιορεινή λεκάνη έκτασης 400 περίπου τ. χμ. στους χαμηλούς λόφους της οποίας καλλιεργούνται δημητριακά, κρόκος και καπνός. Πάνω από 6.000 πρόσφυγες όλων των ειδών εγκαταστάθηκαν στη δεκαετία του ΄20 σε 17 χωριά -τα υπόλοιπα 16 κατοικούνταν από ντόπιους, ελληνόφωνους χωρικούς.[33] Μεγαλύτερη πόλη της περιοχής ήταν η Κοζάνη με πληθυσμό 12.000 κατοίκων, η πλειονότητα των οποίων ήταν ντόπιοι
Στις εκλογές οι κάτοικοι έδιναν την ψήφο τους περιοδικά στα δύο μεγάλα κόμματα, των Λαϊκών και των Φιλελεύθερων. Οι λίγοι κομμουνιστές, που υπήρχαν, στην πόλη της Κοζάνης μόνο, πιάστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά και σχεδόν όλοι τους υπέγραψαν δηλώσεις αποκήρυξης του κόμματός τους –οι ελάχιστοι που αρνήθηκαν στάλθηκαν στη φυλακή ή την εξορία.[34] Το πρόγραμμα του ΚΚΕ ασκούσε περιορισμένη γοητεία στους αγρότες, πρώην κολίγους του Τσιαρτσιαμπά, που σε φυσιολογικές συνθήκες δυσπιστούσαν σε κάθε γρήγορη αλλαγή που θα ανατάρασσε τη στατική ζωή τους.
Ο ερχομός των Γερμανών στην περιοχή διατάραξε την ηρεμία του Μεσοπολέμου. Αρνήσεις παράδοσης όπλων και σοδειάς, έξαρση κλοπών, μαύρη αγορά και συγκρούσεις με τη Χωροφυλακή[35] δημιούργησαν εντάσεις ανάμεσα στον πληθυσμό στις πρώτες μέρες της Κατοχής, τις οποίες απάλειψαν οι Γερμανοί εκθεμελιώνοντας προς παραδειγματισμό το χωριό Μεσόβουνο Εορδαίας τον Οκτώβρη του 1941[36] κι εξαπολύοντας ευρείες διώξεις εναντίον των κομμουνιστών. Κύριος αίτιος του ολοκαυτώματος αυτού και των διώξεων θεωρήθηκε ο διορισμένος Νομάρχης Κοζάνης, πρώην συνταγματάρχης του Στρατού, και η ΠΕ του ΚΚΕ Κοζάνης πήρε την απόφαση να τον εκτελέσει. Η εκτέλεσή του θα λειτουργούσε πολλαπλώς: θα διέλυε την πεποίθηση της κοινής γνώμης, που και οι Γερμανοί και η Ελληνική Πολιτεία αφειδώς ενίσχυαν, ότι φταίχτες της τραγωδίας του Μεσόβουνου ήταν οι κομμουνιστές, καθώς οι ευθύνες θα επιρρίπτονταν στο Νομάρχη και θα αποκαθίστατο το επαναστατικό κύρος του Κόμματος στους φίλους του και κυρίως στους δηλωσίες. Έπειτα ο σκοτωμός θα αδυνάτιζε το πείσμα του διάδοχου νομάρχη εναντίον των κομουνιστών, τους οποίους καταδίωκε με μεγάλη αυστηρότητα.
Ένας ψηλός και σκληρός 26χρονος οικοδόμος, παλιός κομουνιστής που όμως είχε υπογράψει δήλωση αποκήρυξης του Κόμματος μερικά χρόνια νωρίτερα, ανέλαβε να φιλοδωρήσει το Νομάρχη με δύο χειροβομβίδες.[37] Δεν είναι καθόλου απίθανο ότι είχε οριστεί ένας πρώην δηλωσίας για την υλοποίηση αυτής της πράξης, διότι φαίνεται ότι επίτηδες διαλέχτηκε για να δοκιμαστεί η αντοχή της πίστης του που κάποτε είχε λυγίσει. Αν και αγνοούμε τους λόγους για τους οποίους αναβλήθηκε η εκτέλεση, μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν εγκρίθηκε από το Δυτικομακεδονικό Γραφείο (ΔΓ) του ΚΚΕ, την προϊσταμένη δηλαδή αρχή της ΠΕ Κοζάνης. Η απόφαση ήταν ένθερμη και πολύ βαριά για την ελαφρότητα της εποχής και επιπλέον υπήρχε επιχειρηματική απειρία για τέτοιου είδους καταδρομές. Ο Νομάρχης είχε γλιτώσει.
Στις αρχές του 1943 προκλήθηκε μια αναστάτωση στην οικονομία της Κοζάνης με τη Θεσσαλία, όταν ένοπλοι του Ολύμπου κατέλαβαν τη δίοδο του Σαρανταπόρου. Έμποροι της Κοζάνης ίδρυσαν τότε την αντικομουνιστική οργάνωση ΕΚΑ (Ένωσις Κοινωνικής Αμύνης), που διέθετε πιο ενεργές πνεύμα από αυτό της οργάνωσης των αξιωματικών της Μακεδονίας ΥΒΕ (Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος), μιας αντιβουλγαρικής κατά βάσιν οργάνωσης, η οποία διατηρούσε επαφές με την ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου.[38] Πεδίο ανάπτυξης της ΕΚΑ, αφού το ΕΑΜ είχε διαλέξει τα βουνά, στάθηκαν τα πεδινά μέρη της Κοζάνης και της Εορδαίας.[39]
Ενόχλησε αρκετά το ΕΑΜ η στρατολόγηση οπαδών της ΕΚΑ. Οι φήμες ότι ένας «Ιταλός» γύριζε στα χωριά και κατέγραφε υποψήφιους αντάρτες, αν δεν τις είχε δημιουργήσει το ΕΑΜ για να απομονώσει την ΕΚΑ, σίγουρα τις ενίσχυε, καθώς είναι πιθανόν ότι ο Ιταλός αυτός ήταν κάποιος πράκτορας της ΕΚΑ. Όταν οι φήμες έπαψαν να ισχύουν αλλά ο «Ιταλός» δεν είχε σταματήσει να καταγράφει, οπλισμένοι με πιστόλια εαμίτες της πόλης Κοζάνης τον έψαχναν για να τον αντιμετωπίσουν. Όμως η τύχη ήταν με το μέρος του «Ιταλού», εφ’ όσον δεν συναντήθηκε με τους Κοζανίτες –εκτελέστηκε όμως αργότερα από την ΟΠΛΑ της Βέροιας.[40] Παρόμοια ευμενή τύχη είχε και ο ταγματάρχης ΠΖ Χρήστος Παπαβασιλείου, στρατιωτικός ηγέτης της ΕΚΑ στην αρχή και μετέπειτα της ΥΒΕ, που έμενε στην Κοζάνη. Ενώ είχε μπει δύο φορές στο στόχαστρο του ΕΑΜ,[41] κανένας δεν βρέθηκε να πατήσει τη σκανδάλη -εκτελέστηκε όμως το καλοκαίρι του 1944 από την περισσότερο έμπειρη κι αποφασιστική ΟΠΛΑ της Θεσσαλονίκης.
Η Διμοιρία Μπούρινου
Το Μάρτη του 1943 οι αντάρτες του ΕΛΑΣ πλησίασαν την Κοζάνη. Σε συνεργασία με την ΕΚΑ και την ΥΒΕ αιχμαλώτισαν ένα ολόκληρο τάγμα Ιταλών κοντά στη Σιάτιστα, με αποτέλεσμα να ελευθερωθεί ένας τεράστιος χώρος νότια και δυτικά της Κοζάνης. Στην Καστοριά η προσπάθεια του ΕΑΜ να ενσωματώσει τους Σλαβομακεδόνες επέκτεινε τα ιδεολογικά ρήγματα μεταξύ των ανταρτών[42] και στον εμφύλιο που ακολούθησε μεταξύ τους το ΕΑΜ κυριάρχησε στις ορεινές περιοχές αλλά όχι στα πεδινά της Κοζάνης. Στη Ζαρκαδόπετρα, ένα χαμηλό βουνό της Κοζάνης που περιτριγυρίζεται από προσφυγικά χωριά, εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 1943 η ΠΑΟ, που κατευθύνονταν από αγγλόφιλους αξιωματικούς της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι διαφωνούσαν με το θεωρητικό χαρτοπόλεμο της ΥΒΕ. Στρατιωτικός αρχηγός της ήταν πάλι ο πανταχού παρών ταγματάρχης Παπαβασιλείου και πολιτικός ο πρόσφυγας Μιχαήλ Παπαδόπουλος ή Μιχάλαγας, ζωέμπορος κάτοικος Σερβίων. Μέλη της ΠΑΟ Κοζάνης ήταν χωροφύλακες, ανθυπολοχαγοί του στρατού και πρόσφυγες από τα πεδινά του Τσιαρτσιαμπά και της Εορδαίας,[43] πρώην μέλη της ΕΚΑ και της ΥΒΕ, που είχαν εκτεθεί ως αντίπαλοι των κομουνιστών.
Δεν είχε προλάβει να ενηλικιωθεί ο ΕΛΑΣ της Δυτικής Μακεδονίας, όταν τον Απρίλη του 1943 κάτω από το φόβο γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων αποτραβήχτηκε στη Βόρεια Πίνδο. Η απουσία των ανταρτών επέτρεψε ή διευκόλυνε την ανάπτυξη της ΠΑΟ,[44] οι οπλίτες της οποίας διατυμπανίζοντας την καταστροφή του ΕΑΜ έρχονταν σε αναίμακτες αψιμαχίες με τους οπλίτες του Εφεδρικού ΕΛΑΣ.[45] Το εαμικό κενό στον Τσιαρτσιαμπά κλήθηκε να γεμίσει μια 10μελής ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ με αρχηγό έναν ψηλό και γεροδεμένο τριαντάρη, που έφερε το ψευδώνυμο του τοπικού βουνού Μπούρινος. Ο αντάρτης Μπούρινος, που η πολεμική του φύση είχε καλλιεργηθεί ανάμεσα στους Αρβανίτες της Αττικής, σχημάτισε την ομάδα του στο Κυπαρίσσι Γρεβενών, όπου ήταν η έδρα των ανταρτών. Προτιμήθηκε προφανώς ο Μπούρινος ως κατάλληλος γι αυτήν την αποστολή εξ αιτίας της εξέχουσας τόλμης του, επειδή χρειάζονταν θάρρος να δράσει κανείς μέσα σε περιοχή όπου κυκλοφορούσαν καθημερινά Γερμανοί. Είναι όμως πιθανό να είχε επίτηδες επιλεγεί, για να δοκιμαστεί η πίστη του στο ΕΑΜ, καθώς αυτός και λιποτάκτης χωροφύλακας ήταν και πρώην αντάρτης της ΕΚΑ είχε χρηματίσει. Όπως και να ήταν ο Τσιαρτσιαμπάς αποδείχτηκε γι αυτόν η κολυμπήθρα του Σιλωάμ.
Έδρα της ομάδας Μπούρινου διαλέχτηκε το χωριό της λωρίδας των Σερβίων Ρύμνιο, το οποίο αποτελούσε μια μοναδική βάση για εξορμήσεις ή για ασφαλή υποχώρηση: ήταν χτισμένο σε ένα ύψωμα από το οποίο φαίνονταν όλος ο Τσιαρτσιαμπάς και για να το πλησιάσει κανείς από κει έπρεπε να διαπεράσει ένα αιωνόβιο δάσος πλατανιών ανάμεσα από το οποίο κυλούσε ο ποταμός Αλιάκμονας. Επιπλέον οι περισσότεροι πρόσφυγες κάτοικοί του είχαν έρθει από τον Καύκασο και διέκειντο φιλικά προς το ΕΑΜ μεγαλώνοντας έτσι την ασπίδα προστασίας των ανταρτών. Σε μια νύχτα οι αντάρτες είχαν τη δυνατότητα, ξεκινώντας από το Ρύμνιο, να εισχωρήσουν στα περισσότερα χωριά του Τσιαρτσιαμπά, να κατηχήσουν, να πληροφορηθούν, να δεχθούν τρόφιμα κι εθελοντές ή να εκτελέσουν και να επιστρέψουν στη βάση τους χωρίς να τους βρει το χάραμα. Η διείσδυση αυτή μπορούσε να πραγματοποιηθεί και την ημέρα μέσα από τη μικρή βλάστηση της όχθης των χειμάρρων που χύνονταν στον ποταμό Αλιάκμονα.
Τρεις από τους 9 αντάρτες της ομάδας Μπούρινου γνώριζαν και την τουρκική γλώσσα, εφ΄ όσον ήταν πρόσφυγες, και προφανώς είχαν κατάλληλα επιλεγεί, για να έχει η ομάδα πρόσβαση και στα τουρκόφωνα χωριά. Κατέβηκαν στο Ρύμνιο στις αρχές Αυγούστου του 1943 κι άρχισαν τις εμφανίσεις. Αυξήθηκαν με την κατάταξη εθελοντών και, όταν ο ΕΛΑΣ στρατικοποιήθηκε, μετονομάστηκαν σε «ανεξάρτητη διμοιρία Μπούρινου» (στο εξής θα αποκαλούνταιΔιμοιρία), η οποία υπάγονταν στο 1/27 τάγμα του ΕΛΑΣ. Η ακτίνα δράσης της Διμοιρίας περιορίζονταν στα ντόπια χωριά, καθώς δεν διακινδύνευε την πρόσβασή της στα προσφυγικά χωριά, ιδιαίτερα στα τουρκόφωνα, στα οποία κυριαρχούσε η ΠΑΟ. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε επακριβώς αν η Διμοιρίαέχει σχέση με την απαγωγή ενός Κοζανίτη κτηματομεσίτη από μέσα από την πόλη και η εκτέλεσή του στο Ρύμνιο στις 12 Σεπτέμβρη 1943, καθώς αναφέρεται γενικώς ότι «απήχθη υπό ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ.».[46]
Όταν το τμήμα της τοπικής ΠΑΟ εισέβαλε τέλη Αυγούστου του 1943 στο εαμικό χωριό Οινόη, αιχμαλώτισε κι εκτέλεσε δύο πολίτες,[47] οι αντάρτες τηςΔιμοιρίας ήταν πολύ μακριά για να επέμβουν. Μόνο όταν κατέφθασαν στην περιοχή κι μεγάλα τμήματα του ΕΛΑΣ κι εξεδίωξαν την ΠΑΟ από τη Ζαρκαδόπετρα,[48] μπορούσαν είτε η Διμοιρία είτε οι πολιτικοί του ΕΑΜ να έχουν άνετη πρόσβαση στα προσφυγικά χωριά ΒΑ του δρόμου Σερβίων -Κοζάνης.
Τον καιρό που η Διμοιρία ξεχειμώνιαζε στο Ρύμνιο, αθέατες κινήσεις άλλαξαν την οπλογεωγραφία του χώρου. Μέσα στην πόλη της Κοζάνης δολοφονήθηκε τα Χριστούγεννα του 1943 ένας εαμίτης Αθηναίος, κάτοικος προσφυγικού χωριού των Καραγιαννίων, από ενόπλους αντικομουνιστές.[49] Όλα σχεδόν τα τουρκόφωνα χωριά, καθώς και τρία ντόπια, η Άνω Κώμη, η Κάτω Κώμη και η Καισαρειά, εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς ή, σωστότερα, εν γνώσει των Γερμανών. Την 4η Γενάρη 1944 τέσσερα ανύποπτα στελέχη της ΕΠΟΝ Τσιαρτσιαμπά αιχμαλωτίστηκαν από τους νεοφώτιστους ενόπλους στην Κάτω Κώμη και παραδόθηκαν στους Γερμανούς της Κοζάνης, για να εκτελεστούν μετά από λίγες μέρες. Την όμορφη επονίτισσα με το ψευδώνυμο Νίκη την κράτησαν οι αντικομουνιστές οπλίτες και, αφού τη βίασαν κατ΄ επανάληψιν στο προσφυγικό χωριό Σπάρτο, τη σκότωσαν και την πέταξαν μέσα στην κοπριά μια αυλής.[50]
Όταν οι οπλίτες της Διμοιρίας προσήλθαν στο Σπάρτο στις 7.1.44 για να διευθετήσουν το θέμα, συνεπλάκησαν με τους οπλισμένους.[51] Οι αντάρτες απάντησαν με επιθέσεις εναντίον των τριών οπλισμένων ντόπιων χωριών, κατά τις οποίες κάηκαν σπίτια και αιχμαλωτίστηκαν, σκοτώθηκαν κι εκτελέστηκαν μερικοί κάτοικοι. Καισαρειά και Άνω Κώμη παρέδωσαν τα όπλα τους, ενώ οι οπλίτες της Κάτω Κώμης και των προσφυγικών χωριών Σπάρτου και Σταυρωτής αποσύρθηκαν στο Βαθύλακκο. Οι άμαχοι που έμειναν στα χωριά της πεδινής ζώνης ΝΔ του δρόμου Κοζάνης –Σερβίων και ΒΑ του όρους Μπούρινος έμελλε να δοκιμαστούν περισσότερο από όλα, εφ’ όσον δέχονταν επισκέψεις και επιδρομές του ΕΛΑΣ τη νύχτα και του Ελληνικού Εθελοντικού Στρατού (ΕΕΣ), όπως ονομάστηκαν λίγο αργότερα οι αντικομουνιστές οπλίτες.
πίνακας 1: αριθμός εκτελεσθέντων από τις οργανώσεις που αναφέρονται αριστερά. Αριθμούνται μόνο αυτοί που κατάγονταν από τον Τσιαρτσιαμπά κι εκτελέστηκαν στον Τσιαρτσιαμπά. Ο τεράστιος τελευταίος αριθμός οφείλεται στην επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον των οπλισμένων αντιεαμικών χωριών το Νοέμβρη του 1944, ωστόσο είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν ποιοι εκτελέστηκαν πραγματικά και ποιοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών, γι αυτό ο αριθμός δίνεται με επιφύλαξη.
Περισσότερο από όλους θα πλήττονταν η Κάτω Κώμη, το Σπάρτο και η Καισαρειά, όχι μόνο επειδή είχαν δεχτεί να εξοπλιστούν αλλά διότι κείτονταν στη μέση του δρόμου που συνέδεε το Βαθύλακκο και τα άλλα χωριά του ΕΕΣ με την ανταρτοκρατούμενη περιοχή των Βεντζίων. Μια επιδρομή των οπλισμένων αντικομουνιστών στις 20 Φλεβάρη του 1944 στην Κάτω Κώμη απέφερε την εκτέλεση του κοινοτικού γραμματέα,[52] που προφανώς είχε θεωρηθεί υπαίτιος της επίθεσης του ΕΛΑΣ στο ίδιο χωριό. Οχτώ κάτοικοι μόνο της Κάτω Κώμης είχαν φονευθεί εξ αιτίας συγκρούσεων ή εκτελέσεων πριν από τα μισά του Μάρτη 1944, πράγμα που έδειχνε ότι και ο ΕΛΑΣ και οι ένοπλοι αντίπαλοί του δεν δίσταζαν να φτάσουν ως το θάνατο, για να επεκτείνουν τις ζώνες κυριαρχίας των.
Περισσότερο κίνδυνο διέτρεχε η επίσημη ηγεσία των χωριών της διαφιλονικούμενης ζώνης, κοινοτική εξουσία, αγροφύλακες, ιερείς, εκκλησιαστικοί επίτροποι είτε η ανεπίσημη του ΕΑΜ, η οποία λειτουργούσε παράλληλα με την κρατική. Όταν ο πρόεδρος του Κρόκου εκτελέστηκε από τη Διμοιρία μέσα στην πλατεία του χωριού του στις 28 Μάη του 1944,[53] το γεγονός αιτιολογήθηκε ότι ο εν λόγω κοινοτάρχης ήταν υπαίτιος για τη σύλληψη και τον τουφεκισμό ενός δασκάλου του ιδίου χωριού από τους Γερμανούς. Στις ομάδες υψηλού κινδύνου ανήκαν βέβαια και οι συγγενείς των κάθε είδους οπλοφόρων, ιδιαίτερα στα χωριά που είχαν διχαστεί, γιατί εύκολα κατηγορούνταν κανείς ως «Βούλγαρος» και «κομμουνιστής» ή ως «γκεσταπίτης» και «προδότης», καθώς οι σχέσεις μεταξύ των χωρικών παρά τη φαινομενική ηρεμία, ποτέ δεν ήταν ήρεμες, ακόμα και στο παρελθόν. Αδικαιολόγητη ως προς τις αιτίες της παραμένει πάντως η δολοφονία ενός Κοζανίτη φοιτητή το Μάρτη του 1944 μέσα στο χωριό Σπάρτο[54] από ένοπλους αντικομουνιστές, εκτός αν δεχτούμε ότι έγινε για να παρθεί το καινούργιο παλτό που φορούσε ο ατυχής νέος!
Αν υπήρχαν αποδείξεις κατηγορίας εναντίον όσων εκτελούνταν, τις γνώριζαν μόνον οι αξιωματούχοι του 1/27 τάγματος του ΕΛΑΣ ή η ΠΕ Κοζάνης του ΚΚΕ. Φυσικοί αυτουργοί των εκτελέσεων δεν ήταν όλοι οι αντάρτες της Διμοιρίας ή του 1/27 τάγματος του ΕΛΑΣ αλλά μόνον όσοι από αυτούς που είχαν τόλμη, έντονο πολιτικό φανατισμό ή ροπή προς την αγριότητα. Ένας μόνο πυροβολούσε μέσα στη νύχτα, ενώ οι υπόλοιποι ή κοίταζαν από μακριά ή μάθαιναν το γεγονός αφού τελείωνε η επιχείρηση, στην οποία πάντα ακολουθούσε κι ο εφεδρικός ΕΛΑΣ των χωριών, οι ένοπλοι πολίτες δηλαδή που επιστρατεύονταν, όταν υπήρχε ανάγκη. Κύριο καθήκον ήταν και η απαλλοτρίωση των μαστοφόρων ζώων και των περιουσιών των θυμάτων, πριν καούν τα σπίτια τους. ΤοΕφεδρικό αύξαινε τον αριθμό των ανταρτών, ώστε να μεγαλοποιούνται οι φήμες της επόμενης μέρας, αλλά και έστηνε ενισχυτικές ενέδρες. Την επομένη των εκτελέσεων ακολουθούσε σχεδόν πάντα η αντεκδίκηση της αντίπαλης πλευράς[55] και ο θάνατος ξεχρεώνονταν με θάνατο, αυξάνοντας τα συναισθήματα της πόλωσης και του φόβου, διασπώντας τη λογική και την ηρεμία που επιθυμούσε το κράτος και ο κατακτητής. Κι επειδή το κράτος του φόβου στην ύπαιθρο ήταν εκείνους τους καιρούς ανώτερο του κράτους της ηρεμίας, οι αντάρτες έδειχναν να υπερισχύουν της Ελληνικής Πολιτείας και των Γερμανών.
Η ΟΠΛΑ του Τσιαρτσιαμπά
Στην ΟΠΛΑ της ΠΕ του ΚΚΕ Κοζάνης, του Τσιαρτσιαμπά δηλαδή, καθώς τα Σέρβια και η Εορδαία είχαν ξεχωριστές ΠΕ και ξεχωριστές ΟΠΛΑ, καθοδηγητής ανέλαβε ένας τριαντάρης πρόσφυγας από την ανατολική Θράκη με το ψευδώνυμο Πέτρος. Πρώην εξόριστος της Ακροναυπλίας, ο Πέτρος κατείχε δικαιωματικά τη θέση του β΄ γραμματέα της ΠΕ. Τον θυμούνται όλοι σαν έναν ψηλό κι αγριωπό «Βούλγαρο» που τριγύριζε πάντα με το πιστόλι στο χέρι πάνω σε ένα άλογο. «Βούλγαροι» αποκαλούνταν παλιότερα από τους κατοίκους του Τσιαρτσιαμπά οι Σλαβομακεδόνες της Δυτικής Μακεδονίας αλλά και οποιοιδήποτε άνθρωποι διέθεταν έναν σκληρό κι απότομο χαρακτήρα. Η ενθύμηση των χωρικών ότι ο Πέτρος ήταν «Βούλγαρος» φανερώνει τα έντονα συναισθήματα που διαχέονταν μετά από κάθε εκτέλεση, τα οποία έφτασαν ως τις μέρες μας κατάλληλα ενισχυμένα και διαστρεβλωμένα από τους αντιπάλους του ΕΑΜ. Δεν ήταν Βούλγαρος ο Πέτρος ούτε «αιμοχαρής», όπως τον παριστάνουν οι αυτόπτες μάρτυρες. Ήταν ο κεντρικός άξονας της προστασίας του «λαϊκού αγώνα» στον Τσιαρτσιαμπά, ο άνθρωπος που έπρεπε να επικρατήσει των αντιπάλων του σε έναν τόπο όπου τα ίχνη του ορθού λόγου δεν περίσσευαν.
Κανείς στον Τσιαρτσιαμπά δεν γνωρίζει τη λέξη ΟΠΛΑ. Όλοι μιλούν για τον Πέτρο και το «Απόσπασμά» του. Ακόμα και ο γραμματέας της ΠΕ του ΚΚΕ Κοζάνης ως «απόσπασμα»[56] αναφέρει την τοπική ΟΠΛΑ. Ως Απόσπασμα, λοιπόν, είναι γνωστή η ομάδα του Πέτρου, «Απόσπασμα που καθάριζε». Μέλη του ήταν έξι ντόπιοι –όχι πρόσφυγες- ελασίτες, εκ των οποίων δύο ήταν αγροφύλακες και οι υπόλοιποι αγρότες. Τέσσερις ήταν συγγενείς μεταξύ τους και κοντοχωριανοί, ενώ οι υπόλοιποι δύο κατάγονταν από άλλο χωριό. Παντρεμένοι με παιδιά, εκτός από έναν ελεύθερο. Ήρεμοι, απλοί άνθρωποι, αν εξαιρέσουμε έναν τους, κάπως περήφανο και ιδιόρρυθμο. Κι όταν τελείωσε ο πόλεμος το 1949 γύρισαν πάλι στην κανονική ζωή, στις ανατολικές χώρες βέβαια, όπου είχαν καταφύγει.
Η έδρα της ΟΠΛΑ δεν ήταν μόνιμη αλλά κείτονταν σε παραποτάμιες θέσεις του Ρυμνίου και της Αιανής, συνήθως μέσα στο δάσος των πλατανιών, εφ΄ όσον κανείς προσεκτικός αντάρτης δεν είχε μόνιμο κατάλυμα. Κανείς τους δεν ξεχώριζε από τη στρατιωτική στολή και τον οπλισμό από τους άλλους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Ενώ όμως οι αντάρτες έπαιρναν εντολές από το τάγμα, η ΟΠΛΑ λάβαινε οδηγίες μόνο από τον Πέτρο. Διενεργούσαν συλλήψεις μόνοι τους ή σε συνεργασία με τη Διμοιρία ή με το τάγμα των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Έμπαιναν στα χωριά συνήθως το βράδυ και υποχρεώνοντας έναν συγκεκριμένο ή οποιονδήποτε κάτοικο να τους δείξει το σπίτι των υποψηφίων κρατουμένων, χτυπούσαν την πόρτα λέγοντας «έλα, σε θέλουν λίγο οι αντάρτες». Μία φορά, σπάνια ίσως, ένα υποψήφιο θύμα οδηγήθηκε από το χωριό του στην έδρα της ΟΠΛΑ συνοδευόμενο από το γραμματέα της τοπικής Αχτίδας του ΚΚΕ.
Οι Οπλατζήδες δεν εκτελούσαν ποτέ μέσα στα χωριά παρά μετέφεραν τους κρατουμένους τους για ανάκριση στην έδρα τους, επειδή προφανώς ενδιαφέρονταν πρώτιστα να πάρουν πληροφορίες και μετά να αποφασίσουν για την τύχη όσων είχαν συλληφθεί. Δυστυχώς δεν έχουμε στατιστικά στοιχεία πόσοι από τους τελευταίους, αφού ανακρίθηκαν και έλαβαν συμβουλές, αφέθηκαν ελεύθεροι. Γνωρίζουμε όμως τον αριθμό όσων στάλθηκαν «στη Γαλάζια», όπως λέγονταν στην αργκό της ΠΕ του ΚΚΕ Γρεβενών η εκτέλεση ή «στην Αμερική», σύμφωνα με την αντίστοιχη συνθηματική γλώσσα της ΠΕ Φλώρινας.[57]
Πέπλο σιωπής καλύπτει ορισμένες περιπτώσεις χωρικών που δεν γύρισαν πίσω ζωντανοί. Δύο πολίτες της Αιανής, που θεωρήθηκαν ότι δέχτηκαν όπλα του ΕΕΣ πάρθηκαν ένα βράδυ για ανάκριση, αλλά δεν επέστρεψαν ποτέ –συνήθως λέγεται ότι κρατήθηκαν στον Πεντάλοφο και σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς.[58] Όμως επειδή τις δύο συλλήψεις έκαναν τα μέλη της ΟΠΛΑ[59] κι όχι οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, η πιο πιθανή εκδοχή, την οποία ενισχύουν και οι συγγενείς τους,[60] είναι ότι άφησαν την πνοή τους στον παραποτάμιο λόφο του Άι Λια Λαριούς, δέκα περίπου χιλιόμετρα μακριά από το χωριό τους. Ένα άλλο βράδυ συνέλαβαν στο ίδιο χωριό έναν Αθηναίο, έφεδρο λοχία, που είχε καταφύγει εκεί λόγω της πείνας, κι έναν Κοζανίτη κουρέα με τον οποίο ο πρώτος συγκατοικούσε.[61] Πίσω γύρισε μόνο ο Κοζανίτης.
Η ΟΠΛΑ διέθετε το δικό της δίκτυο πληροφοριών και δικούς της συνδέσμους, συνήθως ποιμένες. Σε μια πρωινή ενέδρα των μελών της ΟΠΛΑ και τηςΔιμοιρίας στη Σταυρωτή συνελήφθη από άνδρες της Διμοιρίας ένας Τουρκόφωνος από το Βαθύλακκο. Ενώ συζητιόνταν η τύχη του, έφτασε ο Πέτρος και τον απελευθέρωσε λέγοντας ότι ήταν δικός του άνθρωπος. Η συναίνεση του υπεύθυνου του ΕΑΜ έκαστου χωριού ήταν απαραίτητη για κάθε σύλληψη αλλά όχι πάντα, καθώς στο πεδίο του Τσιαρτσιαμπά δρούσαν όχι μόνο η ΠΕ αλλά και η Διμοιρία και το 1/27 τάγμα του ΕΛΑΣ. Ο κόσμος των πληροφοριών ήταν αρκετά ασαφής και σκοτεινός, ώστε οι παρεξηγήσεις δεν ήταν ασυνήθιστες: όταν ένα βράδυ Διμοιρία και ΟΠΛΑ βάδιζαν μαζί προς το χωριό Καρυδίτσα, κοντά στην Κοζάνη, για να εκτελέσουν τον πρόεδρό της, σταματήθηκαν και οι δύο από το γραμματέα της Αχτίδας των ντόπιων χωριών του Τσιαρτσιαμπά, ο οποίος τους γύρισε πίσω επιμένοντας ότι ο πρόεδρος ήταν δικός του μυστικός πληροφοριοδότης.[62] Άλλη μια παρεξήγηση, χωρίς όμως αίσιο τέλος ήταν η εξής: ένας καθοδηγητής του ΕΑΜ βλέποντας τον Πέτρο να σέρνει δεμένο πίσω από το άλογό του έναν Κοζανίτη ξυλουργό, επενέβη και τον ελευθέρωσε.[63] Ο ξυλουργός χαρούμενος βάδισε προς το διπλανό χωριό, αλλά μόλις έφτασε, συνελήφθη και μεταφέρθηκε, αντί για το Ρύμνιο όπου προορίζονταν, στην έδρα του τάγματος του ΕΛΑΣ Βεντζίων, όπου και εκτελέστηκε από το λόχο των ανταρτών που έδρευε εκεί κι όχι από τη Διμοιρία.[64]
Δεν είναι πάντα εύκολο να βρεθεί η αιτία των εκτελέσεων, όμως αρκετές από αυτές έχουν λογικά εξηγηθεί. Οι δύο πολίτες της Αιανής που προαναφέρθηκαν χάθηκαν για δύο λόγους, ο ένας η ιδεολογική αντίθεση με το ΕΑΜ και ο άλλος οι προπολεμικές προσωπικές διαφορές. Ο δεύτερος λόγος –ισχυρότερος- προϋπήρχε του πρώτου και προφανώς δημιούργησε το δεύτερο. Οι δύο πολίτες είχαν μηνύσει ορισμένα άτομα του χωριού για κλοπή ζώων και επίσης έκοβαν όποτε ήθελαν το νερό ενός υδρόμυλου για να ποτίσουν τους κήπους τους.[65] Όταν ήρθαν οι αντάρτες, ένας από τους μηνυθέντες ανέλαβε πόστο στην κομματική οργάνωση και ο ιδιοκτήτης του υδρόμυλου μπήκε στην επιτροπή του ΕΑΜ, οπότε οι δύο πολίτες βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση. Μετά από μια μεγάλη επιδρομή αντικομουνιστών οπλιτών στην Αιανή, οι δύο πολίτες επισκέφτηκαν τα γραφεία του ΕΕΣ στην Κοζάνη, όπου προφανώς τους προτάθηκε η ιδέα του εξοπλισμού τους κατά των ανταρτών. Φτάνοντας το βράδυ στο χωριό, δύο μέλη της ΟΠΛΑ, τους είπαν να ντυθούν και να τους ακολουθήσουν.[66] Οι προσωπικές διαφορές είχαν περιβληθεί με το μανδύα της ιδεολογικής αντίθεσης, οπότε για το θάνατό τους κανείς δεν θα είχε προσωπικές τύψεις, εφ΄ όσον κατατάσσονταν πια στη χορεία των προδοτών, εκτελούνταν για ιδεολογικούς πια λόγους.
Ο Αθηναίος έφεδρος λοχίας εκτελέστηκε για άλλον λόγο. Είχε κατηγορηθεί ότι πείραξε μια παντρεμένη γυναίκα του χωριού. Πιο πριν είχε προταθεί να ακολουθήσει τους αντάρτες, επειδή ήταν ικανός οπλουργός, αλλά είχε αρνηθεί. Επιπλέον συγκατοικούσε στην Αιανή με έναν Κοζανίτη κουρέα και ο τελευταίος πηγαινοέρχονταν στην Κοζάνη, χωρίς πάντα να ζητά την άδεια του υπευθύνου του ΕΑΜ. Μόλις, λοιπόν, ακούστηκε ότι γυρόφερνε τη γυναίκα, οι αντάρτες τον πήραν, όταν πήγε να μαζέψει ξύλα για την καθημερινή φωτιά. Η παράβαση για τη γυναίκα θα μπορούσε να δικαστεί και στο τοπικό Λαϊκό Δικαστήριο ή να σταλεί στο ανώτερο στον Πεντάλοφο. Όμως ο λοχίας είχε αρνηθεί να καταταγεί στον ΕΛΑΣ, οπότε η θέση του επιβαρύνονταν διπλά. Ήταν και ξένος και κανείς δεν θα μπορούσε να τον υπερασπιστεί. Ο θάνατός του θα ενίσχυε επίσημα την ηθικότητα του ΕΑΜ και ανεπίσημα θα προειδοποιούσε τι έπρεπε να αναμένουν οι αρνητές της εξουσίας του. Ο λοχίας έσβησε χωρίς κανείς να ξέρει που.
Είναι φυσικό η ενοχή όλων αυτών των θανάτων να απευθύνεται πρωταρχικά στον Πέτρο, τον αρχηγό της ΟΠΛΑ, και δευτερευόντως στα μέλη της. Αν όμως εξεταστεί καλύτερα το σκηνικό της εποχής, η ΟΠΛΑ ήταν απλώς το τελευταίο έξαρμα, το πιο οξύ, της ενοχής. Η ΟΠΛΑ αναγκάζονταν να σκοτώσει υπακούοντας στη βάση της, στις οργανώσεις των χωριών. Αν δεν σκότωνε, σήμαινε ότι παράκουε στις αποφάσεις της οργάνωσης του χωριού, οπότε τα άτομα που απάρτιζαν την τελευταία δεν θα είχαν κανένα λόγο να υποστηρίζουν τον αγώνα του ΕΑΜ, εφ’ όσον οι αποφάσεις της δεν εισακούονταν. Έπειτα ο σκοτωμός έδενε περισσότερο την οργάνωση του κάθε χωριού με τον ένοπλο αγώνα του ΕΑΜ, καθώς την εξέθετε στα μάτια των συγγενών των θυμάτων. Ο Πέτρος αργότερα θα έφευγε και θα δρούσε σε άλλη περιοχή με άλλο όνομα, όπως έγινε το 1945, οπότε σε εκείνους που θα έμεναν, στις οργανώσεις δηλαδή των χωριών, θα φορτώνονταν τα βάρη της ενοχής.
Ασυμβατότητα ΟΠΛΑ και ΕΛΑΣ
Μερικά τρανταχτά περιστατικά, εκτός αυτό της ασυμβατότητας των δικτύων πληροφοριών, δηλώνουν τις διαφορές της Διμοιρίας με την ΟΠΛΑ, η οποία αν συνδυαστεί με άλλους παράγοντες, στοιχειοθετεί τις όχι πάντα αγαστές σχέσεις του ΕΑΜ ή του ΕΛΑΣ με το ΚΚΕ. Το καλοκαίρι του 1944 συνελήφθη από την ΟΠΛΑ ένα νεαρό ζευγάρι από την Καισαρειά, με την κατηγορία της συνεργασίας με τον ΕΕΣ.
Η ανάκριση του Πέτρου στην έδρα του στο Ρύμνιο είχε τελειώσει και οι δύο νέοι όδευαν προς τον ανοιχτό τάφο, όταν κατέφθασε ιδρωμένος και βρίζοντας ανελλιπώς ο διμοιρίτης Μπούρινος αποτρέποντας την εκτέλεση: «Πρέπει να μπει κάποια τάξη στο ζήτημα των πληροφοριών» δήλωσε στον Πέτρο, «δε μπορούμε να σκοτώνουμε τζάμπα, είμαστε λαϊκοί αγωνιστές». Αυτή «ούτε το βρακί της να λύσει για να κατουρήσει δεν ήξερε», όχι να προδώσει, θυμάται χαρακτηριστικά σκληροτράχηλος αντάρτης.[67] Ίσως όμως η πραγματική αιτία που έσωσε τη ζωή της κοπέλας να ήταν η συγγενική της σχέση με έναν ομαδάρχη της Διμοιρίας, παρά η μικρή ηλικία της.
Άλλη μία αντίδραση των αντρών της Διμοιρίας με την ΟΠΛΑ επισυνέβη στις 19 Αυγούστου του 1944, όταν δύο άνδρες του Εφεδρικού ΕΛΑΣ Καισαρειάς κατηγορήθηκαν από τον Πέτρο ότι είχαν κλέψει μέρος από τα απαλλοτριωμένα σκεύη εκτελεσθέντων «αντιδραστικών». Στην κοινή ολομέλεια Διμοιρίας και ΟΠΛΑ στο Ρύμνιο ο πολυβολητής της πρώτης, ένας παλιός αντάρτης από τη Σιάτιστα κι ένας πρώην χωροφύλακας και νυν αντάρτης από τη Χαλκίδα, πρώην χωροφύλακας, αρνήθηκαν με σθένος να εκτελεστούν οι δύο αυτοί άνδρες. Τους είχε υπερασπιστεί ο πολυβολητής με μια χαρακτηριστική φράση: «Γέμισαν τα δόντια μας ψωμί στην Καισαρειά». Όταν ο Πέτρος πρότεινε πεισμωμένος τουλάχιστον οι δύο να δαρθούν, οι αντάρτες της Διμοιρίας πάλι αρνήθηκαν και συνοδεύοντας τους δύο τυχερούς πέρα από το ποτάμι, γύρισαν πίσω στον καταυλισμό.[68]
Αν όμως οι προαναφερθέντες είχαν σταθεί τυχεροί, ο πατέρας ενός αντάρτη της Διμοιρίας ήταν άτυχος. Αυτή η σκοτεινή ιστορία έλαβε χώραν στις 20 Ιουλίου του 1944. Ο πατέρας συνελήφθη μαζί με έναν άλλον χωριανό του κι εκτελέστηκαν στο Ρύμνιο από την ΟΠΛΑ.. Αποφεύγουν οι αυτόπτες μάρτυρες ακόμα και σήμερα να ξετυλίξουν τις λεπτομέρειες αυτής της πράξης και, αν πιεστούν, ενοχοποιούν τον αντάρτη γιο, όχι ως φυσικό αυτουργό αλλά ως αδιάφορο για τη σωτηρία του πατέρα. Όμως ο πατέρας δεν εκτελέστηκε από τη Διμοιρία αλλά από την ΟΠΛΑ, που δέκα μέρες νωρίτερα είχε εκτελέσει άλλα δύο άτομα από το ίδιο χωριό.[69] Φαίνεται ότι τότε ο Μπούρινος δεν ήταν παρών στη σκηνή, γιατί, αν ήταν, ίσως η θανατική απόφαση να μην είχε εκτελεστεί.
Πέρα από αυτές είναι γνωστές κι άλλες απλές εντάσεις, όπως η άρνηση του γραμματέα της ΠΕ να χορηγήσει ιματισμό και άρβυλα στο Μπούρινο, καθώς ο τελευταίος τα είχε χάσει σε ένα πέρασμα του ποταμού. Πιο πριν ο Μπούρινος είχε συγκρουστεί και με τον Ευάγγελο από τη Γέρμα, μέλους της διοίκησης του αρχηγείου των ανταρτών, για έναν πολύ απλό λόγο, που έδειχνε όμως την υποψία ενός κομουνιστή εργάτη προς έναν παλιό χωροφύλακα. Τον Απρίλη του 1945, όταν ο Μπούρινος στάλθηκε στο Τέτοβο με τελικό προορισμό το Μπούλκες, επιχείρησε να δραπετεύσει στην Ελλάδα, ενώ στο Μπούλκες που τελικά προωθήθηκε είχε προβλήματα με τους «πολιτικούς» και κάποτε συγκρούστηκε με την ΟΠΛΑ του Μπούλκες, την περίφημη «Υπηρεσία Τάξης Ομάδας».[70] Παρόμοια προβλήματα είχαν και όλοι σχεδόν οι καπεταναίοι του ΕΛΑΣ Δυτικής Μακεδονίας με τους πολιτικούς, τα οποία κορυφώθηκαν κι αυτά στο Μπούλκες, για να σιγάσουν κατά την έναρξη του δεύτερου εμφυλίου, το 1946 -1949.
Στην πόλη της Κοζάνης ήταν δύσκολο να εισχωρήσει η ΟΠΛΑ, επειδή εκεί τα περίπολα και οι σκοπιές των γερμανικών δυνάμεων και των ανδρών του ΕΕΣ δεν ήταν περαστά. Αναφέρεται βέβαια μια φορά ότι ρίχτηκαν προκηρύξεις μέσα στην πόλη,[71] αλλά δεν γνωρίζουμε αν η πράξη πραγματοποιήθηκε από τους εκδικητές της ΟΠΛΑ. Έχει καταγραφεί όμως μία επιχείρηση την οποία έφερε εις πέρας ο αρχηγός της ΟΠΛΑ Εορδαίας καπετάν Φώτης. Μπήκε μέρα μέσα στο νοσοκομείο της Κοζάνης, μαχαίρωσε το Γερμανό φρουρό που φυλούσε έναν τραυματία αντάρτη και διέφυγε μαζί με τον τελευταίο.[72] Δεν έφτανε μόνο η καλή γνώση της πόλης αλλά και προσωπικό θάρρος και ο Φώτης διέθετε και τα δύο. Δυστυχώς αγνοούμε αν στην επιχείρηση αυτή συνέβαλε και η ΟΠΛΑ του Τσιαρτσιαμπά ή ήταν μόνο μια επιτυχία των συναδέλφων τους της Εορδαίας.
Στις 28 Οκτώβρη 1944 οι Γερμανοί έφυγαν από την Κοζάνη. Τότε η ΟΠΛΑ διαλύθηκε και ο Πέτρος έφυγε στην Περιφέρεια Χαλκιδικής, ενώ η Διμοιρίαενσωματώθηκε στο 1/27 τάγμα του ΕΛΑΣ, το οποίο βάδισε προς τη Φλώρινα εναντίον των Σλαβομακεδόνων αυτονομιστών του Γκότσε και μετά κατευθύνθηκε προς την Ήπειρο. Τον επόμενο μήνα μονάδες των ανταρτών επιτέθηκαν στα τουρκόφωνα[73] χωριά του Τσιαρτσιαμπά με αποτέλεσμα να σκοτωθούν γύρω στους 3 εκατοντάδες αντικομουνιστές οπλίτες και να εκτελεστούν 160 περίπου. Μπροστά στον τεράστιο αυτό αριθμό των εκτελεσμένων μέσα σε τρεις μόνο μέρες τόσο η ΟΠΛΑ όσο και η Διμοιρία αποδείχτηκαν ερασιτέχνες.
Ο Μπούρινος δεν ακολούθησε το τάγμα του και από τη Φλώρινα επέστρεψε το Δεκέμβρη του 1944 στην Κοζάνη.[74] Ο ακριβής λόγος της επιστροφής αγνοείται, αλλά μπορεί να υποτεθεί ότι γύρισε ξανά πίσω στην Κοζάνη για να βοηθήσει στην επαναδημιουργία της ΟΠΛΑ, εφ’ όσον ο Πέτρος είχε φύγει, ή για να προσληφθεί ως μέλος της. Στην Αθήνα είχαν αρχίσει οι συγκρούσεις ΕΛΑΣ κι Άγγλων και στην Ήπειρο η εναντίωση με τον ΕΔΕΣ, οπότε ήταν επιτακτική πάλι για το ΚΚΕ η χρεία της ΟΠΛΑ[75] και εναντίον των αντικομουνιστών και εναντίον των εσωεπαναστατικών τριγμών.[76] Πράγματι η ΟΠΛΑ ανασυγκροτήθηκε αλλά με έδρα τώρα την πόλη της Κοζάνης κι όχι την ύπαιθρο του Τσιαρτσιαμπά. Μέλη της επιχείρησαν ένα βράδυ να φοβίσουν έναν ένθερμο ιεροκήρυκα μέσα στην Κοζάνη, αλλά απέτυχαν κατόπιν παρέμβασης ενός Κοζανίτη καπετάνιου του ΕΛΑΣ.[77]
Λίγο πριν από την εγκατάσταση της Εθνοφυλακής στην Κοζάνη το Μάρτη του 1945 ο Φώτης και ο Μπούρινος κατέφυγαν στο Μπούλκες, ενώ οι αντάρτες της ΟΠΛΑ και της Διμοιρίας παρέμειναν στα χωριά τους. Ελάχιστους παραξένεψαν οι αγωγές που οι συγγενείς των φονευθέντων κίνησαν εναντίον όσων θεωρούσαν υπεύθυνους. Κατηγορήθηκαν μαζί με άλλους και οι απόντες Μπούρινος και Πέτρος. Φάνηκε όμως κατά την πορεία ότι κανείς δεν γνώριζε τα πραγματικά τους ονόματα –οι ελάχιστοι που ήξεραν για ευνόητους λόγους δεν τα αποκάλυπταν-, ώστε μέσα στον κυκεώνα των μηνύσεων ήταν πρακτικά αδύνατο να βρεθούν οι φυσικοί αυτουργοί των εκτελέσεων. Κανείς δικαστής, όσο και να το επιθυμούσε, δεν μπορούσε να βρει την αλήθεια μέσα στα αλληλοσυγκρουόμενα πάθη της εποχής.
Παράλληλα χωροφύλακες κι ένοπλοι πολίτες περιέτρεχαν τον Τσιαρτσιαμπά διενεργώντας αυτόκλητα συλλήψεις Εαμιτών. Οι άντρες της Διμοιρίας δεν αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα, όχι όμως και τα μέλη της ΟΠΛΑ που φυλακίστηκαν, αφού πρώτα δάρθηκαν με παραδειγματικό πείσμα.[78] Πώς όμως να καταδικαστούν, αφού έλειπαν αποδείξεις κι αυτόπτες μάρτυρες; Απολύθηκαν, λοιπόν, από τις φυλακές και την άνοιξη του 1946 βγήκαν πάλι στο βουνό ως Ομάδες Δημοκρατικών Ενόπλων Καταδιωκόμενων (ΟΔΕΚ), όπως ονομάστηκαν αργότερα. Αποδείχτηκε τελικά σοφή η σωτήρια ενέργεια της ΟΠΛΑ να «εξαφανίζει» τους αντιπάλους του «λαϊκού αγώνα», καθώς μαζί μ’ αυτούς εξαφανίζονταν και οι αποδείξεις κατηγορίας.
Το Οκτώβρη του ιδίου έτους κατέφθασαν από το Μπούλκες ο Μπούρινος, ο Φώτης και άλλοι ασυμβίβαστοι Ελασίτες και ο τροχός της επανάστασης γύρισε πάλι από την αρχή. Χτυπήθηκε από τους αντάρτες ο Σταθμός Αιανής και εκτελέστηκαν τρεις πολίτες, ένας στη Ροδιανή κι άλλος στη Λευκοπηγή.[79] Ήταν φανερό ότι οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) επιχειρούσαν να περικυκλώσουν την πόλη της Κοζάνης επεκτείνοντας το ζωτικό τους χώρο.
Το Νοέμβρη του 1946 ο στρατός με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις διέλυσε προς στιγμήν τους αντάρτες της περιοχής, φέρνοντας μάλιστα, σύμφωνα με μια αριστερή μαρτυρία, ως τρόπαια δύο κεφάλια τους στην Κοζάνη.[80] Καθώς τα όπλα του τοπικού τάγματος του ΕΛΑΣ, που είχαν κρυφτεί το 1945 είχαν προδοθεί, οι αντάρτες δεν διέθεταν βαρύ οπλισμό για να αντιμετωπίσουν έναν στρατό που εξοπλίζονταν συνεχώς. Γι αυτό ετοιμάστηκε μια αποστολή ανταρτών στο Βέρμιο, για να φέρει πολυβόλα, όλμους και πάντσερ, αποστολή που έπρεπε να επιτύχει.[81] Διαλέχτηκαν, λοιπόν, τολμηροί Ελασίτες του Τσιαρτσιαμπά, σαν έναν πολυβολητή του ΕΛΑΣ από τον Κρόκο που πριν γίνει ξακουστός για την ανδρεία του είχε απαλλοτριώσει το μυδράλιο ενός Γερμανού σκοπού από το αεροδρόμιο Κοζάνης. Στην ίδια ομάδα συμμετείχαν αντάρτες που γνώριζαν να κινούνται με «κλειστά μάτια» ανάμεσα στις εχθρικές περιοχές, όπως ο Μπούρινος ή ο Φώτης που ήξερε θαυμάσια τις πλαγιές του δυτικού Βερμίου. Με τέτοια σύνθεση ήταν δύσκολο να αποτύχει η αποστολή.
Στις αρχές του 1947 ο Στρατός ανέλαβε επιθετικές επιχειρήσεις εναντίον τους ΔΣΕ Βεντζίων και στην περιοχή Χρωμίου σκοτώθηκαν 4 και αιχμαλωτίστηκαν άλλοι τόσοι αντάρτες. Τον ίδιο μήνα ένας Εαμίτης, κάτοικος της Καισαρειάς, «πείραξε» μια γυναίκα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σχάση ανάμεσα στην οργάνωση του χωριού, που θέλησε να δικάσει τον παραβάτη. Τα γεγονότα έμαθαν οι χωροφύλακες και ξυλοκόπησαν τα μέλη της οργάνωσης[82] αναγκάζοντας ορισμένα από αυτά να καταφύγουν στο βουνό.[83] Αμφότερα τα γεγονότα απέδειξαν ότι οι οργανώσεις των χωριών είχαν αποδειχτεί ανίκανες να πληροφορήσουν εγκαίρως τους αντάρτες για τις κινήσεις του Στρατού και επιπλέον αυτές κατατρώγονταν από εσωτερικές συγκρούσεις, αν δεν είχαν τελείως διαλυθεί. Έπρεπε, λοιπόν, οι οργανώσεις να ανασυγκροτηθούν, ώστε να δίνουν σίγουρες και ταχείς πληροφορίες, και επιπλέον να ανοιχτεί ένα μέτωπο ανάμεσα στον Τσιαρτσιαμπά, στρατοκρατούμενη τότε περιοχή, ώστε να ελαφρυνθούν οι περιοχές των ανταρτών από την πίεση του Στρατού.
Κατάλληλοι για το σκοπό αυτό ήταν μερικοί πρώην Οπλατζήδες αλλά και Ελασίτες που είχαν μια λαμπρή σταδιοδρομία στο θάρρος. Οπλισμένοι με αυτόματα αλώνιζαν τις νύχτες τον Τσιαρτσιαμπά. Πολλοί αντίπαλοι συνετίζονταν με τα λόγια, όπως ένας κάτοικος της Κάτω Κώμης που εναντιώνονταν στην επανάσταση. Αιχμαλωτίστηκε από μια τριμελή ομάδα των εκδικητών και πείστηκε να μην τους κατηγορεί. Οι τρεις αντάρτες περίμεναν κρυμμένοι μιαν ολόκληρη μέρα μέσα σε ένα σπίτι ενός γειτονικού χωριού και όταν ήρθε το δειλινό έστησαν τα δίχτυα τους στο μονοπάτι. Ο αρχηγός της ομάδας συνέστησε στον συλληφθέντα: «Εσύ με ξέρεις καλά, σου είπα από πού είμαι, πώς με λες τότε Βούλγαρο; Πες με Εαμοκομουνιστή, πες με αλλιώς, αλλά μη με λες Βούλγαρο. Αν σε ξαναμπλατσάσω [ανταμώσω πάλι], θα μείνεις εκεί που θα σε πιάσω. Ακόμα και στο σπίτι σου μπορώ να ΄ρθώ αν θελήσω. Πήγαινε στην οικογένειά σου και μην ανακατεύεσαι».[84]
Αν όμως στην Κάτω Κώμη και σε άλλα χωριά οι «λαϊκού εκδικητές» προέβαλαν το μειλίχιο τους εαυτό, στην Καισαρειά του 1947 αποδείχτηκαν ανελέητοι. Ήταν η πρώτη τους εκτέλεση στον Τσιαρτσιαμπά και εμφανής δικαιολογία προβάλλεται η θέληση αυτών που αναγκάστηκαν να βγουν στο βουνό, όπως ήδη αναφέρθηκε, να εκδικηθούν. Πίσω όμως του εμφανούς αυτού λόγου υποκρύπτονται αδήριτες πολεμικές ανάγκες: μια μη φιλική στο ΔΣΕ Καισαρειά, θα δυσκόλευε την κίνηση των ανταρτών από το Μπούρινο στα Πιέρια, θα εμπόδιζε τις διεισδύσεις τους στον Τσιαρτσιαμπά και θα επηρέαζε αρνητικά τα υπόλοιπα χωριά. Μόλις πριν από δύο μέρες είχε διεξαχθεί μια φονική μάχη μεταξύ των ανταρτών του ΔΣΕ και του Στρατού στο Ρύμνιο[85] και φαίνεται ότι κανείς από την Καισαρειά δεν είχε πληροφορήσει τους αντάρτες για τις κινήσεις του Στρατού και ίσως μερικοί κάτοικοι να κατέδωσαν τα δρομολόγια των ανταρτών.
Έτσι στις 5 Μάρτη συνελήφθησαν από τους εκδικητές ο πρώην υπεύθυνος του ΕΑΜ και ο τότε αντιπρόεδρος του χωριού και μεταφέρθηκαν στα υψώματα της μονής Ιλαρίωνος ή Λαριούς, είκοσι χιλιόμετρα μακριά.[86] Ορισμένοι ισχυρίστηκαν ότι οι κρατούμενοι βασανίστηκαν πριν σκοτωθούν, ανασκολοπίστηκαν μάλιστα,[87] αλλά οι αντάρτες επιμένουν ότι οι δύο ριψάσπιδες «έφυγαν» με μιαν απλή ριπή στάγιερ.[88] Καθώς τα πάθη της εποχής ισχύουν ακόμα ως τις μέρες μας είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ο,τιδήποτε εκτός από το ότι οι δύο αξιωματούχοι, του κράτους ο ένας, του ΕΑΜ ο άλλος, έπαψαν να είναι ζωντανοί.
Το παράδειγμα της Καισαρειάς επεκτάθηκε και στο διπλανό χωριό την πρώτη Μαΐου 1947 με θύματα τον εφημέριο και τον πάρεδρο. Οι τρεις εκδικητές, που πλησίασαν αθόρυβοι, είχαν λάβει προφορική εντολή από το Αρχηγείο Μπούρινου ότι τα δύο αυτά πρόσωπα «έπρεπε να φύγουν». Ο μεν εφημέριος ήταν αδερφός του κοινοτάρχη ενός άλλου χωριού, που είχαν δείρει άσχημα οι Ελασίτες επί Εαμοκρατίας,[89] ενώ ο πάρεδρος είχε αδερφό στρατιώτη που εκφράζονταν εχθρικά κατά των ανταρτών, όταν επισκέπτονταν με άδεια το χωριό. Καθώς έξι άνθρωποι ως τότε είχαν ήδη εκτελεστεί στην Κοζάνη με απόφαση Στρατοδικείου ως υποστηρικτές του ΔΣΕ,[90] οι αντάρτες του Τσιαρτσιαμπά επιθυμούσαν να μηνύσουν στους ανθρώπους της εξουσίας ότι ήταν κι αυτοί παρόντες, ότι το κράτος τους ήταν ισόβαθμο με το κράτος των άλλων.
Οι δύο πενηντάχρονοι οδηγήθηκαν δεμένοι έξω από το χωριό. Κάθισαν όλοι κάτω και στη συζήτηση που ακολούθησε ο εφημέριος άρχισε να τους επιτιμά σκληρά. Τότε ένας αντάρτης σηκώθηκε απότομα τραβώντας το μαχαίρι του και πιάνοντάς από τα γένια έκοψε τελείως το κεφάλι του ιερέα και το πέταξε στους θάμνους, ενώ ο πάρεδρος πέθανε αμέσως από την καρδιά του.[91] Οι τρεις αντάρτες δεν είχαν καθόλου πρωτοτυπήσει, καθώς αυτή η μέθοδος είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στην περιοχή από τους αντιπάλους τους, οι οποίοι μάλιστα εξέθεταν τα κομμένα κεφάλια στην αγορά των πόλεων,[92] για να αναγνωριστούν οι πρώην κάτοχοί τους αλλά και για να πτοηθούν όσοι ήθελαν να τα κρατήσουν ακόμα στους ώμους τους. Η χρήση μαχαιριού οφείλονταν επίσης στη ζωτική επιθυμία των ανταρτών να μην προδώσουν τη θέση τους με πυροβολισμούς, καθώς στα γύρω χωριά αρκετοί πολίτες, οι περίφημοι Μάυδες, είχαν εξοπλιστεί και ακόμα ο Σταθμός Χωροφυλακής Αιανής μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους όλμους του εναντίον επισημασμένων περασμάτων. Ίσως όμως η αποκοπή να οφείλονταν και στην έξαψη της στιγμής, αφού ο εφημέριος, σύμφωνα με τους αντάρτες, είχε νευριάσει. Συνηθίζεται βέβαια οι άνθρωποι να σέβονται περισσότερο τους ξένους και να υποτιμάν τους γνωστούς και οι δύο κάτοικοι του Κήπου ήταν αρκούντως γνωστοί. Όποια και να ήταν η αιτία οι αντάρτες είχαν πληρώσει το κράτος, για πρώτη και μοναδική φορά, με το ίδιο νόμισμα.
Οι εκδικητές είχαν εν τω μεταξύ εφοδιαστεί με άλογα των θυμάτων τους ή άλλα από κλοπές, για να αποκτήσουν ταχύτητες εφάμιλλες με αυτές του στρατού, ο οποίος εκτός από άλογα διέθετε και τροχοφόρα οχήματα. Με τα άλογα έλαβαν μέρος μαζί με το Αρχηγείο Πιερίων του ΔΣΕ εναντίον των Σερβίων τον Απρίλη του 1947, με άλογα πραγματοποίησαν και την τρίτη και τελευταία καταδρομική επιχείρησή τους τον επόμενο μήνα εναντίον του εφημέριου της μονής Ζιδανίου. Τον εφημέριο πήγαν να τον πάρουν από το χωριό του, αλλά εκείνη τη μέρα έστεφε αυτός δύο νεόνυμφους και δεν παρενέβησαν. Λίγες μέρες αργότερα εφτά οπλισμένοι καβαλάρηδες περίμεναν ανυπόμονοι μέσα στους θάμνους και, μόλις ο ιερέας φάνηκε στο μονοπάτι που συνέδεε το χωριό του με το μοναστήρι, ένας αντάρτης διέκοψε το πρωινό αγιάζι με μια ριπή του στάγιερ του.[93] Ο εφημέριος είχε επισκεφτεί την Κοζάνη, πιθανώς χωρίς την άδεια του Φρουραρχείου των ανταρτών, οπότε κατηγορήθηκε ότι κουβαλούσε πληροφορίες στο Στρατό.
Οι Ελεύθεροι Σκοπευτές
Το Μάη του 1947 η έφιππη ομάδα διαλύθηκε, καθώς δύο μέλη της ενσωματώθηκαν ως αξιωματικοί στο περαστικό τμήμα του Υψηλάντη, προφανώς κατόπιν απαίτησης του τελευταίου. Οι υπόλοιποι παρέμειναν στην περιοχή στελεχώνοντας το Κέντρο Πληροφοριών (ΚΠ) Μπούρινου. Καθήκον τους ήταν να διατηρούν δίκτυα πληροφοριών και να εξαρθρώνουν τα αντίστοιχα των αντιπάλων στην ύπαιθρο και στη δυσθεώρητη πόλη της Κοζάνης. Χώρος δράσης του ΚΠ Μπούρινου δεν ήταν μόνο ο Τσιαρτσιαμπάς αλλά επίσης τα Βέντζια, τα Καραγιάννια και τα πεδινά χωριά των Σερβίων.[94] Το ευρύ έδαφος δράσης δήλωνε την ολιγανθρωπία του ΔΣΕ σε σύγκριση μ΄ αυτή του ΕΛΑΣ αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι αντάρτες καθώς έμεναν σε πρόχειρα καλύβια μέσα στο δάσος ή σε σπηλιές, δυσκολίες που επέτρεπαν άφθονη να αναβλύζει η πιεσμένη αγριότητα του υποσυνειδήτου τους. Έτσι χαρακτηρισμοί τους ως «άπλυτων, αχτένιστων κι αξούριστων …καψαλισμένων», με «φαγωμένα μούτρα»[95] δεν απείχαν πολύ από την πραγματικότητα, τη σκληρή πραγματικότητα των βουνών, στα οποία η ζωή διέφερε τόσο από τις ανέσεις των πόλεων.
Το τμήμα των «Ελεύθερων Σκοπευτών» του ΚΠ Μπούρινου δραστηριοποιούνταν και στα σαμποτάζ εναντίον αυτοκινήτων ή ανθρώπων, τοποθετώντας νάρκες σε δρόμους και ανύποπτα σημεία, ενώ το τμήμα των «ελεύθερων σκοπευτών» τους ανέλαβε όλες τις υπόλοιπες ένοπλες καταδρομές. Καθώς ο τόπος έβριθε από στρατό, Μάυδες και Μαδίτες (Μονάδες Αποσπασμάτων Διώξεως), η διείσδυση και εμφάνιση μέσα στα χωριά απαιτούσε αυξημένο ρίσκο, ενώ η τοποθέτηση ναρκών γίνονταν άηχα κι αθέατα. Αρκετές απ΄ αυτές ενεργοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα αυτοκίνητα να καταστραφούν και στρατιώτες ή και άμαχοι πολίτες να χάσουν τη ζωή τους.[96] Σε ένα τέτοιο τυφλό χτύπημα έκοψε το πόδι του ο αδερφός ενός Ελεύθερου Σκοπευτή, πατώντας αυτός τη νάρκη που προορίζονταν για το γείτονά του. Ήταν δύσκολο να εντοπιστούν οι νάρκες, καθώς όσοι τις τοποθετούσαν διέθεταν ειδική εκπαίδευση στην παραλλαγή τους.[97]
Τα αποτελέσματα της δράσης τους δεν είχαν τη λάμψη των προτέρων του ΕΛΑΣ. Έκαψαν ένα φορτηγό αυτοκίνητο που ήρθε να φορτώσει σιτάρι στην Αιανή και αποπειράθηκαν ανεπιτυχώς, λόγω της χιλιομετρικής απόστασης, να χτυπήσουν το αεροδρόμιο της Κοζάνης.[98] Μια καταδρομή τους εναντίον του προέδρου της Καρυδίτσας, χωριού κοντά στην Κοζάνη, επίσης δεν τελεσφόρησε. Εκτός από αυτές τις αποτυχίες που οφείλονταν σε επιχειρησιακές αδυναμίες υπήρχαν κα άλλες που σήμερα έχουν την κωμική χροιά τους: δύο αντάρτες που κατέβηκαν από το Μπούρινο για να εκτελέσουν το δάσκαλο ενός χωριού συνέλαβαν κατά λάθος τον άλλον δάσκαλο και, ευτυχώς για τον τελευταίο, οι αντάρτες αναγνώρισαν το σφάλμα τους μετά από παρέμβαση ορισμένων χωριανών.[99] Αυτές οι ερασιτεχνικές και βιαστικές ενέργειες, χωρίς τον επαγγελματισμό της κατοχικής ΟΠΛΑ, σήμαιναν αχνά τον πρόλογο της ήττας;
Το επιχειρησιακό πεδίο των ανταρτών του Μπούρινου στένευε όσο προχωρούσε το 1949, για τους λόγους που αναφέρθηκαν αλλά και για άλλους που θα λεχθούν. Επιστρατεύσεις που ενήργησαν απέφεραν κορίτσια κατά το πλείστον, τα οποία κατέφευγαν στο στρατό με την πρώτη ευκαιρία.[100] Ταυτόχρονα επιθέσεις στρατού και Μάυδων εναντίον των ανταρτών, μείωναν τον αριθμό των τελευταίων. Και όσο ο αριθμός τους μειώνονταν, τόσο αγρίευαν οι αντάρτες. Στις δύσκολες συνθήκες του πολέμου δημιουργήθηκαν στενότατες φιλίες και όταν ο θάνατος χώριζε τους φίλους αυτούς μεταξύ τους, οι επιζώντες αντικαθιστούσαν τους χαμένους τους συντρόφους με εκδικητικό μίσος εναντίον των αντιπάλων τους. Και όταν ο αντίπαλος σκοτώνεται από πολύ κοντά, σχεδόν αγκαλιαστά, η εκδίκηση φάνταζε ακόμα μεγαλύτερη.
Το Σεπτέμβρη του 1949, μετά τη φυγή του κυρίου όγκου των ανταρτών του ΔΣΕ στην Αλβανία, η κατάσταση δυσκόλεψε πολύ για τους αντάρτες του Μπούρινου που είχαν εγκλωβιστεί. Μοναδική τους δίοδος για να αποδράσουν κι αυτοί στο εξωτερικό ήταν ο δρόμος προς το Σινιάτσικο, μέσω του οποίου μπορούσαν να αγγίξουν τα σύνορα. Αυτή τους η δίοδος ήταν επισημασμένη από το στρατό και όταν το φυλάκιο του Στρατού άκουγε θορύβους περάσματος πολυβολούσε, έτσι ώστε οι αντάρτες εκεί να έχουν θύματα. Σύμφωνα με μια αδιασταύρωτη πληροφορία μια νεαρή γυναίκα του παρακείμενου χωριού πληροφορούσε το στρατό για τις κινήσεις τους. Οι ΠΕΥ παραφύλαξαν και, όταν την έπιασαν να μεταφέρει σημείωμα προς το φυλάκιο του στρατού, της άνοιξαν την κοιλιά με μια ξιφολόγχη.[101] Ήταν φανερό ότι μ’ αυτό τον τελευταίο φόνο οι αντάρτες ειδοποιούσαν τους κατοίκους για την τεράστια σημασία που είχε γι αυτούς το μοναδικό τους πέρασμα προς τη σωτηρία.
Την άνοιξη του 1950 κανείς αντάρτης δεν υπήρχε πια στην περιοχή. Η προπολεμική ζωή επέστρεφε πάλι πίσω αλλά όχι ίδια για όλους. Μνήμες για όσους χάθηκαν για πάντα, όσους δάρθηκαν, όσους απειλήθηκαν συνόδευαν τη ζωή των ανθρώπων. Δεν έμειναν όμως σταθερές: άλλες αφημένες αδυνάτισαν, άλλες διαθλάστηκαν μέσα από τα πρίσμα της ιδιοσυγκρασίας όσων τις ανακαλούσαν και ακόμα τις ανακαλούν. Μία μόνο δεν αδυνάτισε, αφού τόσο καιρό καλλιεργήθηκε κι άλλο τόσο αφέθηκε στη σιωπή, αυτή που στηρίζει το μύθο της ΟΠΛΑ. Γράφει ο διανοούμενος Σπύρος Κ. ότι «η απομυθοποίηση είναι απαραίτητη για να κατανοούμε τη ζωή. Ο μύθος είναι χρήσιμος για να τη ζούμε». Ας τη ζήσουμε, λοιπόν, κατανοώντας την.
[σ.σ. Το ανωτέρω κείμενο είχε γραφείο πριν από 13 χρόνια. Αν και ο πειρασμός αναδόμησής του ήταν διαπρύσιος, αφέθηκε ως είχε εκφράζοντας τον καιρό του]
Βιβλιογραφία
ΠΗΓΕΣ
ΑΣΚΙ: Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Φ. 415, Περιφερειακές Επιτροπές ΚΚΕ Γρεβενών, Κοζάνης και Φλώρινας 1943-1949
ΓΑΚΦ: Γενικά Αρχείου του Κράτους, παράρτημα Φλώρινας, κατάσταση φονευθέντων 1943 -1950, χ. χ.
ΔΙΣ/ ΓΕΣ: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού/ Γενικό Επιτελείο Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης CD Rom. 1999. Αθήνα.
ΕΔΔΚ: Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Κοζάνης, βουλεύματα 1946 –1953, Γ΄, 29/17.4.48
ΙΝΒΑ: Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης, Φ. 126, εκτοπίσεις κομουνιστών ν. Κοζάνης
Ληξιαρχείο Αιανής (1945)
Ληξιαρχείο Κάτω Κώμης (1945)
Ληξιαρχείο Κοζάνης (1945)
Ληξιαρχείο Κρόκου (1945)
Ληξιαρχείο Λευκόβρυσης (1949)
Ληξιαρχείο Οινόης (1945)
Ληξιαρχείο Ρυμνίου (1945)
Ληξιαρχείο Σταυρωτής (1945)
Ληξιαρχείο Φρουρίου (1945)
Τ.Α. Κοζάνης: Τμήμα Ασφαλείας προς Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, α. π. 27/77/5α, Κοζάνη 11.12.49
ΤΠΚ: Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κοζάνης, ποινικαί αποφάσεις 288/1941, 469/1941, 722/1941, 745/1941
ΣΠΚ: Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κοζάνης, βούλευμα 9/16.1.46
Φάκελος Λ.: απόρρητος αναφορά στρατιώτου Λ. Η. προς XV μεραρχία, 17.9.49, αρχείο Θανάση Καλλιανιώτη
ΒΙΒΛΙΑ
Αλβανός, Ραυμόνδος. 2000. «Σλαβόφωνοι ντόπιοι και Πόντιοι πρόσφυγες: η μνήμη και η εμπειρία της δεκαετίας του ΄40 σε δύο χωριά της περιοχής Καστοριάς». Ιστορικά. Αθήνα. 289-318
Βερβενιώτη, Τασούλα. 1994. Η γυναίκα της Αντίστασης: η είσοδος των γυναικών στην πολιτική. Αθήνα. Οδυσσέας
Γιαννακάκης, Ήλιος. 2001. «Επέσατε θύματα». Το άλλο Βήμα (15.7.01) 32-3
Γιαννακάκης, Ήλιος. 2001β. «Οι Έλληνες θύματα του κομμουνισμού», Η μαύρη βίβλος του κομμουνισμού: Εγκλήματα, Τρομοκρατία, Καταστολή. Αθήνα. Εστία. 353 -67
Δορδανάς, Ευστράτιος. 2000. Αντίποινα των γερμανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία το 1941. Θεσσαλονίκη. Ελληνική Ιστορική Εταιρεία
Θουκυδίδης. 1991. Ιστορία. τ. Γ΄. Αθήνα. Κάκτος
Ιστορία της Αντίστασης 1940 –1945. 1979. Αθήνα. Αυλός
Ιωαννίδης, Αριστείδης. 1990. Θητεία στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας: αγώνες στην περιοχή Θεσσαλονίκης Χαλκιδικής Λαγκαδά Κιλκίς. Αθήνα
Καλλιανιώτης, Θανάσης. 2000. Οι αρχές της Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία 1941 –1943. Θεσσαλονίκη. (μεταπτυχιακή εργασία)
Καλλιανιώτης, Θανάσης. 1998. Οι καπαπίτες του Μπούρινου (1946 -50). Η δεκαετία 1940 –1950 στη Δυτική Μακεδονία. Θεσσαλονίκη. 388-98
Καλλιανιώτης, Θανάσης. 1995. «Το χειρόγραφο του παοτζή Πρόδρομου Γεωργιάδη». Κοζάνη. Παρέμβαση. 12
Kalyvas, Stathis. 2000. “Red Terror: leftist violence during the occupation”, after the war was over, reconstructing the family, nation, and state in Greece, 1943 –1960. Princeton. Princeton University Press
Κολιόπουλος, Ιωάννης. 1995. Λεηλασία φρονημάτων, το μακεδονικό ζήτημα στην κατεχόμενη Δυτική Μακεδονία 1941 –1944. τ. Α΄. Θεσσαλονίκη. Βάνιας
Κρέμος, Δημήτριος 1994. Χρονικό 1941 –1944: το ημερολόγιο ενός Ελασίτη. Αθήνα. Ο Πολίτης
Μαραντζίδης, Νίκος. 2001. Γιασασίν Μιλλέτ, Ζήτω το Έθνος, Προσφυγιά, Κατοχή και Εμφύλιος: εθνοτική ταυτότητα και πολιτική συμπεριφορά στους Τουρκόφωνους ελληνορθόδοξους του Δυτικού Πόντου. Ηράκλειο. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Μαργαρίτης, Γιώργος. 1993. Από την ήττα στην εξέγερση, Ελλάδα: Άνοιξη 1941 –Φθινόπωρο 1942, Αθήνα. Ο Πολίτης
Μαργαρίτης, Γιώργος. 2001. Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, 1946 –1949, τ. 1-2, , Αθήνα. Βιβλιόραμα
Mazower, Mark. 1994. Στην Ελλάδα του Χίτλερ, η εμπειρία της Κατοχής. Αθήνα. Αλεξάνδρεια.
Μπουσχότεν, Ρίκη. 1997. «Γεωπολιτική της ελληνικής Αντίστασης: η περίπτωση της Βόρειας Πίνδου», Το Εμφύλιο Δράμα. Αθήνα. Δοκιμές
Μύρου, Παναγιώτης. 1985. Η αντίσταση της αγάπης. Θεσσαλονίκη. Μέλισσα
Οι Αντιστασιακοί της Εθνικής αντίστασης του νομού Γρεβενών. 1994. Γρεβενά. Τα Νέα
Παπαθανασίου, Παρμενίων. 1997. Για τον Ελληνικό Βορρά, Μακεδονία 1941 –44, Εθνική Αντίσταση και τραγωδία, το ανέκδοτο αρχείο –ημερολόγιο του ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου, ιδρυτικού μέλους της ΥΒΕ/ ΠΑΟ. τ. Α΄, Β΄. Αθήνα. Παπαζήσης
Πάσχος Β. Π. 1989. Ανεβαίνοντας τον Αλιάκμονα. Αθήνα. Ακρίτας
Πελαγίδης, Στάθης. 1994. Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία (1924 -1930). Θεσσαλονίκη. Κυριακίδης
Πουταχίδης, Αναστάσιος. 1998. «Το χ. Οινόη Κοζάνης στα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα και του Εμφυλίου Πολέμου (1940 –1949)», Εθνική Αντίσταση, 98 (1998) 31 –2. Αθήνα. ΠΕΑΕΑ
Ρούσος, Πέτρος. 1976. Η μεγάλη πενταετία, τ. Α΄. 3η έκδοση. Αθήνα
Σακαλής, Αλέκος. 1998. Μνήμες. Κοζάνη, Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης
Στίνας, Α. 1997. ΕΑΜ –ΕΛΑΣ –ΟΠΛΑ. Αθήνα. Διεθνής Βιβλιοθήκη
Το Φως (31.12.46). Θεσσαλονίκη
Τσιανάκας, Παναγιώτης. 2001. Ζητήματα δημοσίας ασφαλείας στην περιοχή της Κοζάνης κατά την περίοδο 1936 -1937: τα έγγραφα του Αρχείου Νομαρχίας του Ιστορικού Αρχείου Κοζάνης. Θεσσαλονίκη. Α.Π.Θ. (μεταπτυχιακή εργασία)
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Α., Μ. 1996. Ανθυπολοχαγός ΔΣΕ. Πρωτοχώρι.
Γ., Α. 1995.αγρότης. Κάτω Κώμη
Γ., Θ. 2002 Αγρότης. Αιανή
Γ., Κ. 1996. Αντάρτης ΔΣΕ. Ξηρολίμνη.
Γ., Κ. 1997. Οπλίτης ΕΕΣ. Κάτω Κώμη
Γ., Χ. 2001. Αγρότης. Ροδιανή
Δ., Λ. 2001. Αντάρτης ΕΛΑΣ. Αυλές.
Ζ., Α. 2001. Ποιμένας. Ροδιανή.
Ζ., Β. 1996. Αγρότης. Σταυρωτή
Ζ., Δ. 1996. ταγματάρχης ΕΛΑΣ. Αθήνα
Ζ., Π.. 2001. Αντάρτης ΕΛΑΣ. Λευκοπηγή.
Θ., Π. 2002. Οπλίτης ΕΕΣ. Λυγερή
Κ., Ε. 2001. Ποιμένας. Ροδιανή
Κ., Θ. 1993. Αντάρτης ΕΛΑΣ και ΔΣΕ. Κρόκος
Κ., Σ.. 1998. Οπλίτης ΕΕΣ. Σπάρτο
Κ., Φ. 2002. Ψάλτης. Αιανή
Κ., Χ. 1996, αντάρτης ΕΛΑΣ. Βέροια
Καλλιανιώτης, Γρηγόρης. 1999. Λογιστής. Αιανή
Λ., Τ. 2001. αγρότης. Φρούριο
Μ. 1994. Διμοιρίτης ΕΛΑΣ, διοικητής διλοχίας ΔΣΕ. Αθήνα.
Μ., Θ. 2001. Εαμίτης. Μηλέα
Σ., Ν. 1992. ταγματάρχης ΔΣΕ. Μικρόβαλτο
Σ., Ν. 1997. Εαμίτης. Χρώμιο
Τ., Δ. 1991. Οπλατζής. Κοζάνη
Τ., Ι. 1997. Αντάρτης ΕΛΑΣ. Καισαρειά.
Τ., Μ. 1996. Αντάρτης ΔΣΕ. Ξηρολίμνη.
Τ., Ν. 2000. Αντάρτης ΔΣΕ. Σέρβια.
Φ., Γ. 1999. Αντάρτης ΔΣΕ. Θεσσαλονίκη.
[1] Στίχος ανταρτικού τραγουδιού με τίτλο «Παρτιζάνοι» Ιστορία (1979:ΣΤ2369)
[2] Γιαννακάκης (2001β:361)
[3] Ακόμα και στις διπλανές περιφέρειες των Σερβίων και της Εορδαίας οι βεβαιωμένοι φόνοι της ΟΠΛΑ, αν και διπλάσιοι του Τσιαρτσιαμπά δεν είναι υπερβολικοί: 25 άτομα περίπου στα Σέρβια και 20 στην Εορδαία. Στην Πελοπόννησο όμως σύμφωνα με τον Kalyvas (2000) υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα ποσοστά θανάτων από την ΟΠΛΑ, οπότε το θέμα χρήζει σύγκρισης
[4] Μαργαρίτης (2001)
[5] Μπουσχότεν (1997:16-7)
[6] Μαργαρίτης (1993:207) -Ο Kalyvas (2001:159) αναφέρει ότι τα θύματα της ΟΠΛΑ στην Αργολίδα ήταν και κοινοτάρχες, γιατροί κλπ
[7] Θουκυδίδης (1991:Γ149-59)
[8] Φάκελος Λ. (1949) –Μ. (1994) –Λ., Τ. (2001)
[9] Αναφέρεται στον Φαράκο (2000:Α221) ένα βιβλίο των Στάικου –Μακρή για την ΟΠΛΑ, όμως δεν μπόρεσα να το βρω πουθενά
[10] ΔΙΣ/ ΓΕΣ, ΑΕΑ/7/609. Την ίδια άποψη έχει και ο Στίνας (1977:89), ο οποίος ονομάζει τα μέλη της ΟΠΛΑ και βασανιστές εκτός από εκτελεστές
[11] Mazower (1994:316)
[12] Γιαννακάκης (2001:33) και Γιαννακάκης (2001β:360-1)
[13] Ρούσος (1976:Α617)
[14] Φαράκος (2000:Α220-1)
[15] Kalyvas (2001)
[16] Ρούσος (1976:Α517)
[17] ΑΣΚΙ, Φ. 415/23/8/169, Γεροδήμος προς ΚΟΠΜ, 10.11.44
[18] ΑΣΚΙ, Φ. 415/23/8/43, Αντιδραστικοί περιοχής Γρεβενών, χ. χ.
[19] ΑΣΚΙ Φ. 415/23/8/229, 230, Θάνος προς Τάσιο, 4.9.44 κι 6.9.44
[20] ΑΣΚΙ Φ. 415/23/8/162, Ηλίας προς Αλέκο, 6.10.44
[21] Ιωαννίδης (1990:45)
[22] Γ., Κ. (1996)
[23] ΑΣΚΙ Φ. 415/23/8/230, Θάνος προς Τάσιο, 6.9.44
[24] Ληξιαρχείο Φρουρίου (1945) -Δ., Λ. (2001) – Λ., Τ. (2001)
[25] ΣΠΚ 9/16.1.46 – Ληξιαρχείο Ρυμνίου (1945)
[26] ΑΣΚΙ Φ. 415/23/8/101, Περικλής προς [ΜΓ], 20.6.44
[27] Στους «αντιδραστικούς» περιλαμβάνονταν και οι Ακροαριστεροί (Γιαννακάκης 2001β:361). Ο Στίνας (1997:94) μνημονεύει τη δολοφονία του αρχειομαρξιστή Βαμβακά στην Κοζάνη από τους «Σταλινικούς». Ίσως να πρόκειται για τον «συναγωνιστή Βαμβακά» που διώχτηκε από την ΠΕ Φλώρινας λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί από την Ελλάδα (ΑΣΚΙ Φ.415,23/8/228, Θάνος προς Αλέκο, [καλοκαίρι] 1944). Ο Χάρης Βαμβακάς από τη Φλώρινα αναφέρεται ως φονευθείς «υπό διαφόρων εχθρών της πατρίδος» σε αχρονολόγητη κι ανώνυμη κατάσταση θυμάτων, ΓΑΚΦ (χ.χ.:1). Πρόκειται προφανώς για το ίδιο πρόσωπο
[28] Αντιστασιακοί (1994:125)
[29] Ζ. Δ. (1996) –Τ., Ι. (1997)
[30] Μ. (1994)
[31] Mazower (1994:432)
[32] Ιστορία (1979:Δ1521)
[33] Πελαγίδης (1994:78-80)
[34] ΙΝΒΑ Φ.126 –Τσιανάκας (2001)
[35] ΤΠΚ 288,469,722,745/1941
[36] Δορδανάς (2000:435)
[37] Σακαλής (1997:44)
[38] Παπαθανασίου (1997)
[39] Καλλιανιώτης (2000:35)
[40] Πουταχίδης (1998:31) –Σακαλής (1997:41)
[41] Σακαλής (1997:58)
[42] Στις διενέξεις προσφύγων και Σλαβομακεδόνων στα χωριά της Καστοριάς αναφέρεται ο Αλβανός (2000:289-318)
[43] Παπαθανασίου (1997:311-3)
[44] Κολιόπουλος (1994:Α293-4)
[45] Κ., Χ. (1996)
[46] Ληξιαρχείο Κοζάνης (1945)
[47] ΕΔΔΚ Γ΄,29 -Καλλιανιώτης (1995:12) –Ληξιαρχείο Οινόης (1945)
[48] Κολιόπουλος (1994: Α300) –Παπαθανασίου (1997:483-4)
[49] Ληξιαρχείο Κοζάνης (1945) –Θ., Π. (2002)
[50] Ληξιαρχείο Κοζάνης (1945) –Κ., Σ. (1997). Στο ίδιο γεγονός αναφέρεται και η Βερβενιώτη (1994:127-8) αλλά όχι πάντα με ακρίβεια
[51] Ληξιαρχείο Κοζάνης (1945) –Μαραντζίδης (2001:174) –Μ. (1994)
[52] Ληξιαρχείο Κάτω Κώμης (1945) –Γ., Α. (1995)
[53] Ληξιαρχείο Κρόκου (1944) –Τ., Ι. (1997)
[54] Ληξιαρχείο Σπάρτου (1945) –Κ., Σ. (1998)
[55] Ληξιαρχείο Σταυρωτής (1945) –Ζ., Β. (1996)
[56] ΑΣΚΙ, Φ. 415/23/8/93, Άγγελος προς ΚΟΠΜ, [καλοκαίρι] 1944
[57] ΑΣΚΙ, Φ. 415,23/8/14,225, Θάνος προς Θεόφιλο 4.6.44
[58] Ληξιαρχείο Αιανής (1945)
[59] Τ., Δ. (1991)
[60] Γ., Θ. (2002)
[61] Καλλιανιώτης (1999) – Κ., Φ. (2002)
[62] Τ., Ι. (1997)
[63] Κ., Φ. (2002)
[64] Ληξιαρχείο Κοζάνης (1945)
[65] ΤΠΚ 745/8.12.41 –Γ., Θ. (2002)
[66] Τ., Δ. (1991)
[67] Μ. (1994)
[68] Τ., Ι. (1997)
[69] Ληξιαρχείο Ρυμνίου (1945) –Γ., Κ. (1997)
[70] Μ. (1994)
[71] ΑΣΚΙ, Φ. 415/23/8/121, Άγγελος προς Αλέκο, 8.8.44
[72] Αντιστασιακοί (1994:Α125)
[73] Τουρκόφωνα χαρακτηρίζονται τα χωριά, στα οποία κατοικούσαν χριστιανοί με μητρική γλώσσα την τουρκική. Για την ιστορία τους, την εκλογική τους συμπεριφορά και πολλά άλλα βλ. Μαραντζίδης (2001)
[74] Μ. (1994)
[75] Κρέμος (1994:336), όπου η ημερομηνία 11.12.44 για την ανασυγκρότηση της ΟΠΛΑ στην Ήπειρο –
[76] «Παθαίνουν κάποιο κραχ» οι οργανώσεις, όταν ακούν ότι θα αποστρατευτεί ο ΕΛΑΣ, γι αυτό οργανώσαμε ξανά την ΟΠΛΑ, πληροφορεί ο Μυλωνάς της ΠΕ ΚΚΕ Καστοριάς την ΚΟΠΜ, βλ. ΑΣΚΙ (Φ.415/23/8/75) [Δεκέμβρης 1944;]
[77] Μύρος (1985:313-5). Ωστόσο κρίνεται υπερβολική η μαρτυρία του ιεροκήρυκα ότι οι Οπλατζήδες πήγαν να τον «συλλάβουν και να τον εκτελέσουν» φωνάζοντας ότι είναι της ΟΠΛΑ!
[78] Έτσι (1987:96) –Τ., Δ. (1991)
[79] Ληξιαρχείο Ροδιανής (1945) –Κ., Ε. (2001) -Ληξιαρχείο Λευκοπηγής (1945) –Ζ., Π. (2002)
[80] Φ., Ι. (1999) -Σε αποκοπή αντάρτικων κεφαλών στα Βέντζια αναφέρεται έγγραφο, του 1949 όμως, που βρίσκεται στο αρχείο του γράφοντος (Τ. Α. Κοζάνης 1949). Όμως υπάρχουν σχετικές φωτογραφίες του 1946 που τραβήχτηκαν στην Κοζάνη αλλά με κεφάλια ανταρτών των Πιερίων
[81] Μ. (1994)
[82] Έτσι (1987:110)
[83] Τ., Ι. (1997)
[84] Μ. (1994)
[85] Ληξιαρχείο Κοζάνης (1947) –Σ., Ν. (1992)
[86] Ληξιαρχείο Καισαρειάς (1945) –Τ., Ι. (1997)
[87] Ζ., Α. (2001)
[88] Μ. (1994)
[89] Γ., Χ. (2001)
[90] Ληξιαρχείο Κοζάνης (1947)
[91] Καλλιανιώτης (1998:397)
[92] Ακριτική Φωνή (15.12.46) 2 –Το Φως (31.12.46)
[93] Μ. (1997)
[94] Καλλιανιώτης (1996:391)
[95] Πάσχος (1989:219)
[96] Ληξιαρχείο Λευκόβρυσης (1949)
[97] Τ., Μ. (1996)
[98] Φ., Ι. (2000)
[99] Τ., Ν. (2000)
[100] Α., Μ. (1998)
[101] Γ., Κ. (1996)
0 comments