του Θανάση Καλλιανιώτη
[Προλεγόμενα]
Αναλύοντας θεωρητικά το φαινόμενο της κράτησης ανθρώπων από ανθρώπους, υποθέτει κανείς ότι και οι αντάρτες της Δυτικής Μακεδονίας στην περίοδο της δεκαετίας του ΄40 δεν αποτελούσαν εξαίρεση: με την αρωγή της εμπειρικής έρευνας αποδεικνύεται της θεωρίας το αληθές. Για να ερμηνευτούν οι αιτίες, να τοποθετηθεί το θέμα στο ιστορικό του πλαίσιο, να συγκριθεί με τα παρελθόντα και τα επιόντα κλπ. τα 20΄ της σημερινής εκφώνησης δεν είναι αρκετά, οπότε θα ξοδευτούν αυτά σε απλούστερα ζητήματα:
α) στην ανάλυση του τίτλου
β) στη σκιαγράφηση των κινήτρων και
γ) στο σκόρπισμα πάνω στο τραπέζι ορισμένων λεπτομερειών του παιχνιδιού μεταξύ κρατούντων και κρατουμένων.
Τα υπόλοιπα αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου έργου, το οποίο συν τοις άλλοις ιχνηλατεί τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ των ομάδων στην προσπάθειά τους για την κατάκτηση ή τη διατήρηση της εξουσίας. Σ΄ αυτό αριθμούνται ονομαστικά όλοι οι φονευθέντες της δεκαετίας του ΄40 στη Δυτική Μακεδονία και η χαρτογράφηση αυτών προβλέπεται ότι θα ξεριζώσει εσφαλμένες αντιλήψεις, που ως ζιζάνια ταλαιπωρούν το γόνιμο έδαφος της ιστορίας.
Ιστορικές διασαφηνίσεις
Τα εννέα χρόνια της αντάρτικης δραστηριότητας δεν είναι ομοιογενή. Φθινόπωρο του 1941 πυκνώνει στην περιοχή η ένοπλη άρνηση εναντίον των οργάνων του κράτους με αποκορύφωμα τη σύλληψη και ολιγοήμερη κράτηση μιας ομάδας χωροφυλάκων στις στάνες του ΒΔ Βερμίου από ενόπλους του χωριού Μεσόβουνο. Το επόμενο έτος δεν συναντώνται φανερές κινήσεις ενόπλων, εκτός από ελάχιστους δραπέτες των κρατητηρίων της Καστοριάς, που δεν παρουσίασαν ουδεμία δράση. Το 1945 καταγράφονται κρατήσεις και φόνοι στην περιφέρεια της Φλώρινας, αλλά πώς οι σλαβόφωνοι «εκδικητές» του ΝΟΦ που τις διαπράττουν να θεωρηθούν Έλληνες; Οι λίγοι τέλος ένοπλοι Πολιτικοί Επίτροποι του ΔΣΕ των ετών 1950 και 1951 που παρέμειναν στην περιοχή γυρνούσαν περισσότερο σαν κυνηγημένα αγρίμια, παρά σαν επαναστάτες ισχύος και αποδοχής.
Επιλέχτηκε προς εξέταση η Δυτική Μακεδονία, διότι ο γράφων ζει και κατάγεται από αυτή αλλά και για λόγους ερευνητικής πληρότητας. Η περιοχή αυτή αποτελούσε μία κλειστή περιφέρεια και σχεδόν ολόκληρη είχε τη δική της εθιμική κι οικονομική ζωή, αν εξαιρέσουμε μερικά ορεινά χωριά που επαφίονταν και με τη Θεσσαλία ή την Ήπειρο. Την όποια αίγλη της διαφοράς με την υπόλοιπη Ελλάδα απέκτησε το έτος 1949, όταν η καρδιά του ΔΣΕ χτύπησε ζωηρά στη χερσόνησο Άφρικα των Πρεσπών, μια σταθερά ανταρτοκρατούμενη περιοχή.
Κάτω από τη λέξη αντάρτες στεγάζονται όλα τα είδη των αρνητών και των ενόπλων της περιοχής, οι οποίοι διεκδικήθηκαν κατά την πορεία ή εκ των υστέρων από ποικιλώνυμες οργανώσεις, όπως η «Ελευθερία» των κομουνιστών του ΜΓ και των αξιωματικών της ομάδας Ψαρρού, η ΥΒΕ των ταγματαρχών της Θεσσαλονίκης, το ΕΑΜ του ΚΚΕ της Αθήνας, η ΕΚΑ των εμπόρων της Κοζάνης, η ΠΑΟ των τουρκόφωνων προσφύγων, το ΣΝΟΦ των γκρεκομάνων Σλαβομακεδόνων, οι ΟΔΕΚ και ο ΔΣΕ του ΚΚΕ. Δράση ανταρτών του ΕΔΕΣ δεν γνώρισε η Δυτική Μακεδονία, διότι όσοι κάτοικοί της εκδηλώθηκαν υπέρ του αναγκάστηκαν άμεσα και βίαια να σταδιοδρομήσουν στην Ήπειρο.
Κι όμως κρατούμενοι
Φτάνοντας στην αρχική λέξη του τίτλου, εγείρεται το ερώτημα: διατηρούσαν ή όχι οι αντάρτες, ειδικότερα του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, μόνιμα ή παροδικά κρατουμένους; Αν απαντήσουμε θετικά, θα αντιλογήσουμε με την κατεστημένη άποψη ότι «όλος ο λαός» στήριζε ένθερμα το αντάρτικο, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να θέσουμε υπό αναθεώρηση αρκετές εκατοντάδες βιβλία και συγγράμματα. Αν παραδεχθούμε ότι κρατούμενοι δεν υπήρχαν, τότε πρέπει να αρνηθούμε την ύπαρξη των δραστηριοτήτων της Διεύθυνσης Δικαστικού του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, της ΥΤΟ (Υπηρεσία Τάξης Ομάδας) του Μπούλκες, της ΥΣΑ (Υπηρεσία Στρατιωτικής Ασφάλειας), της Επαγρύπνησης, των μονίμων φυλακών του ΕΛΑΣ στον Πεντάλοφο και των αντίστοιχων του ΔΣΕ στο χωριό Γράμμος (Γράμμουστα) και στις Κρανιές Πρεσπών μετέπειτα. Πού άραγε κρύβεται η αλήθεια;
Σκύβοντας καλύτερα πάνω στο ζήτημα, βλέπουμε ότι κρατητήρια και φυλακές διατηρούσαν στις πόλεις και κωμοπόλεις της περιοχής τόσο τα κοινοβουλευτικά προπολεμικά καθεστώτα όσο και η δικτατορία Μεταξά. Με τον ερχομό των Ιταλών και των Γερμανών δημιουργήθηκαν και νέα, όπως π.χ. το Στρατόπεδο Κοζάνης, στο οποίο κλείνονταν πολίτες και αντάρτες και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Μέχρι χτες υπήρχαν φυλακές με πολιτικούς ή θρησκευτικούς κρατούμενους –για εν μέρει πολιτικούς χτίζονται. Θεωρητικά λοιπόν θα ήταν λογικά αδύνατο να διαφοροποιηθούν οι «σταυραετοί των βουνών», εκτός αν δεχόμασταν ότι τόσο η ηγεσία όσο και η βάση τους συνίστατο από ξεχωριστής ποιότητας ανθρώπους, πράγμα που θα μας ανάγκαζε να ολισθήσουμε από την πεδιάδα της Ιστορίας στην επικλινή σαθρότητα της φαντασίας, του επιθυμητού, και, γιατί όχι, της προπαγάνδας. Η ύπαρξη λοιπόν της μακράς δομής και των ανθρώπινων συνεχειών επιτρέπει την υπόθεση ότι οι αντάρτες όλων των αποχρώσεων, ανάλογα βέβαια με τη δύναμη της ακτινοβολίας των, ποτέ δεν έπαψαν να διατηρούν φυλακές και κρατουμένους.
Ιστορικά γραπτά και λόγια
Κάθε θεωρία για να σταθεί χρειάζεται αποδείξεις. Παλαιότερα άκουγα από το θείο μου, επιστρατευμένο αντάρτη του ΕΛΑΣ, και από τον πατέρα μου, λογιστή στα κατοχικά μεταλλεία χρωμίου, ότι είχαν κρατηθεί κι απελευθερωθεί από τον ΕΛΑΣ, ο πρώτος με τη βοήθεια μερικών χρυσών λιρών, ενώ ο δεύτερος φορτωμένος συμβουλές. Ποιος έφηβος να τους πιστέψει τότε; Περισσότερα πληροφορήθηκα από έναν ηλικιωμένο χωριανό μας, ένοπλο από το 1942, αντάρτη του ΕΛΑΣ του 1943 και μέλος της ΟΠΛΑ του 1944, που ως εξ απονομής ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ μετείχε της φρουράς των φυλακών του ΔΣΕ. Έκτοτε άρχισαν να εντοπίζονται ρυτίδες πάνω στο φωτεινό πρόσωπο της Αντίστασης.
Διαβάστηκαν με επιμέλεια όλα τα προσιτά απομνημονεύματα μαρτύρων της Αριστεράς, ιδιαίτερα εκείνων που είχαν διωχθεί από τους ομόφρονές των, ξεφυλλίστηκαν εφημερίδες και περιοδικά, αποδελτιώθηκαν αρχεία Δικαστηρίων, Βιβλιοθηκών, Μητροπόλεων και Ιδρυμάτων, κεντρικών και περιφερειακών, και δόθηκε περισσότερη προσοχή στις σκονισμένες αναμνήσεις των τότε νικητών της Δεξιάς. Σοβαρό υλικό αντλήθηκε από τα Ληξιαρχεία και τα Νεκροταφεία της περιοχής και ακόμα πιο σημαντική αποδείχτηκε η εμπειρική έρευνα, ήτοι πυκνές επισκέψεις σε διάφορους τόπους κράτησης, όπως σπίτια, φυλακές, στρατόπεδα, σχολεία, αχυρώνες, μοναστήρια, σπηλιές και δέντρα, οι οποίες πάντα συνοδεύονταν από επιτόπιες μαρτυρίες πρωταγωνιστών ή κομπάρσων του δράματος.
Χάρη στον πλούτο των ζωντανών μαρτυριών αρμολογήθηκαν τα κενά των γραπτών πηγών, τις οποίες άδοξα και παράδοξα αρνούνται ορισμένοι, ζηλωτές των εγγράφων, ιστορικοί. Ένα μόνο παράδειγμα: κατόπιν προφορικής –και γραπτής μετέπειτα- έρευνας διαπιστώθηκε ότι οι 16 κάτοικοι του χωριού Ποντοκώμη Κοζάνης που καταχωρήθηκαν σε έγγραφο της Υ.Χ. Εορδαίας το 1945 ως κομουνιστές φονευθέντες από τους Γερμανούς είναι στην πραγματικότητα μόνο 3! Εκ τούτου συμπεραίνεται ότι οποιοσδήποτε σύγχρονος ιστορικός, ιδιαίτερα οι της Στρατιωτικής Ιστορίας, γράφει χωρίς να βαδίσει ή να ακούσει, έχει σίγουρα σε σημαντικά σφάλματα υποπέσει.
Ποιότητες κρατουμένων
Ένα από τα ερωτήματα που προκύπτουν, αριθμητικό και συγκριτικό, είναι πόσα άτομα κρατήθηκαν, πόσα βασανίστηκαν, πόσα εκτελέστηκαν κι εν τέλει ποιοι κράτησαν περισσότερους, οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, ο ΕΛΑΣ, η ΕΚΑ, η ΥΒΕ, η ΠΑΟ, το ΣΝΟΦ, οι ΟΔΕΚ, ο ΔΣΕ ή το Ελληνικό Κράτος; Σήμερα, όπως έχει ειπωθεί, δεν θα απαντήσουμε, απλώς θα δροσίσουμε λιγάκι την ακοή μας στο πέλαγος των αποδείξεων και μιαν επόμενη φορά θα κολυμπήσουμε περισσότερο βαθιά.
Η ειδοποιός διαφορά του ΕΛΑΣ με το ΔΣΕ στο θέμα των κρατουμένων άπτεται κατά μιαν έννοια της σκληρότητας του πολέμου. Οι κρατούμενοι του ΕΛΑΣ ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά είτε δηλωμένοι αντίπαλοί του είτε δεν συμπαθούσαν τον αγώνα του -οι μόνιμοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στο 28ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ που επιχείρησαν να στασιάσουν εναντίον του ΕΑΜ, οι ζωοκλέφτες, οι ποινικοί, οι Σλαβομακεδόνες αυτονομιστές, οι Ζερβικοί αιχμάλωτοι κ.α. ήταν μιαν αριθμητικώς ασήμαντη εξαίρεση απέναντι στη μεγάλη μάζα των υπολοίπων.
Οι φυλακισμένοι του ΔΣΕ ήταν όλοι τους αντάρτες ή άνθρωποι της Αριστεράς -οι αιχμάλωτοι στρατιώτες και οι επιστρατευμένες κοπέλες που εργάζονταν στην ανταρτοκρατούμενη Πρέσπα δεν θεωρούνται αυθεντικοί κρατούμενοι, καθώς επιτηρούνταν σχεδόν μηδενικά. Ο ΔΣΕ πολεμούσε εναντίον μιας εκλεγμένης κυβέρνησης, εν αντιθέσει με τον ΕΛΑΣ που πάλευε έχοντας δύο τεράστια πλεονεκτήματα, τον πόλεμο εναντίον αλλόγλωσσων κατακτητών και την αγόγγυστη χρηματική συμμαχική βοήθεια. Ο σκληρότατος λοιπόν αγώνας του ΔΣΕ είχε ανάγκη πολύ υψηλής προστασίας, η οποία μόνο με την ύπαρξη ισχυρών μηχανισμών εσωτερικής καταστολής μπορούσε να επιτευχθεί, εξ ου και ύπαρξη της εκλεκτικής ΥΣΑ και της μαζικής Επαγρύπνησης, οι οποίες δεν υπήρχαν στον ΕΛΑΣ.
ΥΤΟ και ΥΣΑ
Πρόδρομος της τρομερής ΥΣΑ χρημάτισε η ΥΤΟ του Μπούλκες. Στο πεδινό αυτό χωριό της Σερβίας αναγκάστηκαν απότομα να συμπιεστούν σε έναν ομοιόμορφο τρόπο ζωής ποικίλοι τύποι ανθρώπων, όπως αγριωποί ποιμένες, ευερέθιστοι αγρότες, σκληροί χτίστες, απείθαρχοι δάσκαλοι. Αρκετοί από αυτούς, σαν τον ξακουστό αντάρτη Γιώργο Λαζαρίδη από την Ποντοκώμη, έναν ψηλό, γεροδεμένο, θαρραλέο και πασίγνωστο Δον Ζουάν της εποχής, αντέδρασαν στις προκρούστειες επιθυμίες του τοπικού Κομματικού Γραφείου με αποτέλεσμα είτε να κρατηθούν σε αυτοσχέδια στρατόπεδα, όπως στο νησί Μπούκιν του ποταμού Δούναβη, είτε να ριχτούν, νεκροί μάλλον, στις πηγάδες του χωριού. Το σκήνωμα του Γιώργου Λαζαρίδη δεν βρέθηκε ποτέ, αλλά σύμφωνα με μια πληροφορία δεν βγήκε ποτέ από το πηγάδι όπου είχε ριχτεί!
Η ΥΣΑ άνοιξε γραφεία και κρατητήρια το 1948 στο ΝΔ Γράμμο, κοντά στο χωριό Πλαγιά (Ζέρμα). Αναφέρεται χωρίς να έχει επαρκώς διασταυρωθεί, ότι αντάρτες, απλοί ή στελέχη, βασανίστηκαν, ένας μάλιστα έχασε και το πόδι του! Υπάρχει μια προφορική μαρτυρία κατοίκων του χωριού Μέγαρο Γρεβενών, ότι ο χωριανός τους Νίκος Βασιλόπουλος, δάσκαλος, παλαιός κομουνιστής και αξιωματούχος του ΔΣΕ, δεν σκοτώθηκε στη μάχη της Φλώρινας το 1949, αλλά εκτελέστηκε από τους ίδιους τους αντάρτες πιο πριν, άποψη που αν ληφθεί υπ΄ όψιν μαζί με μια γραπτή αντίστοιχη, η οποία μας πληροφορεί ότι κακοποιήθηκε από την ΥΣΑ, επιτρέπει τη σκέψη ότι ο εν λόγω δάσκαλος δεν έφτασε ποτέ στη Φλώρινα, επειδή ίσως είχε ήδη εκτελεστεί!
Αργότερα η υπηρεσία αυτή μετακόμισε μαζί με το φανατισμό της στην Άφρικα της Πρέσπας, αναλαμβάνοντας εκτελέσεις «προδοτικών» στελεχών του ΔΣΕ, οι οποίες εντάθηκαν, όσο δυσκόλευε ο πόλεμος. Ο κρατούμενος Γιώργος Γιαννούλης, ταξίαρχος του ΔΣΕ, πυροβολήθηκε ανύποπτος κάτω από τη σκιά ενός δέντρου κοντά στο ερειπωμένο χωριό Φούσια του Γράμμου, ενώ ο συνονόματός και ομοιόβαθμός του Γεωργιάδης γαζώθηκε κυριολεκτικά από τα αυτόματα των «ελίτ εκτελεστών» της ΥΣΑ λίγο έξω από τις Κρανιές, όπου είχε προηγουμένως φυλακιστεί -για το Γιώργο Γεωργιάδη λέγεται ότι είχαν κρατηθεί όλες οι υπόλοιπες νόμιμες διαδικασίες, ήτοι εισαγωγή στο βιβλίο φυλακών κλπ. Αυτές οι δύο εκτελέσεις από μέλη της ΥΣΑ κι όχι από το σύνηθες απόσπασμα των φυλακών του ΔΣΕ δείχνουν την εσαεί διαφορά μεταξύ εξουσίας και βάσης: θεωρούνταν προφανώς «ιεροσυλία» απλοί αντάρτες του αποσπάσματος της φυλακής, να αφαιρέσουν τη ζωή μελών, έστω κι εκπεπτωκότων, της εξουσίας!
Το δικαστικό του ΕΛΑΣ και το στρατόπεδο της Κοζάνης
Όλους σχεδόν τους τύπους, όπως δίκη, ιερέα, εκτελεστικό απόσπασμα, παρουσία περίεργων παιδιών, ακολουθούσε το Στρατοδικείο του ΕΛΑΣ στον Πεντάλοφο, την τότε αντάρτικη πρωτεύουσα της Δυτικής Μακεδονίας. Οι έγκλειστοι του σπιτιού του Ηλία Σακοράφα, το οποίο γειτόνευε με την οικία της Συμμαχικής Αποστολής, συνοδεύονταν με επισημότητα ως τη θέση «του Μηλιώνα τις Καστανιές», όπου επίσημα ντουφεκίζονταν και θάβονταν. Είναι προφανές ότι οι τύποι αυτοί κρατούνταν, επειδή το ΕΑΜ διαπρυσίως επιθυμούσε να αποδείξει στους παρόντες στον Πεντάλοφο Συμμάχους ότι διέθετε και αυτό την υφή και την πυγμή ενός κράτους και αφού το τότε κράτος των Γερμανών φυλάκιζε ή εκτελούσε, εκτελούσε και φυλάκιζε παρομοίως και αυτό.
Στην «επαρχία» τέτοιες επισημότητες σπάνιζαν. Οι εκατοντάδες κρατούμενοι του Στρατοπέδου Κοζάνης και οι χιλιάδες εκτοπισμένοι στα ορεινά χωριά Δίλοφος, Βυθός, Ζιούζιουλη και Τρίλοφος (Σλήμνιτσα) το χειμώνα του 1944 -45 δεν είχαν τέτοια δόξα, είχαν όμως κάλλιστη μεταχείριση και όλοι τους σχεδόν επέστρεψαν εκτός από ελάχιστους που εκτελέστηκαν. Οι άτυχοι αυτοί χάθηκαν μυστικά και μακριά από τον τόπο κράτησής των, πιθανόν για να μην ενοχλείται ακουστικά η μάζα των κρατουμένων και ξεσηκωθεί σε μιαν εποχή που οι οπλοφόροι σπάνιζαν, καθώς ο τοπικός ΕΛΑΣ έλειπε στην Ήπειρο.
Το Στρατόπεδο Κοζάνης, ασήμαντο κατά τα άλλα, διαθέτει μια σημαντική ιστορική συνέχεια: σ΄ αυτό κράτησαν οι «Δημοκρατικοί» τους «Βασιλικούς» το 1918, στο ίδιο οι Γερμανοί τους ομήρους το 1943- 44. Σ΄ αυτό φυλάκισε ο ΕΛΑΣ τους οπλίτες του ΕΕΣ και τους αντιδραστικούς της Κοζάνης το 1944-45, στο ίδιο έκλεισε από το 1947 ως το 1950 τους κρατουμένους του το Ελληνικό Κράτος. Για να είμαστε όμως ακριβείς, πρέπει να παραδεχτούμε ορισμένες μικροδιαφορές: οι «Δημοκρατικοί» εκτελούσαν στις πλαγιές της θέσης Σιόποτο, ΝΔ του στρατοπέδου, για να βρίσκεται ίσως εύκολα ο στόχος. Οι Γερμανοί, σαν πρακτικός λαός, ντουφέκιζαν στη θέση Νταμάρια, όπου υπήρχαν έτοιμα βαθουλώματα στο έδαφος. Οι αντάρτες εκτελούσαν αρκετά μακριά, πάνω στην παρατημένη σιδηροδρομική γραμμή προς το προσφυγικό χωριό Άργιλλος, για να μην πλήττεται μάλλον η αρτιότητα του «αγώνα» από τους φιλοκατήγορους Κοζανίτες. Ο Στρατός ντουφέκιζε το 1947 μόλις έξω από το ΝΔ περίβολο του Στρατοπέδου, φοβούμενος προφανώς κάθε στιγμή από επίθεση ανταρτών. Αυτές οι ελάχιστες διαφορές, αποτέλεσμα της διαμόρφωσης του εδάφους ή της προπαγάνδας δεν αναιρούν τη βασική αλήθεια ότι όλοι οι ανήκοντες στην ομάδα εξουσίας διατηρούσαν κρατουμένους κι εκτελούσαν.
Βίτσι και Ζαρκαδόπετρα
Λιγότερο γνωστές είναι διάφορες παροδικές φυλακές, υπόγεια σχολείων συνήθως, σε χωριά -έδρες των συνταγμάτων του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ ή των ΠΕ του ΚΚΕ, όπως π.χ. η Τριανταφυλλιά Φλώρινας, το Ποιμενικόν (Μπάπτσορ ή Βαψώρι) Βιτσίου και το Φρούριο Σερβίων. Στα δύο πρώτα κλείστηκαν αρκετοί κάτοικοι της Φλώρινας και της Καστοριάς αντίστοιχα, που αντιφωνούσαν στον κανόνα του ΕΑΜ. Το Βαψώρι, ένα ήρεμο σήμερα χωριό δυτικά της ήμερης κορυφής του Βιτσίου, φέρεται ως τόπος εκτέλεσης «αντιδραστικών» και ενόπλων κομιτατζήδων είτε με απευθείας πέταμα στον παρακείμενο γκρεμό είτε με πυροβολισμούς. Για την αντίστοιχη δράση του ΣΝΟΦ σπανίζουν οι διαθέσιμες μαρτυρίες, αλλά θεωρείται βέβαιο ότι το ΕΑΜ ήλεγχε στενά τη δράση του αλλόγλωσσου και άτακτου σωσία του και δεν του επέτρεπε τέτοιες πρωτοβουλίες, καθώς τα σύνορα μεταξύ ΣΝΟΦ, Σέρβων παρτιζάνων και αυτονομιστών δεν ήταν εύκολα διακριτά.
Η πλειονότητα των κρατουμένων, ειδικά οι τελευταίοι του χειμώνα 1944 –45, απελευθερώθηκαν χωρίς να έχουν υποστεί σημαντική βία, σε μια εποχή που η ακτινοβολία του ΕΑΜ, η αριθμητική και η οικονομική τουλάχιστον, είχε αρχίσει να φθίνει. Ούτε ένα χαστούκι, για προπαγανδιστικούς μάλλον λόγους, δεν έφαγε ο μόνιμος αξιωματικός της ΠΑΟ Ιωάννης Μουστεράκης, ο οποίος ανύποπτα κρατήθηκε από τον ΕΛΑΣ στο χωριό Τσιούκα Χασίων τον Οκτώβρη του 1943. Αν και λείπουν πολλές λεπτομέρειες της κράτησής του, είναι λογικό να υποτεθεί ότι στην υποδειγματική μεταχείρισή του οφείλεται η προσχώρησή του μετέπειτα στον ΕΛΑΣ.
Κανένα είδους βίας δεν αποδείχτηκε ότι υπέστησαν και οι «Εφτά», τέσσερις δηλαδή αντάρτες και τρία στελέχη του ΚΚΕ, ανάμεσά τους ο παλαιστής πρόσφυγας Σίμος Κερασίδης από την Τούμπα Θεσσαλονίκης, μέλος του ΜΓ και ο Σλαβομακεδόνας Λάζος Τερπόφσκι, γραμματέας του ΔΜΓ του ΚΚΕ, όταν κρατήθηκαν από τους Τουρκόφωνους αντάρτες της ΕΚΑ σε αχυρώνα του ερειπωμένου χωριού Μεμιλέρ και στη σπηλιά του υψώματος Πατσιούρα στη θέση Ζακαδόπετρα Κοζάνης, πριν εκτελεστούν. Καμιά μαρτυρία περί του αντιθέτου για βασανιστήρια δεν ισορροπεί, εφ΄ όσον κανείς μάρτυρας της Αριστεράς δεν ήταν εκεί παρών ούτε και οι μετέπειτα ανακρίσεις είχαν και τότε διαλευκάνει το ζήτημα αυτό. Στον ίδιο πάντως τόπο οι αντάρτες της ΠΑΟ εκτέλεσαν ακόμα τρεις αντιπάλους τους, όμως οι ακριβείς συνθήκες κράτησής των είναι ακόμα συγκεχυμένες.
Οι φυλακές της Κορυτσάς, της Σόφιας και της Τασκένδης στις οποίες κρατήθηκαν αντάρτες ή πρώην αντάρτες του ΔΣΕ και οι τόποι εξορίας στη Βουλγαρία, στα χωριά της λίμνης Αράλης και στη Σιβηρία δεν θα εξεταστούν εδώ, γιατί δεν χωράνε στο θέμα μας, τις λεπτομέρειες του οποίου κλείνουμε με την επισήμανση ότι στα κρύα της Σιβηρίας πέθανε εξόριστος ο γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, ο Κρόνος που φαγώθηκε, κάπως αργά, από τα παιδιά του.
Ρητορικά και μη ερωτήματα
Η ανθολόγηση των συγκεκριμένων περιστατικών βίας που αναφέρθηκαν δεν έχουν σκοπό να εξάρουν την ανομολόγητη πλευρά της Αριστεράς για να βλαστήσουν πάλι οι δάφνες της νικητήριας τότε Δεξιάς ούτε επαναστατικό τρικ για να διαβαστούν οι απόψεις μου, αλλά πρόθεση του γράφοντος, όπως και υποχρέωση κάθε επιστήμονα, είναι η ορθολογική επανατοποθέτηση των ψηφίδων σε πείσμα της επίσημης κυρίως ιστορίας, η αναζήτηση παρθένων εδαφών και η εύρεση ενός κοινού κώδικα συνεννόησης. Ξεκινώντας από την ανάγκη επαναδιατύπωσης όρων όπως λαϊκός, αντίδραση, εαμοβούλγαρος, μπουραντάς, ΕΑΜ, ΣΝΟΦ, πολιτικός κρατούμενος κλπ καταλήγουμε στην ανάγκη επαναχρονολόγησης συγκεκριμένων περιόδων της ιστορίας.
Πώς εξηγείται, λ.χ. το επίθετο Εθνικός στα αρκτικόλεξα ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, ΕΚΑ, ή το Ναρόντνο του ΣΝΟΦ και του ΝΟΦ; Ποια η χρονολογία έναρξης του Εμφυλίου Πολέμου, το φθινόπωρο του 1941, η άνοιξη του 1943 ή το κλασικό 1946; Ο γράφων π.χ. με γνώμονα τη Μακεδονία έχει από καιρό επιλέξει ως ορθή την πρώτη, το 1941! Τέλος είναι καιρός να ερμηνεύσουμε τους λόγους και τις αιτίες που δίχασαν τότε άτομα ή κοινωνικές ομάδες, ώστε στις σημερινές καθημερινές μας ειρηνικές αναμετρήσεις ή σε μια πιθανή πολεμική να έχουμε τη γνώση και τη σύνεση να βγούμε σοφότεροι και προπαντός αλώβητοι.
[Θανάσης Καλλιανιώτης]
Υ.Γ. Το παρόν κείμενο εκφωνήθηκε αυτούσιο στο Ρέθυμνο (Πανεπιστημιούπολη Γάλλου, αίθουσα 65) την 24.7.02 στην 8η συνάντηση μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψηφίων διδακτόρων Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών, που είχε οργανώσει το Πανεπιστήμιο Κρήτης
[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παρέμβαση (Μάρτιος –Μάιος 2004) 48-52]