Στις 5 Οκτωβρίου 2013 η Αίθουσα Τέχνης Κοζάνης φιλοξένησε μία συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης υπό την διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυράτ σε έργα Ravel, Beethoven, Tansman και Gulda.
Πρόκειται για το πιο επαγγελματικό υπάρχον μουσικό σύνολο στην Βόρειο Ελλάδα και φυσικά η Αίθουσα Τέχνης ήταν κατάμεστη. Η δωρεάν είσοδος είναι μάλλον ένα λάθος: για τα παιδιά, τους ανέργους και τους αναξιοπαθούντες στην εποχή μας φυσικά η είσοδος πρέπει να είναι δωρεάν. Για τους υπόλοιπους, όμως, ακροατές πρέπει να προβλέπεται τίμημα εισόδου μερικών Ευρώ. Για αυτούς δε τους επίσημους ακροατές των πρώτων σειρών που εμμέσως πλην σαφώς κάνουν ό,τι μπορούν μέσω των πολιτικών τους σχηματισμών για να πάψει η λειτουργία των Κρατικών Μουσικών Συνόλων η είσοδος θα έπρεπε, σε έναν δίκαιο κόσμο, να κοστίζει μερικά εκατομμύρια Ευρώ. Σκέψεις αφελείς, μικρές προσευχές. Ας είναι, ο Beethoven μπορεί να εξημερώσει μέχρι και τα ζώα.
Το πρόγραμμα ξεκίνησε με το γνωστό έργo του Maurice Ravel Le Tombeau de Couperin, αφιερωμένο στον προγενέστερο κατά 2 περίπου αιώνες συνθέτη François Couperin. Πρόκειται για ένα αφιέρωμα στις υφολογικές ευαισθησίες μιας άλλης εποχής με την πένα του μεγαλύτερου ίσως ενορχηστρωτή στην ιστορία της Δυτικής Μουσικής. Η Αίθουσα Τέχνης δεν διαθέτει την πιο κολακευτική ακουστική και η ορχήστρα συχνά δυσκολεύτηκε να αντηχήσει ισορροπημένα – αυτό φάνηκε ειδικά εις βάρος των εγχόρδων. Σε κάθε περίπτωση ο μαέστρος επέλεξε τα tempi και τις δυναμικές εναλλαγές με σαφήνεια και γνώση και το έργο αποδόθηκε με υψηλή πιστότητα σε ροή και ύφος.
Ακολουθεί εδώ μία αδόκιμη παράγραφος, ανωτέρα βία.
Σκέφτομαι πως δεν θα έπρεπε να γράψω κάτι για το δεύτερο έργο, όμως είναι αδύνατον να σιωπήσω – δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το φτωχό χιούμορ στη μουσική: η κριτική γίνεται στον συνθέτη και όχι στην ορχήστρα. Ο Friedrich Gulda υπήρξε ένας χαρισματικός πιανίστας δίχως άλλο. Ηταν πολύ η δυσάρεστη η έκπληξη που μας επεφύλαξε ο καλλιτεχνικός προγραμματισμός της Κ.Ο.Θ. με την παρουσίαση του κονσέρτου για τσέλο και πνευστά του Αυστριακού πιανίστα. Οι μουσικοί και ο μαέστρος έκαναν ό,τι μπορούσαν για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις, μα ήταν όλα μάταια και ζήσαμε μια άτυχη στιγμή (που κράτησε 30 λεπτά). Δεν υπάρχουν αρκετά αρνητικά λόγια για να περιγράψουν τον αισθητικό και ποιητικό εμετό του κειμένου: ένας pastiche εφιάλτης τον οποίο οποιοσδήποτε προπτυχιακός φοιτητής σύνθεσης θα ντρεπόταν να υποβάλει ακόμη και σαν άσκηση ύφους. Διαβάζω πλέον πως ο Gulda έγραψε σειρά παραλλαγών σε ένα θέμα των Doors και επιφυλάσσομαι για το αν το κονσέρτο για τσέλο είναι το χειρότερο μουσικό κείμενο του 20ού αιώνα. Οι – προφανώς επικίνδυνοι – ακροατές που με ενθουσιασμό αναφώνησαν «μπράβο» στο τέλος του έργου θα έπρεπε να οδηγηθούν αμέσως στον ανακριτή για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Ελπίζω πως το δικαστικό σώμα διαβάζει το παρόν και θα δράσει ανάλογα. Θα ήθελα δε πολύ να γράψω μία τιμητική πρόταση για τον σολίστ, όμως δεν μπορώ. Το γεγονός πως συμφώνησε να ερμηνεύσει το κείμενο τον καθιστά ηθικό αυτουργό. Οπως και αν έχει και μόνο η ανάμνηση του εμβατηρίου-φινάλε σε ύφος τοξικομανή Sousa αρκεί για να προκαλέσει ναυτία ενόσω δακτυλογραφώ και εδώ υπάρχει ανάγκη για σχετική αλλαγή θέματος – τα παραπάνω όμως ισχύουν πράγματι: οι σελίδες του κονσέρτου του Gulda είναι χωρίς μουσικολογική αμφιβολία το απόλυτο χαρτί τουαλέτας του ρεπερτορίου για τσέλο.
Είναι σήμερα συχνό το φαινόμενο της «εκλαΐκευσης» του ρεπερτορίου σε όλες τις μεγάλες ορχήστρες της Ευρώπης – προϋποθέτει αυτό μια αλαζονική αντιμετώπιση των ακροατών, ήγουν την πρόκριση πως δεν είναι ικανοί να ακούσουν Webern, Stravinsky, Boulez, Grisey ή νέα μουσική. Τα προγράμματα και των πιο γνωστών Συμφωνικών σχημάτων συμπεριλαμβάνουν έναν αριθμό συναυλιών που απευθύνονται σε πιο «ευρύ» κοινό – αυτή είναι μια βάρβαρη γενίκευση: αν μη τι άλλο σήμερα παρά ποτέ οι ακροατές που δεν έχουν επαφή με τον κόσμο της λόγιας μουσικής μπορούν γρήγορα να ενημερωθούν και να ακούσουν κάθε είδος ενδιαφέρουσας μουσικής. Η εμπορική αντιμετώπιση των ακροατηρίων θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια τους μουσικούς σε μία σχέση υπηρεσίας που θα είναι δεινή για τους ίδιους. Ελπίζουμε πως η Κ.Ο.Θ. δεν θα μπει σε τέτοιες λογικές εκπτώσεων και πως θα μείνει στο ύψος και στην ποιότητα που διαθέτει.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας ήταν πιο κοντά στην αληθινή αξία της Ορχήστρας. Το έργο «La Frescobalda» του Girolamo Frescobaldi το οποίο συχνά παρουσιάζεται για κιθάρα ή εκκλησιαστικό όργανο μεταγράφηκε και παραλλάχθηκε από τον συνθέτη Alexandre Tansman, έναν Πολωνογάλλο, νέοκλασσικό συνθέτη par excellence. Το αυθεντικό κείμενο δείχνει έντονα τους πτωτικούς σχηματισμούς και τα ημιόλια στις αρμονίες, ενώ η αντιμετώπιση του θέματος από τον Tansman είναι πολύ πιο πεζή και οι χρωματισμοί της αρκετά προβλέψιμοι: η γραφή εδώ μοιάζει με τις παραλλαγές Tallis του Vaughan-Williams ή και της εισαγωγής της Οπερας Palestrina του Pfitzner – η ερμηνεία της Κ.Ο.Θ. ήταν αρκούντως επιτυχημένη και υπνωτικά εσωστρεφής αλλά παραμένει το ερωτηματικό του απαιτούμενου όγκου.
Οι αρετές του μαέστρου και των μουσικών σε κάθε περίπτωση έγιναν εντελώς εμφανείς στο τέλος του προγράμματος και την 1η συμφωνία Beethoven. Τα tempi είχαν συνοχή και η φρασεολογία ήταν απόλυτα πειθαρχημένη. Ο μαέστρος κ. Μυράτ, γαλλοτραφής μεν, διαθέτει φυσική υπεροχή στο Βιεννέζικο ρεπερτόριο δε. Με καθαρότητα και στόχευση απέδωσε όλες τις δομικές διαστάσεις των 4 μερών της Συμφωνίας. Οι δε μουσικοί ξαφνικά απέκτησαν στο τελευταίο έργο μια πιο εμφανή ποιότητα και συμφωνική ομοιογένεια, έναν ερμηνευτικό σκοπό ίσως. Αυτή είναι η Κ.Ο.Θ. που περιμένουμε να ακούμε όταν μας τιμά με την παρουσία της.
Αδικημένη από μία κακή ακουστική, ένα ακροατήριο το οποίο συστηματικά ενόχλησε την ροή με τα συνεχή χειροκροτήματα στις παύσεις μεταξύ των μερών και ένα πρόγραμμα που δεν είχε οργανικά φυσικό νόημα, η Κ.Ο.Θ. υπό την καθοδήγηση του πολύπειρου Αλέξανδρου Μυράτ κατάφερε εν τούτοις να μας δώσει την καλύτερη δυνατή μουσική εκκίνηση για το έτος και να μας υπενθυμίσει πόσο αναντικατάστατη είναι σαν φορέας πολιτισμού. Πράγματι, οι 2 ώρες ταξιδιού και τα έξοδα μετακίνησης μέχρι το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης κάθε Παρασκευή πλέον μοιάζουν λιγότερο απαγορευτικά.
του πιανίστα/συνθέτη Π. Δημόπουλου
xronos-kozanis.gr