ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Δεν είχαν περάσει παρά δυο μόνο έτη από την απελευθέρωση της Μακεδονίας (1912) και η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο αργότερα στον Εθνικό Διχασμό, με την προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη (1916) να οργανώνει το «στρατό της Εθνικής Αμύνης» στο πλευρό των Αγγλογάλλων (Αντάντ) ενάντια στους Γερμανοβούλγαρους, από τη μία, και το βασιλιά Κωνσταντίνο που πίστευε ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει ουδέτερη, από την άλλη.
Πολλοί από τους οπαδούς του βασιλιά Κωνσταντίνου προκειμένου να αποφύγουν τη στράτευση στην «Εθνική Άμυνα», κρυβόντουσαν ή έφευγαν κρυφά για τη νότια Ελλάδα. Τα γαλλικά στρατεύματα της Αντάντ, που αποτελούνταν από κυρίως από Σενεγαλέζους και Μαροκινούς στρατιώτες, διασκορπίστηκαν στη Δυτική Μακεδονία και υποχρέωναν τους κατοίκους να προσχωρήσουν στο επαναστατικό κίνημα της Θεσσαλονίκης. Η συμπεριφορά των Γάλλων στρατιωτών πολλές φορές ήταν εχθρική. Συχνά προέβαιναν σε συλλήψεις, βιαιοπραγίες ή και τουφεκισμούς ακόμα των αντιφρονούντων πολιτών χωρίς καμιά ιδιαίτερη αιτιολογία.
Ένα τέτοιο απόσπασμα από 18 έφιππους Μαροκινούς στρατιώτες με επικεφαλής Γάλλο ανώτερο αξιωματικό, εκτελώντας διαταγή του στρατηγού Σεράιγ, τα χαράματα της 3ης Μαρτίου 1917 πήγε και περικύκλωσε το μοναστήρι της Παναγίας Ζιδανίου. Είχε την πληροφορία ότι μέσα σ’ αυτό κρύβονταν οι αρχές των Σερβίων, που είχαν ταχθεί με την κυβέρνηση των Αθηνών.
Η επιχείρηση αυτή κατέληξε σε μεγάλη τραγωδία, αφού συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού, χωρίς καμιά άλλη διαδικασία, έξι (6) άτομα. Ο ηγούμενος του μοναστηριού Καλλίνικος Νίκογλου, ο γραμματέας του δήμου Σερβίων Σωκράτης Κοεμτζόπουλος, ο συμβολαιογράφος Σερβίων Κατσούρας, ο ανεψιός του ηγουμένου Αλέξανδρος, ο οικονόμος του μοναστηριού Αργύρης Αργυρόπουλος από το Φρούριο και ένας ασθενής ονόματι Θεοφάνης, που τον είχαν φέρει στο μοναστήρι για θεραπεία.
Σύμφωνα με το περιοδικό της εποχής εκείνης “Πολιτική Επιθεώρησις”: «Ο στρατηγός Σεράιγ εγνωστοποίησεν επισήμως ότι εις την μονήν Ζιδανίου γαλλικόν απόσπασμα εζήτησε την παράδοσιν των όπλων επί ποινή θανάτου, ότι παρεδόθη εν κυνηγετικόν τυφέκιον, γενομένης όμως ερεύνης ευρέθησαν πολεμικά τυφέκια, περίστροφα, 800 φυσίγγια και στολή Έλληνος αξιωματικού, όστις ετυφεκίσθη μαζύ με έναν Βούλγαρον ιερέα… Ο Έλλην αξιωματικός ήτο ο εν Μονή Ζιδανίου παρευρεθείς έφεδρος αξιωματικός συμβολαιογράφος Σερβίων, Βούλγαρος δε ιερεύς, ο ηγούμενος της Μονής Καλλίνικος, καταγόμενος εκ Στενημάχου της Ανατολικής Ρωμυλίας…».
Ανάμεσα σ’ αυτούς που οδηγήθηκαν για εκτέλεση ήταν και ο Αντώνης Αλεξόπουλος από το Μικρόβαλτο, που εργαζόταν στο μοναστήρι ως μάγειρας. Αυτός σώθηκε ως εκ θαύματος. Η σφαίρα διαπέρασε τα μάγουλά του, αυτός έπεσε λιπόθυμος, για να συνέλθει ύστερα από λίγο, όταν το απόσπασμα έχε αναχωρήσει από το μοναστήρι.
Η επίσημη αναφορά-αφήγηση του Αντώνη Αλεξόπουλου που ακολουθεί, είναι ανατριχιαστική…
Η ΑΦΗΓΗΣΗ
«Την ενάτην περίπου πρωινήν ώραν της 3ης Μαρτίου 1917 εβγήκα από το μαγειρείον διά να περιποιηθώ τις κότες, εκ της πλαγίας θύρας του προαυλίου της Μονής. Μόλις δε την ήνοιξα είδον εξαίφνης πελώριον στρατιώτην σαρικοφόρον, ό οποίος παρεφύλαττε εις την γωνίαν του εξωτερικού μέρους της θύρας με το όπλον εις στάσιν πυροβολούντος. Καθ’ ήν στιγμήν εγώ ταραγμένος έκλειον αποτόμως την θύραν, βλέπω τον οικονόμον της Μονής Αργύριον εισερχόμενον εκ της κυρίως θύρας, τον όποιον αμέσως πληροφορώ τα του στρατιώτου τον οποίον είδον. Ούτος μου απαντά, ότι είδε και αυτός πολλούς στρατιώτας διασκορπισμένους έξωθι της Μονής. Τότε και οι δύο τρέχομεν νά ανακοινώσωμεν εις τον Ηγούμενον ό,τι είδομεν και συγχρόνως ειδοποιούμεν περί αυτών τούς εν τη Μονή φιλοξενουμένους, ήτοι τον συμβολαιογράφον Μιχ. Κατσούραν εξ Ολυμπίας και τον γραμματέα του Δήμου Κοεμτζόπουλον.
Όλοι μαζί τότε, δηλαδή ο εβδομηκοντούτης Ηγούμενος, ό συμβολαιογράφος, ο δημο-γραμματεύς, ο οικονόμος της Μονής, ο δεκαπενταετής την ηλικίαν Θεοφάνης και εγώ εξήλθομεν εις τον συνεχόμενον με τα κελλία εξώστην, όπου αμέσως είδομεν πολλούς ιππείς σαρικοφόρους γύρω της Μονής. Περί τούς είκοσι εξ αυτών αφιππεύσαντες εισήλθαν εις το προαύλιον έχοντες επικεφαλής Γάλλον αξιωματικόν. Άμα τούς είδομεν εδοκιμάσαμεν στενοχωρίαν τινά, διότι ενομίσαμεν ότι εσκόπευον να καταλύσωσιν εν τη Μονή και ότι δεν θα ήτο δυνατόν να τους εξοικονομήσωμεν και τους περιποιηθώμεν όπως έπρεπε.
Μόλις ούτοι επροχώρησαν ολίγα βήματα εντός του προαυλίου, μας ένευσεν ό Γάλλος αξιωματικός να κατεβούμε εις το προαύλιον. Εσπεύσαμεν όλοι να συμμορφωθώμεν προς την διαταγήν του, αλλά πριν προχωρήσωμεν διά χειρονομίας μας διατάσσει να υψώσωμεν και τας δύο χείρας μας προς τα άνω, πράγμα το οποίον και επράξαμεν. Τότε προχωρεί ό αξιωματικός ούτος και ενεργεί σωματικήν έρευναν επί όλων μας. Κατάσχει τας επιστολάς και τα ολίγα χρήματα τα οποία είχομεν. Μετά τούτο παραλαβών ολίγους στρατιώτας και τον Ηγούμενον και αφήσας τούς άλλους να μας φρουρώσιν οι στρατιώται με προτεταμένα τα όπλα εναντίον μας, αναβαίνει την σκάλα και εισέρχεται κατ’ ευθείαν εις το κελλίον όπου διέμενεν ό συμβολαιογράφος Κατσούρας και ενεργεί λεπτομερή έρευναν εν αυτώ, κατά την οποίαν ουδέν ανεκάλυψεν πλην του κυνηγετικού του όπλου το οποίον και παρέλαβε. Κατόπιν εισέρχεται εις το κελλίον του Δημάρχου Χαρισίου, όστις ευτυχώς δι’ αυτόν απουσίαζε της Μονής την ημέραν εκείνην, άλλως θα είχε την ιδίαν με ημάς τύχην και έπειτα εις εκείνο του δημο-γραμματέως Κοεμτζοπούλου και μετ’ αυτό εις τα άλλα κελλία όπου ενήργησε λεπτομερή έρευναν… Δεν μπορώ να γνωρίζω τι αφήρεσαν, έν μόνον ηξεύρω ότι τα πάντα ήσαν ατάκτως σκορπισμένα και μισοκατεστραμμένα.
Αφού ετελείωσαν την έρευναν, κατήλθαν εις το προαύλιον. Τότε ο αξιωματικός διά τίνος δερμηνέως του… μας είπεν ότι είχε διαταγάς να μας τουφεκίση όλους και ότι μας έδιδε προθεσμίαν δέκα λεπτών να ετοιμασθώμεν προς θάνατον. Εις το άκουσμα της αναμενούσης ημάς φρικαλέας τύχης παρελύσαμεν όλοι. Κλαίοντες δε και οδυρόμενοι εσύρθημεν μέχρι των γονάτων του αξιωματικού, ικετεύοντες αυτόν να μη μας φονεύση, διότι εις ουδέν επταίομεν, πράγμα το οποίον ηδύνατο ευκόλως να βεβαιωθή. Ο αξιωματικός έμεινεν ασυγκίνητος. Διά κινήσεως της χειρός του διέταξε τους στρατιώτας να μας απομακρύνωσι, το όποιον και έπραξαν ούτοι αρπάσαντες ημάς από της κεφαλής. Την στιγμήν εκείνην εφάνη εις τον εξώστην η ενενηκουντούτις μήτηρ του Ηγουμένου μετά της υπηρέτριας της Μαρίας και του δεκαεπταετούς ανεψιού της. Άμα τους είδε ό Ηγούμενος τους είπε κλαίων να κατέβουν διά να τους δώση τον τελευταίον ασπασμόν. Αύται ως παράφρονες έσπευσαν να κατέλθουν και με γοεράς και ανατριχιαστικάς κραυγάς έπεσαν λιπόθυμοι εις τας αγκάλας του Ηγουμένου, ματαίως προσπαθούσαι διά των δακρύων και παρακλήσεων των να τον σώσωσι, ενώ ημείς αλληλοασπαζόμενοι καί αλληλοσυγχωρούμενοι εκλαίομεν διά τον άδικον και σκληρόν θάνατον μας.
Η τραγική αύτη στιγμή διήρκεσεν ολίγα λεπτά. Διά νεύματος του αξιωματικού αρχίζει ή αγρία ανθρωποθυσία. Πρώτον παραλαμβάνουσιν οι στρατιώται τον μακαρίτην συμβολαιογράφον, του δένουσι τους οφθαλμούς με μίαν ταινίαν και τον οδηγούσιν εκτός του προαυλίου και ευθύς αμέσως ακούομεν μίαν ομοβροντίαν όπλων.
Δεύτερον παραλαμβάνουσι τον δεκαεπταετή ανεψιόν του ηγουμένου. Άλλη ομοβροντία ακούεται αμέσως. Και τους εκτε¬λεσθέντες διεδέχθησαν ο ημιπαράφρων Θεοφάνης, ο Κοεμτζόπουλος, ο Ηγούμενος, ο οικονόμος της Μονής Αργύριος. Ο Κοεμτζόπουλος, ο οποίος κατώρθωσε να άποσπασθή προς στιγμήν των χειρών των στρατιωτών και να τραπή εις φυγήν, απέφυγε τας πρώτας σφαίρας, αλλά δυστυχώς δεν κατώρθωσε να διασωθή, διότι έπυροβολήθη πανταχόθεν από άλλους καιροφυλακτούντας στρατιώ¬τας. Τελευταίον παρέλαβαν εμέ δύο στρατιώται εκ των χειρών και όταν επλησίασα εις την θύραν, ενθυμούμαι ότι είπον «θεέ μου, προστάτευσε τα παιδιά μου». Και ο θεός ευτυχώς με ήκουσε. Τα κατόπιν δεν τα διατηρώ εις την μνήμην μου, ως και μετά πόσην ώραν ετινάχθην όρθιος.
Είδον ότι είχον πέσει επί του πτώματος του Ηγουμένου, του όποιου η κεφαλή ήτο εντελώς ανοικτή και παρ’ ολίγον να παραφρονήσω από το φρικώδες θέαμα το όποιον αντίκρυσα. Διά μεγάλης θελήσεως εκράτησα τον εαυτόν μου και αντελήφθην ότι είχον τραυματισθή εις τα μάγουλα. Η σφαίρα είχε διέλθει από του ενός εις το άλλον μέρος, χωρίς να θίξη τό όστούν.
Η γραία μήτηρ του Ηγουμένου, η παραστάσα κατά την ανατριχιαστικήν τραγωδίαν παρεφρόνησε, μεθ’ ημέρας δε απέθανεν εν μέσω παραληρημάτων»…
Γιώργος Μαστρογιαννόπουλος
ΠΗΓΕΣ:
– Η. Λαμπρέτσα ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟ
– Η. Γάγαλη Η ΓΑΛΛΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΑ ΓΡΕΒΕΝΑ ΚΑΙ ΤΗ ΓΥΡΩ ΠΕΡΙΟΧΗ 1916-1917
– Λ.Α. Παπαϊωάννου ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΖΙΔΑΝΙΩΤΙΣΣΑΣ (περιλαμβάνει την αφήγηση του Αλεξόπουλου με παραπομπή στο βιβλίο του Ν. Γερακάρη ΣΕΛΙΔΕΣ ΕΚ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΣ)