του Θανάση Καλλιανιώτη
Το κάτωθι κείμενο γράφτηκε για την παρουσίαση του βιβλίου του Θέμη Απατσίδη, Εορδαία γη προϊστορικών γιγάντων και θεόρατων καμινάδων, Το Μελεσίδ, Κομνηνά 2013, η οποία έλαβε χώραν το δειλινό της 14ης Ιουνίου 2013 στην κατάμεστη αίθουσα Τερψιχόρη του ξενοδοχείου Παντελίδης στην Πτολεμαΐδα.
Η συνοδευτική του οπτική παρουσίαση ευρίσκεται εδώ.
Εορδαία: γη προϊστορικών γιγάντων και θεόρατων καμινάδων
Τρεις είμαστε εδώ μέσα: α) εσείς, που προφανώς γνωρίζετε περισσότερα από εμένα για τον τόπο αφού μένετε εδώ μόνιμα κι έχετε την ευκαιρία να εξερευνείτε καθημερινώς το περιβάλλον είτε να απολαμβάνετε τις διηγήσεις των μεγαλύτερων σε πείρα και ηλικία β) το βιβλίο Εορδαία γη προϊστορικών γιγάντων και θεόρατων καμινάδων, που συνέγραψε κι επιμελήθηκε ο Θέμης Απατσίδης -με προσκάλεσε στη σημερινή εκδήλωση της παρουσίασής του και τον ευχαριστώ γ) ο ομιλών με την ιδιότητα και την οπτική του ιστορικού. Στο διάλογο που ελπίζω να ακολουθήσει στο τέλος της εισήγησης θα γίνει προσπάθεια να αναλυθούν περισσότερο τα λεγόμενα όσο και να δουν το φως ανέγγιχτα σημεία του πονήματος.
Η ομιλία αφορά σε δύο μέρη, το βιβλίο ως περιεχόμενο και στόχευση από το ένα, η πρακτική δηλαδή πλευρά, και η Ιστορία και η ιστοριογραφία από το άλλο, ήγουν το θεωρητικό μέρος του ζητήματος, όχι πάντα ορατό με την πρώτη ματιά και όχι πάντα εύκολο να το χειριστείς.
Το σχέδιο του παρόντος πονήματος έχει μία παραγωγική διάσταση: ξεκινώντας από το γενικό, τη γη, ο φακός εστιάζει στην περιοχή της Εορδαίας και μετά στο χωριό Κομνηνά. Η δε αφήγησή του, μέσα σε μία πλούσια θεματική, είναι γραμμική, από την προϊστορία μέχρι σήμερα.
Γεμάτο χρώμα, φωτογραφίες και τεράστιες λεζάντες ομοιάζει με σύγχρονη εγκυκλοπαίδεια, της οποίας το αναγνωστικό κοινό μπορεί να εκταθεί από την πρώτη ηλικία έως τις προχωρημένες επόμενες. Βλέποντάς το έντυπο πριν από όχι πολλά λεπτά για πρώτη φορά, διότι είχα μελετήσει μόνον ένα ψηφιακό προσχέδιο του κυρίως κειμένου, φαίνεται από το σκληρό εξώφυλλο πως εκ των προτέρων υπήρξε επιθυμία του συντάκτη μέρος των βασικών αναγνωστών του να είναι παιδιά.
Ο σχολικός αυτός δεσμός είναι ξεκάθαρος προς το τέλος του βιβλίου όπου από το πεδίο της εικονιστικής και κειμενικής αφήγησης ο συγγραφέας περνάει σε προτάσεις ασκήσεων (δραστηριότητες τις αποκαλούν σήμερα οι περί της εκπαίδευσης θεωρητικοί). Στο ίδιο μέρος η επισήμανση του συγγραφέα πως «το υλικό αυτό σε πολλά σημεία χρειάζεται εξειδίκευση, εμβάθυνση και επέκταση» απλώνει το βιβλίο σε μία ποικιλία ερευνητών, ιστορικών εν προκειμένω ή φιλιστόρων.
Να λοιπόν μια ευκαιρία για ένα νέο σχέδιο μαθητικής εργασίας, στα πρότυπα του παρόντος βιβλίου ή και αλλιώς: το ξεδίπλωμα του αφανούς βυζαντινού παρελθόντος της Εορδαίας. Κρυμμένη πίσω από το προπολεμικό τοπωνύμιο της αγροτικής θέσης Κιλότ ή Κοτζά Κιρσλάρ ή Κιλισλάρ των Κομνηνών,[1]ερμηνευόμενο στην ελληνική ως «Μεγάλες Εκκλησιές»,[2] μας καλεί ελκυστικά η τοπική και η γενική Ιστορία. «Μεγάλος ναός» σημαίνει προφανώς πως ένας διακριτός βυζαντινός οικισμός υπήρχε στον ίδιο τόπο πριν από την κατίσχυση της οθωμανικής λαίλαπας. Τον εγκατέλειψαν οι κάτοικοί του και κατέφυγαν στα ορεινά ή εξισλαμίστηκαν και μοιράστηκαν στα γειτονικά και μέχρι πρότινος αλλόθρησκα χωριά; Ο ανώνυμος προς το παρόν χριστιανικός οικισμός οικοδομήθηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο ή ευρισκόταν εκεί από παλαιότερα; Αν ναι, πότε; Κττ.
Στην οικοδόμηση του βιβλίου συνεισέφεραν ονομαστικά και μαθητές. Θαυμαστός, όταν δουλεύει κανείς με παιδιά, είναι ο αυθορμητισμός τους, σαφώς αισθητός στις ερωτήσεις τους, υπόθεση αναγκαία για την Ιστορία, διότι αρκετές φορές μία ευθέως ωμή ερώτηση είναι ρωμαλεότερη από εκατό ευλύγιστες πλάγιες απαντήσεις. Ακόμη την υποστήριξή τους πρόσφεραν οι δασκάλες του Σχολείου και οι κάτοικοι των Κομνηνών με αρχειακό, φωτογραφικό στην πλειονότητά του, υλικό. Γενικά η μαθητική τάξη μέσα στο κέλυφος του χωριού και της περιοχής.
Ο επόπτης της εργασίας, ο συγγραφέας δηλαδή, είναι γνωστότερος σε σας παρά σε μένα. Πριν από μία περίπου δεκαπενταετία είχα επισκεφτεί το σχολείο Καρυοχωρίου, ως θεατής σε πρόγραμμα τοπικής ιστορίας που ο ίδιος εκπονούσε. Επρόκειτο για μία απόπειρα που δεν είχε ξανασυμβεί ή, τουλάχιστον, δεν είχε ακουστεί τόσο. Είδα, άκουσα κι αποχώρησα άγνωστος μεταξύ αγνώστων παίρνοντας μαζί ένα φυλλάδιο που είχε μοιραστεί. Διάβαζα όμως περιοδικές, συνδικαλιστικού είδους κάποτε, δημοσιεύσεις του που έφταναν στις εφημερίδες της Κοζάνης.[3] Πρόσφατα μελέτησα το πρώτο του βιβλίο, τα Μωμογέρεα. Έκτοτε συναντηθήκαμε τυχαία και για λίγο σπάνιες φορές. Περισσότερα έμαθα γι αυτόν από το διαδίκτυο, την πολιτική δηλαδή και κοινωνική του δράση στην πόλη και την ύπαιθρο της Εορδαίας.
Όπως ειπώθηκε για το έργο θα μιλήσει ο συγγραφέας και προφανώς η μαθητική ομάδα εργασίας. Αυτό που θεώρησε ο ομιλών περισσότερο ενδιαφέρον στο παρόν βιβλίο -η ανάγνωση είναι απολύτως προσωπική- είναι η αντίφαση μεταξύ της εισαγωγής και του κυρίως κειμένου. Η πρώτη ενισχυόμενη από τη βιβλιογραφία ερωτοτροπεί με το διεθνισμό, τον ευρωπαϊσμό, την παγκοσμιοποίηση ή, αν θέλετε, τον κοσμοπολιτισμό. Το κείμενο ωστόσο, παρά την εισαγωγική του αποβαφή, είναι βαθιά πατριωτικό: μιλά καθαρά για την «Γενοκτονία» των Προσφύγων της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους στις αρχές του 20ού αιώνα και για τον ανά τους αιώνες καταπιεστικό «οθωμανικό ζυγό».[4]
Εισχωρεί λοιπόν στη συζήτησή μας η σύγκριση «Παραδοσιακής» και «Νέας Ιστορίας». Γενικές θεωρητικές μεταβλητές της δεύτερης που υποτίθεται πως τη διαχωρίζουν από την πρώτη, όταν κατεβούν στο πρακτικό στάδιο της τοπικής Ιστορίας αποδεικνύονται εξαιρετικά επισφαλείς, όπως π.χ. η άποψη πως δεν υπάρχει οριστική γνώση στην Ιστορία. Εκ των πραγμάτων εδώ είναι απίθανο να αποδεχθεί κανείς ως αόριστο το γεγονός πως 20 κάτοικοι των Κομνηνών, ένοπλοι εθνικιστές οι περισσότεροι αλλά και γυναικόπαιδα, φονεύθηκαν το Φεβρουάριο του 1944 κατά την επίθεση τμήματος του διεθνιστικού ΕΛΑΣ εναντίον του χωριού,[5] η οποία συνοδεύτηκε από πυρπολήσεις οικιών κι απαλλοτρίωση αγελάδων κι αιγοπροβάτων![6]
Έτερη άποψη της «Νέας Ιστορίας» πως το παρελθόν δεν λύνει παροντικά προβλήματα κρίνεται επίσης διαβλητή. Φυσικά το παρελθόν είναι διάφορο του παρόντος, ουσιωδώς όμως μόνο στην επιφάνεια, αφού τα γεγονότα επαναλαμβάνονται κάτω από νέα ονόματα και καινούριο σκηνικό. Οι σημερινές λ.χ. πολιτικές κυβιστήσεις δεν ήταν καθόλου άγνωστες στο παρελθόν και τέτοια παραδείγματα αφθονούν στην τοπική ιστορία: νεαρός των Κομνηνών είχε καταταγεί εν πρώτοις στους αντάρτες. Διαφωνήσας όμως επέστρεψε το 1943 στο χωριό του και εντάχθηκε για να προστατευτεί στους γερμανοντυμένους εθελοντές του αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Πούλου. Σκεπτόμενος ορθότερα οργανώθηκε μετά από λίγο στον ΕΕΣ (αντικομμουνιστική οργάνωση) του χωριού του. Το 1946 υπηρετούσε στα συνεπικουρούντα τη Χωροφυλακή και το Στρατό αποσπάσματα των ΜΑΔ.[7] Με σημερινούς όρους θα λέγαμε πως ο ειρημένος νέος είχε περιπλανηθεί σε διάστημα μόλις τριών ετών σε όλα τα μήκη του αντιμνημονιακού και του συνταγματικού τόξου. Γνωρίζοντας λοιπόν το παρελθόν, δεν ερμηνεύεις με λογική και χωρίς συναίσθημα το παρόν;
Απλούστερα: μέρος των ιστοριογράφων εκλαμβάνουν ως ανύπαρκτα, αμάρτυρα όμως και χωρίς τεκμηρίωση, γεγονότα σαν το Κρυφό Σχολειό και το Χορό του Ζαλόγγου ή μηδενίζουν τη Γενοκτονία του Μικρασιατικού Ελληνισμού και την Εποποιία του 1940-41. Προς χάριν του ακουστικού (και αναγνωστικού) χρόνου θα θιγεί αδρά το τελευταίο μόνο θέμα. Ο πόλεμος του 1940-41 μεταξύ Ιταλίας κι Ελλάδας θεωρείται από τους αυθεντικούς θεράποντες της Κλειούς «Έπος» κι όχι απλώς «απομάκρυνση» των Ιταλών από τα ελληνικά σύνορα, διότι στις σκληρότατες δια της λόγχης μάχες έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 12.000 ονομαστικά καταγεγραμμένοι Έλληνες, αν συνεκτιμηθούν και οι άμαχοι εκ των εχθρικών βομβαρδισμών. Σε διάστημα έξι μηνών, από τον Οκτώβριο του 1940 έως και τον Απρίλιο του 1941, φονεύτηκαν από τους Ιταλούς 426 στρατιώτες και γυναικόπαιδα του ν. Κοζάνης, ανάμεσά τους κι ο μάχιμος Ιωάννης Σπυρόπουλος από τα Κομνηνά.[8] Αν προστεθεί ο τριπλάσιος αριθμός των τραυματιών, θα ήταν προσβολή, όχι μόνο στα πρόσωπα των παθόντων και των συγγενών τους αλλά και στην Ιστορία, να παραγκωνίζεται προς χάριν στρογγύλευσης το μέγεθος του συμβάντος και η, θρησκευτική τουλάχιστον, σημασία της μνήμης του.
Το σύγχρονο βιβλίο του Θέμη Απατσίδη προστίθεται σε μία σειρά περί της τοπικής Ιστορίας δημοσιεύσεων δασκάλων, εξαιρετικά χρήσιμων πηγών για την επιστημονική κοινότητα, ιδιαίτερα τους ιστορικούς. Ακόμη προσφέρεται ως πεδίο δοκιμής στους μετέχοντες μαθητές, οι οποίοι θα δουν έντυπη την άυλη έως τώρα δουλειά τους. Με σαφείς αναφορές στη μνήμη αποτελεί βάση για ανάλογα πονήματα με σκοπό την πληρέστερη κατανόηση του παρόντος και μία ωφελιμότερη ανίχνευση του μέλλοντος. Ανοίγεται σε έναν ποικίλο κόσμο μη λησμονώντας το εθνικό παρελθόν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αρχείο Ειρηνοδικείου Εορδαίας, Εκθέσεις έτους 1942, έκθεσις αρ. 85/27.03.1942, Εμμανουήλ Δεμερτζίδης, κοινοτάρχης Πελαργού, Κοζάνη 27.03.1942
[2] Βλ. τη λέξη Kilise, αντιδάνειο της «εκκλησίας» https://translation.babylon.com/turkish/to-english/#
[3] Π.χ. εφημερίδα Πρωινός Λόγος [Κοζάνης] (07.11.2002) 7
[4] Απατσίδης Θέμης, Εορδαία γη προϊστορικών γιγάντων και θεόρατων καμινάδων, Το Μελεσίδ, Κομνηνά 2013, σ. 16, 22
[5] Βλ. Ληξιαρχείο Κομνηνών, Ληξιαρχικές Πράξεις Θανάτου 37/1944 έως 52/1945 και Καλλιανιώτης Αθανάσιος, Οι πρόσφυγες στη Δυτική Μακεδονία (1941 -1946), Θεσσαλονίκη, 2007 (επόπτης Ι. Σ. Κολιόπουλος) σ. 380, https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/19183#page/380/mode/2up
[6] Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου των Εξωτερικών, Κατοχική κυβέρνηση 1943 –44, Φ2/2, Δελτίον αδικημάτων και συμβάντων 24.11.1944
[7] Κ. Δημήτριος. Αγρότης. Γεννήθηκε στη Νίγδη Μικράς Ασίας το 1916. Συνέντευξη στα Κομνηνά στις 13.11.2004
[8] Δεληγιάννης Νικόλαος, Δυτικομακεδόνες που θυσιάστηκαν στον ελληνοϊταλικό και ελληνογερμανικό πόλεμο 1940-1941, Σύλλογος Γαλατινέων Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1996