Δε θα έπρεπε να προξενεί έκπληξη η στάση ενός εκ των Διευθυντών της ΔΕΗ υπέρ της λήψης εξαιρέσεων για την καύση λιγνίτη – ένα ιδιαίτερα ρυπογόνο καύσιμο που χρησιμοποιούν οι ελληνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής (Επιστολή). Ωστόσο, ο ισχυρισμός πως «η Ελλάδα είναι από τις χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις ως προς τη μείωση των ρύπων» πρέπει να απαντηθεί.
Η μελέτη Lifting Europe’s Dark Cloud: How cutting coal saves lives που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, ανέδειξε πως οι ελληνικοί λιγνιτικοί σταθμοί, που είναι υπεύθυνοι για εκατοντάδες προώρους θανάτους και χιλιάδες κρούσματα αναπνευστικών παθήσεων κάθε χρόνο, έλαβαν ειδικές εξαιρέσεις από τα επιτρεπόμενα όρια εκπομπών που θέτει η ευρωπαϊκή οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές. Ως αποτέλεσμα, οι επιδόσεις των ελληνικών μονάδων ηλεκτρικής ενέργειας συγκαταλέγονται ανάμεσα στις χειρότερες στην Ευρώπη, ειδικά όσο αφορά το διοξείδιο του θείου (SO2), τα οξείδια του αζώτου (NOx), τη σκόνη και τον υδράργυρο.
Η σύγκριση των επιπέδων εκπομπών μεταξύ των ελληνικών και γερμανικών λιγνιτικών σταθμών είναι αποκαλυπτική: οι ελληνικές εκπομπές είναι σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερες όσο αφορά το διοξείδιο του θείου, διπλάσιες για τα οξείδια του αζώτου και 17 φορές μεγαλύτερες για τη σκόνη. Οι εξαιρέσεις που έχει πάρει η Ελλάδα θα οδηγήσουν σε επιπλέον εκπομπές 78kt SO2, και 21kt σκόνης, μέσα σε μια πενταετία. Οι ολλανδικοί ανθρακικοί σταθμοί χρειάζονται πάνω από έναν αιώνα λειτουργίας για να εκπέμψουν την ίδια ποσότητα σκόνης.
Επιπλέον, η Ελλάδα διεκδικεί την επέκταση των εξαιρέσεων που ήδη λαμβάνουν οι σταθμοί Καρδιάς και Αμυνταίου. Οι δαπάνες υγείας που θα προκύψουν θα κοστίσουν δισεκατομμύρια ευρώ για τον έλληνα φορολογούμενο.
Εάν θέλουμε να προστατέψουμε πραγματικά την ανθρώπινη υγεία, το περιβάλλον και το κλίμα, ένα μέλλον υπάρχει. Αυτό της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Ο λιγνίτης δεν έχει θέση στο μέλλον αυτό.
Christian Schaible
Υπεύθυνος πολιτικής, βιομηχανική παραγωγή, European Environmental Bureau
Στην απαντητική επιστολή της στο άρθρο του Guardian, η ΔΕΗ αποφεύγει να απαντήσει στο κύριο ζήτημα: οι δύο νέες λιγνιτικές μονάδες της δεν θα είναι οικονομικά βιώσιμες, εκτός αν τους επιτραπεί να εκπέμπουν CO2 χωρίς να πληρώνουν, γεγονός που παραδέχεται ακόμα και ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ. Ειδικότερα επί των σημείων που θίγει η ΔΕΗ:
Οι επιδόσεις της Ελλάδας απέχουν μακράν από το να χαρακτηριστούν ως «οι καλύτερες» στην Ευρώπη. Η χώρα μας κατετάγη 17η στην πρόσφατη αξιολόγηση των κλιματικών πολιτικών των 28 κρατών της ΕΕ (CCPI), και είναι ανάμεσα στις δύο μοναδικές χώρες με αυξανόμενο δείκτη ενεργειακής έντασης, κυρίως εξαιτίας του μεριδίου του λιγνίτη στις εθνικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (34%, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη).
Η μείωση της συμμετοχής του λιγνίτη στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής, την οποία επικαλείται η ΔΕΗ, οφείλεται εν μέρει στο ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών. Η λήψη δωρεάν δικαιωμάτων που διεκδικεί η ΔΕΗ αποσκοπεί στην ακύρωση ακριβώς αυτής της εξέλιξης.
Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της ΔΕΗ, η Ελλάδα πράγματι προσπαθεί να αναβιώσει ένα ενεργειακό μοντέλο με βάση το λιγνίτη: έχει δεσμευτεί για την κατασκευή δύο νέων λιγνιτικών μονάδων, αυτή τη στιγμή προσπαθεί να διπλασιάσει τις επιτρεπόμενες ώρες λειτουργίας δύο υφιστάμενων μονάδων, προσπάθησε πολύ σκληρά να παρατείνει τη διάρκεια ζωής της παλαιότερής της μονάδας, και ακόμα προσπαθεί να κάνει το ίδιο με μία άλλη.
Η ΔΕΗ αναφέρεται στο μακροπρόθεσμο ενεργειακό σχέδιο της χώρας, το οποίο όμως δεν υπάρχει! Αυτό που είναι πάντως πεντακάθαρο είναι η φιλοδοξία της ΔΕΗ να διατηρήσει το μερίδιο του λιγνίτη κατά τουλάχιστον 35% για πολλά χρόνια ακόμα, όπως ο Διευθύνων Σύμβουλος της έχει δηλώσει επανειλημμένα.
Δωρεάν δικαιώματα εκπομπών για την Ελλάδα σημαίνουν ότι η Πτολεμαΐδα V θα μπορεί να επωφεληθεί από τη μείωση του κόστους λειτουργίας της, κερδίζοντας έτσι ώρες λειτουργίας, και ως εκ τούτου έσοδα. Χωρίς δωρεάν δικαιώματα εκπομπών, η κατασκευή και η λειτουργία της μονάδας είναι οικονομική αυτοκτονία.
Νίκος Μάντζαρης
Υπεύθυνος ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής, WWF Ελλάς
Μετάφραση άρθρου που δημοσιεύθηκε στον Guardian