Mπαίνω στο μεγάλο πολυκατάστημα. Και το πρώτο που συνειδητοποιώ είναι το πόσο απίστευτα μόνος είμαι. Κανείς από τους υπαλλήλους δεν σε καλωσορίζει. Κανείς δεν είναι εκεί, για να σου πει μια απλή καλησπέρα. Είναι η στιγμή που θέλεις να γελάσεις κλαίγοντας. Μια αλυσίδα με υποκαταστήματα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, αδιαφορεί παντελώς για την πιο απλή ανθρώπινη πράξη. Μια χειραψία. Ένα χαμόγελο. Μια καλημέρα. Αλλά εσύ το προτιμάς. Αφήνεις τα ζεστά σου χρήματα στο ταμείο ενός τεράστιου υπερπολυκαταστήματος, όπου μπορείς να αγοράσεις τα πάντα, εκτός από λίγη αξιοπρέπεια. Έχεις χρήματα; Έχεις θέση ανάμεσά μας. Δεν έχεις. Πρόβλημά σου. Λίγα μέτρα πιο ‘κεί, περνάς μπροστά από το εστιατόριο του ΙΚΕΑ, όπου είναι κάπως σκληρό να νιώθεις κοριτσάκι με τα σπίρτα, ιδίως αν είσαι αγόρι. Η επιχείρηση χάνει σε αξιοπιστία και λόγω της κακής της διαρρύθμισης. Δεν υπάρχουν διακριτές σημάνσεις που να σε κατευθύνουν προς το ένα ή το άλλο σημείο ενδιαφέροντος. Για κάποιον άνθρωπο μεγαλύτερης ηλικίας, για ένα παιδί, ή για κάποιον που έρχεται πρώτη φορά, είναι πολύ εύκολο να χαθεί, να αγχωθεί, ή ακόμα και να πάθει κρίση πανικού (που είναι και της μόδας). Αν είσαι παιδί και χάσεις την μαμά σου ή τον μπαμπά σου, είναι σχεδόν απίθανο να βρεις κάποιον υπάλληλο που θα μπορούσε να σε βοηθήσει. Σε ολόκληρα τμήματα, δεν είδα ούτε έναν. Κάποιοι τρέχουν ανάμεσά μας. Κι αν προλάβεις να τους εντοπίσεις, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς, θα σε αγνοήσουν. Oι κακές σχέσεις μεταξύ τους, επίσης, είναι τόσο σούπερ-ντούπερ εξόφθαλμες, που με συγχωρείς, αλλά θα πρέπει να είσαι πολύ αγαθός, για να κάνεις πως δεν τις βλέπεις. Συναδελφική αλληλεγγύη ώρα μηδέν, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε πολλές άλλες μεγάλες εμπορικές αλυσίδες. Στο μεταξύ, συλλαμβάνεις και ένα τρομερά ειρωνικό υφάκι. Εντάξει, όχι σε όλους, αλλά σε πολλούς από αυτούς. Είναι το γνωστό υφάκι του γιατρού με σύμπλεγμα ανωτερότητας, που δεν χάνει την ευκαιρία να σε προσβάλει, επειδή ξέρει περισσότερα πράγματα από εσένα. Είναι το υφάκι του γκόμενου που φιλάει την φιλενάδα του στο στόμα, με γλώσσα και μπροστά σε όλους, στην πιο παρακμιακή στάση πεθαίνεις του ΟΑΣΘ.
Άποψη της στιγμής λίγο πριν πέσει η νύχτα, στην Θεσσαλονίκη, από την Δυτική είσοδο της πόλης, με το λιμάνι και τον Θερμαϊκό κόλπο στο βάθος (Πηγή: Wikipedia)
Έμεινα στο ΙΚΕΑ μιάμιση ώρα. Περιττό να πω ότι πήγα για δυο πράγματα και έφυγα με δέκα. Τα δώρα δεν τυλίγονται, δωροσακούλες δεν διατίθενται, και ούτε καν συσκευάζονται σε κάποιο χαρτόκουτο. Τα βάζεις μέσα σε μια απλή σακούλα ΙΚΕΑ, που σκίζεται σαν ψέμα, και αν το προσέξεις ή κατά τύχη σου το πει κάποιος, υπάρχει “δωρεάν” χαρτί περιτυλίγματος, με το οποίο έχεις την ευκαιρία να τα τυλίξεις τσαπατσούλικα, ένα πράγμα όπως σου τυλίγουν το τυρί δοχείου στο S/M. Η όλη φάση αποκαλείται άνετα βλαχοσουηδική υστερία, όπου και συνειδητοποιείς ότι τα πράγματα στον ευρωπαϊκό βορρά δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται, μακρόθεν. Το ΙΚΕΑ είναι όμως κάτι περισσότερο από μια διεθνούς βεληνεκούς μεγαλοεπιχείρηση. Έχει διαμορφώσει το γούστο μας και την αισθητική μας. Σπίτια γυμνά, με ελάχιστα αντικείμενα πλην των χρηστικών, σε όλα τα σχέδια και χρώματα. Όταν ακούω να λένε “δεν βάζω κουρτίνες”, “δεν έχω χαλιά, είναι καλύτερα έτσι”, λέω εντάξει, εδώ είμαστε. Το ΙΚΕΑ είναι το brand της τεμπέλας και η δική μου επιβεβαίωση για τον καιρό που στολίζαμε τις γωνιές του σπιτιού με τα κεντήματα της γιαγιάς, που έβγαλε τα μάτια της για να προικίσει τα παιδιά και τα εγγόνια της. Αλλά εγώ δελεάζομαι ούτως ή άλλως από τα μικροπράγματα. Δεν με συγκινούν τα μεγάλα σπίτια, όσο άνετα ή όμορφα κι αν είναι, ούτε οι καναπέδες του ΙΚΕΑ. Κι ας έχω έναν από αυτούς. Και ναι, πιστεύω πως άξιζε τα χρήματά του (που δεν ήταν και λίγα). Τον χρησιμοποιώ επί σχεδόν μια δεκαπενταετία. Έτσι και σήμερα, αναζητώ την τύχη μου στις προσφορές, όπου έχουν σχεδόν όλα τελειώσει (τυχαίο;). Αν είσαι τυχερός, βρίσκεις ελαφρώς φθαρμένα εκθεσιακά αντικείμενα. Εγώ πέτυχα τους δίσκους σερβιρίσματος που είχαν απομείνει, και δεν άντεξα· φώναξα έναν υπάλληλο. Εσύ αυτό θα το αγόραζες;, ρωτάω. Τα προϊόντα που μου άρεσαν ήταν τόσο ακατάλληλα δι’ αγορά, πόσο μάλλον για δώρο, εφόσον έφεραν πάνω τους εμφανέστατα σημάδια από ένα υλικό που έμοιαζε με κόλλα (και που μάλλον ήταν κόλλα). Η απάντηση ήταν ότι αυτά είναι προσφορές (αλλά πάντως προς πώληση), οπότε για να έχεις περισσότερες απαιτήσεις, θα πρέπει να έχεις και περισσότερα χρήματα. Κατάλαβες; Κατάλαβα να λες. Σηκώνομαι και φεύγω, γιατί πρώτα-πρώτα θυμώνω με τον εαυτό μου. Και πιστεύω πως είμαι σε μια φάση που μπορώ και καλύτερα.
Περπατώ μόνος, στην σκιά μιας πόλης που προσπαθεί να αποσυμπιέσει την καταπίεσή της, ένεκα εορτών. Αυτό το μεγαλειώδες της εμπορικότητας των ημερών εμπεριέχει σίγουρα την ανάγκη των ανθρώπων για κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο, που όμως στην πορεία και την κατάληξή του, απλά, δεν αντέχει στον ανταγωνισμό. Ξαποσταίνοντας για λίγο στην ξεχασμένη από τον θεό και τον δήμαρχο οδό Εγνατία, στην σύνδεσή της με Μοναστηρίου, ξαναβλέπω την ζωή που έζησα και την άλλη που δεν πρόλαβα να ζήσω, με ένα μόνο εισιτήριο. Δεν μου αρέσουν οι πολυσύχναστοι δρόμοι. Αν μου πεις να συναντηθούμε στην Ι. Τσιμισκή, μην περιμένεις· δεν θα ‘ρθω ποτέ. Εδώ που τώρα κάθομαι, ακριβώς από πίσω μου, βρίσκεται η οδός Αφροδίτης. Στην σειρά τα πορνεία και δυο-τρεις χώροι συνευρέσεως ανδρών (η φάση που μέσα σε ένα από αυτά υπάρχουν αφίσες και εν γένει οπτικοακουστικό υλικό με γυμνές γυναίκες, ενώ όλοι πηγαίνουν εκεί για να συναντήσουν ό,τι περπατάει ή κολυμπάει, αρκεί να μην είναι γένους θηλυκού, αποτελεί μια απ’ τις μεγάλες στιγμές της ανθρωπολογικής μου παρατήρησης). Αν θέλεις λοιπόν να μάθεις αν εξελίχθηκε η Θεσσαλονίκη, πέρνα μια βόλτα απ’ την ευρύτερη περιοχή του σιδηροδρομικού της σταθμού (Βαρδάρης, Ξηροκρήνη, Γιαννιτσών). Εδώ όπου τα θρυλικά πασοκαλοκαίρια του προηγούμενου αιώνα, φλεγόταν εκτός από την Σοφοκλέους και η νύχτα: στης Πύλης του Αξιού το σιδηρούν κιγκλίδωμα σκορπώντας πεντοχίλιαρα. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που αγάπησα και μίσησα. Και ξέρω και το γιατί, φυσικά. Στην Θεσσαλονίκη δεν βρήκα αυτό που έψαχνα. Μου αρέσει, βέβαια, που σήμερα μπορώ και γράφω για όλα αυτά τα συναισθήματα, αλλά κάποιες στιγμές βρίσκομαι σε τέλμα. Σαν τον επιβάτη της γραμμής ΙΚΕΑ του ΟΑΣΘ, που τί το ήθελε ο δύσμοιρος να πάει για ψώνια με το λεωφορείο; Τόσα ψώνια μέσα σε τόσα λεωφορεία, δεν είναι ήδη υπεραρκετά; Είναι απίθανο αυτό που συμβαίνει στην Θεσσαλονίκη (καλά, και στην Αθήνα συμβαίνει). Όταν έρθει η ώρα να κατέβεις, σου κάνουν πόλεμο. Δεν κουνιέται άνθρωπος για να περάσεις.
Άλλο τραγελαφικό στον ΟΑΣΘ είναι και το πρωτοποριακό γεγονός να μην ανακοινώνονται οι στάσεις. Αν δεν είσαι από Θεσσαλονίκη, ή δεν μένεις, ή δεν εργάζεσαι εκεί τέλος πάντων, για να ξέρεις κάπως τα κατατόπια, είσαι χαμένος από χέρι. Απλά δεν ξέρεις πού να κατέβεις. Πατάς το κουμπί και ο θεός βοηθός. Αν κάποιος από τους συνεπιβαίνοντες έχει την ευγένεια να σε εξυπηρετήσει, συγχαρητήρια· βρήκες το τυχερό σου χριστουγεννιάτικο αστέρι. Γι’ αυτό και υποστήριζα πάντοτε ότι ορισμένες γραμμές θα πρέπει να εξυπηρετούν συγκεκριμένο επιβατικό κοινό. Άλλωστε, ήδη συμβαίνει αυτό στην γραμμή του αεροδρομίου, όπου για να αποτραπεί το ανέβα-κατέβα του καθενός, ο ΟΑΣΘ αύξησε το εισιτήριο. Διότι, παίρναμε όλοι το λεωφορείο του αεροδρομίου, εφόσον σταματούσε σε όλες τις κεντρικές στάσεις, προφανώς επειδή κάπου θέλαμε να πάμε. Ναι, αλλά οι άνθρωποι που ταξιδεύουν με αεροπλάνο, έχουν μαζί τους ένα σωρό πράγματα. Το μισό λεωφορείο είναι κατειλημμένο από τις αποσκευές τους. Μπαίναμε κι εμείς από πίσω και γινόταν ο κακός χαμός. Το ίδιο που συμβαίνει και στις γραμμές του ΙΚΕΑ. Εφόσον λοιπόν το επιβατικό κοινό πηγαίνει στο ΙΚΕΑ και την ευρύτερη περιοχή των εμπορικών κέντρων της Πυλαίας με στόχο να προβεί στις αγορές του, και προφανώς και ο ΟΑΣΘ το γνωρίζει αυτό, θα πρέπει να μην δέχεται στις γραμμές αυτές το υπόλοιπο επιβατικό κοινό. Μια απλή ανακοίνωση χρειάζεται: “Στις γραμμές ΙΚΕΑ θα επιβιβάζονται μόνον όσοι προορίζονται για το ΙΚΕΑ”. Τέλος. Αλλά δεν υπάρχει κεντρική οργάνωση. Απλώς ρίχνουν τον στόλο των λεωφορείων στους δρόμους. Ώσπου φτάνεις στο σημείο να βρίσκεσαι στον σιδηροδρομικό σταθμό της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Ελλάδας, πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης του επικού και ληστρικού ’97 (την οποία ακόμα πληρώνουμε) και σημαίνοντος λιμανιού των Βαλκανίων (καλά, λέμε και κάτι παραπάνω), σχεδόν χωρίς φώτα και χωρίς την συγκοινωνία που χρειάζεσαι. Η γραμμή του αεροδρομίου σταματάει εδώ, αλλά απαιτεί την διπλάσια από την κανονική τιμή (0,90 Χ 0,90), για να σε πάει δυο-τρεις στάσεις παρακάτω.
Ρωτώ πώς θα πάω στον προορισμό μου. Ο υπάλληλος του ΟΑΣΘ με κοιτάει σαν να του σκότωσα την μάνα. Μου δείχνει την στάση με τα διαθέσιμα λεωφορεία προς το ΚΤΕΛ της οδού Γιαννιτσών (ο σταθμός εξυπηρετεί όλη την Ελλάδα, πλην της Χαλκιδικής, καθώς και τους οικισμούς της περιφέρειας του νομού Θεσσαλονίκης). Δεν μου λέει, όμως, ότι μπορώ επίσης να πάρω την γραμμή που σε αφήνει κάτω από την γέφυρα, τμήμα προφανώς της εσωτερικής περιφερειακής οδού της πόλης, η οποία βρίσκεται σε απόσταση λίγων μόνο μέτρων από τον σταθμό υπεραστικών και αστικών λεωφορείων. Ευτυχώς, έχω μάθει να μην πιστεύω σε (όλα) αυτά που βλέπω, ούτε στην σιγουριά με την οποία μου μιλούν. Το λεωφορείο για Σίνδο έχει δική του, ξεχωριστή στάση, μέσα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Για να πηγαίνει στην Σίνδο σημαίνει ότι θα περάσει από το ΚΤΕΛ, αφού το ΚΤΕΛ βρίσκεται στην έξοδο προς Σίνδο. Κάποιος άλλος στην θέση μου, όμως, που δεν γνωρίζει την χωροταξία της πόλης, θα καθόταν μέσα στο κρύο και το σκοτάδι, περιμένοντας, εξαιτίας της “σίγουρης” πληροφόρησης ενός κακότροπου και αμόρφωτου δημοσίου υπαλλήλου (αυτοί οι τύποι είναι πάντα οι πιο σίγουροι για τον εαυτό τους). Η γραμμή προς Σίνδο με κατεβάζει ακριβώς μπροστά από ένα μικρό εκκλησάκι, προς τιμήν του Αγίου Πολυκάρπου (που έχει γίνει ο “προστάτης” των αστέγων της περιοχής, ενώ και η στάση κάτω από την γέφυρα έχει πάρει το όνομά του). Από εκεί παίρνω των ομματιών μου και φεύγω, όπως ήρθα. Aναζητώντας λίγο συναίσθημα, μέσα σε χιλιάδες αναλώσιμες υποσχέσεις.