- Εξιχνιάσθηκε υπόθεση απάτης που διαπράχθηκε σε περιοχή της Καστοριάς
- Συμβουλές από τη Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση Δυτικής Μακεδονίας, για τη σωστή χρήση της Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης (Λ.Ε.Α.)
- Εξιχνιάσθηκε από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Καστοριάς, υπόθεση αρπαγής 41χρονου ημεδαπού, σε περιοχή της Καστοριάς, για την οποία συνελήφθησαν άμεσα 2 ημεδαποί, ως συνεργοί
- Συμβουλές από τη Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση Δυτικής Μακεδονίας, για την αποφυγή κλοπών, κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων
ΑΠΟΥΚΡΕΣ ’92 (απ’ έναν του ’52)
Αραθυμούμι….
Ξικίντσαμι για σιαπάν απ’ ’ν Παρασκιυή. Ου κιρος φαίνουνταν καλός κι όπους ανέβινάμι ’ν Καστανιά έβαλα στου μαγνητόφουνου μια παλιά κασέτα μι τ’ Σκύλα απ’ τ’ Σιάτσ’τα, μι του έντικα πρώτου πρώτου, για να φκιάσου λίγου ατμόσφιρα, μην πααίν’ τα μ’κρά του βράδ΄ σην πλατέα κι στ’ βόλτα κι δεν ξέρ’ν τι τα γένιτι, έτσ΄ πούνι μαθ’μένα μι τουν Μπράιαν Άνταμς κι τ’ς άλλ΄ τ’ς μιλέζ΄κ΄ μι τα ντούπου ντούπου.
Κυριακή χαραή χαραή, αντάμα μι του Χαριλάκ΄ τ’ς Τζάρινας κι του Νίκου τ’ς Αθηναίας, πχιαλούσαμι να προυλάβουμι τ’ς σκουπιδιάρδις προυτού σ΄κώσ’ν κι πουλιμήσ΄ν τα φιλουρίδια πόβγαναν τα γκαρσόνια απ’ του υπόγειου τ’ Ταρτάρα. Ικεί κάθι χρόνου γένουνταν οι παραπάν’ οι χουροί κι πουλιμούσαν τα παραπάν’ τα φιλουρίδια κι του κουφιτί. Έπιζαν ικει ου Νίκους ου Τζίντζιλης αντάμα μι του Ζιάκα, τουν Τούλη, του Ντόνα κι τ’ν Παναγιώτα τ’ν αδιρφή τ’. Σι άλλα κέντρα, στ’ Παπαγιώρ΄ του καφινείου στου ουπαν του πάτουμα, στου Ιρμιόνιου, στου Ουλύμπιου, στου χειμουνιάτ΄κου τ’ Καραδήμ’ κι μι φαίνιτι κι στου Τιτάνια, γένουνταν κι άλλ΄ χουροί. Ιμεις όμους πάινάμι κι μάζουνάμι τα φιλουρίδια απ’ του υπόγειου τ’ Ταρτάρα.
Τα ρούκουνάμι σ΄ ένα τσιουβάλ΄ κι γυρνούσαμι αγλήγουρα στ’ γειτουνιά μας, αμπρουστά απ’ τ’ Τάσιου τ’ Πατιά του φούρνου, ανάμισα Γιτιά, Κατσ΄κάθκα, Τζαμάρα κι Νπουντανάθ’κα. Ικει μας καρτιρούσαν οι τρανύτιαρ΄: Ου Ντιόντιους ου Πατιάς, ου Γιάγκους, ου Βαγγέλτ΄ς κι ου Νίνους τ’ς Τζιτζίκους, ου Μάκης ου Μαντρέλας, ου Γιώργους κι ου Κώστας τ’ Μπέντα, ου Θανάης κι ου Τάκης τ’ Γκάτζιαρ΄ κι καμόσ΄ άλλ΄. Αυτοί, αντάμα μι τα κουρίτσια τ’ς γειτουνιάς μας, χιρνούσαν να φκιάν’ τσ’ς φούντις μι τα φιλουρίδια. Ως του μισ΄μέρ΄ όλ΄ η γειτουνιά ήταν στουλτζ’μέν΄.
Απου τηλιγραφόξυλου σι τηλιγραφόξυλου κι απ’ αστρέχα σι αστρέχα κρέμουνταν όλου χρώματα οι φούντις μι τα φιλουρίδια κι τα χαρτέινια τα φανάρια π’ τ’ άφκιανάμι μι κόλις απ’ τα παμπόρια για να δείχν’ πουλλά χρώματα κι αυτά. Όπους στουλνούσαμι, δυο τρεις έβγαναν σ΄ αφνους π’ απιρνούσαν ύστιρα π’ απουλνούσιν η ικκλησιά, δίσκουν κι μάζουναν παράδις για ν’ αγουράσουμι του δαδί απ’ του Μπάμπου για του φανό π’ τ’ άναβάμι όντας τα νύχτουνιν.
Οι ίδιοι, όντας ήγλιπαν πως δεν τα φτάσ’ν οι παράδις για του δαδί, τριουρνούσαν κι στα σπίτια τ’ς γειτουνιάς κι συμπλήρουναν τ’ς παράδις. Ου Γιώρ’ς ου Γκάτζιαρ’ς μας έδουνιν κρασί, οι Πατιάινις έφκιαναν κιχιά κι καμόσις άλλις γυναίκις τηγάντζαν κιφτέδις γιατί του βράδ΄ τ’ απιρνούσιν ου Δήμαρχους μι τ’ς άλλ΄ τ’ς ιπίσημ΄ απ’ του φανο κι έπριπιν να τ’ς κιράσουμι κατ΄ (του τί χλαπάκουναν δεν λέγιτι…).
Όντας σώνουνταν του στόλτζ’μα κι αγόραζάμι κι του δαδί, πάεινάμι σπίτια μας, λούζουμάσταν κι κατά τ’ απόγιμα χιρνούσαμι μι του μ’κρό μ’ τουν αδιρφό μ’ τ’ς ιπισκέψεις στ’ς τρανύτιαρ΄ για να μας σχουρέσ’ν. Σ’ν αρχή πάινάμι στ’ γιαγιά μ’ τ’ Φρουσύν΄ κι στουν πάππου μ’ του Βαγγέλ΄ του Ντούβανου. Η γιαγιά μ’ κάθουνταν μι του θειό μ’ του Ντιόντιου κι ου πάππους μ’ μι του θειό μ’ του Γιώρ΄ σ΄ Τσκ΄ρκα. Κουντά ήταν η θειά μ’ η Μαργούλα, η Αριτή παραπάν’, ύστιρα κατέβινάμι στ’ θειά μ’ τ’ Λέν΄ ύστιρα στ’ Ζιώλια κι στουν πάτου στ’ Βασιλ΄κούλα στ’ Αλουνάκια. Τ’ς φλούσαμι τα χέρια όλνους κι όλις, μας έδιναν κι απου κάνα πιντούλ΄ κι μας κιρνούσαν του γλυκό: ή μπακλαβα ή γκανταϊφ΄ ή χασλαμα ή σαραϊλί. Ως που να νυχτώσ΄ κι να σώσουμι τ’ς ιπισκέψεις έτρουγάμι ίσια μι δικουχτώ γλυκά, χώρια αυτά π’ μας έβαναν στου χαρτί για του σπίτ΄.
Κατά τ’ς ιννιά γυρνούσαμι σπίτ΄ φλούσαμι κι τα χέρια απ’ τ’ς γουνίδις μας κι ου μπάκας μ’ μας έφκιανιν τ’ χάσκα. Έβανιν ένα ράμα στουν κλώστ΄ κι κριμνούσιν ένα κουμάτ΄ χαλβά απ’ του Νταβάν΄ κι του τριουρνούσιν απού στόμα σι στόμα ως που ένας να του χλαπακώσ΄ κι να σουθεί η δ’λεια. Σώνουνταν κι αυτό κι είμασταν όλ΄ έτοιμ΄ να βγούμι στου φανό μας.
Στ’ μέσ΄, ικεί π’ αντάμουνιν ου δρόμους π’ πάεινιν στου Δισπουτ΄κό μι του δρόμου π’ κατέβινιν στ’ Αστυνουμία, ήταν στημέν΄ μια ψηλή πυρουστιά απού ασβιστόπιτρις όπ’ έκιγιν του δαδί. Πρώτους κι καλύτιαρους στου χουρό, στα παλια τα τραγούδια τα ξίκα κι στα κασμέρια ήταν ου Χρήστους ου Τσιάρας που όλου ντύνουνταν κι μπάμπου. Αντάμα μ’ τιαυτόν μαζόνουνταν αλόυρα απ’ του φανό κι χόριυαν κι τραγδούσαν όλ΄ οι τρανοί τ’ς γειτουνιάς μας. Ου Τάσιους ου Πατιάς, ου Χαλιούρας, ου Δημουδιάς, ου Γκουλιάρας, ου Κικής, ου Μαντρέλας, ου Νιάκους ου Βούρκας, οι Τιαλέοι, ου Τζάρας, ου Τσίρους, ου Μέντικας, ου Σιαλβέρας, ου Τόλιους, ου Μιλόιζ’ς, οι Κουκαλιάρδις, οι Σίρπ’δις, κι ένα σουρό άλλ΄.
Τα ξίκα τα τραγούδια τα παλιά έδιναν κι έπιρναν, οι γυναίκις γκαργκαλιούνταν, οι τρανοί σύναζαν, ιμείς οι μ’κροί ακλουθούσαμι του χουρο κάμνουντας πως δεν καταλαβαίνουμι τι ίλιγαν κι γένουνταν ένα γλέντ΄ κι ένα πανηίρ΄ π’ μουλουγμόν δεν είχιν. Έρχουνταν κι ου Δήμαρχους στου πάτου κι ου Χρήστους έλιγιν του Παπά του Ραγκαβέλα κι τηριούνταν συναμιταξύ τ’ς οι κυρές πούταν αντάμα σην παρέα γιατί δεν καταλάβιναν τάχατ΄ πώς νάταν αυτήν μι τα δυο κιφάλια που απόμνιν στουν πάτου. Ου χουρός όλου κι κλώθουνταν, η ώρα κόντιυιν μισάνυχτα κι ιτότι που άναβιν του γλέντ΄ για τα καλά ήταν π’ μας μάζουναν ιμάς τ’ς μ’κροί κι μας έβαναν να κοιμ’θούμι γιατι νύσταζάμι κι δεν χράζουνταν κιόλαντς να τ’ ακούσουμι όλα μι ’ν πρώτ΄.
Τ’ν Καθαρουδιυτέρα πάλι σκώνουμάσταν χαραή κι έβγανάμι μι τουν αδιρφό μ’ στου νουβουρό τα παμπόρια. Τάχαμι έτοιμα απού μια βδομάδα κι παραπάν’. Πάινάμι στουν Τσιμπέρ΄ ή σην Κατιρνούλα τ’ Μαργαρίτ΄ κι αγόραζάμι πρώτα τ’ς κόλις για τα παμπόρια. Ύστιρα χράζουνταν να βρούμι καλάμια για τ’ς πέλις κι σπάγγου για τα ζ΄για. Τα καλάμια τάκλιβάμι απ’ τ’ αχούρια τ’ς γειτουνιάς π’ τα σκέπαζαν μι ψάθις κι λάσπ΄ κι απουπάν έριχναν παφιλέοι ή πισόχαρτα. Ήταν δύσκουλ΄ δ’λειά γιατί, ώσπου να τραβήξ΄ς κι να ξιακουλήισ΄ς τα καλάμια απ’ τ’ς σκιπές, σ’ έπιρναν χαμπάρ΄ οι νυκουκυρέοι κι άμα σι τσάκουναν δεν πρόφτινις να τ’ς μιτράς. Ύστιρα πάεινάμι στου Ματιάκ΄ κι αγόραζάμι μιταρόνημα κι του απιρνούσαμι σι κάτ΄ τρανοί μακαράδις για να μπουρούμι να έχουμι πουλύ ράμα συνέχεια για ν’ απουλνούμι του παμπόρ΄ πουλύ ψηλά.
Όντας μάζουνάμι όλα τα υλικά, χάλιβάμι απ’ τ’ μάκα μ’ να μας φκιάσ΄ αλιυρόκουλα κι χιρνούσαμι του φκιάσιμου. Διάλιγάμι ένα ίσιου μέρους στου νουβουρό παπχάτ’ π’ τ’ γκουρτσιά, έκουβάμι τ’ς κόλις κι τα καλάμια, τάδινάμι στ’ μέσ΄ κι αλόυρα μι σπάγγου κι ακουλνούσαμι τ’ς κόλις ουπάν στου σπάγγου μι τ’ν αλιυρόκουλα. Ύστιρα σταύρουνάμι τα ζ΄γιά. Πρώτα τα πουπάν τα τρία, κι ύστιρα τα δυο στ’ν ουρά. Έφκιανάμι μι ότ΄ πιρίσιυιν απ’ τ’ς κόλις φούντις για τ’ν ουρά κι κριμνούσαμι ανάλουγα μι του παμπόρ΄ κι φιλουρίδια πίσου απ’ τ’ν ουρά. Τοίμαζάμι νάχουμι έτοιμα κι κάνa δυο σκ’λαρίκια για να τα βάλουμι άμα βάιζιν του παμπόρ΄.
Ιμείς πιτούσαμι τα παμπόρια μας κι τ’ς ψαλίθρις μας πίσου στ’ Τιόλ΄ τουν αβλαγά κι όντας τράνιψάμι λίγου πάινάμι στουν Αϊθανάσ΄. Του τι γένουνταν ικεί δύσκουλεύουμι να του πω. Μούγκι απ’ τη γειτουνιά μας πιτούσαμι παραπάν΄ απου είκοσ΄ παμπόρια, χουρις να λουγαριάσουμι τ’ς ψαλίθρις π’ πιτούσαν οι μ’κρότιαρ΄. Φουρές ανακατώνουνταν τα ράματα κι αρχινούσαν τα παμπόρια να φκιάν’ κουλουτύμπις ώσπου έπιφταν καταής. Απουλνούσαμι κι χαμπάρια. Καμιάφρας κόβουνταν οι σπάγγ΄ κι οι μ’κροί χιρνούσαν να κυνηγούν τα παμπόρια πόπιφταν κι καμιάφρας πέφτουντας, έφταναν ως κι του Σιώπουτου ή τουν Αϊλια καθώς φ’σούσιν απ’ σιακάτ’. Άμα σήκουνάμι τα παμπόρια, νε φαϊ σκέφτουμάσταν, νε στουν Αϊδημήτρ΄ τ’ απόγιμα πάινάμι για ν’ ακούσουμι ποιός πήριν τα βραβεία κι να ιδούμι να χουρέβ’ν ου Τζήκας ου Καραχάλιους μι του φράκου κι του ιβγιλι, ου θειός μ’ ου Μήτσιους ου Μάραντους (θος σ΄χουρέστουν), ου Πλιξίδας κι άλλ΄.
Καμόσις χρουνιές πούχιν καλόν αέρα απ’ του Σαραντάπουρου, κάθουμάσταν ως που να νυχτώσ΄. Έφκιανάμι μι κόλις φανάρια, έβανάμι μ’κρά κιριά μέσα κι τ’ απουλνούσαμι ουπάν στα ράματα. Καθως ήταν αλαφρά, ου αέρας όπους φ’σούσιν τάπιρνιν κατά τουν ψύλου, όπους τα χαμπάρια. Όντας νύχτουνιν για τα καλά, χάνουνταν τα παμπόρια κι ίγλιπάμι μούγκι τα φανάρια να καίν’ κι να κρέμουντι απ’ του κάμπουθινα στουν αέρα. Καμιάφρας, άρπαζιν φουτιά κάνα φανάρ΄ καθώς σώνονταν του κιρί τ’ κι αντάμα καίουνταν κι του παμπόρ΄. Ήταν σαν ν’ άπιφταν τ’ άστρα κι να χάνουντι μέσ΄ τ’ μαυρίλα πριν ακουμπίσ΄ν καταής. Μακρά φαίνουνταν η Κόζιαν΄ μι τα λίγα τα φώτα τ’ς κι μι τα ιτζιάκια τ’ς κι τα μπουριά να καπνίζ’ν΄…
Μούσουν απέρασάμι του φόρου κι σέβκαμι σην Κόζιαν΄, γιόμ’σιν του μάτι μ’ απού πλαστικές χρουματιστές σημαίις. Αδουκήθκα για λίγου τ’ς ικλουγές. Μπα, λέου, τα τ’ς αστόησαν απού ιπρουπέρ΄σ΄, μα αδουκήθκα πάλι πως ήρθα ξανά τα Χρ’στούινα να ιδώ τ’ μάνα μ’ κι του μπαμπά μ’ κι δεν ήταν κριμασμένις ικεί. Γλέπουντας καλύτιρα είδα πως είχαν ουπάν τυπουμένις μάσκις. Όϊ λέου, ου Δήμαρχους τα τ’ς κρέμασιν. ΄Ετσ΄ κι ήταν. Όλ΄ η Κόζιαν΄ κουλυμπούσιν στου πλαστικό. Σι κάτ΄ μιρές είχιν κι καρνάβαλ΄. Κι αυτοί πλαστικοί. Μα δεν ήταν σαν τ’ ικείν΄ πόφκιανιν ου Σαμ!
Τέσσιαρ’ς μέρις σην Κόζιαν΄ είδα πουλλοί παλιοί. Γλέντσαμι κι ρίθκαμι μι του παραπάν’. Γλέντσαμι; Τέλους πάντουν. Είπαμι για τα παλιά, είπαμι για τα σημιρ’νά. Κι σι αυτό μούγκι που συμφώντσαμι ήταν πως κάθι πέρσ΄ ήταν κι καλύτιρα. Κι έλιγάμι ου ένας τουν άλλουν: Πώς άσπρισις ρα! Πώς χόντρινις ρα! Κι τέτοια όλου. Σαν έσουσάμι τ’ς απαράτσα κι χίρσα να πιρπατώ μαναχός μ’ στα σουκάκια. Μα φανό μι φιλουρίδια κι καθαρουδιυτέρα μι παμπόρια μι σκλαρίκια κι φανάρια δεν είδα ξανά κι αυτά πούιδα έγραφαν όλου ΠΑΟΚ, ΑΡΗΣ, ΠΑΣΟΚ, κι τέτοια κι όλα ήταν έτοιμα απού βιουτιχνίις. Χόρτασιν ου κόσμους φαίνιτι απου παράδις μα έχασιν τουν κιρό τ’. Για τιαυτό όλα τ’ αγουράζ΄ έτοιμα σήμιρας. Τα παμπόρια, του κρασί, τα κιχιά, τ’ς κιφτέδις, του γλέντ΄, τ’ς παρέις. Θαρώ κι τ’ς Απουκρές…
του Γιάννη Δ. Βανίδη
______________
προηγούμενη δημοσίευση Φεβρουάριος΄12
0 comments