Στην αρχή πέφτεις.
Στα κλασσικά καλά καθούμενα. Τα οποία βέβαια υπερτονίζονται, παραβλέποντας ότι στο 99% των περιπτώσεων πτώσης υγειών ανθρώπων δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς: πριν να πέσεις ήσαν καθούμενος και βασικά στεκούμενος.
Πέφτεις λοιπόν! Μπράααστ!!! Με τα μούτρα στις πέτρες της εισόδου του σπιτιού σου. Γκντούουουγκ και το κεφάλι στην πόρτα. Εκείνη την ώρα δεν έχεις καιρό να σκεφτείς «Τι στον κόρακα μι χράζουνταν ιμένα τα πιθιριάτκα τα κουρδέλια, αφού αστόισα να περπατώ ουπάν σι τακούνια! Και γιατί δεν έβαλα τα χέρια μπροστά; Λες επειδή κρατούσα λαμέ τσαντάκι υπερπαραγωγή στο δεξί; Και τις μπουμπουνιέρες απ’ το γάμο του Γκατζόφλια στο άλλο; Κι ευτυχώς είχα προλάβει να χάψω και το αμυγδαλωτό αλλιώς θα είχα λιανίσει και την κάτω γνάθο;»
Του σκοτωμού σε σηκώνει ο άντρα σου και κατεβαίνει έντρομη κι η νύφη σου από τον πρώτο όροφο – ο γιός σου έχει πάει βοηθός ηχουλήπτς στη Σαλονίκη εκείνο το βράδυ και απουσιάζει.
«Ουχ, ουχ, ουχ!!! Στου ίσιουμα! Φέρ’ την ένα πουτήρ΄ νιρό»
Έχεις καθίσει και φυσικά κοιτάς το σημείο που βάρεσες, όπου ανακαλύπτεις ένα κόκκαλο να φτάνει μέχρι το αυτί. «Δεν είναι τίποτα» λεν οι καημένοι οι αυτοσχέδιοι νοσηλευτές και συμφωνείς μαζί τους ότι δεν είναι και τίποτα που δεν το είχες βέβαια, αλλά εκεί που δεν το έβλεπες, τώρα το βλέπεις.
Κι εκείνη τη στιγμή αρχίζει ένας πόνος. Τι πόνος; ΠΟΝΟΣ! ΑΝΥΠΟΦΟΡΟΣ! Κολικούς δεν σου έτυχε να πάθεις μέχρι τώρα, αλλά έχεις γεννήσει δυο παιδιά, και σε σύγκριση εκείνες οι εμπειρίες φαίνονται σαν spa!
Ανάμεσα σε κραυγές και ουρλιαχτά βρίσκεις τη δύναμη να πεις «Νοσοκομείο!» «Νοσοκομείο;» αναρωτιούνται οι οικογενειακοί σου τραυματιοφορείς αλλά δεν τους αφήνεις και πολλά περιθώρια για συσκέψεις. «ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ!»
Εδώ που τα λέμε, δεν έχουν άδικο να προβληματίζονται για το αν πρέπει να σε πάνε εκεί τελικά. Τόσα ακούγονται: «διαλυμένο», «μπάχαλο», «υλικά δεν έχουν», «γιατρούς δεν έχουν», «μηχανήματα δεν έχουν»… Το δικό σου το μυαλό όμως σκέφτεται «πόνος, Πόνος, ΠΟΝΟΣ!!!» Τίποτε άλλο!
Σε 3 λεπτά είστε στα Επείγοντα (γειτονιά γαρ). Σάββατο μαύρα μεσάνυχτα και σε υποδέχεται μια ομάδα νεαρών επιστημόνων. Βρίσκονται παντού. Στα ιατρεία και στα εργαστήρια. Σύντομη εξέταση και γραμμή για το Ακτινολογικό «Βγάλτε της τα σκουλαρίκια» «Κατεβάστε το χέρι να φανεί το κεφάλι» ΑΔΥΝΑΤΟΟΟΟΟΝ! «Λίγο υπομονή κυρία…» ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!! «Να κόψουμε τη μπλούζα;» ΌΧΙΙΙΙΙΙΙΙ! Διότι καταλήγεις και πολύ σωστά «δεν φτάνει που λιάντσάμι του χέρι, ν’ απουμείνουμι κι χουρίς τ΄ μπραμ τη στολή για τς γάμοι;» Δεν είχαν βλέπετε γίνει γνωστά τα χαμπάρια για τον αγωγό ΤΑΠ και την ανάκαμψη που επίκειται, και σχεδίαζες να βγάλεις όλο το καλοκαιρινό lifestyle με …ανακυκλώσεις!
Πίσω στα Επείγοντα, τέντωμα στο κρεβάτι ξανά και διάγνωση με βάση τις ακτινογραφίες: Εξάρθρημα του ώμου. Πρώτη φορά μπαίνουν αυτοί οι όροι για στη ζωή σου, αλλά ήδη ξέρεις ότι θα εξοικειωθείς πολύ μαζί τους. Εκεί που είχες ξεχάσει κι όσα ήξερες από το Γυμνάσιο για τη θέση των οστών στα άνω άκρα…
-Τώρα τι γίνεται? λες στο γιατρό (ειδικευόμενος, συμπονετικός, cool και καθόλου δήθεν, θα μπορούσε να είναι μαθητής σου)
-Τίποτα. Έκανα ανάταξη…
Ξαφνικά νιώθεις κάτι που το έχεις ξεχάσει και που παρ’ όλα αυτά αποτελούσε δεδομένη πραγματικότητα πριν το πέσιμο: απουσία πόνου! Ντιπ! Πουθενά!
Αυτό ήταν;
Όχι!
Μαθαίνεις ότι πρέπει να μείνεις μέσα για παρακολούθηση, κυρίως λόγω του χτυπήματος και στο κεφάλι – όσα κασμέρια κι αν λες ή σου λεν για το συγκεκριμένο σημείο της ανατομίας σου («Τέτοιου κιφάλ΄ τι να πάθ’!» «Ούτι αούτκου να ΄ταν!» «Του ξαναβάρεσα στου Τσανάκαλε με μεγάλη επιτυχία!» «Μπιστιρουκέφαλου!» κλπ) ξέρεις ότι αστειεύεσαι με ξερό λαιμό για να καθησυχάσεις τους άλλους «αστειευόμενους» γύρω από το κρεβάτι σου, τους δικούς σου ανθρώπους, που γελούν τρανταχτά με τα μάτια στρογγυλά και τα χείλια άσπρα… Και που μόλις βγουν από το θάλαμο είσαι σίγουρη πως θα ξεσπάσουν με όλες τις χειρονομίες απελπισίας που σου είναι τόσο γνώριμες…
Πιο γνώριμες κι απ’ τις δικές σου…
……………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Έχουν περάσει 22 μέρες από κείνη την αποφράδα μέρα.
Τη μέρα που βρέθηκες απ’ το Μαμάτσιο στο Μαμάτσειο.
Από το κέντρο της ζωής της πόλης, στον τόπο της απόλυτης αναστολής κάθε δράσης.
Από την πλήρη κυριαρχία πάνω στη ζωή σου και τη μεγαλύτερη ή μικρότερη επιρροή στις ζωές πολλών άλλων, στην πιο εφιαλτική εξάρτηση που σου έτυχε μέχρι τώρα.
Όλα ευτυχώς προσωρινά και περαστικά, όπως λέει κι η πολύ σοφή ευχή σε τέτοιες περιπτώσεις.
Αν και φοβάσαι λίγο…
Έχει βλέπεις υπουργοποιηθεί εντωμεταξύ και ο Άδωνις! Παναγία βόηθα!!!
……………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Είναι η πρώτη φορά που περπατάς σε τέτοιους δρόμους και τυχαίνει να το κάνεις στους πιο σκοτεινούς καιρούς που έχεις γνωρίσει στη ζωή σου.
Πολλά θα σε σημαδέψουν σαν εμπειρίες. Κάποια πράγματα θα τα αισθάνεσαι με μεγαλύτερη οξύτητα. Πιθανόν να γίνεις σοφότερη και να αλλάξεις προτεραιότητες. Ίσως να επαναπροσδιορίσεις τους στόχους σου τώρα που κατάλαβες ότι δεν είσαι άτρωτη. Κι ίσως πάλι να ξαναγυρίσεις στα παλιά μόλις αποκατασταθεί η βλάβη κι αισθάνεσαι ξανά δυνατή…
Η εμπειρία της νοσηλείας σε κρατικό νοσοκομείο όμως δεν μπορεί παρά να είναι αλησμόνητη! Σε θάλαμο 7 ατόμων, μαζί με 4 άλλες ασθενείς, πολυπληθείς συνοδούς σε βάρδιες και άσωτους επισκέπτες σε κάθε βάρδια.
Η χαρά τς μασλάτους!
Ιστορικά ασθενειών, ανταλλαγή βιογραφικών διπλανών κρεβατιών, διαπίστωση κοινών γνωστών, περιστατικά πτώσεων άλλων ανθρώπων (κατά κανόνα πανάσχετων) καθώς και ισάριθμες προτάσεις για θεραπείες (κυρίως «πρακτικά»), βογγητά, αναφορά στις κερασιές και στο τι ύπουλα δέντρα είναι, χαμπάρια από τον έξω κόσμο…
Κι ανάμεσα σ’ όλα αυτά μια συνεχής παρέλαση επαγγελματιών:
Πρωί-πρωί οι καθαρίστριες. Πατώματα και μπάνια. Όταν τελειώνουν σου φαίνονται πεντακάθαρα όλα, αλλά δεν τολμάς να το πεις, μη τυχόν σε πάρει παραμάζωμα καμιά νοικοκυρά ατράνταχτη, που φοβάται ότι θα χάσει τον τίτλο της αν ΔΕΝ δηλώνει πάντα πόσο «ασχένιτι» κάθε δημόσιο χώρο.
Κατά τις 7.30 έρχονται οι πρώτες νοσηλεύτριες να αλλάξουν ορούς και καθετήρες. Ήρεμα. Χωρίς να μπουκάρουν βροντώντας τις πόρτες, όπως θυμάσαι από την εποχή που είχε νοσηλευτεί εκεί η μάνα σου με χολή, προ εικοσαετίας. Που συμπεριφέρονταν σαν να δούλευαν σε αποθήκη οικοδομικών υλικών… Και σου μιλούσαν δυνατά και κηδεμονευτικά, λες και η αρρώστια σου σε έκανε αυτομάτως διανοητικά καθυστερημένη ή κουφή.
Δεύτερη ομάδα: θερμοκρασίες και πιέσεις.
Πρωινό στις 8. Λιτό αλλά χορταστικό. Βούτυρο, μαρμελάδα και γάλα ή τσάι. Κάτι σου φαίνεται εκτός τόπου όμως … Τι δεν κουμπώνει με την παλιά εικόνα που είχες στο μυαλό σου; Είναι μήπως που βλέπεις να χαμογελούν οι τραπεζοκόμοι;
Σε λίγο μπαίνουν οι σεκιουριτάδες. «Οι συνοδοί παρακαλώ να βγουν έξω… Θα περάσουν οι γιατροί.» Διακρίνεις τόνο ευγένειας στη φωνή ή σου φαίνεται;
Εννιά η ώρα και περνάει η πρώτη ιατρική ομάδα – σχετικά μικρή. Οι χειρουργοί. Ενημέρωση, έλεγχος της κατάστασης των επεμβάσεων.
Λίγο αργότερα έρχεται η δεύτερη ομάδα, οι ορθοπεδικοί. Πολύ μεγαλύτερη – ορθοπεδικό το τμήμα σου βλέπεις: Ο διευθυντής της κλινικής με όλες του τις περγαμηνές και τη μακρόχρονη πείρα του. Ο ασκούμενος. Τρίτος γιατρός που καταγράφει και συμμετέχει στη συλλογή και αξιολόγηση στοιχείων –δεν θυμάμαι πώς αποκαλείται. Η προϊσταμένη που ενημερώνει για την ακολουθούμενη αγωγή και παίρνει οδηγίες για τη συνέχειά της. Δεύτερη νοσοκόμα. Ο φυσικοθεραπευτής… Δέος! Το δέος του ξαπλωμένου, ανήμπορου ανθρώπου μπροστά στον όρθιο κυρίαρχο της μοίρας του. Τι αισθάνονται οι νοσοκομειακοί γιατροί που το εισπράττουν κάθε μέρα αυτό το συναίσθημα; Βάρος; Ευθύνη; Τίποτα, γιατί είναι κομμάτι της καθημερινότητάς τους και δεν το προσέχουν; Θα πρέπει πάντως να είναι πολύ κομπλεξικός κανείς για να το απολαμβάνει…
Νοσηλεία. Νέα ομάδα νοσοκόμων, η τρίτη από το πρωί, που θα σου δώσει τα φάρμακα και θα σου κάνει τις ενέσεις. Απαντάει και σε ερωτήσεις. Και σου μιλάει και στον πληθυντικό. Σα να είσαι ακόμη ισότιμος πολίτης αυτής της χώρας, που δεν έχει χάσει το δικαίωμα να τον σέβονται, ακόμη κι αν είναι σε δημόσιο νοσοκομείο…
Δέκα περίπου η ώρα. Περνάει η διατροφολόγος, ελέγχει τα διαγράμματα και καταρτίζει το μεσημεριανό μενού. Διατροφή «άλιπος και άναλος». Ανάθεμά σε χοληστερίνη!
Καινούργια εισαγωγή. Προηγούνται δυο εργαζόμενες που στρώνουν το κρεβάτι με καθαρά σεντόνια και κουβέρτες.
Από κοντά κι ο νοσοκόμος για όλες τις δουλειές. Από κουβάλημα μέχρι και καθάρισμα των ανήμπορων και ασυνόδευτων.
Στις 11 αξονική. Αγωνία για τα αποτελέσματα. Ευτυχώς…
Κατά τις δώδεκα φυσικοθεραπεία. Τέσσερις θεραπευτές και θεραπεύτριες μετράς που στελεχώνουν το εργαστήριο. Ίσως να υπάρχουν περισσότεροι. Είναι τα ίδια άτομα που θα περάσουν κι από τους θαλάμους και θα σηκώσουν εγχειρισμένους και αγκυλωμένους, ανθρώπους πονεμένους που βογκούν και κάποιες φορές κλαίνε από απελπισία για την αδυναμία τους.
Δεν έχεις ούτε τα προσόντα ούτε τα στοιχεία για να κρίνεις αν ήταν ορθές οι διαγνώσεις, οι φαρμακευτικές αγωγές καθώς και οι συνδυασμοί τους με άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις. Αυτό θα φανεί εκ του αποτελέσματος. Και πάλι παίζεται. Μια άσχημη εξέλιξη μπορεί να αποδοθεί σε ένα σωρό παράγοντες και ίσως να μην μάθεις ποτέ αν κάτι δεν έγινε σωστά. Καταλήγεις να μην ζητάς απαντήσεις σε τέτοια ερωτηματικά. Αυτό που ζητάς όμως είναι να γίνεται το ανθρωπίνως δυνατόν για το κάθε περιστατικό μέσα σε μια καλά οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα. Και με την έστω περιορισμένη οπτική που έχεις στα πράγματα, αυτό βλέπεις στο Νοσοκομείο Κοζάνης.
Λειτουργεί! Δουλεύει! Παράγει έργο!
Ενώ τα σκέφτεσαι και τα ξανασκέφτεσαι όλα αυτά (έχεις πολύ χρόνο για σκέψεις όταν νοσηλεύεσαι) χαμογελάς πικρά καθώς αναλογίζεσαι «Είναι δυνατόν να φτάσαμε να είμαστε ευχαριστημένοι με τα στοιχειώδη και τα αυτονόητα;» Κι όμως εκεί καταντήσαμε. Όλοι εμείς που παλεύουμε καθημερινά σε μια χώρα με τις περισσότερες δομές της σε κατάρρευση…
Στα Αγγλικά υπάρχει μια έκφραση «Not my job» (δεν είναι δική μου δουλειά) και κυκλοφορούν ένα σωρό γελοιογραφίες και funny pictures στο Internet, στις οποίες γίνεται πλάκα με ακραίες καταστάσεις όπου εμπλέκονται άνθρωποι με το «Not my job» σαν φιλοσοφία ζωής.
Στην Ελλάδα? Τι γίνεται? Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που αμφιβάλει βέβαια ότι το Not my job είχε γίνει καθημερινό μας μότο και εκδήλωση υπέρτατης μαγκιάς. Συνεχίζεται η τάση; Δύσκολο να πεις.
Στο Νοσοκομείο πάντως βλέπεις τους περισσότερους να τρέχουν πάνω κάτω προσπαθώντας να κάνουν τα αδύνατα δυνατά, και ξεχνώντας ότι πολλά απ’ αυτά που επιχειρούν να φέρουν σε πέρας δεν είναι δικιά τους δουλειά, όπως π.χ. να ψάχνουν σε άλλα τμήματα να βρουν βαμβάκι. ‘Η να προσπαθούν να ανακαλύψουν κανένα χάνζαπλαστ να σου καλύψουν την τρύπα από τη βελόνα. Ή να παιδεύονται να σου επιδιορθώσουν τη μπαλκονόπορτα. Ή να συμμετέχουν σε μια μεγάλη εθελοντική ομάδα εργαζομένων που ανέλαβε να καθαρίσει τον περίβολο και να περιποιηθεί τα φυτά της αυλής.
Φοβούνται μήπως τους φαν τα φίδια; Φοβούνται μήπως χάσουν κι αυτή που ΕΙΝΑΙ δουλειά τους? Υπάρχει μια ηγετική ομάδα που τους εμπνέει?
Δεν μπορείς να ξέρεις με σιγουριά.
Αυτό που μπορείς να πεις όμως, πάντα με την περιορισμένη ματιά της ασθενούς, είναι πως το Νοσοκομείο στέκεται όρθιο και λειτουργεί χάρη στον πατριωτισμό των εργαζομένων του.
Καλό είναι να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα.
Κι ας μη μένουμε στη μιζέρια της έλλειψης χαρτιού υγείας…
……………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Είσαι πλέον στο σπίτι και βλέπεις να καλυτερεύει συνεχώς το χέρι σου. Το δεξί. Το χέρι του μυαλού. Που αν δεν υπήρχαν οι υπολογιστές δεν θα μπορούσε να εξωτερικεύσει γραπτά καμιά σκέψη.
Κάθε μέρα σημειώνεις και μια νίκη σε έναν αγώνα που ποτέ δεν είχες διανοηθεί ότι θα έκανες, ξανακατακτώντας δεξιότητες που τις θεωρούσες δεδομένες και ποτέ δεν τις εκτίμησες. «Πάμε ανέλπιστα καλά» λέει ο φυσικοθεραπευτής σου ο Ρούλης, που πέρα από το επαγγελματικό του ενδιαφέρον για την κατάστασή σου έχει και την αγωνία του φίλου να σε δει γρήγορα ικανή «να δίντς μπάτσις πάλι!»
Ένα σωρό άνθρωποι στέκονται γύρω σου. Ο άντρα σου στέζιρου σε όλα, τα παιδιά σου αλαφιασμένα αλλά χαμογελαστά, η μάνα σου που κρύβεται με τη Χιονία και τη Μάτα στο μπαλκόνι για να μην τις βγάλει έξω ο σεκιουριτάς, ο αδελφός σου τάχατια ψύχραιμος κι γινατιασμένους («κανόντσι μόλις βγεις να πααίντς να ξιχουρταριάεις του μπαχτσέ πάλι»), η αδελφή σου που καταφθάνει άγρια χαράματα από την Αθήνα, η Νίνα που παίρνει κάθε πρωί τηλεφωνικά το ημερήσιο ιατρικό ανακοινωθέν από όποιον βρίσκει πρόχειρο, η Φάνη με τα ρυζόγαλα κι τα καρκαλίσματα, η Τούλα κι ο Γιάννης αθόρυβοι φύλακες άγγελοι κι εδώ όπως και σε τόσα άλλα, οι στρατιές των φίλων, οι γείτονες, οι συνάδελφοί. Που προσέρχονται με «αρρουστκά», κασμέρια με το ζόρι και κρυμμένη ανησυχία στα χαμόγελα. Και που σε κατακλύζουν με τηλεφωνήματα και μηνύματα. Κανονικό δίκτυ ασφαλείας που το υποψιαζόσουνα αλλά τώρα το αισθάνεσαι live κάτω από τα πόδια σου.
Αποκλείεται να σ’ αφήσει να πέσεις!
Κι ανάμεσα σε όλα αυτά τα πρόσωπα της ιδιότυπης πινακοθήκης αγάπης που παρελαύνουν μπροστά σου τις ώρες της ανάγκης, βλέπεις να προστρέχουν από παντού παλιοί μαθητές και μαθήτριες. Με την ψυχραιμία του επαγγελματία αλλά και το νοιάξιμο στα μάτια.
Καταξιωμένοι γιατροί, ο Χάρης, η Λένα, ο Γιώργος και τόσοι άλλοι νέοι επιστήμονες που τους παρακολουθούσες και τους καμάρωνες από μακριά μέχρι τώρα. Κι από κοντά οι νοσηλεύτριες. Κι οι διαιτολόγοι. Κι οι τραπεζοκόμοι. Κι οι διοικητικοί υπάλληλοι. Και το προσωπικό ασφαλείας.
«Κυρία Ματίνα εσείς εδώ; Τι πάθατε;» Εξηγείς, χαμογελάς, κι αστειεύεσαι κρατώντας ακόμη τους ίδιους κώδικες που χρησιμοποιούσες για να επικοινωνήσεις μαζί τους όταν ήταν παιδιά.
Έχουν αλλάξει όμως τα πράγματα.
Τώρα εκείνοι σε οδηγούν σε άγνωστους και τρομακτικούς δρόμους.
Με υπομονή και γνώση.
Με τα εφόδια που απέκτησαν θητεύοντας δίπλα σε πολλούς σημαντικούς ανθρώπους.
Και με αγάπη για την παλιά τους δασκάλα.
Αισθάνεσαι ευλογημένη που αξιώθηκες να κάνεις αυτή τη δουλειά…