Η Τζούντι Βαν Νιεκέρκ ήταν μόλις έξι χρονών, όταν η μητέρα της αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένεια της…
καθώς δεν άντεχε την βίαιη συμπεριφορά του συζύγου της.
Η μικρή Τζούντι δεν μπορούσε να φανταστεί τον Γολγοθά που θα αντιμετώπιζε, όταν έμεινε μονή με τον πατέρα της στα περίχωρα του Δουβλίνου. « Τα περισσότερα παιδιά έχουν χαρούμενες αναμνήσεις.
Η Τζούντι με τον πατέρα της
Η Τζούντι σταμάτησε το σχολείο καθώς ο πατέρας της πίστευε ότι αυτή έπρεπε να αναλάβει το ρόλο της νοικοκυράς του σπιτιού. Το μικρό κορίτσι έφτιαχνε πρωινό για όλους και έπλενε στο χέρι
τα ρούχα της οικογένειας, προσπαθώντας να κρατήσει τον πατέρα της ευχαριστημένο. Ωστόσο, η διαστροφή του πατέρα της δεν είχε όρια καθώς άρχισε να κακοποιεί την 11χρονη κόρη του. Η ψυχολογική της κατάσταση επιδεινώθηκε και δεν έδινε σημασία στις δουλειές του σπιτιού, με αποτέλεσμα ο πατέρας της να εξαγριωθεί:«Μου είπε ότι ήμουν κακή και δεν άξιζα την αγάπη του» διηγείται η Τζούντι και προσθέτει ότι απείλησε να την σκοτώσει, αν δεν αλλάξει συμπεριφορά. Ο διαστροφικός πατέρας δεν άργησε να πραγματοποιήσει την απειλή του και πυροβόλησε την νεαρή κοπέλα.
Οι γείτονες, που άκουσαν τον πυροβολισμό, ειδοποίησαν την αστυνομία και τις πρώτες βοήθειες. Η Τζούντι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε σοβαρή κατάσταση αλλά κατάφερε να ξεφύγει τον κίνδυνο. Όταν οι αστυνομικοί την ρώτησαν τι συνέβη, η νεαρή κοπέλα απάντησε ότι η ίδια πάτησε την σκανδάλη χωρίς να το θέλει, υπό το φόβο των αντιποίνων του πατέρα της. Ο επόμενος σταθμός του μαρτυρίου της θα ήταν και ο πιο οδυνηρός :«Έμεινα έγκυος και ήθελα να κρατήσω το μωρό για να έχω παρέα στο σπίτι αλλά ο πατέρας μου δεν ήθελε, γιατί τότε θα μάθαινε ο κόσμος τι γινόταν στο σπίτι. Αρχισε να με χτυπάει με γροθιές στο στομάχι για να ρίξω το μωρό και με έβαζε να κάνω ζεστά μπάνια. Οταν είδε ότι δεν υπήρχε αποτέλεσμα, μου έκανε ο ίδιος έκτρωση χρησιμοποιώντας μια κρεμάστρα».
Η Τζούντι στα 14 της
Στα είκοσι της, η Τζούντι αποφάσισε να φύγει από το σπίτι. Απευθύνθηκε σε ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας, βρήκε δουλειά και άνοιξε ένα λογαριασμό στην τράπεζα. Η νεαρή κοπέλα μετακόμισε στο Λονδίνο αλλά ένοιωθε ακόμα βαριά πάνω της την σκιά του πατέρα της και αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Νότια Αφρική. Εκεί γνώρισε τον σύζυγό της Τίνι, στον οποίο διηγήθηκε την οδυνηρή ιστορία. Ο Τίνι την συμβούλεψε να καταθέσει μήνυση εναντίον του πατέρα της και τον Οκτώβριο του 2000, άρχισε η δίκη. Ο δικαστής καταδίκασε τον πατέρα της σε 15ετη φυλάκιση, λέγοντας ότι ήταν μια από τις χειρότερες υποθέσεις που είχε εκδικάσει. Η Τζούντι πίστευε ότι είχε τελειώσει με το παρελθόν αλλά τέσσερα χρόνια μετά έλαβε ένα μήνυμα από την αστυνομία.
Η Τζούντι με τον σύζυγο της
Ο πατέρας της βρισκόταν στο νοσοκομείο, με τελικό στάδιο καρκίνου του πνεύμονα. Η Τζούντι αποφάσισε να πάει να τον δει και να τον συγχωρέσει. «Οταν τον είδα στο κρεβάτι αδύναμο και φοβισμένο, θυμήθηκα μόνο τις καλές στιγμές που περάσαμε μαζί, τα πικνίκ και τα μαθήματα κολύμβησης. Αποφάσισα να τον συγχωρέσω,
τον κοίταξα στα μάτια και του είπα ότι τον αγαπώ. Για πρώτη φορά στην ζωή μου, αισθάνθηκα ήρεμη».