Σε ένα μικρό στενό του Παγκρατίου, σε μια νεόκτιστη διπλοκατοικία, τρία κορίτσια ετοιμάζονται να ξεκινήσουν τη νέα ζωή τους. Στις ντουλάπες βρίσκονται ήδη τα ρούχα και τα σεντόνια τους. Η κουζίνα δεν είναι ακόμα πλήρως εξοπλισμένη και τα δωμάτια έχουν την ψύχρα ενός σπιτιού που δεν έχει ακόμα ζεσταθεί από τους ενοίκους του. Όλα μυρίζουν καινούργια. Η Αριάν, η Ανέντα και η Ραχήλ είναι ενθουσιασμένες. Αν κάποιος ξέρει από συγκατοίκηση σίγουρα είναι αυτές.
Έχουν περάσει μαζί σχεδόν όλη τη ζωή τους στους κοιτώνες του Χατζηκυριάκειου Ιδρύματος. Στα 17 τους έφυγαν από το ίδρυμα για να σπουδάσουν, η Αριάν νοσηλευτική στο Ηράκλειο, η Ανέντα Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Μεσολόγγι και η Ραχήλ Παιδαγωγικά στην Αθήνα. Τη βδομάδα που τις συνάντησα ετοιμάζονταν να εγκατασταθούν στο σπίτι που τους παρέχει το Χατζηκυριάκειο στο πλαίσιο του προγράμματος Αυτόνομης Διαβίωσης. Ένα πρόγραμμα που λειτουργεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια για να στηρίξει τα ενήλικα κορίτσια του ιδρύματος. «Ποια οικογένεια διώχνει το παιδί της στα 18 και του λέει τώρα είσαι μόνο σου; Στο Χατζηκυριάκειο είμαστε μια οικογένεια κι έτσι στηρίζουμε οικονομικά και συμβουλευτικά τα παιδιά μας και μετά την ενηλικίωσή τους», μου εξηγεί η Αναστασία Κατσιλιέρη, η διευθύντρια Παιδικής Προστασίας του Ιδρύματος.
Τα κορίτσια τη φωνάζουν «κυρία» -όπως συνηθίζουν τα παιδιά να φωνάζουν τις δασκάλες τους- κι εκείνη τους φέρεται σαν μαμά. Φροντίζει τις τελευταίες λεπτομέρειες της εγκατάστασής τους -«να αφήσετε ανοιχτό το καλοριφέρ να ζεστάνει», τους λέει προστατευτικά- και σαν κάθε Ελληνίδα μάνα τις καμαρώνει. Μου μιλάει με περηφάνια για την υποτροφία που πήρε η Ανέντα για μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων -το Χατζηκυριάκειο λαμβάνει συχνά υποτροφίες από κολέγια και ιδρύματα για τα παιδιά του-, για το μεταπτυχιακό της Αριάν στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και για την επιλογή της Ραχήλ να πάρει ειδικότητα στη φροντίδα παιδιών με ειδικές ανάγκες. Μου τονίζει πως καθεμία τους μιλάει τουλάχιστον δύο γλώσσες. «Πολλά από τα παιδιά μας διαλέγουν επαγγέλματα προσφοράς. Είναι παιδιά που έχουν δεχτεί βοήθεια, που έχουν νιώσει προσφορά και καλοσύνη και είναι σαν να θέλουν να την ανταποδώσουν».
Best Friends Forever ή αλλιώς BFF
Μιλάω με τα κορίτσια για τα χρόνια που μεγάλωναν στο Χατζηκυριάκειο. Ξαφνιάζομαι. Αυτό που μου διηγούνται μοιάζει περισσότερο με τον τρόπο ζωής μιας μεγάλης οικογένειας παρά με αυτόν ενός ιδρύματος. «Το πρωί οι κυρίες μας ξυπνούσαν με μουσική και με χάδια. Τρώγαμε το πρωινό μας στη σάλα, παίρναμε το κολατσιό μας στην τσάντα και πηγαίναμε σχολείο. Επιστροφή το μεσημέρι, φαγητό και μελέτη». Τόσο το 5ο Δημοτικό όσο και το 2ο Γυμνάσιο και το Λύκειο, αν και στεγάζονται μέσα στις εγκαταστάσεις του Χατζηκυριάκειου, ανήκουν στα δημόσια σχολεία του Πειραιά. Εκεί τα κορίτσια έχουν την ευκαιρία να κάνουν φίλους και εκτός Χατζηκυριάκειου. Το ίδιο και στις απογευματινές δραστηριότητές τους. «Στα αγγλικά, στα γαλλικά στο μπαλέτο, στο κολυμβητήριο. Όποτε θέλαμε μπορούσαμε να επισκεφθούμε τις φίλες μας έξω ή να καλέσουμε εμείς εκείνες στο Ίδρυμα. Οι μεγαλύτερες παίρναμε χαρτζιλίκι για να πάμε σινεμά και να βγούμε με τις φίλες ή και τα φλερτ μας».
Γελάμε πολύ όταν τα κορίτσια μου μιλούν για το πόσες φορές οι κυρίες του ιδρύματος έχουν υποδυθεί τη θεία ή τη νονά όταν της πετύχαιναν τυχαία έξω με το ραντεβού τους. «Δεν λέγαμε πάντα πως είμαστε από το Ίδρυμα. Τουλάχιστον τον πρώτο καιρό. Όταν το φλερτ μας ήθελε να μας συνοδεύσει μέχρι το σπίτι, εμείς σταματάγαμε μπροστά σε μια πολυκατοικία και φτιάχναμε την ιστορία. Στον πρώτο μένω εγώ, στο δεύτερο η φίλη μου. Το κακό είναι ότι την επόμενη φορά μπορεί να λέγαμε άλλα. Μετά άντε να τα μπαλώσεις», μου εξηγεί η Ανέντα. «Το να ζεις στο Χατζηκυριάκειο ήταν σαν να ζεις εικοσιτέσσερις ώρες με τις κολλητές σου. Ή σαν να ζεις σε μια μεγάλη οικογένεια με πολλές αδελφές», μου λέει η Ραχήλ. «Να τρως μαζί, να κοιμάσαι μαζί. Στις δέκα το βράδυ έκλειναν τα φώτα. Τι τραβούσαν οι κυρίες που είχαν βραδινή βάρδια για να μας κάνουν να σταματήσουμε τις κουβέντες και τα γέλια».
Η ζωή της Αριάν, της Ανέντας και της Ραχήλ δεν έμοιαζε πάντα με πενταήμερη. Όλες τους είχαν δύσκολα παιδικά χρόνια μεγαλώνοντας σε μονογονεϊκές οικογένειες που δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα και βίωναν πολύ δύσκολες συνθήκες.
Η Ανέντα με τη μητέρα της και το μικρό της αδερφό, ήρθαν από την Αλβανία όταν εκείνη ήταν 7 ετών. «Στο σχολείο τα παιδιά ήταν πολύ σκληρά και με κορόιδευαν. Δεν ήξερα τη γλώσσα και αυτό έκανε τα πράγματα χειρότερα. Σ’ εκείνο το σχολείο ένιωσα το ρατσισμό. Δεν ήθελα να πηγαίνω». Η μητέρα της έμαθε για το Χατζηκυριάκειο από μια γιατρό στο Παίδων όπου δούλευε. «Θυμάμαι την πρώτη μέρα σαν να ήταν χθες. Τα άλλα κορίτσια. Τις κυρίες. Πώς με πλησίασαν και με αγκάλιασαν. Τη στιγμή που έφευγε η μητέρα μου πλάνταξα στο κλάμα».
Λίγες μέρες αργότερα τις συναντάω στο Χατζηκυριάκειο. Μου δείχνουν τον κοιτώνα όπου κοιμούνταν όταν πρωτοήρθαν. Περνάμε από τον έναν κοιτώνα στον άλλο κι εκείνες ξεκινούν τα φλας μπακ και τις αναμνήσεις. «Εκεί κοιμόμουν στη Β΄ Γυμνασίου». «Θυμάσαι, εδώ κοιμόταν η Ελένη», λένε η μία στην άλλη. Περνάμε και από τον ξενώνα όπου έμεναν στην Γ΄ Λυκείου. Ένα σπίτι το οποίο μπορούσε να φιλοξενήσει μέχρι πέντε κορίτσια και που προοριζόταν για τις τελειόφοιτες. «Σε αυτό ζούσαμε αυτόνομα. Πλέναμε μόνες μας τα πιάτα μας, τα ρούχα μας και μπορούσαμε να μελετάμε με μεγαλύτερη ησυχία και μέχρι όσο αργά θέλαμε». Σε λίγο περνάμε έξω από το Δημοτικό. Είναι διάλειμμα. Τα μικρότερα παιδιά φωνάζουν τα ονόματά τους, πηδούν πάνω τους και τις αγκαλιάζουν. Λίγο παρακάτω, στην αίθουσα εκδηλώσεων, ετοιμάζεται το αυριανό πάρτι γενεθλίων για ένα από τα κορίτσια του Οικοτροφείου.
Κάθε αρχή και δύσκολη
Η Ραχήλ έφτασε στο ίδρυμα στα 12 μαζί με τη μικρή αδελφή της. Η μητέρα της διάβασε για το Χατζηκυριάκειο σε ένα περιοδικό. Το έδειξε στα κορίτσια εξηγώντας τους πως εκείνη δεν μπορούσε άλλο να τις στηρίξει. Θα ήταν καλύτερα για εκείνες εκεί, τους είπε. «Με την αδελφή μου πήραμε το περιοδικό και το εξαφανίσαμε για να μην μπορέσει να επικοινωνήσει. Εκείνη όμως είχε κρατήσει το τηλέφωνο. Ο πρώτος καιρός ήταν πολύ δύσκολος. Τα υπόλοιπα κορίτσια ήταν μαζί από πιο μικρά, είχαν τις παρέες τους. Είχα κλειστεί κι εγώ στον εαυτό μου. Το μόνο μου στήριγμα στην αρχή ήταν η αδελφή μου και ας ήταν μικρότερη. Είχα ένα δικό μου άνθρωπο να μιλήσω».
Πριν από λίγο καιρό η Αριάν ως εθελόντρια νοσηλεύτρια βρέθηκε στη Μυτιλήνη. Βλέποντας τους ανθρώπους αυτούς να φτάνουν ταλαιπωρημένοι και βρεγμένοι, μητέρες να έχουν τα παιδιά τους τυλιγμένα σε σακούλες για να μη βραχούν θυμήθηκε τη δική της οικογένεια και το δικό της δύσκολο ταξίδι από τη Ρουάντα στην Ελλάδα. «Για τέσσερις μέρες η μητέρα μου δεν είχε τίποτα να δώσει σ’ εμένα και στα αδέλφια μου και χρειάστηκε να κόβει φύλλα από τα δέντρα αβοκάντο και να τα ανακατεύει με νερό για να μας δώσει να βάλουμε κάτι στο στόμα μας. Τελικά τα καταφέραμε και φτάσαμε στην Ελλάδα. Η μητέρα μας μας άφησε στο Χατζηκυριάκειο και αμέσως γύρισε πίσω στη Ρουάντα για να φροντίσει τα παιδιά της αδελφής της που είχαν μείνει ορφανά».
Η πρώτη μέρα στο Χατζηκυριάκειο για την Αριάν και τις δύο αδελφές της ήταν ένα πολιτισμικό σοκ. «Τα πάντα ήταν διαφορετικά, τα φαγητά, η γλώσσα. Όμως αμέσως νιώσαμε ασφάλεια. Στη Ρουάντα βλέπαμε συνεχώς άνδρες με όπλα. Στην Ελλάδα καταλάβαμε ότι δεν κινδυνεύαμε πια». Εκείνη και η μεγαλύτερη αδελφή της, η Άντζι, πήγαν σε διαπολιτισμικό σχολείο. Η Μπελίζ, η μικρή, ξεκίνησε κανονικά στο δημόσιο σχολείο στο Χατζηκυριάκειο. «Πολύ γρήγορα ήταν σαν να έσβησε από τον εγκέφαλό της τη γλώσσα μας και να ήξερε μόνο ελληνικά. Ζώντας ανάμεσα σε λευκά παιδιά για μεγάλο διάστημα νόμιζε πως είναι λευκή και έπρεπε να βρεθεί μπροστά σε καθρέφτη για να θυμηθεί πως είναι μαύρη», μου λέει η Αριάν.
Τα περισσότερα παιδιά στο Χατζηκυριάκειο δεν έχουν χάσει τους γονείς τους. Είναι παιδιά μονογονεϊκών οικογενειών ή οι γονείς τους είναι άνθρωποι που βρέθηκαν σε μεγάλη δυσκολία και ανάγκη. «Όπου σταθώ προσπαθώ να εξηγήσω πόσο εύκολο είναι για όλους μας να περάσουμε από την άλλη πλευρά. Ειδικά σε μια χώρα που μαστίζεται από την κρίση και την ανεργία και που οι συνθήκες ζωής αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη. Το ίδρυμα δεν υποκαθιστά τους γονείς και προσπαθούμε να εξασφαλίσουμε όσο το δυνατό συχνότερη επικοινωνία μαζί τους», μου διευκρινίζει η κ. Κατσιλιέρη. «Πολύ συχνά ζητούσαμε από τις κυρίες να τηλεφωνήσουμε στους δικούς κι εκείνες ήταν πάντα εγκάρδιες και πρόθυμες. Τον πρώτο καιρό η μητέρα μου ερχόταν και με έβλεπε κάθε Σαββατοκύριακο. Όταν πέρασε ο καιρός και προσαρμόστηκα, συχνά της έλεγα εγώ να μην έρθει γιατί ήθελα να μείνω με τα κορίτσια», λέει η Ανέντα. «Κάποια στιγμή που η μητέρα μου ήρθε από τη Ρουάντα και θέλησε να μας επισκεφθεί έμεινε στο ίδρυμα. Προσπαθούσαν πάντα να νιώθουμε πως οι γονείς μας ήταν κοντά», συμπληρώνει η Αριάν.
Τις ακούω να συζητούν για το πρόσφατο reunion τους. Η Μαρία ήρθε με τον άνδρα και τα δυο παιδιά της. Το μεγάλο στο καρότσι, το μικρό στο μάρσιππο. Η Κατερίνα από την Κεφαλονιά όπου σπουδάζει τεχνολόγος τροφίμων .Η Δήμητρα από την Κέρκυρα όπου ζει μόνιμα και δουλεύει για μεγάλη εταιρία. Μοιάζει με οικογενειακό reunion μόνο με περισσότερα άτομα. Σε κάθε τέτοια περίσταση δεν σταματούν να θυμούνται αλλά και να μοιράζονται τα νέα από τη ζωή καθεμιάς. Μια φράση έχει μείνει στο νου μου καθώς τις αφήνω πίσω μου: «Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους του Χατζηκυριάκειου αλλά και για τη μαμά μου που είχε τη δύναμη να μας αποχωριστεί για να αποκτήσουμε καλύτερα εφόδια από αυτά που θα μπορούσε να μας δώσει η ίδια».
0 comments