Πρώην Νομάρχη Κοζάνης
Η στήριξη για την ομαλή λειτουργία και εξέλιξη του Πανεπιστημίου Δυτ. Μακεδονίας είναι υποχρέωση όλων μας. Πρωτίστως βέβαια της ακαδημαϊκής κοινότητας, με την αυτονόητη ευαισθησία και συστράτευση των τοπικών θεσμών και φορέων. Οι τελευταίοι μάλιστα το έχουν αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια, με τις πρωτοβουλίες που πήραν, ώστε να δημιουργηθεί καταρχήν το πρώτο πολυτεχνικό Τμήμα, ως προάγγελος του αυτόνομου Πανεπιστημιακού Ιδρύματος αλλά και με την πολύπλευρη στήριξη που παρείχαν στην έναρξη λειτουργίας των Τμημάτων.
Είναι γνωστές, στην κοινωνία του Νομού Κοζάνης, οι κοινές πρωτοβουλίες που λήφθηκαν, τόσο από τον υποφαινόμενο όσο και από το Δήμαρχο Κοζάνης, για να έχουμε σήμερα αυτές τις ελπιδοφόρες εξελίξεις. Ήδη, στην Κοζάνη, το πρώτο τμήμα Διαχείρισης Ενεργειακών Πόρων χορηγεί πτυχία, ενώ το άλλο, Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών διανύει το δεύτερο έτος, με την προσδοκία όλων μας, σύντομα να αναπτυχθούν και άλλα.
Η ανακοίνωση λειτουργίας του δεύτερου Τμήματος, δίπλα στο ήδη υπάρχον, χαιρετίστηκε από όλους ως ένα επιπλέον σοβαρό βήμα για την ίδρυση και λειτουργία και άλλων νέων Τμημάτων. Αποτελεί επομένως η εξέλιξη αυτή, για όλους μας, ένα πέρα για πέρα θετικότατο γεγονός. Υποθέτω και εκτιμώ, όπως τουλάχιστο προκύπτει από διάφορα δημοσιεύματα και άρθρα στον Τύπο και του ίδιου του Προέδρου κ. Μασσαλά, ότι αυτό γίνεται στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού του Ιδρύματος, τον οποίο εγκρίνει και αποφασίζει τελικώς το Υπουργείο Παιδείας. Αυτό βέβαια είναι πολύ θετικό για να αναπτυχθεί σε βάθος χρόνου η κρίσιμη μάζα των επιστημονικών περιοχών ώστε να ανταποκρίνεται πλέον στη λειτουργία ενός ολοκληρωμένου και σύγχρονου Πανεπιστημιακού Ιδρύματος όπως είναι η ελπίδα κάθε οργανωμένης κοινωνίας.
Το Τμήμα που ανακοινώθηκε και ήδη λειτουργεί για δεύτερη χρονιά είναι αναμφίβολα, νεωτεριστικό και ελπιδοφόρο, με δεδομένο ότι κινείται στο χώρο των νέων τεχνολογιών και της κοινωνίας της πληροφορίας και σήμερα αποτελεί ή πρέπει να αποτελεί, τη «μαγιά» ενός κύκλου συγγενών τμημάτων προκειμένου να επιτελέσει ουσιαστικά και αποτελεσματικά το δικό του ρόλο.
Όμως επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό και χωρίς διάθεση κριτικής ή αντιδικίας με οποιονδήποτε, στηριζόμενος κυρίως σε δύο δικές μου πρότερες ιδιότητες, να τοποθετηθώ και να αναπτύξω τον προβληματισμό μου για την τύχη του πρώτου Τμήματος. Το κάνω αυτό στηριζόμενος, τόσο στην παλαιότερη, για μια δεκαετία περίπου δική μου θητεία ως πανεπιστημιακού δασκάλου στο ΑΠΘ, έστω σε χαμηλότερη βαθμίδα, αφού συμμετείχα σε επιτροπές αναβάθμισης των Πανεπιστημιακών σπουδών εκ μέρους του Ε.Δ.Π., όσο και στην προηγούμενη θητεία μου ως Νομάρχη, στην κρίσιμη περίοδο που πάρθηκαν αυτές οι αποφάσεις. Μαζί με τον κ. Κουκουλόπουλο δημιουργήσαμε όλες εκείνες τις ευνοϊκές προϋποθέσεις και πήραμε όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες ώστε να ιδρυθεί το πρώτο τμήμα ως παράρτημα του ΑΠΘ. Μεγάλη ήταν η συμβολή της αντιπρυτάνεως κ.Γκίμπα και του Πρύτανη κ.Παπαδόπουλου και σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά να ανακοινωθεί η ίδρυση και λειτουργία του αυτόνομου πλέον Πανεπιστημίου, με τον προχωρημένο πυρήνα της Φλώρινας αλλά και ο καθορισμός της έδρας. Λίγοι γνωρίζουν το παρασκήνιο των αντιδράσεων σημαντικών πολιτικών παραγόντων της περιοχής μας, που προτιμούσαν εκείνη την περίοδο να μην ανακοινωθεί καν η έδρα του Πανεπιστημίου Δ.Μ. για να μην προκληθούν κραδασμοί(Υπουργός Παιδείας τότε κ. Ευθυμίου).
Βέβαια όλες αυτές οι διεργασίες και οι θετικές εξελίξεις είχαν την αμέριστη στήριξη και συμμετοχή όλων των παραγόντων της περιοχής μας, το βάρος όμως το σηκώσαμε δύο άτομα.
Εκτιμώ πως όλα τα παραπάνω μου δίνουν το πρόσθετο δικαίωμα να καταθέσω τη γνώμη μου για το τμήμα Διαχείρισης Ενεργειακών Πόρων. Πιστεύω λοιπόν πως επιβαλλόταν αρχικά και επιβάλλεται πλέον επιτακτικά τώρα, «αρχής γενομένης» από το νέο ακαδημαϊκό έτος, να δημιουργηθεί εκείνη η κρίσιμη μάζα συγγενών νέων τμημάτων, ώστε μαζί με το υπάρχον, να ολοκληρωθεί ένας ιδανικός κύκλος εκπαιδευτικής και ερευνητικής ενεργειακής λειτουργίας για να ανταποκρίνεται καταρχήν στις ανάγκες των καιρών αλλά και στις προσδοκίες της τοπικής κοινωνίας. Θεωρώ όλα αυτά αυτονόητα. Όμως στην Ελλάδα δυστυχώς το αυτονόητο είναι πάντα προς υπενθύμιση και διεκδίκηση. Θα ήμουν ευτυχής αν άνοιγε ένας διάλογος τόσο από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας όσο και από τους τοπικούς θεσμούς και φορείς, ώστε να προσεγγίσουμε το θέμα με τη δέουσα προσοχή και ευθύνη, χωρίς τους «θερμοκαφαλισμούς» της τρέχουσας πολιτικής περιόδου.
Είναι γεγονός όμως ότι η επερχόμενη «απελευθέρωση» της εκπαίδευσης θα πλήξει κυρίως το Ελληνικό Περιφερειακό Πανεπιστήμιο. Η Δυτ. Μακεδονία ως νέα περιφερειακή Πανεπιστημιακή οντότητα οφείλει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα όχι με αφορισμούς, αλλά με τη δημιουργία συγκριτικού και ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος τόσο στην οικονομική διαδικασία όσο και στο ακαδημαϊκό σκέλος με την εκπαιδευτική και ερευνητική δραστηριότητα.
Η παραγωγή και η διαχείριση της ενέργειας που παράγεται από τον ορυκτό πλούτο της περιοχής και των άλλων μορφών, και οι συνακόλουθες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη λειτουργία των ενεργειακών μονάδων, νομίζω ότι μπορούν να αποτελέσουν ένα κρίσιμο πεδίο, όπου η έρευνα θα συναντά την παραγωγική διαδικασία και τελικώς την αγορά. Αναμφίβολα στην νέα εποχή που διανύουμε η συνύπαρξη έρευνας και αγοράς είναι μεν δύσκολη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί επιδιώκει να καλύψει μία ορατή απαίτηση της κοινωνίας για να απαντηθούν επαρκέστερα τα κλασικά διλήμματα ανάπτυξης και περιβαλλοντικής – κοινωνικής προστασίας. Η υιοθέτηση επομένως μιας κοινής εκπαιδευτικής – ερευνητικής προσπάθειας από το Τμήμα Διαχείρισης Ενεργειακών Πόρων σε γόνιμη συνεργασία με την περιβαλλοντική – αντιρρυπαντική συνιστώσα των ΤΕΙ θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις υπέρβασης της επερχόμενης κρίσης καθώς η συγκρότηση ισχυρών επιστημονικών τομέων με ενεργειακό και περιβαλλοντικό περιεχόμενο θα ενδυναμώσουν το εξελισσόμενο Πανεπιστήμιο και θα δώσουν βιώσιμες προσδοκίες για την ανάπτυξη και επιβίωση του, στη Δυτ. Μακεδονία και στην ευρύτερη περιοχή.
Πηγή : Εφημερίδα Πτολεμαίος