Ξεκινάει μια χρονιά η οποία δεν ξέρω αν είναι καλή ή κακή, αλλά θα είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα. Θέλω να σας ρωτήσω λοιπόν το δεύτερο κύμα όλοι οι ειδικοί λένε ότι ήδη είμαστε στην αρχή του, είμαστε μέσα του, τα νούμερα του προϋπολογισμοί δείχνουν στην καλύτερη περίπτωση δημοσιονομικό εκτροχιασμό, για να μην μιλήσουμε για τους κοινωνικούς δείκτες που δείχνουν ότι θα είναι πολύ βαρύς αυτός ο χειμώνας και αβίωτος για πολύ κόσμο.
Θέλω να σας ρωτήσω τι βλέπετε να έρχεται; Τι θα μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση να το ανασχέσει και επίσης αν αυτά τα βαριά που έρχονται κι εσείς προβλέπεται, ως ΣΥΡΙΖΑ, ότι θα έρθουν, θα σας οδηγήσουν να σκληρύνετε την αντιπολιτευτική σας στάση.
Κύριε Μελιγγώνη, μικρή σημασία έχει η αντιπολιτευτική μας στάση. Αυτό που έχει σημασία είναι απ’ όλα όσα είπατε να μείνουμε λίγο στο κοινωνικό κομμάτι. Διότι οι κοινωνικοί δείκτες πιστεύω ότι ήδη έχουν επιδεινωθεί δραματικά και πολύ φοβάμαι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πολύ δύσκολο φθινόπωρο. Έχω την αίσθηση ότι το συναίσθημα που κυριαρχεί στον μέσο Έλληνα πολίτη είναι το συναίσθημα της ανασφάλειας με πρωτοφανή τρόπο. Η ανασφάλεια είναι γενικευμένη. Φοβάμαι ότι ούτε στην εποχή των μνημονίων και της οικονομικής ασφυξίας υπήρξε τόσο γενικευμένο το αίσθημα της ανασφάλειας των Ελλήνων πολιτών.
Έχουμε μια τριπλή κρίση στην πραγματικότητα. Έχουμε μια υγειονομική κρίση που, αντί να αμβλύνεται, οξύνεται. Έχουμε μια οικονομική κρίση που είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας της κυβέρνησης να μπορέσει να διαχειριστεί τις επιπτώσεις της. Και βλέπουμε και ολοένα και περισσότερο να αυξάνονται οι φόβοι για μια κρίση ασφάλειας στην περιοχή μας, μια μεγάλη ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με τον φόβο ότι η κυβέρνηση κινείται και εκεί χωρίς πυξίδα.
Όλα αυτά συμπυκνώνονται σε ένα πρωτοφανώςγενικευμένο συναίσθημα ανασφάλειας απέναντι στους Έλληνες πολίτες.
Νομίζω ότι αυτό δεν μπορούμε να μην το λάβουμε υπόψη μας. Δενμπορεί πρώτα και κύρια η κυβέρνηση να μην το λαμβάνει υπόψη και να κινείται διαρκώς και μόνο με γνώμονα την επικοινωνία και τα επικοινωνιακά εφευρήματα και πυροτεχνήματα που διαρκούν μόνο λίγες ώρες. Τα προβλήματα είναι μεγάλα και πρέπει να σκύψει σε αυτά τα προβλήματα και να θυμηθεί την κριτική που ασκούμε εδώ και έξι μήνες από την αρχή της πανδημίας για τις κινήσεις που έπρεπε να γίνουν τόσο στον τομέα της δημόσιας υγείας για να θωρακιστεί. Διότι κάποιοι αυτοβαυκαλίζονταν ως Μεσσίες, ότι λύσανε τα προβλήματα, μας σώσανε κ.λπ., Είναι μπροστά τα προβλήματα, η κρίση αυτή δεν μπορεί κανείς να έχει την αίσθηση ότι την έχει ξεπεράσει.
Το δεύτερο, ο τρόπος που ανοίξανε τον τουρισμό, ο τρόπος που ανοίξανε την οικονομία, η αδυναμία τους να στηρίξουν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους έχει δημιουργήσει ένα κοκτέιλ εξαιρετικά επικίνδυνο, το κοκτέιλ της υγειονομικής κρίσης σε συνδυασμό με την οικονομική κατάρρευση. Αν σ’ όλα αυτά προσθέσουμε και την ανασφάλεια για τα εθνικά μας θέματα, νομίζω ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα πολύ δύσκολο φθινόπωρο.
– Άρα, κύριε Πρόεδρε, επειδή αναφερθήκατε στο θέμα του τουρισμού, όλοι οι επιδημιολόγοι έλεγαν ότι με το που βγούμε από τα σπίτια μας, με το που θα τελειώσει η καραντίνα είναι αναπόφευκτο, αφού δεν υπάρχει στοχευμένο φάρμακο ή εμβόλιο για τον κορωνοϊό, ότι θα είχαμε αυξανόμενα κρούσματα. Φαντάζομαι δεν λέει κανείς ότι δεν έπρεπε να ανοίξει ο τουρισμός ή ότι δεν έπρεπε να βγούμε από τα σπίτια μας, να λειτουργήσει η οικονομία. Οπότε, μήπως κάνετε κριτική, ανεξαρτήτως του αν η κυβέρνηση έκανε μπρος-πίσω, παλινωδίες κι όλα αυτά, μήπως κάνετε κριτική για κάτι το οποίο ούτως ή άλλως θα ερχόταν, άμα βγαίναμε από το σπίτι μας κάποιοι θα κολλούσαν ή θα κολλούσαμε κορωνοϊό…
Το θέμα δεν είναι ότι αυξάνονται τα κρούσματα. Το θέμα είναι ότι είχαμε στα χέρια μας μια εξαιρετικά θετική κατάσταση σε υγειονομικό πεδίο χάρη στη στάση των Ελλήνων πολιτών που θυσίασαν άλλοι την οικονομική τους σταθερότητα, άλλοι την οικονομική τους αυτάρκεια, άλλοι τις προσωπικές τους ελευθερίες για δύο μήνες στη γενικευμένη καραντίνα, το lockdown, η οποία έπρεπε να αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση σαν μεγάλο ατού για να επανεκκινήσει τον τουρισμό με βάση αυτό. Το μεγάλο brand για τη χώρα φέτος το καλοκαίρι θα έπρεπε να είναι η εξαιρετικά θετική εικόνα σε ό,τι αφορά την πορεία της πανδημίας. Άρα, η κυβέρνηση το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να απαιτήσει ήταν, πέρα από το θέμα των αεροπορικών εταιριών, που αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήταν στο δικό της χέρι να απαιτήσει μικρότερη πληρότητα, αλλά μπορούσε να απαιτήσει γενικευμένα υγειονομικά πρωτόκολλα σε όλες τις πύλες εισόδου, ώστε να απαιτείται αυτό το τεστ των 72 ωρών, που απαιτήθηκε μόνο για τον Προμαχώνα τελικά, το οποίο πιθανώς να περιόριζε αρχικά την αίσθηση που μπορεί όλοι να είχαμε για τις ροές, αλλά θα καθιστούσε την Ελλάδα έναν εξαιρετικά ελκυστικό προορισμό σε όλους όσοι ήθελαν να κάνουν τουρισμό με ασφάλεια. Αντί αυτού, κυριάρχησε μια οικονομίστικη λογική, ακριβώς στην αντίθετη λογική, στην αντίθετη κατεύθυνση μ’ αυτήν που κυριάρχησε –και ορθώς- την περίοδο που επιβλήθηκαν τα περιοριστικά μέτρα.
Κι εδώ βλέπουμε ότι στη ζυγαριά «οικονομία ή υγεία», βρισκόμαστε στο εξής παράδοξο. Το πρώτο διάστημα θυσιάσαμε την οικονομία προκειμένου να διατηρήσουμε αλώβητη τη δημόσια υγεία. Και στο δεύτερο διάστημα θυσιάσαμε τη δημόσια υγεία μπας και σώσουμε την οικονομία. Εντέλει, βρεθήκαμε και στα δύο με αρνητικό ισοζύγιο.
Άρα λοιπόν, εδώ η κυβέρνηση έχει μεγάλες ευθύνες. Και εδώ δεν μιλάει μια παράταξη, μια πολιτική δύναμη η οποία δεν πολιτεύεται με τον τρόπο που πολιτευόταν η Ν.Δ. όταν ήταν στην αντιπολίτευση:λέγαμε εμείς είναι μέρα, όχι, λέγανε αυτοί, είναι νύχτα. Λέγαμε εμείς είναι νύχτα, λέγανε αυτοί, είναι μέρα. Φάνηκε αυτό και με το οξύμωρο της άποψης για τα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο. Όταν τα προτείναμε εμείς, ήταν προδοσία. Και τώρα, μεγαλώνουμε την Ελλάδα.
Εμείς δεν κρατήσαμε μια τέτοια στάση, μια στάση ακραίας αντιπολίτευσης για την αντιπολίτευση, μια προκλητικά υποκριτική θέση και στάση. Ίσα-ίσα σε όλη την (πρώτη) περίοδο της πανδημίας μας κατηγορούσαν μάλιστα ότι ήμασταν υπερβολικά συναινετικοί, ότι στηρίζουμε την κυβέρνηση. Ναι, την στηρίξαμε γιατί η προσπάθεια ήταν προσπάθεια προς την ελληνική κοινωνία, όχι για την αντιπολίτευση και πόσα θα κερδίσεις, πόσα θα χάσεις. Σε εσάς είχα δώσει μια συνέντευξη και είχα πει ότι την περίοδο, τη στιγμή που διακυβεύεται η ζωή των ανθρώπων, δεν έχει σημασία αν κερδίζεις ή χάνεις ψήφους.
– Άρα, αν δεν ήταν αυτή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να μην είχαμε μείνει όλοι στο σπίτι… Δηλαδή ότι συνέβαλε και η αντιπολίτευση στο να περάσει αυτό το μήνυμα…
Δεν θέλω να σταθώ εκεί. Προφανώς και συνέβαλε η αντιπολίτευση. Αλλά δεν θέλω να σταθώ εκεί. Λέω το εξής. Ότι εμείς που τηρήσαμε αυτή τη στάση, δεν μπορούμε τώρα, δεν έχουμε δικαίωμα να σιωπήσουμε όταν βλέπουμε αυτή την αντιφατική συμπεριφορά, όταν βλέπουμε ότι μοναδικός στόχος και γνώμονας της στάσης του ίδιου του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης ήταν να καρπωθούν πολιτική υπεραξία από την πορεία της πανδημίας. Και τώρα που τα πράγματα σκουραίνουν, εξαιτίας των δικών τους αντιφάσεων και παλινωδιών και αποφάσεων, ρίχνουν την ευθύνη στον πολίτη. Αυτό δεν είναι έντιμο. Δεν μπορείς να βγαίνεις και να λες: σας έσωσα και τώρα φταίτε εσείς. Φταίνε οι νέοι άνθρωποι όταν πηγαίνανε στις πλατείες και έστελνε την αστυνομία. Και την ίδια στιγμή, είχαμε δεξιώσεις και τα εγκαίνια της πλατείας Ομονοίας με έναν συνωστισμό επισήμων παραγόντων.
Αυτά είναι αντιφατικά μηνύματα. Αλλά εγώ θέλω να μιλήσω για τα μεγάλα λάθη. Τα μεγάλα λάθη λοιπόν ήταν το άνοιγμα του τουρισμού χωρίς σχέδιο, χωρίς ενιαία υγειονομικά πρωτόκολλα. Τα μεγάλα λάθη και οι αντιφάσεις στο όνομα της οικονομίας και των ισχυρών οικονομικών πιέσεων ήταν το 85% πληρότητα στα πλοία τη στιγμή που έλεγε στον κόσμο ότι εσύ φταις. Ήταν το γεγονός ότι δεν αύξησαν τα δρομολόγια στις δημόσιες συγκοινωνίες και συνωστίζονταν οι πολίτες μέσα στο Μετρό και στα δημόσια λεωφορεία. Προφανώς, όλα όσα συνέβησαν με τις αεροπορικές εταιρείες. Και, βεβαίως, τα μεγάλα λάθη και οι αντιφάσεις έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι από την αρχή της κρίσης ως σήμερα δεν έχει κρατηθεί μια ενιαία στρατηγική σε ό,τι αφορά τα υγειονομικά πρωτόκολλα και τους όρους προφύλαξης.
Δεν θεωρώ λοιπόν ότι έχει νόημα σήμερα να κουνάνε το δάχτυλο στους πολίτες. Αυτό που έχει νόημα σήμερα να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι έχουμε βρεθεί ξανά στο σημείο μηδέν. Ότι όλα όσα πετύχαμε με μεγάλο κόπο και θυσία από την πλευρά των πολιτών μέσα σε τρεις μήνες εξαιτίας αυτών των πολιτικών που επιλέγηκαν, έχουν πάει στράφι και ότι κινδυνεύουμε τούτη την ώρα να βρεθούμε μπροστά σε μίαυγειονομική κρίση πρωτοφανή που δεν θα μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε.
– Κύριε πρόεδρε, μετράμε ώρες ως τις ανακοινώσεις για το πώς θα ανοίξουν τα σχολεία. Έχετε ήδη αρχίσει να ξεδιπλώνετε μια κριτική. Υπάρχουν και πολλοί που συγκρίνουν το πώς θα ανοίξουν τα σχολεία στην Ελλάδα, τουλάχιστον πώς διαφαίνεται πως θα ανοίξουν σε σχέση με άλλες χώρες όπως η Ιταλία κτλ, αλλά αναρωτιέμαι τι μπορεί κανείς να ζητήσει από μια χώρα η οποία πριν δυο χρόνια βγήκε από τα μνημόνια τέτοιες μέρες και δεν είναι το πιο απλό πράγμα του κόσμου, το γνωρίζετε πολύ καλύτερα από μένα, έχετε διαχειριστεί εξουσία, να βρεις σε δυο μήνες πρόσθετες σχολικές αίθουσες, να κάνεις διορισμούς εξπρές καθηγητών, αναπληρωτών κτλ. Μήπως δεν ήταν αρκετός ο χρόνος για να γίνουν όλα όσα εσείς ζητάτε για τη φετινή σχολική χρονιά;
Καταρχάς, δεν ήταν δυο μήνες. Η κρίση του κορωνοϊού έχει έρθει έξι μήνες στη χώρα μας, από τον Μάρτιο. Άρα, στην πραγματικότητα, εδώ και έξι μήνες εμείς απαιτούμε και ζητούμε από την κυβέρνηση να αφήσει την επικοινωνία και να φερθεί με σοβαρότητα. Και με την ενίσχυση της δημόσιας υγείας των νοσοκομείων, που, αν συγκρίνει κανείς τον Ιούνιο του 2019 με τον Ιούνιο του 2020, έχουμε μείωση στο μόνιμο προσωπικό στα δημόσια νοσοκομεία, ενώ θα έπρεπε να είχαμε αύξηση, τη στιγμή που θα έπρεπε να είχαμε ενισχύσει το ΕΣΥ και όχι μονάχα πυροτεχνήματα επικοινωνιακά. Δεν είχαμε λοιπόν ούτε ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ, δυστυχώς, του ΕθνικούΣυστήματος Υγείας, αλλά ούτε μια φροντίδα μια έγνοια, όπως γίνεται σε όλες τις χώρες της ΕΕ, σε άλλες χώρες σημαντικές στην ΕΕ. Διότι προφανώς η ζωή πρέπει να επανεκκινήσει, και τα σχολεία πρέπει να λειτουργήσουν, αλλά τα σχολεία πρέπει να λειτουργήσουν με κανόνες, με τις μικρότερες δυνατές συνθήκες συνωστισμού. Δεν είναι εύκολο αυτό. Αυτό απαιτεί περισσότερες αίθουσες και εκπαιδευτικούς. Αυτό δηλαδή απαιτεί να πάμε σε μια διαδικασία που θα ‘ναι λιγότεροι μαθητές στην αίθουσα προκειμένου να είναι πιο αραιά, να κάθονται πιο αραιά μεταξύ τους και να τηρούνται οι κανόνες υγειονομικής προστασίας. Αντί αυτού, η υπουργός Παιδείας στη χώρα μας, το μόνο που είχε ως έγνοια ήταν να κάνει τα χατίρια των σχολαρχών, της ιδιωτικής εκπαίδευσης, δηλαδή, και να περάσει μάλιστα και ένα νομοσχέδιο στο οποίο τους έκανε τα χατίρια. Άλλωστε, έχουν παραδεχτεί ότι είναι χορηγοί της, χορηγοί της ΝΔ και της ίδιας και ταυτόχρονα μέσα σε αυτό το νομοσχέδιο, αύξανε τον αριθμό των μαθητών στο δημοτικό από 22 σε 25. Έρχεται λοιπόν η πανδημία και εσύ αυξάνεις τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη αντί να τον μειώσεις. Και αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του το σύνολο των σχολικών αιθουσών, θα έχουμε από 25 έως 27 παιδιάστο Γυμνάσιο. Και βγαίνει και απαντάει λέγοντας, ναι, αλλά ο μέσος όρος θα είναι 17 γιατί λαμβάνει υπ’ όψιν της κάποια μονοθέσια σχολεία στα νησιά μας. Εδώ κάνουν λοιπόν μια δημιουργική λογιστική. Κοροϊδεύουμε και παίζουμε με τη νοημοσύνη των πολιτών. Στα σχολεία μας λοιπόν την φετινή χρονιά, στα δημοτικά, θα έχουμε περισσότερους μαθητές ανά τάξη στη συντριπτική πλειοψηφία των σχολείων μας, τη στιγμή που έχουμε την πανδημία. Και σε άλλες χώρες όπως η γειτονική Ιταλία,όλες οι τάξεις μοιράζονται στη μέση και έχουμε προσλήψεις εκπαιδευτικών.
Γιατί έγινε αυτή η αύξηση; Γιατί προφανώς η λογική τους είναι να μην γίνουν προσλήψεις εκπαιδευτικών.Η λογική τους είναι να μην αυξήσουν αλλά να μειώσουν τον αριθμό των αναπληρωτών και προφανώς όταν μειώνεις τους εκπαιδευτικούς για να βγει το ισοζύγιο πρέπει να αυξήσεις τους μαθητές στην αίθουσα. Αυτή είναι η αλήθεια. Και εδώ λοιπόν πολύ μεγάλες οι ευθύνες. Και δεν μπορούν αυτές οι ευθύνες να αντιμετωπιστούν με διάφορα επικοινωνιακά τρικ όπως το να βάζουμε κάποιους ιδιώτες να βάζουν χρήματα για να πάρουν τα παιδιά παγούρια για να έχουν το δικό τους νερό λες και τα παιδιά μέχρι πρωτινός πήγαιναν σαν τα ζώα και έπιναν νερό από τη γούρνα. Δεν είχαν το δικό τους μπουκαλάκι νερό. Αυτά είναι αδιανόητα πράγματα. Και ο μέσος πολίτης που βλέπει αυτή τη συμπεριφορά που βγάζει η κυβέρνηση, ανεξάρτητα με ποιο κόμμα κυβερνά, αυτό το οποίο γεννάται είναι ένας θυμός, μια οργή, λες και η μάσκα είναι αυτό το οποίο θα σώσει το παιδί, το οποίο είναι σε μια ηλικία που ούτε τη χρήση της δεν μπορεί να κάνει σωστά. Όταν λοιπόν βλέπει κανείς ότι ο πολίτης έχει την ευθύνη, ο πολίτης είναι αυτός που είναι στο στόχαστρο, αλλά η πολιτεία δεν έχει καμία ευθύνη και στοχοποιεί τον πολίτη και δεν συμβάλλει. Εγώ δεν λέω, προφανώς είναι μια κατάσταση που μας υπερβαίνει. Όπως και σε όλη την Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο, αλλά εκεί οι κυβερνήσεις και στο επίπεδο της οικονομίας και στο επίπεδο της ενδυνάμωσης του συστήματος Υγείας και σε ό,τι αφορά τη δημόσια εκπαίδευση έχουν κάνει κάποιες κινήσεις σε μια κατεύθυνση ενίσχυσης της προστασίας της υγειονομικής και της κοινωνικής συνοχής. Εδώ δεν κάνουν τίποτα! Ίσα ίσα, κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση. Όταν τα βλέπει αυτά ο πολίτης μάλλον μεγαλώνει μέσα του ο θυμός και η αντί-πολιτική στάση. Θυμηθείτε το αυτό που σας λέω, η αντί-πολιτική στάση…
– Κάτι βλέπε τώρα γι αυτό που λέτε ή κάτι φοβάστε…
Φοβάμαι ότι και στην Ελλάδα θα δούμε πράγματα που βλέπουμε και σε άλλες χώρες, και στις ΗΠΑ,αλλά και στην Ευρώπη. Μια ενίσχυση ρευμάτων αντί-πολιτικής στάσης και θέσης που κατά την άποψή μου δεν μπορεί κανείς να προσδοκά κάτι μέσα από αυτό. Αντιθέτως, αυτό που πρέπει να προσδοκά είναι μέσα από την οργανωμένη διεκδίκηση του λαού και των εργαζόμενων και της νεολαίας προς όφελος της ενίσχυσης της δημόσιας παιδείας, της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής συνοχής. Αυτή είναι η απάντηση. Η αντί-πολιτική στάση, τα «κινήματα» του αγνωστικισμού που βλέπουμε απέναντι στην πανδημία, απέναντι στη νόσο, ότι δεν υπάρχει, ότι μας κοροϊδεύουν, όλα αυτά, είναι αντί-πολιτικά φαινόμενα αντιπολιτικής στάσης που ενδεχομένως να οδηγήσουν και σε τυφλές συγκρούσεις, που κανείς δεν πρέπει το θέλει, δεν πρέπει να το επιθυμεί.
– Κύριε πρόεδρε κλείνοντας: πάλι στα της πανδημίας, ζητήσατε μέτρα για τα σχολεία μόλις τώρα στη κουβέντα μας τα οποίαξέρετε πολύ καλά ότι κοστίζουν, βλέπουμε τελικά ότι αποδεικνύεται πως η κρίση του κορωνοϊού είναι μαραθώνιος, δεν είναι ένα «κατοστάρι» δυο τριών μηνών και επειδή στις 19–20 του μηνός,αν δεν απατώμαι,είναι να παρουσιάσετε ένα αναθεωρημένο πρόγραμμα, το τρίτο μέρος, ως ΣΥΡΙΖΑ, οπότε κύριε πρόεδρε, αναρωτιέμαι, επειδή ξέρετε ποια είναι τα αποθέματα, το αποθεματικό δηλαδή, για όλα αυτά που ζητάτε και γι’ αυτά τα οποία είμαι σίγουρος ότι θα προτείνετε παραπάνω στη ΔΕΘ, αν υποθέσουμε ότι μέχρι το ερχόμενο Πάσχα ας πούμε δε θα έχει τελειώσει αυτή η ιστορία του κορωνοϊού, θα υπάρχουν τα λεφτά; Βλέπετε ότι η Ευρώπη κινείται πάρα πολύ αργά, δεν έχει λεφτά…
Θα σας ζητήσω να ξαναδείτε τη συζήτηση που είχαμε μαζί στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΚΟΝΤΡΑ -δεν θυμάμαι αν ήταν Μάρτιος ή Απρίλιος, ήταν στην αρχή της κρίσης- όταν παρουσιάζαμε το πρόγραμμα «Μένουμε όρθιοι». Την αρχική του εκδοχή. Και θα θυμηθείτε,αν το δείτε, πως σας είχα πει ότι αν τώρα δεν αξιοποιηθούν τα χρήματα αυτά, τον Σεπτέμβρη θα είναι αργά.Ότι θα χρειαστούν διπλάσια και τριπλάσια χρήματα για να επαναφέρουμε την οικονομία σε τροχιά. Διότι το εμπροσθοβαρές του προγράμματος είχε αυτή τη λογική. Να σταματήσουμε την κατηφόρα. Να μειώσουμε την ύφεση. Τότε μας έλεγαν ότι η ύφεση, μη στεναχωριέστε, δεν θα είναι μεγάλη. Ο κ. Στουρνάρας έλεγε 4%, τα θυμάστε αυτά, ο κ. Μητσοτάκης περίπου τόσο, μετά από το 4% πήγαν στο 8%, μετά πήγαν στο 10%. Τώρα δεν ξέρω πού θα πάει. Ειλικρινά, δεν έχω εικόνα που πάει. Ούτε το έλλειμμα πού θα πάει. Από την άλλη μεριά όμως, η ΕΕ τούτες τις ώρες έχει αποφασίσει τη λεγόμενη ρήτρα διαφυγής, δηλαδή δεν υπόκειται η ελληνική οικονομία σε περιορισμούς σε σχέση με το πλεόνασμα, ούτε καν με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, άρα αυτό σημαίνει ότι μπορεί να δαπανήσει όσο χρειάζεται για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της πανδημίας και της οικονομίας. Και επιπλέον διαθέτει και ένα αποθεματικό, δεν χρειάζεται δηλαδή να δανειστεί. Αλλά και απ’ ό,τι βλέπω ακόμα και όσο διαρκεί το έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ο δανεισμός παραμένει χαμηλός, το επιτόκιο δανεισμού παραμένει χαμηλό. Άρα, λοιπόν, δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Η κυβέρνηση έπρεπε να κάνει έγκαιρα και εμπροσθοβαρώς κινήσεις και παρεμβάσεις. Δεν τις έκανε. Τώρα θα τις πληρώσει τριπλάσια. Αλλά έστω και τώρα, οφείλει να παρέμβει πυροσβεστικά και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα. Διότι αν δεν τα αντιμετωπίσει, θα υπάρξουν χιλιάδες νοικοκυριά τα οποία θα βρεθούν εκτός προϋπολογισμού, η ανεργία θα ξανασκαρφαλώσει, που ήδη έχει σκαρφαλώσει, πάρα πολύ ψηλά. Θα βρεθούμε δηλαδή σε έναν χειμώνα κοινωνικής κόλασης.
Αν πιστεύουμε ότι η απάντηση σε αυτό είναι οι συνταγές του ΔΝΤ, η μείωση των συντάξεων ή η μείωση των μισθών στον δημόσιο τομέα, μάλλον δεν έχουμε διδαχθεί τίποτα από όλα όσα έπρεπε να μας έχουν γίνει μάθημα την περίοδο της κρίσης, την περίοδο των πρώτων δυο μνημονίων. Και το λέω αυτό γιατί βλέπω ποιες είναι οι απαντήσεις που προσπαθούν να δώσουν στα προβλήματα τα οικονομικά. Είδα τη συνέντευξη του οικονομικού συμβούλου του πρωθυπουργού και ακούω γενικότερα ποιος λένε ότι θα είναι ο προσανατολισμός της κυβέρνησης στο οικονομικό πεδίο. Και αν αυτό συνδυαστεί και με την γενίκευση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, το νέο πτωχευτικό δίκαιο, αλλά και τη γενικευμένη ανασφάλεια που σας είπα πιο πριν, που έχει να κάνει τόσο με την ανασφάλεια για τη δημόσια υγεία, την οικονομία τα είπαμε, αλλά και την πορεία των εθνικών θεμάτων, τότε νομίζω ότι επιβεβαιώνεται ο αρχικός μου ισχυρισμός, μπαίνουμε σε ένα πολύ δύσκολο φθινόπωρο και σε έναν εξαιρετικά δύσκολο χειμώνα.
– Και επειδή δεν ξέρω αν θα είναι δύσκολος αλλά θα είναι σίγουρα ενδιαφέρον επιφυλάσσομαι κύριε πρόεδρε την επόμενη φορά, κορωνοϊού επιτρέποντος, να τα πούμε στο στούντιο, πιο αναλυτικά, σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης…
Εγώ να σας ευχηθώ πάντως καλή αρχή, διότι είναι ζήτημα δημοκρατίας ο πλουραλισμός. Και αρχίζω να πιστεύω πια ότι ο κόσμος ενοχλείται με αυτή τη μονοτονία και με αυτή την προσπάθεια ωραιοποίησης μιας πραγματικότητας που όταν κανείς ανοίγει την τηλεόραση νομίζει ότι βρίσκεται σε άλλο κόσμο. Καλό είναι να συντονίζεται η πραγματικότητα που βιώνουν οι τηλεθεατές με αυτό που βλέπουν στους τηλεοπτικούς στους δέκτες. Αν δεν συντονίζεται, τότε νομίζω ότι απαξιώνεται και η δημοσιογραφία και μαζί με την πολιτική η οποία έχει αρχίσει εδώ και καιρό να απαξιώνεται.
Περιοχή συνημμένων