«Ξέρεις πώς είναι να φτάνει η Δευτέρα και να μην βαρυγκωμάς που πρέπει να πιάσεις δουλειά;».
Δεν μετάνιωσα για την επιλογή μου, παρότι οι αποδοχές μου από τη δουλειά μου στον χρηματοοικονομικό χώρο ήταν τότε καλύτερες. Για την ακρίβεια, δεν έχω καν χορτάσει ακόμη αυτό που κάνω». Ο Γιάννης είναι ένας μόνο από τους νέους ανθρώπους, που χωρίς να κατάγονται από μια καθαρά αγροτική οικογένεια και έχοντας ζήσει μια αστική ζωή, ανακάλυψαν τα τελευταία χρόνια τις «ανταμοιβές» της ελληνικής υπαίθρου.
Άνθρωποι σαν τον Γιάννη, αλλά και γενικότερα νέοι αγρότες, θα παρουσιάσουν τις ιστορίες τους στο Ελατοχώρι της Πιερίας, στις 6-9 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο του 19ου πανελληνίου συνεδρίου αγροτών, που σχεδιάστηκε από την Πανελλήνια Ένωση Νέων Αγροτών (ΠΕΝΑ) και την αντίστοιχη τοπική ένωση.
Ενόψει του συνεδρίου, το ΑΜΠΕ μίλησε επίσης με την Όλγα Παναγιωτίδου, που αν και μόλις 25 χρονών βρίσκεται στην «καρδιά» ενός βιολογικού αγροκτήματος με αυτόχθονες φυλές ζώων στο δήμο Βόλβης και το συνομήλικό της Γιώργο Φωτιάδη, ο οποίος «συναντήθηκε» με τις ρίζες των προσφύγων προγόνων του, αναβιώνοντας την εκτροφή του ελληνικού μαύρου χοίρου στην περιοχή της Εξοχής Πιερίας.
Μια 25χρονη αγρότισσα με πτυχίο
«Το να ασχοληθείς με τη γη είναι το μόνο θετικό πράγμα που μπορείς να κάνεις αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, όπως έχουν τα πράγματα. Η Ελλάδα παράγει τώρα μόνο αγροτικά προϊόντα» λέει στο ΑΜΠΕ η 25χρονη Ολγα Παναγιωτίδου. Η ίδια και ο 23χρονος αδελφός της ήξεραν από νωρίς ότι θέλουν ν’ ασχοληθούν με τη γη. Έτσι, η Όλγα σπούδασε διοίκηση αγροτικών εκμεταλλεύσεων στο ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, ενώ ο αδερφός της τελείωσε τη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων.
Σήμερα, με την εμπειρία και την καθοδήγηση των γονιών τους, λειτουργούν ένα βιολογικό αγρόκτημα 700 στρεμμάτων (ιδιόκτητα και εκμισθωμένα) στον οικισμό Πλατεία του δήμου Βόλβης, στο οποίο παράγουν βιολογικό τυρί και γιαούρτι και βιολογικές ζωοτροφές, εκτρέφοντας 500 αιγοπρόβατα από πιστοποιημένες ελληνικές αυτόχθονες φυλές (πχ, «χιώτικη») και αγελάδες. Τα προϊόντα τους, μεταξύ των οποίων κι ένα βραβευμένο τυρί φέτα, διατίθενται απευθείας στους καταναλωτές, μέσω των αγορών βιοκαλλιεργητών, που «στήνονται» σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
«Το αγρόκτημα υπάρχει από το 1998 και στήθηκε χάρη στο επιχειρηματικό μυαλό του πατέρα μου, που έβλεπε πολλές αντίστοιχες μονάδες να λειτουργούν με επιτυχία στο εξωτερικό. Το τυροκομείο, που μπορεί να διαχειρίζεται έναν τόνο γάλακτος ημερησίως, δημιουργήθηκε ένα βήμα πριν φτάσουμε στην κρίση, το 2009», λέει στο ΑΜΠΕ η Όλγα και προσθέτει ότι η οικογένεια σκέφτεται επίσης τη δημιουργία ενός κρεοπωλείου και την ανάπτυξη αγροτουριστικών δραστηριοτήτων στο αγρόκτημα, σχέδια τα οποία όμως κολλάνε προς το παρόν στην έλλειψη χρηματοδότησης. «Δεν ‘τρέχουν’ πλέον προγράμματα και δεν υπάρχουν επιχορηγήσεις» επισημαίνει.
Αισθάνεται δικαιωμένη από την επιλογή της ν’ ασχοληθεί μ’ αυτόν το χώρο;
Η απάντησή της είναι σαφώς καταφατική, αλλά προειδοποιεί και για τ’ αρνητικά της υπόθεσης όσους νέους θέλουν ν’ ασχοληθούν μ΄αυτό: «Όποιος θέλει να κάνει κάτι αντίστοιχο, πρέπει να διαθέτει ένα δικό του αρχικό κεφάλαιο γιατί δεν αρκεί η χρηματοδότηση από την τράπεζα. Επίσης, καλό είναι να έχει κάποια γνώση του αντικειμένου, αλλά και επιμονή και υπομονή για να τα βγάζει πέρα με τη γραφειοκρατία, που είναι ακόμη τραγική…»
Από το χρηματιστήριο στο χωράφι
Ο Γιάννης Παντούλης είχε από παιδί στο αίμα του το “μικρόβιο” του αμπελιού και του κρασιού, αλλά δεν ασχολήθηκε από την αρχή με αυτό. Εργαζόταν επί χρόνια στον χρηματοοικονομικό χώρο, μεταξύ άλλων ως broker σε χρηματιστηριακή εταιρεία στη Θεσσαλονίκη, όταν κληρονόμησε από τη μητέρα του ένα κομμάτι γης στην Περίσταση της Κατερίνης και η παλιά επιθυμία «ξύπνησε» ξανά.
«Έβαλα ένα αμπελάκι, που ξεκίνησα να το φροντίζω ως ερασιτέχνης, αλλά μού έκλεψε την καρδιά. Το 2001-2002 πήρα άδεια και για καζάνι. Πηγαινοερχόμουν από το αμπέλι στη δουλειά μέχρι το 2004. Το πάλευα γιατί το αγαπούσα. Δεν αναγκάστηκα να το κάνω. Το επέλεξα συνειδητοποιημένα. Και σκέψου ότι εκείνη την περίοδο οι αποδοχές μου από τη δουλειά μου ήταν μεγαλύτερες από εκείνες του αμπελιού, που ίσα ίσα έβγαζε τα έξοδά του».
Το αμπέλι και το κρασί τον κέρδισαν. Σήμερα, οι αμπελώνες του στην Περίσταση και την Καλλικράτεια της Χαλκιδικής (σε ιδιόκτητα και εκμισθωμένα αγροτεμάχια) εκτείνονται σε έκταση 40 στρεμμάτων. Οι ποικιλίες Merlot, Cabernet Sauvignon, Syrah, Αθήρι, Μαλαγουζιά και Sauvignon Blanc καλλιεργούνται βιολογικά και αποδίδουν. Όπως εξηγεί, αν και μέχρι πρότινος πουλούσε το κρασί του «χύμα», φέτος ετοιμάζεται να διαθέσει τις πρώτες 3000 φιάλες επώνυμου βιολογικού «Merlot», αλλά και να φτιάξει ιδιόκτητο οινοποιείο του στην Περίσταση, που θα μπορεί να διαχειρισθεί 30.000 λίτρα ετησίως.
Μπορεί κάποιος να «τα βγάλει πέρα» και να συντηρήσει την οικογένειά του αναπτύσσοντας μια τέτοια μονάδα; τον ρωτάμε. Η απάντηση είναι αφοπλιστική: «Με ενδιαφέρει η γη που δουλεύω, την αγαπάω σαν παιδί. Με ενδιαφέρει το να μπορώ να μεταποιώ την παραγωγή μου, να έχω καλές σχέσεις με τους πελάτες μου. Μπορεί να μην αγοράσουμε κάποιο κότερο, αλλά ζούμε αξιοπρεπώς και έχουμε το δικαίωμα να ονειρευόμαστε…»
Αλλαντικά ωρίμανσης από μαύρο χοίρο
Όταν οι παππούδες του 25χρονου Γιώργου Φωτιάδη ήρθαν στην Ελλάδα πρόσφυγες από τον Πόντο το 1923, η πρώτη δουλειά με την οποία ασχολήθηκαν ήταν η εκτροφή των ελληνικών μαύρων χοίρων, όχι για να πωλούν το κρέας, που δεν ήταν τότε ιδιαίτερα δημοφιλές, αλλά για να συντηρούνται οι ίδιοι και το περιβάλλον τους. Τότε, δύσκολα θα μπορούσαν ίσως να φανταστούν ότι ο εγγονός τους θα επέστρεφε μια μέρα στα χνάρια τους και στην εκτροφή των μαύρων χοίρων.
Ο Γιώργος, «κτηνοτρόφος τρίτης γενιάς», όπως λέει, σπούδασε στη Σχολή Επαγγελμάτων Κρέατος στη Θεσσαλονίκη, αλλά η γνωριμία του με ένα ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα σχετικό με τις γονιδιακές καινοτομίες στην κτηνοτροφία και την αγροδιατροφή (σ.σ. το πρόγραμμα Quibic), τον έκανε να επιστρέψει «στον αρχικό κύκλο των παππούδων του», όπως σημειώνει χαμογελώντας στο ΑΜΠΕ. Πριν από αυτό, ο πατέρας και ο θείος του ασχολούνταν ήδη με την κτηνοτροφία και τους αγριόχοιρους.
Σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ) και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, η μονάδα του Γιώργου στην Εξοχή Πιερίας έχει μετατραπεί σε ένα εργαστήριο «πειραμάτων».
Όπως εξηγεί, αν και η προσπάθεια που είχε ξεκινήσει πέρυσι για την παραγωγή ελληνικού προσούτο από μαύρο χοίρο, με την επωνυμία «Μέλαν Ακροκώλιον», έχει προς το παρόν «παγώσει», αυτή τη στιγμή εξετάζεται το ενδεχόμενο δημιουργίας αλλαντικών φυσικής ωρίμανσης από την ίδια πρώτη ύλη και συγκεκριμένα από τη μπριζόλα και την παντσέτα του ζώου, με στόχο αρχικά την ελληνική αγορά και σε δεύτερη φάση τις εξαγωγές.
«Σε πρώτη φάση θέλουμε να ‘κλειδώσουμε’ αυτά τα προϊόντα τεχνολογικά και γι’ αυτό εξετάζουμε προσεκτικά τα χαρακτηριστικά τους. Θα αλατίζονται και θα τοποθετούνται σε ελεγχόμενους θαλάμους, ώστε να διασφαλιστούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους. Όταν διασφαλιστεί η ποιότητά τους, τότε θα κοιτάξουμε για τη διάθεσή τους» σημειώνει.
Στη μονάδα της Εξοχής Πιερίας εκτρέφονται σήμερα 55 χοιρομητέρες, που γεννούν δύο φορές ετησίως, ενώ ο Γιώργος βρίσκεται σε επαφή με μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ και γνωστά εστιατόρια των Αθηνών για τη διάθεση του παραγόμενου κρέατος.
Υπενθυμίζεται ότι στο εγχείρημα παραγωγής προϊόντων ωρίμασης από ελληνικό μαύρο χοίρο, συμμετείχαν εκτός από τη συγκεκριμένη μονάδα και φάρμα στην Αύρα Τρικάλων και αλλαντοποιείο στον Προυσό Ευρυτανίας.
nooz.gr
Lena
magazino
περισσότερα θέματα > ΕΔΩ