Το Δίκτυο Ενεργειακών Δήμων αποτελείται από τους πέντε Δήμους της Ελλάδας στις περιοχές των οποίων παράγεται το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη. Ο φορέας μας , εκπροσωπεί το σύνολο των τοπικών κοινωνιών των εν λόγω περιοχών οι οποίες είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένες περιβαλλοντικά και οικονομικά εξαρτώμενες από αυτή τη δραστηριότητα. Η κίνητρο πίσω από την δημιουργίας του Δικτύου Ενεργειακών Δήμων είναι η αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούνται από την παραγωγή ενέργειας με λιγνίτη. Ανάμεσα στους στρατηγικούς του στόχους συγκαταλέγονται η περιβαλλοντική προστασία των περιοχών στις οποίες παράγεται ηλεκτρική ενέργεια από λιγνίτη καθώς και η ομαλή μετάβαση των τοπικών οικονομιών και κοινωνιών στη μεταλιγνιτική περίοδο, με την προώθηση εναλλακτικών του παρόντος μοντέλου ανάπτυξης το οποίο είναι εξαρτημένο από την παραγωγή ενέργειας από τον λιγνίτη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με απόφαση της στις 4/8/2009 (αρ. αναφοράς IP/09/1226) έκανε δεκτή την πρόταση της Ελληνικής Δημοκρατίας για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης των λιγνιτικών αποθεμάτων τις Δράμας, Ελασσόνας και Βεγόρας, μέσα από ανοιχτή διαγωνιστική διαδικασία σε επιχειρηματικές οντότητες εξαιρουμένης της ΔΕΗ. Το Δίκτυο Ενεργειακών Δήμων συντάσσεται και συμφωνεί πλήρως με την απόφαση της 4ης Αυγούστου 2009 η οποία τέθηκε υπό αναθεώρηση ύστερα από σχετική παρέμβαση και νέα πρόταση της Ελληνικής Κυβέρνησης στης 14/1/2011.
Κατά την άποψη μας το άνοιγμα της αγοράς του λιγνίτη σύμφωνα με το εγκριμένο σχέδιο της απόφασης του 2009 προωθεί την ανταγωνιστικότητα στην αγορά ενέργειας ταυτόχρονα με την ανάπτυξη και την ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας για τους παρακάτω λόγους:
Δίνει την δυνατότητα ανάπτυξης τεχνογνωσίας και από τον ιδιωτικό τομέα στους τομείς της εξόρυξης και της παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη που οδηγεί και στο ουσιαστικό άνοιγμα της αγοράς.
Θωρακίζει την αγορά ενέργειας από την είσοδο μη υγειών, στενά συνδεδεμένων με την κεντρική κυβέρνηση επιχειρηματικών συμφερόντων διότι:
Η πώληση σε χαμηλή τιμή που προωθείται τώρα ενέχει τον κίνδυνο αγοράς μονάδων από επιχειρηματικά συμφέροντα χωρίς εμπειρία και τεχνογνωσία στην ενέργεια. Ο υποψήφιος αγοραστής λόγω του εξαιρετικά χαμηλού ρίσκου αρκεί να έχει πρόσβαση στην τραπεζική αγορά ώστε να αντλήσει το τίμημα της αγοράς μιας ήδη εν λειτουργία και κερδοφόρας μονάδας. Το ρίσκο της επένδυσης είναι μικρό λόγω της εξαιρετικά χαμηλής τιμής πώλησης των μονάδων πού δεν ανταποκρίνεται στις δυνατότητες κερδοφορίας τους αλλά είναι αποτέλεσμα της στρεβλής χρηματιστηριακής αγοράς σε καιρούς οικονομικής κρίσης. Λόγω της δυσανάλογης κερδοφορίας ως προς το τίμημα της πώλησης το οποίο αντικατοπτρίζει την αστάθεια της Ελληνικής οικονομίας εν μέσω κρίσης και όχι την αξία της επιχείρησης μεμονωμένα, ο τελικός αγοραστής δεν απαιτείται να έχει εμπειρία και μακροπρόθεσμη στόχευση στην λειτουργία και την διοίκηση μονάδων παραγωγής ώστε να αποσβέσει την επένδυση και να έχει μεγάλες αποδόσεις. Η στρέβλωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να εμφανιστούν φαινόμενα κερδοσκόπων που θα οδηγήσουν στο κλείσιμο των προς πώληση μονάδων σε μικρό χρονικό διάστημα, με τελικό αποτέλεσμα σε μία δεκαετία να μείνει μοναδικός παίκτης στην αγορά ενέργειας και πάλι η ΔΕΗ αλλά με περιορισμένη δυνατότητα παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη. Κάτι που θα οδηγούσε στην μεγαλύτερη εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και την εγχώρια αγορά ενέργειας σε νέες στρεβλώσεις που είναι αντίθετες με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην αντίθετη περίπτωση της επένδυσης σε νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη το κόστος επένδυσης ανταποκρίνεται στην κερδοφορία και εξομαλύνονται οι επιπτώσεις τις κρίσης. Στην πράξη αποτρέπει το παραπάνω καταστροφικό και πολύ πιθανό σενάριο και ενθαρρύνει την είσοδο στην αγορά επιχειρηματιών με πραγματική εμπειρία και μακροπρόθεσμη στόχευση στην αγορά ενέργειας.
Η κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων θα μειώσει σημαντικά την εξάρτηση της χώρας μας από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα τονώνοντας την ενεργειακή της ανεξαρτησία.
Τέλος οι προωθούμενες επενδύσεις σε Α.Π.Ε. ανά την Ευρώπη λόγω της μη ύπαρξης εφαρμόσιμων σε βιομηχανική κλίμακα τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας είναι απαραίτητο να υποστηρίζονται από παραδοσιακές θερμικές μονάδες βάσης. Έμμεσα λοιπόν η εξάπλωση των ΑΠΕ περνάει μέσα από την ισχυροποίηση της δυνατότητας παραγωγής ενεργείας από θερμικές ελεγχόμενες μονάδες παραγωγής οι οποίες με την εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογιών απορρύπανσης μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν και περιβαλλοντικά ουδέτερες.
Στην κρίσιμη περίοδο που διέρχεται η χώρα είναι πολύ πιο φρόνιμο να απαιτήσουμε σαν χώρα, αλλά και σαν Τοπική Αυτοδιοίκηση, την δημιουργία νέων λιγνιτικών μονάδων με ιδιωτικά κεφάλαια έτσι ώστε να ανοίξει ουσιαστικά η αγορά της ενέργειας και να υποβοηθηθεί η πανευρωπαϊκά πλέων πολυπόθητη ανάπτυξη.
Σαν Δίκτυο Ενεργειακών Δήμων θα θέλαμε να σας διαβεβαιώσουμε ότι θα σταθούμε αρωγός και θα βοηθήσουμε με κάθε μέσο που διαθέτουμε στην δημιουργία νέων επενδύσεων και θέσεων εργασίας στο χώρο της ενέργειας. Θα σας προσκαλούσαμε επίσης να παρέμβετε στο μέτρο του δυνατού στην κεντρική κυβέρνηση της Ελλάδος ώστε να μας παρέχει το ευέλικτο εκείνο νομικό και θεσμικό πλαίσιο που ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και δίνει στην δυνατότητα σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παραγωγή ενέργειας αλλά και στην ουσιαστική υποστήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων στην περιοχή. Ενώ σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση τα έργα παραγωγής και διάθεσης ενέργειας έχουν ξεφύγει από τον εναγκαλισμό του κράτους και υπάρχουν ευέλικτα νομοθετικά πλαίσια προώθησης των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, στην Ελλάδα η κεντρική κυβέρνηση προσπαθεί να μεθοδεύσει ακόμα και την προτεινόμενη πώληση των εν ενεργεία μονάδων χωρίς να συμβουλευτεί και να ζητήσει την συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών.
Κλείνοντας θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι λόγω του γενικότερου στρεβλού μοντέλου ανάπτυξής της Ελληνικής Δημοκρατίας το οποίο και οδήγησε στην οικονομική κρίση που διερχόμαστε, οι περιοχές του Δικτύου Ενεργειακών Δήμων είναι μονοσήμαντα εξαρτημένες από την παραγωγή ενέργειας και δεν υπάρχουν άλλες πηγές παραγωγής εξωγενούς εισοδήματος. Ως εκ τούτου το όλο εγχείρημα της πώλησης των μονάδων το οποίο αν και είναι καθαρά πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης εμφανίζεται σαν απαίτηση της Ε. Επιτροπής, θα οδηγήσει σε κλιμάκωση του οικονομικού αδιεξόδου της περιοχής.
Τέλος και πέρα από τις αναμφίβολα σοβαρότατες οικονομικές επιπτώσεις σημαντικό για όλους εμάς που ζούμε μόνιμα σε αυτές τις περιοχές αποτελεί μια διαχρονική ‘εκκρεμότητα’ της Δ.Ε.Η. Α.Ε. , αυτή της υποχρέωσης της επιχείρησης για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος. Με όλες αυτές τις μεθοδεύσεις που δρομολογούνται είναι αμφίβολο αν αυτή η υποχρέωση της αποκατάστασης του περιβάλλοντος και των εδαφών (λόγω των παλαιών δραστηριοτήτων της Δ.Ε.Η. Α.Ε.) θα δεσμεύει και τον νέο ιδιοκτήτη των μονάδων.
Όλα τα παραπάνω ερωτηματικά έχουν οδηγήσει σε απόγνωση την τοπική κοινωνία και η υποβόσκουσα κοινωνική έκρηξη μοιάζει να είναι αδύνατο να αποφθεχθεί καθώς θα μειωθεί δραματικά και η τελευταία πηγή εισοδήματος της περιοχής.
Με εκτίμηση
Ο Πρόεδρος του Δ.Σ.
Ιωακείμ Ιωσηφίδης
Δήμαρχος Αμυνταίου