Ο κυρ Αργύρης ο Σιδέρης είναι αυτό που λέμε καλοσυνάτος γίγαντας.
Τον ξέρω από τότε που έκτισε το σπίτι μας – όπως και τόσα άλλα σπίτια σ’ αυτή την πόλη.
Καθώς δεν προέρχομαι και από καμιά οικογένεια με …ντιρέκια, θυμάμαι πως τους έβλεπα με δέος, κι αυτόν και τον αδελφό του, να περπατούν αργά-αργά και ήρεμα, κι αναρωτιόμουνα πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσο ψηλοί άνθρωποι! Και μάλιστα να μη μιλούν και πολύ!
Αργότερα τον γνώρισα λίγο καλύτερα και διαπίστωσα ότι μια χαρά μασλάτας είναι ο άνθρωπος! Έτοιμος να σου διηγηθεί περιστατικά από τα περασμένα και να σου δώσει πολύτιμες πληροφορίες για εποχές που φεύγουν. Μεταξύ λίγης ρετσίνας και καμιάς ελιάς. Πρόκειται για ένα από τα σπάνια δείγματα αγνής λαϊκής ψυχής που αγαπάει τον τόπο του και πιστεύει ότι μια ανώτερη δύναμη τον έταξε στην υπηρεσία ένας υψηλού σκοπού.
Στην περίπτωσή του ο σκοπός ζωής είναι ο Αη-Θωμάς. Ο Άγιός του. Αν τον ακούσεις να μιλάει γι’ αυτόν, θαρρείς ότι αναφέρεται σε ένα λατρεμένο δικό του πρόσωπο, που είναι τιμή του να τον υπηρετεί. Κι αν πας ψηλά στο εκκλησάκι μέσα στα πεύκα του δάσους του Ξενία, καταλαβαίνεις και πώς έβλεπε και βλέπει ο ίδιος αυτού του είδους την τιμή.
Ο Αη-Θωμάς μοιάζει σαν μια εκκλησία-σπιτικό! Καθαρή, περιποιημένη, μι του νουβρό τς, του μαειριό τς, τουν καλό τς του νουντά κι τα μπουντρούμια τς. Με τους ανθρώπους του, τον Τάκη τον Παγκαρλιώτα, τον Πάνο τον Καραλίβανο, το Μανόλη τον Κοκαλιάρη και τον Κοκόλη το Γκούτζιο να βρίσκονται εκεί απ’ τς χαραές για να φουκαλίσν, να μιρμιτίσν κι να φκιάσν ένα σουρό χουσμέτια, απαραίτητα για τη συντήρηση του χώρου. Μόνο τον κήπο να βάλεις τόσο φτάνει. Πού να πούμε και για τα αδέσποτα που έχουν να ταΐσουν!
Παντού όμως βλέπεις το χέρι και τη διάθεση προσφοράς του κυρ Αργύρη, που κατάφερε να τη μεταδώσει και στους νεότερους του: όλοι τους δουλεύουν σκληρά και ήρεμα, αλλά χωρίς να το κάνουν λόγο. Τυχεροί είναι. Έχουν ένα σκοπό στον οποίο πιστεύουν, που ξεπερνάει την καθημερινή ενασχόληση με την Α.Μ. τον Εαυτούλη τους και πώς θα τα αρπάξουν. Η ιδιοτέλεια είναι εξοντωτική. Το ίδιο και τα πολύ ψηλά πετάγματα. Οι άνθρωποι αυτοί με την αφοσίωσή τους σε ένα έργο, όσο μικρό κι αν φαίνεται, πέτυχαν να βρουν ψυχική ξεκούραση.
Μια άλλη φορά θα μιλήσουμε για το τι σήμαινε για τους οικοδόμους ο Αη-Θωμάς και πώς πάλεψαν να του στήσουν δική του εκκλησία, έτσι όπως μου τα διηγήθηκε ο κυρ Αργύρης. Σήμερα όμως θέλω να σας παρακαλέσω να διαβάσετε ένα ποίημά του, που μου το εμπιστεύτηκε ο ίδιος, γραμμένο σε κόλλα τετραδίου. Δε λέμε ότι ανακαλύψαμε το νέο Παλαμά. Δείτε το κι εσείς έτσι όπως το είδα κι εγώ: σαν έναν ύμνο ενός εκπροσώπου αυτής της τυραννισμένης γενιάς προς τον τόπο που λάτρεψε, μέσα από τα ακούσματά του των δημοτικών τραγουδιών. Μιλάει για την ξενιτειά που ΔΕΝ έζησε, καταγράφοντας όμως ένα-δυο πράγματα που θα του έλειπαν αν ήταν μακριά από την Κοζάνη.
Ας είναι καλά!
Ο Ξενητεμένος
Κοζάνη μου δε σε ξεχνώ, όσο μακρυά κι αν πάω
Κοζάνη μου δε σε ξεχνώ εδώ στα ξένα που ‘μαι
τον πόνο που ‘χω στην καρδιά, εσύ θα μου τον γιάνεις.
Θυμάμαι τον Αρίνταγα, μ’ όλα του τα βοτάνια
και το νερό το κρύσταλλο εκεί ψηλά στο Σμάθκο
Να ‘ρθω να μάσω βότανα, τσάι και καντηλίνα
να βράσω λίγο και να πιω, να γιάνει η καρδιά μου.
Να πάω και στην αγάπη μου, που καρτερεί ακόμα.
Α. Σ. Σιδέρης
______________________________________________
της Ματίνας Τσικριτζή - Μόμτσιου