Την πρόταση νομοθετικής ρύθμισης που αφορά στα έσοδα από πλειστηριασμούς αδιάθετων δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κι έχουν ζητήσει οι ενεργειακοί δήμοι, στηρίζει ο Περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας Θεόδωρος Καρυπίδης.
Ο Περιφερειάρχης στην επιστολή του προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Παναγιώτη Σκουρλέτη παρουσιάζει με αναλυτική επιχειρηματολογία το αίτημα που αποτελεί ένα απαραίτητο βήμα για την αντιμετώπιση των οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών προκλήσεων που θα επιφέρει η επερχόμενη μείωση της λιγνιτικής δραστηριότητας στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας.
Ακολουθεί η επιστολή:
κ. Υπουργέ,
με την παρούσα επιστολή εκφράζω την υποστήριξή μου στο αίτημα που σας απέστειλαν στις 17/12/2015 οι πέντε (5) Δήμαρχοι των Ενεργειακών Δήμων (Αμυνταίου, Εορδαίας, Κοζάνης, Μεγαλόπολης και Φλώρινας) και σας παρακαλώ να αποδεχτείτε το αίτημα που αναφέρεται ήτοι στην υπό προσθήκη παράγραφο Α.2 του άρθρου 25 του ν. 3468/2006 (Α’129) όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, να προβλέπεται και η παρακάτω ρύθμιση : «Ποσοστό 20% των εσόδων από πλειστηριασμούς αδιάθετων δικαιωμάτων εκπομπών κατατίθεται σε ειδικό λογαριασμό που στόχο έχει τη χρηματοδότηση της δημιουργίας θέσεων εργασίας σε τομείς που δεν σχετίζονται με τις δραστηριότητες εξόρυξης και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας απο λιγνίτη, στους νομούς Κοζάνη, Φλώρινας και Αρκαδίας, οι οποίοι θα πληγούν περισσότερο απο τη σταδιακή μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών».
Αιτιολογία :
- Μέσα στα επόμενα 10-15 χρόνια προγραμματίζεται να αποσυρθεί το μεγαλύτερο τμήμα της λιγνιτικής ισχύος που λειτουργεί σήμερα στη χώρα (3670 MW από τα 4375 MW). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της χώρας στο πλαίσιο της εφαρμογής της Οδηγίας Βιομηχανικών Εκπομπών (2010/75/ΕΚ) δύο λιγνιτικοί σταθμοί (ΑΗΣ Αμυνταίου και Καρδιάς), συνολικής ισχύος 1850 MW, εισέρχονται σε καθεστώς παρέκκλισης περιορισμένης διάρκειας λειτουργίας από 1/1/2016 και θα αποσυρθούν ως το 2023 το αργότερο. Προβλέπεται επίσης η απόσυρση των 2 λιγνιτικών σταθμών της Μεγαλόπολης ισχύος 600 ΜW περίπου το 2025 λόγω εξάντλησης των αποθεμάτων λιγνίτη στην Πελοπόννησο, ενώ γύρω στο 2030 οι 4 λιγνιτικές μονάδες του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου αθροιστικής ισχύος 1220 ΜMW θα συμπληρώνουν 45 χρόνια λειτουργίας. Ακόμα και αν υλοποιηθούν τα σχέδια της ΔΕΗ για κατασκευή δύο νέων λιγνιτικών μονάδων συνολικής ισχύος 1110 MW (Πτολεμαΐδα 5 και Μελίτη 2), η προαναφερθείσα επερχόμενη μείωση της υφιστάμενης λιγνιτικής ισχύος είναι σαφώς πολύ μεγαλύτερη.
Είναι προφανές ότι οι αλλαγές αυτές θα επηρεάσουν δραστικά την οικονομία των νομών Κοζάνης, Φλώρινας και Αρκαδίας, η οποία στηρίζεται ως τώρα, σε μεγάλο βαθμό στην εξόρυξη και καύση λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΤΕΕ Δ. Μακεδονίας, η απόσυρση 300 MW λιγνιτικής ισχύος, θα στερήσει από την τοπική οικονομία 83 εκ. ευρώ ετησίως και θα προκαλέσει απώλεια 1559 άμεσων και έμμεσων θέσεων εργασίας[1]. Οι επιπτώσεις της απόσυρσης μεγαλύτερης λιγνιτικής ισχύος θα είναι αναλογικά μεγαλύτερες. Επίσης, σύμφωνα με την ανάλυση δεδομένων της ΕΛΣΤΑΤ από την Αναπτυξιακή Δυτικής Μακεδονίας (ΑΝΚΟ), η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία που προέρχεται από τη δραστηριότητα της εξόρυξης – παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και η οποία εντοπίζεται στις Περιφερειακές Ενότητες (Π.Ε.) Κοζάνης και Φλώρινας για το έτος 2011 ανήλθε συνολικά σε 1.360 εκ. €, (συμβολή κατά 45,35% και 34,49% στην Α.Π.Α των δύο Π.Ε. αντίστοιχα), ενώ η αντίστοιχη απασχόληση στον τομέα της εξόρυξης – παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ανήλθε σε 6.000 περίπου θέσεις εργασίας. Υπογραμμίζεται ότι η περιφέρεια Δ. Μακεδονίας και ειδικότερα οι ενεργειακοί νομοί της συγκεντρώνουν ήδη τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας πανελλαδικά.
Συνεπώς, η αναπλήρωση της Α.Π.Α. και η αντικατάσταση των χαμένων θέσεων εργασίας που θα προέλθουν από την προαναφερθείσα μείωση της λιγνιτικής δραστηριότητας στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας θα απαιτήσει σημαντικά κεφάλαια και συστηματικές προσπάθειες ανάπτυξης εναλλακτικών οικονομικών δραστηριοτήτων βάσει σχεδίου που θα εκτείνονται σε βάθος χρόνου.
Αν στο παραπάνω χρονοδιάγραμμα απόσυρσης, συνυπολογιστούν και τα 913 MW λιγνιτικής ισχύος που έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας τα τελευταία 5 χρόνια (663 MW στον νομό Κοζάνης και 250 MW στον νομό Αρκαδίας), γίνεται σαφές ότι η ελληνική πολιτεία έχει ήδη καθυστερήσει στην ανάληψη πρωτοβουλιών ώστε να αποφευχθεί μια έκρηξη της ανεργίας και γενικότερη καθίζηση της οικονομίας στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας.
- Η συγκέντρωση της λιγνιτικής παραγωγής σε συνδυασμό με τον υπολογισμό των περιφερειακών λογαριασμών με βάση την αξία παραγωγής (και όχι του εισοδήματος ή της κατανάλωσης) από την ΕΛΣΤΑΤ έχει οδηγήσει σε στρεβλώσεις των στατιστικών του περιφερειακού ΑΕΠ των ενεργειακών νομών και της κυρίως επηρεαζόμενης Περιφέρειας Δ. Μακεδονίας, η οποία για τον λόγο αυτό κατατάχτηκε στις Περιφέρειες μετάβασης, χάνοντας σημαντικό μέρος των πόρων του Ευρωπαικού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ) που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την δημιουργία θέσεων εργασίας στην περιοχή.
- Η εξόρυξη λιγνίτη για δεκαετίες είχε αναμφισβήτητα πολύ σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις επηρεάζοντας αρνητικά άλλες οικονομικές δραστηριότητες όπως ο τουρισμός. Επομένως η ανάκαμψη του περιβάλλοντος και η διαμόρφωση συνθηκών για την ανάπτυξη άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων θα απαιτήσουν και σημαντικούς οικονομικούς πόρους.
- Το αίτημα αυτό βρίσκει απολύτως σύμφωνη την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που ζητά από τα Κράτη Μέλη τη διοχέτευση τμήματος των εσόδων από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων για τη χρηματοδότηση της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας σε αντικατάσταση αυτών που πλήττονται από την επιδιωκόμενη πολιτική. Πιο συγκεκριμένα, στην πρόταση που κατέθεσε στο πλαίσιο της αναθεώρησης της οδηγίας 2003/87/ΕΚ για τη λειτουργία του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΕΣΕΔΕ), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ότι[2]: «Τα έσοδα από το ΣΕΔΕ της ΕΕ θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιηθούν για την προαγωγή της δημιουργίας δεξιοτήτων και της ανακατανομής του εργατικού δυναμικού που επηρεάζεται από τη μετάβαση των θέσεων απασχόλησης σε μια οικονομία χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, σε στενή συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους.»
Κατά συνέπεια είναι όχι μόνο εφικτό και συμβατό με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία αλλά και ζητούμενο η Ελλάδα να διοχετεύει τμήμα των εσόδων δημοπράτησης των δικαιωμάτων που κατανέμονται σε αυτήν για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στους τρεις λιγνιτικούς νομούς της χώρας.
Προσφάτως επίσης και πάλι στο πλαίσιο της αναθεώρησης της οδηγίας 2003/87/ΕΚ για τη λειτουργία του ΕΣΕΔΕ, η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Εργαζομένων (Εuropean Trade Union Conferderation – ETUC) ζήτησε τη δημιουργία ενός κονδυλίου το οποίο θα στηρίζει εργαζόμενους που θα πληγούν από τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα[3].
- Το παράδειγμα χρήσης δημοσίων εσόδων για την ανάπτυξη εναλλακτικών οικονομικών δραστηριοτήτων σε λιγνιτικές περιοχές δεν είναι διόλου πρωτόγνωρο. Στην περιοχή της Λουσατίας στην πρώην Ανατολική Γερμανία, τη διαδικασία αποκατάστασης και οικονομικής ανάκαμψης της περιοχής ανέλαβε η κρατική LMBV (Lausitz and Middle Germany Mining Administrative Company) η οποία ιδρύθηκε από τη Γερμανική κυβέρνηση το 1994. Η LMBV ανέλαβε να σχεδιάσει, να διευθύνει και να υλοποιήσει ένα μακρόχρονο και πολυσύνθετο έργο[4] το οποίο χρηματοδοτήθηκε και εξακολουθεί να χρηματοδοτείται από τη Γερμανική κυβέρνηση και τα ομοσπονδιακά κρατίδια (περίπου 10,6 δις ευρώ ως το 2017)[5]. Σε αυτό το έργο περιλαμβάνεται η αποκατάσταση των εδαφών (δασώσεις, δημιουργία λιμνών και γεωργικής γης), η δημιουργία «νέων τοπίων» αναπλάθοντας το κατεστραμμένο ανάγλυφο της περιοχής, η διαχείριση και ο ποιοτικός έλεγχος του υδάτινου δυναμικού, η δημιουργία ναυταθλητικών τουριστικών προορισμών, αλλά και η ανάδειξη και τουριστική αξιοποίηση της βιομηχανικής κληρονομιάς της περιοχής, δημιουργώντας στην πορεία χιλιάδες θέσεις εργασίας.
- Εκτός των παραπάνω, η ικανοποίηση του αιτήματος διοχέτευσης τμήματος των εσόδων δημοπράτησης εκπομπών για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στους 3 λιγνιτικούς νομούς της χώρας, δεν εμποδίζει τη δυνατότητα της ελληνικής πολιτείας να καλύψει από την ίδια πηγή και διαφορετικές ανάγκες, όπως τον ειδικό λογαριασμό ΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ, και μάλιστα με ποσά υψηλότερα από τα αντίστοιχα σημερινά.
Ειδικότερα, λόγω των πρόσφατων αλλαγών στη λειτουργία του Ευρωπαϊκού χρηματιστηρίου ρύπων, τα δημόσια έσοδα από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων εκπομπών εκτιμάται ότι θα αυξηθούν σημαντικά μέσα στα επόμενα χρόνια. Πλήθος προβλέψεων από διαφορετικές πηγές συγκλίνουν στο ότι την 4η περίοδο του ΕΣΕΔΕ (2021-2030) η τιμή του δικαιώματος θα τετραπλασιαστεί σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα (30 ευρώ/ τόνο από 8 ευρώ/τόνο σήμερα[6]). Λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές στο ΕΣΕΔΕ που οριστικοποιήθηκαν μέσα στο 2015, ειδικά για την Ελλάδα, προβλέπεται ότι τα δημόσια έσοδα από τη δημοπράτηση αδιάθετων δικαιωμάτων εκπομπών θα φτάσουν τα 6 δις ευρώ την επόμενη δεκαετία[7], δηλαδή 600 εκ ευρώ τον χρόνο κατά μέσο όρο, με τη μεγαλύτερη αύξηση εσόδων να αναμένεται τη δεύτερη πενταετία της παραπάνω περιόδου. Για συγκριτικούς λόγους σημειώνεται ότι το 2015 τα έσοδα από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων που διοχετεύτηκαν στον ειδικό λογαριασμό ΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ ήταν περίπου 175 εκ. ευρώ. Με βάση τις προβλέψεις για την εξέλιξη των ετησίων δημοσίων εσόδων από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων, και αν υποτεθεί ότι μόνο το 50% αυτών διοχετεύεται στο μέλλον στον ειδικό λογαριασμό ΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ, τότε αυτός θα ενισχύεται με 300 εκ. ευρώ ετησίως, αύξηση κατά 71% του αντίστοιχου ποσού για το 2015.
κ. Υπουργέ,
Για όλους τους παραπάνω λόγους θεωρούμε ότι, το αίτημα διοχέτευσης τμήματος των δημοσίων εσόδων από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων εκπομπών CO2 για τη δημιουργία θέσεων εργασίας στους 3 λιγνιτικούς νομούς της χώρας, αποτελεί ένα κοινωνικά δίκαιο αίτημα κι ένα απαραίτητο βήμα για την αντιμετώπιση των οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών προκλήσεων που θα επιφέρει η επερχόμενη μείωση της λιγνιτικής δραστηριότητας στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω έχουμε βάσιμους λόγους για υποστήριξη από μέρους σας της υπόψη πρότασης της Αυτοδιοίκησης Α’ και Β΄ βαθμού.
Είμαστε σε αναμονή και σας ευχαριστούμε.
Με εκτίμηση
Ο Περιφερειάρχης
Δυτικής Μακεδονίας
Καρυπίδης Θεόδωρος
[1] Εκτίμηση του κόστους μετάβασης της Δυτικής Μακεδονίας σε καθεστώς χαμηλής λιγνιτικής παραγωγής, ΤΕΕ Τμ. Δυτ. Μακεδονίας, Ιούλιος 2012
[2] Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ με σκοπό την ενίσχυση οικονομικά αποδοτικών μειώσεων των εκπομπών και την προώθηση επενδύσεων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, https://ec.europa.eu/transparency/regdoc/rep/1/2015/EL/1-2015-337-EL-F1-1.PDF
[3] European Trade Union Confederation, 17.12.2015 «ETUC position on the structural reform of the EU Emissions Trading System», https://www.etuc.org/sites/www.etuc.org/files/document/files/etuc_position_ets_en.docx_1.pdf
[4] The Guardian, 10 September 2014: “Life after lignite: how Lusatia has returned to nature”, https://www.theguardian.com/environment/2014/sep/10/lusatia-lignite-mining-germany-lake-district
[5] LBMV “Views: Redevelopment and recultivation of mining landscapes”, https://www.lmbv.de/tl_files/LMBV/Publikationen/Publikationen%20Zentrale/Publikationen%20Diverse/LMBV_Einblicke_2014.pdf
[6] Εuropost.eu, 16 July 2015. «EU kicks off final phase of controversial carbon market reform» https://www.energypost.eu/eu-kicks-final-phase-controversial-carbon-market-reform/
[7] https://www.changepartnership.org/wp-content/uploads/2014/10/Point-Carbon-2015-MSR-insight-27-April-2015.pdf