*Νίκος Μάντζαρης, Αναλυτής πολιτικής και συν-ιδρυτής, The Green Tank
Ήρθε στο φως της δημοσιότητας η συμφωνία – «πακέτο» τόσο για τη ρύθμιση χρεών των τριών δημοτικών επιχειρήσεων όσο και για τη λύση -μεταβατική και μόνιμη- για την τηλεθέρμανση της Κοζάνης, της Πτολεμαΐδας και του Αμυνταίου. Η πρόταση αυτή, που μόνο απλή δεν μπορεί να θεωρηθεί, έρχεται με χαρακτήρα κατεπείγοντος και χωρίς συνοδευτική τεκμηρίωση στα δημοτικά συμβούλια των τριών πόλεων για μια σύντομη συζήτηση και υιοθέτηση, υπό την απειλή της έναρξης της περιόδου τηλεθέρμανσης.
Εκτός όμως από την άκρως προβληματική, ερμητικά κλειστή διαδικασία διαπραγμάτευσης που ακολουθήθηκε για πολλούς μήνες με ευθύνη όλων των εμπλεκομένων μερών, η συμφωνία αυτή:
- Είναι επιβλαβής για το κλίμα και αντίθετη με τις ευρωπαϊκές πολιτικές για τη θέρμανση. Εγκλωβίζει τις τρεις λιγνιτικές πόλεις της χώρας στο ορυκτό αέριο ως το 2041, τη στιγμή που άλλες πόλεις στην Ευρώπη απομακρύνονται από αυτό και στρέφονται στις ΑΠΕ για την κάλυψη των θερμικών τους αναγκών.
- Είναι ακριβή στην υλοποίηση. Η κατασκευή της ΣΗΘΥΑ αερίου, της διασύνδεσης του συστήματος τηλεθέρμανσης Κοζάνης και αυτής του Αμυνταίου θα κοστίσει συνολικά 176 εκατ. ευρώ με βάση τα ποσά που αναφέρονται στις σχετικές προσκλήσεις και προκηρύξεις.
- Θα αποβεί ακριβή για τους κατοίκους των τριών πόλεων. Η συμφωνία δεν περιλαμβάνει καμία ασφαλιστική δικλείδα ότι το κόστος τηλεθέρμανσης που θα πληρώνουν οι κάτοικοι των τριών πόλεων δεν θα εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη στην περίπτωση που οι τιμές προμήθειας αερίου και δικαιωμάτων εκπομπών CO2 αυξηθούν πολύ σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα (30 €/MWh και 70 €/tn, αντίστοιχα). Υπογραμμίζεται ότι η «συντηρητική» Κομισιόν προβλέπει τιμή προμήθειας αερίου 38 €/MWh από το 2025, ενώ για τα δικαιώματα εκπομπών προβλέπει 140 €/tn το 2035 και 290 €/tn το 2040. Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση αυτές ακριβώς τις προβλέψεις της Κομισιόν εκπονήθηκαν τα ΕΣΕΚ όλων των κρατών μελών, μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας. Τα 2,9 €/MWh (€1,75 εκατ. τον χρόνο), με τα οποία προβλέπεται να ενισχύει το κράτος τη διαδημοτική επιχείρηση, είναι πολύ λίγα για να αμβλύνουν τις οικονομικές επιπτώσεις που θα προκαλέσουν τέτοια επίπεδα τιμών αερίου και δικαιωμάτων εκπομπών CO2.
- Θα ζημιώσει τους πολίτες ολόκληρης της χώρας. Ένα μεγάλο τμήμα του χρέους και των 3 επιχειρήσεων, τουλάχιστον 43,3 εκατ. ευρώ, θα πληρώσουν όλοι οι φορολογούμενοι της χώρας, χωρίς να ευθύνονται καθόλου για τη δημιουργία του.
Το εφάπαξ αυτό ποσό όμως είναι μικρό συγκριτικά με αυτό που θα πληρώνουν οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας ολόκληρης της χώρας για τη λειτουργία του συγκεκριμένου συστήματος τηλεθέρμανσης για διάστημα 15 ετών. Πιο συγκεκριμένα:
- Θα επιβαρύνονται με 2,9 €/MWh παραγόμενης θερμικής ενέργειας μέσω του ειδικού λογαριασμού ΑΠΕ & ΣΗΘΥΑ (ΕΛΑΠΕ) για τη λειτουργία ολόκληρου του συστήματος τηλεθέρμανσης των τριών πόλεων. Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της παραγόμενης θερμικής ενέργειας, το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε 1,75 εκατ. ευρώ ετησίως ή συνολικά 26,5 εκατ. ευρώ για τη 15ετία.
- Θα γίνει αλλαγή του νόμου για την εγγυημένη τιμή που θα λαμβάνει η ΔΕΗ για τη ΣΗΘΥΑ, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται επιπλέον ο ΕΛΑΠΕ κατά 11,3€/MWh με βάση τις σημερινές τιμές προμήθειας αερίου και δικαιωμάτων CO2. Λαμβάνοντας υπόψη την εκτιμώμενη παραγωγή θερμικής ενέργειας από τη ΣΗΘΥΑ, προκύπτει ότι το επιπλέον ετήσιο ποσό με το οποίο θα επιβαρύνονται όλοι οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας θα είναι της τάξης των 4 εκατ. ευρώ ετησίως ή 59 εκατ. ευρώ για τη 15ετία. Προφανώς, αν επαληθευτούν οι προβλέψεις της Κομισιόν που αναφέρθηκαν παραπάνω, τότε η επιβάρυνση του ΕΛΑΠΕ θα είναι πολύ μεγαλύτερη.
Συγκεντρωτικά, λοιπόν, για την υλοποίηση αυτής της συμφωνίας μεταξύ περιφερειάρχη, δημάρχων και κυβέρνησης όλοι οι πολίτες της χώρας εκτιμάται ότι θα επιβαρυνθούν με τουλάχιστον 129 εκατ. ευρώ επιπλέον. Σημειώνεται ότι αυτό το ποσό δεν περιλαμβάνει την εγγυημένη τιμή που θα πλήρωναν για τη ΣΗΘΥΑ αερίου ούτως ή άλλως και ανεξαρτήτως της αλλαγής του νόμου για τον υπολογισμό της εγγυημένης τιμής η οποία αναφέρεται στη συμφωνία.
- Δεν διευκρινίζει αν στο μεταβατικό στάδιο η τηλεθέρμανση της Πτολεμαΐδας θα καλύπτεται από την λιγνιτική μονάδα «Πτολεμαΐδα 5». Η αναφορά στην πιθανότητα χρήσης της λιγνιτικής μονάδας αντί των ηλεκτρολεβήτων προκαλεί μεγάλα ερωτηματικά, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς την ανακοίνωση της ΔΕΤΗΠ που δείχνει με στοιχεία ότι το κόστος της θερμικής ενέργειας από λιγνίτη προβλέπεται μεγαλύτερο από το αντίστοιχο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας. Δεν διευκρινίζει επίσης ποια θα είναι η μόνιμη λύση για την Πτολεμαΐδα δεδομένου ότι η Πτολεμαΐδα 5 θα αποσυρθεί το 2026, ενώ η θερμική ενέργεια από τη ΣΗΘΥΑ αερίου των 65 MWth δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες και της Πτολεμαΐδας (εκτός της Κοζάνης).
- Διασφαλίζει τη ΔΕΗ, αφού θα της επιστραφεί ολόκληρο ή σχεδόν ολόκληρο το ποσό που της οφείλουν οι επιχειρήσεις τηλεθέρμανσης (θολή παραμένει η διατύπωση για τη ρύθμιση του 1/3 του χρέους της ΔΕΤΗΠ το οποίο «θα αποτελεί απαίτηση της ΔΕΗ έναντι του ΥΠΕΝ»). Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η ΔΕΗ δεν φαίνεται να αναλαμβάνει ρίσκο για τη συγκεκριμένη επένδυση αφού είναι εξασφαλισμένη η πληρωμή της βάσει μαθηματικού τύπου ανεξαρτήτως του πώς θα εξελιχθούν οι τιμές προμήθειας αερίου και δικαιωμάτων CO2.
Από την οπτική της επιχείρησης, είναι κατανοητή μια τέτοια στάση δεδομένης μάλιστα της εντυπωσιακής στροφής του επιχειρηματικού της μοντέλου προς τη βιωσιμότητα τα τελευταία χρόνια.
Δεν είναι όμως διόλου κατανοητό γιατί επιμένουν σε αυτή τη λύση οι Δήμαρχοι, ο Περιφερειάρχης και η Κυβέρνηση – ειδικά χωρίς να έχει εξεταστεί καμία εναλλακτική.
Ωστόσο, καθαρές εναλλακτικές στο αέριο υπάρχουν και εφαρμόζονται ήδη στην Ευρώπη από πόλεις που αντιλαμβάνονται ότι μόνο οι ΑΠΕ θωρακίζουν τις τηλεθερμάνσεις από απρόβλεπτες γεωπολιτικές εξελίξεις που εκτοξεύουν τις τιμές των ορυκτών καυσίμων, καθώς και από την προβλεπόμενη άνοδο των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών.
Οι συνθήκες άλλαξαν άρδην από το 2020 που σχεδιάστηκε αυτό το σύστημα τηλεθέρμανσης με βάση το ορυκτό αέριο. Ο πολιτικός ρεαλισμός επιβάλλει άμεσο επανασχεδιασμό της λύσης με επίκεντρο τις ΑΠΕ. Οι πολίτες της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά και ολόκληρης της χώρας, αξίζουν μια πραγματικά βιώσιμη λύση.