Η Ελλάδα των τοπικών ιδιωμάτων
Γλωσσική γέφυρα ανάμεσα στην Κοζάνη του χτες και τον νεαρόκοσμο του σήμερα. Έκφραση που γεννήθηκε πριν μια εικοσαετία περίπου σε μια στιγμή μεγάλης έμπνευσης, και που συνδύασε με επιτυχία μια ξεχωριστή λέξη του ιδιώματος, το «σιούρδους», με νεώτερους κώδικες επικοινωνίας της σύγχρονης γενιάς. Πιο τέλεια δεν γινόταν! Κατάφερε να συνοψίσει χιούμορ, γνώση σημερινών εκφραστικών μέσων αλλά και αποδοχή της ντοπιολαλιάς του τόπου.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλές πόλεις στην Ελλάδα που να τιμούνε τόσο πολύ την ντοπιολαλιά τους όσο η Κοζάνη.Την παρατηρούμε σε πολλά επίπεδα αυτή τη θετική στάση: στη μελέτη της από επιστήμονες, στην καταγραφή της από συλλέκτες γλωσσικού υλικού, στην προφορική της χρήση, στο ενδιαφέρον για λεξιλόγιο από νεώτερους κατοίκους, στη γραπτή έκφραση σε χρονογραφήματα, αφηγήσεις και τέλος σε θεατρικά έργα από ντόπιους δημιουργούς.
Τα πράγματα δεν ήταν όμως πάντα τόσο ευνοϊκά ούτε για τα Κοζανίτικα, αλλά ούτε και για τα τοπικά ιδιώματα γενικότερα.
Απαξίωση Ιδιωμάτων
Τα ιδιώματα ήταν απαξιωμένα για πολλά χρόνια, ενόσω η κοινωνία των αστικών κέντρων πάλευε με τα κόμπλεξ της – το περάσαμε κι εμείς στη φοιτητική μας ζωή, όπου προσπαθούσαμε να κρύψουμε το τοπικό «αξάν» και μαζί μ’ αυτό και την επαρχιώτικη καταγωγή μας
Άδικο είχαμε;
Σε εποχές όπου ο χαρακτηρισμός «επαρχιώτης» ήταν συνώνυμος με τον αφελή, τον αγράμματο το εύκολο θύμα,… πόσο εύκολο ήταν να προβάλεις και να υπερασπιστείς την καταγωγή σου; Ο κινηματογράφος και το θέατρο αντανακλούσαν την κυρίαρχη άποψη και ταυτόχρονα έκαναν το παν για να την εμπεδώσουν όλοι.
Άνοδος
Αλλά εμφανίζεται με λίγους εκπροσώπους τη δεκαετία του ΄60 και με περισσότερους τη δεκ. του 70 μια γενιά Κοζανιτών μορφωμένων, καλλιεργημένων και ελκυστικών αφηγητών, που αποφασίζουν να γράψουν στο ιδίωμα μεταφέροντας ιστορίες και ήθη του τόπου τους. Νάσης Αλευράς «Μ’ είπιν η Μάνα μ» 1964, Ζήνων Πιτένης «Κουζιανιώτκα Μπέντια» 1971, Λεωνίδας Παπασιώπης: «Η Παλιά η Κοζάνη» 1972, «Τότι κι τώρα» 1973, «Απ’ ότ΄ απόμνιν» 1977, κ λίγο αργότερα το «Αδουκήθκα» το 1988. Τους ακολουθούν πολλοί άλλοι με βιβλία ή και με άσωτα κείμενα στον τύπο, (μεταξύ των οποίων κ ο Μήτσος Διάφας, η αδυναμία μου) που συνεχώς πολλαπλασιάζονται.
Πώς εξηγείται αυτή η αρχική παραγωγή ιδιωματικής αφήγησης και κυρίως η μεγάλη αύξησή της τα επόμενα χρόνια, κυρίως τις δεκαετίες του 80 και 90; Τι να σημαίνει το γεγονός ότι οι συγγραφείς στην πλειονότητά τους ζούσαν εκτός Κοζάνης;
Εκτιμήσεις μπορώ να κάνω μόνο.
Ένα μεγάλο ποσοστό των μορφωμένων και οικονομικά εύρωστων Κοζανιτών είχε φύγει από την πόλη και ζούσε στα δυο μεγάλα αστικά κέντρα. Οι περισσότεροι ήταν καταξιωμένοι στο χώρο τους επαγγελματικά και κοινωνικά και είχαν απαλλαγεί από τα κόμπλεξ του επαρχιώτη. Παράλληλα τους έτρωγε η νοσταλγία για τον τόπο τους, τον οποίο εξιδανίκευε κι η απόσταση. Ήταν ταυτόχρονα καλοί αφηγητές και καλοί χρήστες του λόγου γενικότερα και του ιδιώματος ειδικότερα. Ήταν αναμενόμενο ότι θα έγραφαν στο ιδίωμα και θα το «αποχρωμάτιζαν» από την αρνητική του χροιά.
Καταξίωση
Κι έρχεται η δεκαετία του ΄80. Ήδη ο μύθος των μεγάλων αστικών κέντρων έχει χάσει πολύ από τη λάμψη του και η επαρχία αποκτά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Κι εκεί επάνω αρχίζει να παίρνει πόντους η Αποκριά! Μια Αποκριά για την οποία το ιδίωμα αποτελεί το βασικό όχημα. Τα τραγούδια, τα μπέντια, τα κασμέρια. Ταμπέλες και ολόκληρα κείμενα στους νουντάδες. Και κυρίως τα Στέκια, το μεγάλο δώρο της Αποκριάς στην πόλη, όπου μαζεύονται πολλοί ομιλητές του ιδιώματος με διάθεση να το χρησιμοποιούν και να επικοινωνούν πιο άνετα μέσα στη γενική ελευθερία που τους παρείχαν εκείνες οι μέρες της ανατροπής και του ξεφαντώματος.
……………………………………………………………
Άιντι!
Φτάν΄ είπαμι για σήμιρα.
Σύρτι να μισμιριάστι, κι απού Διφτέρα θα ιδούμι τι γένιτι μι τα θέατρα στα Κουζιανιώτκα.
Τουμ!
Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου