Η Ελλάδα των τοπικών ιδιωμάτων
Νεαρή ζητλάρου που έχει μείνει για κάνα μήνα σε συγγενικό της σπίτι στην Αθήνα, επιστρέφει στην Κοζάνη και πηγαίνει στο μπακάλικο να αγοράσει μπάτζιουν. Εισέρχεται και επιθυμώντας να δείξει πόσο …Αθηναία έχει γίνει, απευθύνεται με τις μύτες σιαπάν στον μπακαλόγατο του μαγαζιού:
«Έχετε βάντζον;»
Για να πάρει την πληρωμένη απάντηση
«Βίντσιν ο βάντζος!»
Τώρα όσοι το καταλάβατε είμαι σίγουρη ότι το ξέρατε ήδη. Οι υπόλοιποι χρειάζεστε λίγο παραπάνω λεξιλόγιο. Υπάρχει ο τύπος «μπίτσιν» στα Κοζανίτικα, που σημαίνει «τελείωσε, σώθκιν». Το μπέντι εκτός από την διάθεση του κόσμου εδώ για κασμέρι, δείχνει επίσης και πόσο οι κάτοικοι της πόλης προσπαθούσαν μεταπολεμικά να μιμηθούν την «Αθηναϊκή» προφορά για να πάρουν πόντους. Είχε βλέπετε αυξηθεί η κινητικότητα μεταξύ μεγάλων πόλεων και επαρχίας και η «βλάχικη» καταγωγή αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο επαγγελματικής και κοινωνικής ανόδου.
Τα πράγματα άλλαξαν. Οι σημερινοί κάτοικοι της Κοζάνης δεν προσπαθούν πια να κρύψουν το ιδιωματικό τους «αξάν» και μαζί μ’ αυτό την καταγωγή τους. Η αλλαγή ήταν σταδιακή και ξεκίνησε κυρίως στα 70ς, καθώς η περιφέρεια πήρε να ξεπερνάει τα κόμπλεξ της και να διαπιστώνει ότι η ανωτερότητα του κέντρου σε κάθε τομέα ήταν ένας μύθος τελικά.
ΚΑΤΑΞΙΩΣΗ
Κι έρχεται η δεκαετία του ΄80. Ήδη η αίσθηση υπεροχής των μεγάλων αστικών κέντρων έχει χάσει πολύ από τη λάμψη της και η επαρχία αποκτά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Κι εκεί επάνω αρχίζει να παίρνει πόντους η Αποκριά! Μια Αποκριά για την οποία το ιδίωμα αποτελεί το βασικό όχημα. Τα τραγούδια, τα μπέντια, τα κασμέρια. Ταμπέλες και ολόκληρα κείμενα στους νουντάδες. Και κυρίως τα Στέκια, το μεγάλο δώρο της Αποκριάς στην πόλη, όπου μαζεύονται πολλοί ομιλητές του ιδιώματος με διάθεση να το χρησιμοποιούν και να επικοινωνούν πιο άνετα μέσα στη γενική ελευθερία που τους παρείχαν εκείνες οι μέρες της ανατροπής και του ξεφαντώματος.
Κι εμφανίζονται τα πρώτα ιδιωματικά θεατρικά. Ήταν ζήτημα χρόνου να γίνει κι αυτό πάνω σε τόσο γόνιμο έδαφος.
Σκαπανέας ο Γιώργος ο Παφίλης, ο οποίος σε εποχές που ήταν άγνωστος ο όρος στην Ελλάδα, είχε ξεκινήσει να κάνει ένα είδος… «standup comedy”! Σε Φανό! Παγκόσμια αποκλειστικότητα! Στο Φανό του Φιλοπρόοδου συγκεκριμένα. Στα χνάρια του Χρήστου Γκιθώνα, που έδινε μια παρόμοια παράσταση πάνω στο άρμα και στο Φανό απ’ τα Μπουντανάθκα.
Στη συνέχεια ο ίδιος έγραψε και ανέβασε με ομάδα φίλων το Μπάκα Μάκα Πάκα Πάκα (1980), και εξακολούθησε να παράγει και να ανεβάζει μέχρι σήμερα.
Παράλληλα εμφανίστηκαν στην ιδιωματική σκηνή, είτε με δικά τους αποκλειστικά έργα είτε σε συνεργασίες ο Γιάννης Πλόσκας και οι Κασμιρτζίδις, ο Μανώλης Μαρκόπουλος κι ο Μιχάλης Πιτένης για να αναφέρουμε τους πιο παραγωγικούς.
Σπουδαίο ρόλο στην καταξίωση του θεάτρου στα Κοζανίτικα έπαιξε στα πρώτα χρόνια της ζωής του και η σύσταση ενός σημαντικού και μακρόβιου σχήματος, με τον Μιχάλη τον Πιτένη, τον Γιώργο τον Κοντορίκο και τον Τάκη Συνδουκά στο τιμόνι του, οι οποίοι ξεκίνησαν το 1993 με την επιθεώρηση «Οχληροί Πολίται», τίτλος που έδωσε και το όνομα στο θίασο, ο οποίος στη συνέχεια έμελε να παίξει σημαντικό ρόλο στην ερασιτεχνική θεατρική δημιουργία της πόλης.
Και η ιστορία αυτή συνεχίζεται με αμείωτο δυναμισμό μέχρι σήμερα
ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Είναι πράγματι πολύ ενδιαφέρον να δούμε τη θεατρική ποικιλομορφία να εμπλουτίζεται συνεχώς περισσότερο, με καινούργιους κώδικες επικοινωνίας πέρα από την κοινή. Με έργα που είτε θα γράφονται εξ ολοκλήρου στο ιδίωμα, είτε θα εισάγουν χαρακτήρες, αυθεντικούς ομιλητές κάποιου ιδιώματος.
Η χρήση τους θα προσέδιδε ζωντάνια, δύναμη και κυρίως ρεαλισμό, όπου αυτός ο τελευταίος είναι επιθυμητός. Επιπλέον θα αποδείκνυε ότι ο κόσμος του θεάτρου γενικά αποδέχεται και προβάλει τη γλωσσική πολυμορφία στο βαθμό που ένας τέτοιος χώρος πρέπει να έχει ανοιχτούς ορίζοντες σε όλα τα επίπεδα, μεταξύ άλλων και στο επίπεδο του θεατρικού κειμένου. Θα βοηθούσε τέλος και στην κατανόηση της συνολικής πνευματικής παραγωγής της χώρας μέσα από την βαθύτερη γνώση της περιφερειακής της διάστασης, στη γλώσσα που εκφράζει κι όσους δημιουργούς επιλέγουν σαν όχημα τα ιδιώματα.
ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Τόσο οι συγγραφείς όσο και οι λάτρεις του ιδιωματικού θεάτρου έχουν φυσικά πλήρη επίγνωση των δυσκολιών ενός τέτοιου ανοίγματος, με βασικές τις εξής δυο:
1. Το ακροατήριο είναι γεωγραφικά περιορισμένο, πράγμα που έχει πολλές συνέπειες, με βασικές την δυσκολία στην ευρεία καταξίωση και στην οικονομική επιβίωση των εμπλεκομένων.
2. Αν επιχειρηθεί μια έντυπη έκδοση τότε μπαίνουν και άλλες παράμετροι. Πώς θα αποδοθεί γραπτά ένα κείμενο, του οποίου η ήδη περιορισμένη ομάδα αποδεκτών μπορεί μεν να κατανοεί προφορικά αλλά δυσκολεύεται να το διαβάσει στη γραπτή του μορφή? Και ποια θα είναι αυτή η γραπτή μορφή? Αντιλαμβάνομαι ότι οι τρόποι απόδοσης μπορεί να ποικίλουν από τον απόλυτα προσκολλημένο στην αυθεντική προφορά (αν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο) μέχρι και τον πολύ ελεύθερο όπου η πιστότητα της προφοράς θυσιάζεται στο βωμό της άνεσης στην προσέγγιση. Για να μην γίνεται απροσπέλαστο ακόμη και στους καλούς χρήστες και να προάγει μια πιο ευχάριστη ανάγνωση.
Σε ποιους θα απευθύνεται λοιπόν και σε ποιον κώδικα επικοινωνίας?
Αυτή είναι μια άλλη παράμετρος που προβληματίζει ή θα έπρεπε να προβληματίζει τους χρήστες του ιδιώματος ως όχημα γραπτής παραγωγής. Ποιοι και ποιες δηλαδή θα αποτελέσουν την ομάδα στόχο και στο παρόν και πολύ περισσότερο στο μέλλον.
Ο δημιουργός θεατρικού λόγου οφείλει να αφουγκράζεται τη γλωσσική κοινότητα στην οποία απευθύνεται και να καταγράφει τις αλλαγές. Και φυσικά το ιδίωμα δεν είναι αναλλοίωτο.
…………………………………………………………………………………..
Πάλι ξιαστουχήθκα!
Σταματώ για να κατιβάσου τα ντόπια κι να τα βάλου να δω άμα μι χουρούν.
Να μη συιστώ Απουκράτκα.
Κι απού βδουμάδα θα πούμι για το θέατρο το ιδιωματικό σήμερα.
Αρς μάρς!
Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου
Φωτογραφία του μπακάλικου του Γιώργου Καραδήμου, της Κούλας Μητράγκα.
Από όσα μάζεψε και επεξεργάστηκε η Σούλα η Παλέντζα
Aπό τη σελίδα του FACEBOOK