Είναι μέρες τώρα που άκουγα ρώπουτουν γερόν στου υπόγειου. Πολλά έβαλα με του νου μου. Μήπως τα ποντίκια που ακούγονται κάθε βράδυ στο νταβάνι έχουν καμιά γερή μάζωξη τελευταία και κατέβηκαν για παραπάνω άπλα στο υπόγειο; Μήπως οι υπάλληλοι της Τηλεθέρμανσης χωρίς να μας ρωτήσουν ρουκώθκαν πάλι μέσα για να αλλάξουν τίποτα βάνες; Μήπως καμιά γάτα κλειδώθηκε μέσα όταν είχαμε τη γκλαβανή ανοιχτή για να πάρει λίγο αέρα το υπόγειο και γρατσουνάει την πόρτα για να την ανοίξουμε;
Μέχρι που δεν άντεξα κι μια και δυο πήγα και ρώτησα το Λάζο τον Τσικριτζή τον τρανό, -ο θκός μ’ έλειπε στην Αγγλία- με τον οποίο μοιραζόμαστε το μεγάλο θολωτό πέτρινο υπόγειο των Τσικριτζάδων στο οποίο μετά τον πόλεμο φύλαγαν τα κρασιά του ΣΒΑΠ. Αυτός σίγουρα θα ξέρει κάτι είπα γιατί στον Μεγάλο Πόλεμο μαζί με όλους τους γειτόνους του Αυλιώτη κρύφτηκε πολλές φορές σ’ αυτό για να προστατευθεί από τις αεροπορικές επιδρομές των Ιταλών και Γερμανών.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος, που ακούω κάθε βράδυ τις τελευταίες μέρες; Τον ακούς και συ»; τον ρώτησα. Γιατί ο Λάζος μπορεί να μη βλέπει καλά, γι’ αυτό και φοράει συνέχεια έξω κάτι μαύρα γυαλιά αλά Τζέιμς Μποντ, ακούει όμως καλύτερα κι από τα σκλιά. Η απάντηση του, όπως περίμενα, ήρθε αμέσως. «Δεν είναι τίποτα ζιουρουΦάνη μ’, αλλά νύφη εσύ στον Αυλιώτη μόνο 40 χρόνια δεν μπορεί να τα ξέρεις αυτά. Ξύπνησε φαίνεται πάλι το στχειό». Τσιτσιούριασα ολόκληρη και τον ρώτησα κατευθείαν :«Ποιό στχειό βρε Λάζο κι περιμένω κι τα παιδιά από την Αγγλία αυτές τις μέρες. Φαντάζεσαι να βγει ξαφνικά μπροστά στη Φαίη και να του σκιάξει του κορίτσι και να μη θέλει να ξανάρθει στη γιαγιά του στην Ελλάδα; Κι ο Λαζος απτόητος συνέχισε «Δε σκιάζ’ μαρ τα μκρά , τα τρανά σκιάζει κι παραπάν όσους δε χωνεύει. Μη φοβάσαι για τη Φαίη. Αυτή είναι παραπάν’ Παρταλόπλο κι από σένα και δε σκιάζεται. Είναι το στχειο της γιαγιάς της Ματιώς, της Τσικριτζίνας, της γιαγιάς μου δηλαδή, που βγαίνει που και που από την αιώνια νάρκη που έχει πέσει και κουνάει ψίχα τον άλτσο της φωνάζοντας μονότονα σαν τη Χρυσομαλλούσα «ακτσό, ακτσό». Είναι θυμωμένη μαζί μας κι δε μπορεί να ησυχάσει στον ύπνο των δικαίων από τότε που την παρατήσαμε με το σεντούκι της αντάμα μέσα στην αυλή, έξω από το υπόγειο, κι εμείς άρον τον άρον ρουκώθκαμι μέσα σ’ αυτό για να γλυτώσουμε απ’ το μεγάλο βομβαρδισμό της Κοζάνης απ΄τους Γερμανούς, την Ανοιξη του 1941. Από τότι κάνει τι κάνει και ξαναβγαίνει που κι που. Είναι σα να μας προειδοποιεί, όταν πρόκειται να μας συμβεί κανένα κακό. Λες αυτή τη φορά να ήρθε να πάρει τίποτα μαζί της τη μικρότερη νυφαδιά της, τη Ρούσσα; Μάλλον απίθανο , γιατί αυτή είναι γερό νταμάρι σαν την αδελφή της τη Σοφία που πέρασε τα 100 και θα μας θάψει πρώτα όλους εμάς, πριν αποφασίσει αυτή να φύβγει.
Άκουσα όμως κι από τους άλλους στο καφενείο της Γιαννούλας που παένω πίσω από το Βαλταδώρειο ότι ξύπνησαν κι άλλα στχειά φέτους. Δεν ξέρω ακόμα τι συμβαίνει;». «Α», πετάθκα τότε εγώ, που είχα αρχίσει να μπαίνω λίγο-λίγο στο νόημα. «Φταίει σίγουρα η Ματίνα, η πρώτη σου ξαδέλφη, με το θεατρικό που ανέβασε στο Φίλιππο και κάλεσε όλα τα στχειά της πόλης να ξυπνήσουν και να κάνουν μάζωξη τρανή στο εγκαταλειμμένο Ξενία. Άκουσα ότι εκεί θα μαζωχτούν όλα. Απ’ το στχειό απ’ τις Λούνις μέχρι την Κόκκινομαλλούσα απ’ τ’ Νιούλη του πηγάδι και τη Χρυσομαλλούσα απ’ τις Αναργυράδες. Μέχρι και το τρανύτερο από όλα, το στχειό τ’ Αη Λαζαρη θα πααίνει εκεί. Γι’ αυτό ξύπνησε φαίνεται και η γιαγιά η Ματιούκου». «Λες να ξυπνήσει και ο Βασίλης τ’ Κουτλιά και η Κατερνούλα τ’ Τζαβέλλα που έσερναν κάποτε πρώτοι το χορό στο Φανό τ’ Αυλιώτη»; αναρωτήθηκε φωναχτά ο Λαζος. «Όλα είναι πιθανά, αφού Απουκρές έρχονται κι όλοι θέλουν να ρίξουν καμιά γυροβολιά, ζωντανοί και πεθαμένοι».
«Τι Απουκρές θα κάνουμε φέτος; Δεν ξέρω ακόμα», συνέχισα εγώ. «Ένα στχειό τρανύτερο από όλα, που το λεν “Νέο κορωνοϊό” ξύπνησε κάπου μακριά στην Κίνα και θερίζει σαν τις μύγες τους Κινέζους που τρων ό,τι νάναι από μπαμπλιάτσκις μέχρι κατσαρίδες και φίδια σε σουβλάκι. Το είδα με τα μάτια μου όταν πήγα στο Πεκίνο, πριν χρόνια». «Γι’ αυτό κι είναι όλοι οι Κινέζοι λειψανάβατοι , γιατί όλα αυτά έχουν χαμηλά λιπαρά και δεν παχαίνουν», βρήκε αμέσως την απάντηση ο Λάζος. Και η κουβέντα μας τέλειωσε εκεί απότομα, γιατί ο Λάζος βιάζονταν να δει το τούρκικο σήριαλ, την «Ερίφ». Φαντάζεστε τι τρανό στχειό είναι κι αυτός ο Ερντογάν που απειλεί να κόψει την αναμετάδοση των τουρκικών σήριαλ στην Ευρώπη. «Να τον κόψει το τρένο της Καλαμπάκας εκεί που κάθετα» αποφάνθηκε ο Λάζος μόλις του ανακοίνωσα τη νέα μεγάλη εξ Ανατολών απειλή.
Και τελικά με τον ρούπουτουν να συνεχίζεται κάθε μέρα στο υπόγειο μας και τα άργανα να παίζουν στην πλατεία και στους Φανούς στις γειτονιές έφθασε η Πέμπτη πριν τις Μεγάλες Απουκρές όπου ένα ακόμα τρανύτερο στχειό από τον Ερντογάν, ένα Αθηναικό αυτή τη φορά και όχι τούρκικο ή κινέζικο, ένας υπουργός με το όνομα Κικίλιας, βγήκε και δήλωσε τέρμα οι καρναβαλικές υπαίθριες εκδηλώσεις σ’ όλη την Ελλάδα: Φανοί , παρελάσεις, bal masques κλπ απαγορεύονται. Έχουμε σοβαρότερα πράγματα να ασχοληθούμε τώρα.
Τι ήταν να βγει και να το πει. Οδυρμός και ολοφυρμός σε όλα τα κοζανίτικα σπίτια, παραπάν όμως στο θκό μας. Είχαν έρθει και οι Εγγλέζοι βλέπετε για να ριχτούν ψίχα τις Απουκρές και να πάρουν λίγον καλόν αρμόν για το 2020. Έφεραν και τη Φαίη, 14 μηνών πλασματάκι , το οποίο διέσχισε 3.000 km αεροπορικώς με κορωνοϊούς και άλλα παρόμοια εγγλέζικα στχειά να καιροφυλακτούν στα τρένα, στα λεωφορεία και στα αεροδρόμια. Πρέπει οπωσδήποτε να βουτηχτεί φέτος στην κοζανίτικη αποκριάτικη κολυμβήθρα του Σιλωάμ, δήλωσε η μάνα της που έρχεται κάθε χρόνο τις Απόκριες, με χιόνια και απαγορευτικά έστω και για 4 μέρες μόνο. Χωρίς Απουκρές, η χρονιά δε βγαίνει, είναι κάθε χρόνο το σταθερό moto της. Όσο για το γιό της , τον Πανούλη, μέχρι και στον ύπνο του τραγουδούσε το «Πέντε μπάμπις χόρευαν μπρε μπρε μπρε», κρατώντας τον τόνο καλύτερα κι από πολλά Κοζανιτόπλα, τόσο πολύ έχει από βρέφος εντρυφήσει στο έθιμο.
Και τώρα τι κάνουμε; Πήγα πάλι δίπλα στου Λάζο να μάθω κανένα χαμπάρι από τα πολλά που ακούει στο καφενείο. «Μεγάλο πλήγμα μου λέει για όλους, για τα μαγαζιά, για τ’ς Φανοί, για το έθιμο, που δεν σταμάτησε ούτε τον καιρό της Τουρκοκρατίας και ούτε και αυτή τη Γερμανική Κατοχή. Μόνο επί Χούντας αδράνησε και συνειδητά έσβησε σε αρκετές περιπτώσεις ως συλλογική αντίδραση απέναντι στη επτάχρονη τυραννία. Κι αυτή η ΚΥΑ της Διυπουργικής γιατί δεν απαγόρεψε και τα θέατρα, τις χοροί στα μαγαζιά- μόνο προχθές 1000 άτομα χόρευαν μέσα στο Dada- κι τις ποδσφαιρικοί αγώνες ακόμα και πήρε μόνο σβάρνα τις καρναβαλικές εκδηλώσεις σ’ όλη την Ελλάδα; Ήρθε καμιά φρα αυτός ο Κικίλιας να δει τι καρναβάλι έχουμε; Πρέπει να βάλουμε μέσο τον Στέργιο τον Γκανάτσιο, τον Νέο Διοικητή του Μαμάτσειου Νοσοκομείου, που τον έχει προσωπικό φίλο , και να τον καλέσουμε τ’ χρον’». Αλλά μέχρι τ’ χρόν’ τι φκιάνουμι;
Αυτά μέχρι το βράδυ του Σαββάτου, που άναψιν στα μούτκα ο Φανός Λάκκους τ’ Μάγγανι, χωρίς φώτα και φωτιά. Ευτυχώς ήταν ο στύλος της ΔΕΗ παραδίπλα και τα όργανα που λαμποκοπούσαν μέσα στη νύχτα και κάτι από τη λάμψη τους πέρναμι και μεις χορεύοντας τους αρχέγονους παραδοσιακούς μας χορούς του μπρε-μπρε υπό την καθοδήγηση του Ντόντιου τ’ Λάκκα, που αν και θυμωμένος , βγήκε πάλι στην κορφή και είπε πολλά κι άσωτα, εκτελώντας το προαιώνιο χρέος.
Όταν γύρισα απ’ το Λάκκο στις 12.30 τα μεσάνυχτα για να κάνω baby sitting, ήρθε και με βρήκε αυτή τη φορά ο ίδιος ο Λάζος. «Που είστι μαρ κι σας ψάχνω όλη τη μέρα. Καλά εσείς και τα μικρά ξεπόρτισαν; Δε φοβάστι τα στχειά που κυκλοφορούν λυτά μες στ’ δρόμοι αυτές τις χρονιάρις μέρις;» Η μέρα για το Λάζο ξεκινάει μετά τις 12 το μεσημέρι γιατί είναι νυκτόβιος σαν τις κουκουβάγιες. «Να, Σαββάτο σήμερα», προσπάθησα να δικαιολογηθώ εγώ. «Ψίχα η λαϊκή, ψίχα το Ψυχοσάββατο, ψίχα τα μεσημεριανά ούζα στο στέκι του Λάκκου, όπου ρίθκαμι κιόλας με τ’ άργανα , ψίχα ο βραδινός Φανός , τι καρτερούσες να κάτσουμι σπίτι; Απουκρές έχουμε και τριουρνούμι. Όσο για τα στχεια. Τόσα πολλά και μαζωμένα που μας περικύκλωσαν αυτές τις μέρες, τα τάχουμε συνηθίσει πιά. Κι αυτά τα μκρα είναι χερότερα απ τς Τρανοί. Δώδεκα η ώρα μεσάνυχτα και δεν κοιμήθκαν ακόμα. Η μκρή ειδικά την αρέσουν τόσο πολύ τ’ άργανα, που έβαλε τα κλάματα μόλις η μάνα της πήγε να την πάρει από το ”BO” όπου χόρευαν όλο το μεσημέρι». «Έμαθα χαμπάρια τρανά» μ’ είπιν ο Λάζος. «Αύριο το μεσημέρι κάτι παλικάρια απ’ το Φανό Μπουντανάθκα κάλεσαν όλοι τς Φανοί να συγκεντρωθούν στην πλατεία. Να πάρεις τα πιδιά και να πάς». Αυτά μ’ είπιν και εξαφανίστηκε για να κόψει τα σάντουιτς για το μαγαζί του Νικολάκη, του γιού του.
Όλη τη νύχτα απ’ την αναστάτωση κι την κούραση δεν κοιμήθκα. Την άλλη μέρα από το πρωί ανακοίνωσα την απόφαση μου: «όποιος θέλει θα φάει μόνος του σήμερα το μεσημέρι. Το φαί είναι έτοιμο. Εγώ με τη Φαίη θα κατεβούμε στην πλατεία να δώσουμε το παρών στο κάλεσμα των Φανών». «Κι μεις κι μεις» είπαν όλοι. Ετσι κίντσαμι οικογενειακώς για την πλατεία.
Και ποιόν δε βρήκαμι εκεί. Από τον Ντόντιο το Λάκκα και τον Πάνο τον Καλημέρη μέχρι τον Νίκο τον Μπαντώλα και το Γιάννη τον Τσιμπέρη. Από τον Καρακοντή και τον Γιάννη τον Σιδέρη, τον φούρναρη μέχρι τον Σιαφάρα το νεκροθάφτη και τα παλιουμέντιρα όπως τη Βαγγελίτσα τη Γκιθώνα, ντυμένη μπάμπου και του Τζήκα μ’ τ’ άλογου. Τα σκλιά μόνο τον έλειπαν. Όλοι οι Φανοί ήταν εκεί και έδωσαν ένα δυναμικό παρών χορεύοντας με την ψυχή τους αυτή τη φορά το 11 και τα περιστέρια. Τότι, όλοι μέσα απ’ το χορό και το τραγούδι καταλάβαμι ότι η Κοζανίτικη Αποκριά είναι αθάνατη. Δεν μπαίνει σε καλούπια, ούτε υπόκειται σε απαγορεύσεις. Πήρε και η Φαίη το αποκριάτικο βάφτισμα του πυρός όπως ακριβώς ήθελε κι η μάνα της. Όσο για τα στχεια που μας ακολουθούσαν, γιατί από τον πολύ ρώπουτουν της πλατείας ξεπορτίσαν από το Φίλιππο και κίντσαν κι αυτά για την πλατεία, περίεργα να δουν τι συμβαίνει και γίνεται τέτοιος σαματάς. Μόλις τέλειωσε ο χορός και το τραγούδι, που τα ξόρκισε όλα για τα καλά, ξαναγύρσιν ήσυχο πια το καθένα στον τόπο του.
Ικανοποιημένοι γυρίσαμε και μεις σπίτι να κάνουμε και τα άλλα χρέη: να κάτσουμε όλοι μαζί στο γιορτινό τραπέζι και να συγχωρεθούμε, στέλνοντας και τις ευχές μας στην κόρη μου Εύα, που παίρνοντας το όνομα της γιαγιάς της Ευδοκίας, γιορτάζει πρωτομαρτιάτικα κάθε χρόνο, να κάνουμε τη χάσκα και να βγούμε στο βραδινό Φανό του Λάκκου. Το απόγευμα συνειδητοποίησα ότι είχε σταματήσει και ο τρανός ο ρώπουτους από το υπόγειο. Η γιαγιά η Ματιώ, ησύχασιν κι αυτή μαζί με τα υπόλοιπα στχειά.
Κι τ’ Χρόν’ καλύτερα να ευχηθούμε με λιγότερα στχεια, με παραπάν χορό και τραγούδι για να απολαύσουμε με την ησυχία μας το ντουμ ντουμ ντουμ ….. και τα άλλα μακροσκελή έπη της Κοζανίτικης Αποκριάς. Οσο για τον τίτλο καμία σχέση δεν έχει με το γνωστόν αποκριάτικο άσμα «40 μν…..με κύκλωσαν». Είμαστε στη Σαρακοστή γαρ…..
ΥΣ. Συμπαθάτι μι για την αργοπορία αλλά οι Εγγλέζοι με πήραν μαζί τους μπας και ξορκίσω και τα εγγλέζικα στχεια και ηρεμήσουν κι αυτά αλλα μέχρι να συναχτούμι και να τακτοποιήσουμι τα πράματα, πέρασιν η ώρα.