Δέσποινας Μιχαηλίδου -Καπλάνογλου
Η επιλογή των λέξεων της Ποντιακής διαλέκτου προέρχονται από Ποντιακούς στίχους τραγουδιών
ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
Κακοπαγιάνευτος
Εύα πώς ν’ έφτάει ‘κί ξέρ’, ντόισον άντραν να παίρ’,
όλ’ τς τ’ αγούρ’ τς λέει κουσουρλήδας,
τ’ άλλ’ τς κοντούς και τ’ άλλ’ τς μακρύδας.
Γιά τόν έναν λέει γιαβάν’ τς έν κι άλλος ζαρωτός,
έγιάντσεν κι άλλος γέρος, γιά μικρός
κι άλλος κιάλ’ τς έν, φαλακρός.
Για τον άλλον λέει βρωμεί κι άλλος γύφτος τη δρομί’. ,
Κι ηλικία της πάει κι επέμνεν,
σό πουτζιάχ’ ατέ επέμνεν.
Και λέει νέησα πώς έν πάντα, κί περάν’ ασά τριάντα.
Κάποτε έλέπ’ τα χάλια τς, ντ’ εμαραίθανε τα κάλλια της
κι άσ’ όμμάτ’ ελέπ’ ντ’ έρρουξεν, απελπίστεν και εκούξεν: –
Θέ μ’, τα κάλλια τ’ ανθρωπί’
Σ’, γιατί παίρ’ τς ατα οπίσ’;
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
‘Ιδιότροπη
Η Εύα πως να κάνει δεν ξέρει ,το λογιών άντρα να πάρει,
όλους τους άνδρες τους λέει ελαττωματικούς,
άλλους κοντούς και άλλους ψηλούς.
Για τον ένα λέει είναι άχαρος και ο άλλος
στραβός και ο άλλος καμπούρης και άλλος
γερός ή μικρός και άλλος πάλι φαλακρός.
Για τον άλλο λέει βρωμάει και άλλος γύφτος του δρόμου.
Πάνε τα χρόνια και αυτή έμεινε στο ράφι.
Και ας λέει νέα είμαι νέα είμαι πάντα ,
κάτω πάνω από τριάντα .
Κάποτε βλέπει τα χαλιά της
βλέπει ότι μαράθηκαν τα κάλλη της
Κανείς πια δεν την κοιτάζει
απελπίστηκε και φώναξε.
Θεέ μου τα κάλλη που δίνεις γιατί τα παίρνεις πίσω πάλι.;
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
1.Κακοπαγιάνευτος .2. Ν’ έφτάει –ευτάγω . 3. Μακρύδας. 4. Ζαρωτός . 5. Απελπίστεν. Ερρούξεν –ρούζω -ροίζω
********************************************
1.Κακοπαγιάνευτος
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις :Κακός + επί + αίνος .
Ετυμολογία : έπαινος < αρχαία ελληνική ἔπαινος < επί +αίνος (η επιδοκιμασία, η έκφραση καλών λόγων )
αίνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἶνος (ύμνος, έπαινος )
Στην νεοελληνική αποδίδεται: ‘Ιδιότροπος (η) ,εγκωμιάζω αρνητικά , αυτός που δεν παινεύει κανένα , κακός +επαινώ,
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Επαινεία=εγκώμιον ,παινεύομαι,,παινεύκουμαι .
*****************************************************
2. Ν’ έφτάει –ευτάγω
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη :.Ευθειάζω,ευθειάω
Ετυμολογία ευθειάζω -ομαι : κάνω κτ. ευθύ ή επίπεδο.
[λόγ. < μσν. ευθειάζω < ευθεί(α) -άζω]
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Κάνω .
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Εύτενα ( επιρρ.επι αγοροπωλησίας)
*****************************************************
3. Μακρύδας.
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Οζαρώνω,όζος.
Ετυμολογία μακρύς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μακρύς < αρχαία ελληνική μακρός
μακρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακρός
μακρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακρός
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Ζαρωμένος ,μικραίνω .
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : μακρότητα ,μακρύς ,μακρεσσα,μακρωτός,
********************************************
4. Ζαρωτός
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις :
Ετυμολογία : ζαρώνω < μεσαιωνική ελληνική ζαρώνω (μικραίνω, πτυχώνομαι, τσαλακώνομαι) < οζαρώνω < ίσως από αρχαία ελληνική ὄζος (μεταξύ άλλων και το μάτι του φυτού), αλλά αβέβαιο
Στην νεοελληνική αποδίδεται:Ζαρώνω, μικραίνω, πτυχώνομαι,
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : ζάρωμα , ζαρωματιά , ζαρωμένος .
*****************************************************
5. Απελπίστεν
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη :.Το στερητικό Α+ ελπίς ,απελπισία
Ετυμολογία απελπισία < απελπισία με λόγια επίδραση < μεσαιωνική ελληνική ἀπελπισία
απελπίζομαι, π.αόρ.: απελπίστηκα, μτχ.π.π.: απελπισμένος, (ενεργ.: απελπίζω)
• παθητική φωνή του ρήματος απελπίζω: χάνω τις ελπίδες μου , αποθαρρύνομαι
ελπίζω < ἐλπίζω < ἐλπίς
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Χάνω τις ελπίδες μου ,απελπίζομαι
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Απελπίζομαι , απελπισμένος , απελπιστικός , απέλπιδα .
*****************************************************
6. Ερρούξεν –ρούζω -ροίζω
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις :
Ετυμολογία Ροή -ρέω
ῥοή < ῥέω, θέμα *ῥοϝ- + -ή
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Έπεσε, πίπτω
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : ῥεῦμα ῥευματικός ῥευματόω ῥοή ῥοῦς ῥύμη ῥύαξ ῥύομαι ῥύμα
***********************************************************************