«ΠΟΛΕΜΙΚΟ»
Μια καθημερινή μέρα σαν όλες τις άλλες ήταν για τον Ζήση τον Κουζιάκη. Ετοιμάστηκε για να πάει στη δουλειά του, στο εργοστάσιο της ΕΔΑΔΥΜ, της Εταιρείας Διαχείρισης Απορριμμάτων Δυτικής Μακεδονίας δηλαδή, μιας εταιρείας που δίνει δουλειά σε πολλούς συμπολίτες μας. Η μέρα όμως αυτή τού επιφύλασσε μία πολύ ευχάριστη έκπληξη, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για όλη την Κοζάνη.
Οι εργαζόμενοι έρχονται στη βάρδια τους αντιμέτωποι με κάθε τι περίεργο. Πόσο μάλλον όταν είσαι σε διαλογή αντικειμένων ανακύκλωσης. Κάθε λογής χαρτιά, πλαστικά, αντικείμενα εφήμερα και πάσης φύσεως υλικά, μετά από λίγο καιρό, περνάνε από μπρος σου αδιάφορα και μηχανικές κινήσεις τα διαχωρίζουν. «Μαζεύω πέτρες, γραμματόσημα, πώματα από φάρμακα, σπασμένα γυαλικά, πτώματα από τον ουρανό, λουλούδια και ό,τι καλό σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο κινδυνεύει…» γράφει ο Μίλτος Σαχτούρης στο ποίημά του «ο Συλλέκτης». Κι αυτό το καλό, που κινδυνεύει σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο, ήμασταν όλοι τυχεροί, που έτυχε να μην περάσει απαρατήρητο από τα δικά του χέρια.
16 ποιήματα μας διέσωσε, που σε κάθε άλλη περίπτωση θα κατέληγαν να γίνουν χαρτοπολτός. Είναι όλα τους χρονολογημένα, γραμμένα κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι πως είναι ανυπόγραφα. Δίπλα από αυτό το σώμα των 16 κιτρινισμένων χαρτιών δεν βρέθηκε κάποιο άλλο στοιχείο που θα μας έδινε την πληροφορία που χρειαζόμαστε. Γι’ αυτό, και με αφορμή αυτή τη δημοσίευση, θα ήθελα να κάνω ένα κάλεσμα στους συμπολίτες μας, ακόμη και στον ίδιο τον άνθρωπο για τον οποίο δεν ήταν χρήσιμα αυτά, αν έχουν κάποιο στοιχείο, να μας δώσουν. Μία ακόμη ψηφίδα της τοπικής μας ιστορίας θα ’ρθει να συμπληρώσει το μωσαϊκό μας.
Ο ποιητής διακρίνεται από την ξεχωριστή του γραφή ως άνθρωπος ευαίσθητος κα καλλιεργημένος. Προφανώς θα ανήκε στη γενιά που έζησε το δράμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Παιδιά που στην τρυφερή τους ηλικία, αντί για αγάπη και πλατιούς ορίζοντες, άκουγαν για χιλιάδες αριθμού νεκρών και για όλεθρο. Έζησε εύπορα και με αστική συνείδηση κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, καθώς σ’ ένα από τα ποιήματά του υπογράφει «Κοζάνη, φθινόπωρο 1939, γυρνώντας από μία εκδρομή στα νησιά». Αξιοσημείωτο επίσης πως όλα τα ποιήματα τα υπογράφει με αναφορά στον τόπο του, με τη λέξη «Κοζάνη», δείγμα που μαρτυρά την αγάπη του για την πόλη.
Κλείνοντας, οφείλω να κάνω και μία ιδιαίτερη μνεία στον πατέρα του Ζήση, τον Λάζαρο Κουζιάκη, στον οποίο ο Ζήσης χρωστά τα συγκεκριμένα αντανακλαστικά. Ο Λάζος ξεχώριζε για την αγάπη του στην Κοζάνη, την οποία μετέδωσε στα παιδιά του, τον Ζήση, τον Αγαθώνη και την Βασιλική, τρανεύοντάς τα όπως λέμε στην ντοπιολαλιά στο έθιμο του Φανού και στις παραδόσεις της πόλης. Αγαπούσε την Κοζάνη και το ρίζωσε στα παιδιά του, όπως και στα παιδιά της γειτονιάς που αγάπησε, τη Σκ’ρκα.
Το ποίημα που επέλεξα να σας αποκαλύψω έχει άμεση σχέση με τον εορτασμό της επετείου του ΟΧΙ. Γράφτηκε το Νοέμβριο του 1940, λίγες βδομάδες μετά το ιταλικό τελεσίγραφο την 28η Οκτωβρίου, και καθώς ο ελληνικός στρατός προήλαυνε νικηφόρος έναντι των ιταλικών δυνάμεων στα αλβανικά βουνά. Κι όμως, ο ποιητής αυτός επέλεξε να γράψει ένα βαθιά αντιπολεμικό ποίημα (παρ’ όλο που το ονομάζει «Πολεμικό»), που μαρτυρά ότι μάλλον είχε βαθιά χαραγμένες μέσα του τις πληγές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ακροβατώντας συγχρόνως και μεταξύ ενός κεκαλυμμένου ερωτισμού.
«Σαν έμπηξα τη λόγχη στην καρδιά σου,
Με χέρια αλύγιστα, χείλια σφιγμένα,
Και μεσ’ σε βογκητά έγειρες πνιγμένα
Και σβήστηκε η φλόγα απ’ τη ματιά σου»
Είναι συγκινητικό που χρόνια μετά το σεισμό του 1995 στην Κοζάνη, που ήταν η τελευταία πράξη κατεδάφισης πολλών αποτυπωμάτων της τοπικής μας ιστορίας, τα «σκουπίδια» μάς αποκαλύπτουν ακόμη μικρά θαύματα.
Ζήση, σ’ ευχαριστούμε πολύ!
Τσιομπάνος Γιάννης