«Ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο» του Αρχιμανδρίτη Παϊσίου Παπαδόπουλου ηγουμένου της Ι.Μ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Φιλώτα

By on 30/01/2019

Στη Φυσική ο Αριστοτέλης θα αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Τα συγγράμματά του ξεκινούν από τα Φυσικά, που θέτουν τις γενικές αρχές της έρευνας της φύσης και περιλαμβάνουν από την κοσμολογία και την αστρονομία (Περί ουρανού) μέχρι τη μελέτη των έμβιων όντων (τα βιολογικά του συγγράμματα), για να καταλήξουν στον ανθρώπινο οργανισμό και τις λειτουργίες του (Περί ψυχής και Μικρά Φυσικά). Δεν υπάρχει πλευρά της φυσικής πραγματικότητας πάνω στην οποία να μην έχει σκύψει ο Αριστοτέλης με ενδιαφέρον και προσοχή, κανένα φυσικό φαινόμενο δεν έχει θεωρηθεί ανάξιο λόγου και μελέτης (Περί ζώων μορίων 644b22-645a23). Η φυσική του Αριστοτέλη καλύπτει τα 2/3 του συγγραφικού του έργου.

Ο Αριστοτέλης σε διάφορα έργα του αλλά, κυρίως, στα “Φυσικά” και στο “ΠερίOυρανού”, γράφει για το «κινοῦν ἀκίνητον»! O κύριος σχολιασμός της έννοιας περιλαμβάνεται στο βιβλίο A’ των Μετά τα φυσικά. Όσο και, αν ορισμένοι θεωρούν,  ότι το πρώτο “«κινοῦν ἀκίνητον» είναι μία διφορούμενη αριστοτελική έννοια, που άλλοι την βλέπουν θεολογικά και άλλοι φυσικά, όσο και, αν αμφισβητούν, ότι ο Αριστοτέλης δέχεται ως Θεό το «κινοῦν ἀκίνητον»  αλλά  ισχυρίζονται ότι πρόκειται για μία αρχή ή ένα «σύστημα νόμων που διέπει την παγκόσμια αλλαγή», στην πραγματικότητα δέχονται ένα και το αυτό, την ύπαρξη του Θεού, διότι:

 

        I.            Είναι αδύνατον η ουσία να μην έχει φυσική ενέργεια. Φυσική ενέργεια είναι η έμφυτη κίνηση κάθε ουσίας! Γι’ αυτό είναι φανερό ότι όποια όντα έχουν την ίδια ουσία, αυτά έχουν και την ίδια ενέργεια· όποια όμως έχουν διαφορετικές φύσεις, αυτά έχουν και διαφορετικές ενέργειες.

      II.             Δεν υπάρχει ανυπόστατη φύση ή απρόσωπη ουσία, διότι η ουσία και η φύση νοείται σε υποστάσεις και πρόσωπα· «μή ἐστι φύσις ἀνυπόστατος ἢ οὐσία ἀπρόσωπος –ἐν ὑποστάσεσι γὰρ καὶ προσώποις ἥ τε οὐσία καὶ ἡ φύσις
θεωρεῖται».

 

Επομένως, και αυτοί ακόμη που δέχονται φυσική ερμηνεία στο «κινοῦν ἀκίνητον» του Αριστοτέλη δεν μπορούν να ξεφύγουν από την θεολογική πραγματικότητα που είναι η «άλλη όψη του ίδιου νομίσματος». Ο Αριστοτέλης δέχεται την ύπαρξη μιας οντότητας, πλήρως απαλλαγμένης από κίνηση – με την έννοια της μεταβολής, αφού ότι κινείται συνάμα και μεταβάλλεται- και ύλη, την οποία ονομάζει άλλοτε «Θεό» και άλλοτε «κινούν ακίνητο». Οι λόγοι που επικαλείται για την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας τέτοιας οντότητας είναι καθαρά λογικοί. Στη φύση παρατηρούμε μια συνεχή μετάδοση κινήσεων από σώμα σε σώμα (από σώματα που κινούν σε σώματα που κινούνται), μια συνεχή πραγμάτωση δυνατοτήτων. Πώς θεμελιώνεται λογικά αυτή η αλυσίδα των κινήσεων;  Δεν θα πρέπει να υπάρχει μια αρχή, μια αιτία της κίνησης; Μπορούμε, λοιπόν, να συλλάβουμε τη δυνατότητα ύπαρξης μιας οντότητας που θα προκαλεί κίνηση χωρίς η ίδια να κινείται, μιας οντότητας που θα βρίσκεται έξω από τον κύκλο των μεταβολών. Αυτό είναι το αριστοτελικό «κινούν ακίνητο».

 

Εξ απόψεως Θεολογίας το «κινούν ακίνητο» είναι  ο Θεός. Ο Οποίος, καθώς εξηγεί ο άγιος ιωάννης ο Δαμασκηνός, είναι άϋλος και απερίγραπτος, και δεν βρίσκεται σε τόπο, διότι ο ίδιος είναι τόπος του Εαυτού του, αφού γεμίζει τα πάντα και είναι πάνω απ’ όλα και όλα τα συνέχει. Λέγεται, βέβαια, τόπος Θεού εκείνος, όπου αποκαλύπτεται η ενέργειά Του. Διότι, ο ίδιος χωρίς ανάμειξη διέρχεται μέσω όλων και μεταδίδει σ’ όλα την ενέργειά του, ανάλογα με την καταλληλότητα και την δεκτική ικανότητα του καθενός· εννοώ την καθαρότητα της φύσεως και της προαιρέσεως (όταν πρόκειται για λογικά και αυτεξούσια όντα).

Όσον αφορά τώρα τα  ιδιώματα της θείας φύσεως είναι το άκτιστο, το άναρχο, το άφθαρτο, το αθάνατο,  το άπειρο και το αιώνιο, το αγαθό, το δημιουργικό, το δίκαιο, το φωτιστικό, το αμετάβλητο, το απαθές, το απερίγραπτο, το αχώρητο, το απεριόριστο, το αόριστο, το ασώματο, το αόρατο, το ακατανόητο, η ιδιότητα να μην έχει καμία ανάγκη, το αυτοκυριαρχικό και αυτεξούσιο, το εξουσιαστικό του σύμπαντος, το ζωοποιό, το παντοδύναμο, το απειροδύναμο, το αγιαστικό και μεταδοτικό, η ιδιότητα να περιέχει και συγκρατεί τα σύμπαντα και να προνοεί για όλα.

Όλα αυτά και τα παρόμοια η Θεότητα τα έχει από τη φύση της, χωρίς να τα έχει λάβει από αλλού. Απεναντίας, η ίδια η Θεότητα μεταδίδει κάθε αγαθό στα δημιουργήματά της, ανάλογα με τη δεκτική ικανότητα του καθένα. Ιδίωμα της Θεότητος είναι η αμοιβαία παραμονή και διαμονή των Θείων Υποστάσεων· διότι είναι αχώριστες μεταξύ τους χωρίς να λείπει η μία από την άλλη· έχουν την αλληλοπεριχώρησή τους ασύγχυτη, ώστε ούτε να συγχωνεύονται ούτε να συγχέονται, αλλά να είναι σε αρμονία μεταξύ τους. Ο Υιός,δηλαδή ,είναι με τον Πατέρα και το Πνεύμα, το Πνεύμα με τον Πατέρα και τον Υιό και ο Πατέρας με τον Υιό και το Πνεύμα, χωρίς να συμβαίνει καμιά συγχώνευση ή ανάμειξη ή σύγχυση. Ιδίωμα της Θεότητος, επίσης, είναι η ενότητα και ταυτότητα της κινήσεως· γίνεται, δηλαδή, μία εξόρμηση και μία κίνηση των τριών υποστάσεων, κάτι που δεν μπορεί να παρατηρηθεί στην κτιστή φύση. Και ακόμη, η Θεία ακτινοβολία και ενέργεια είναι μία, απλή και αδιαίρετη· προσφέρει πολλά αγαθά στα κτιστά που διαιρούνται· και, ενώ μοιράζει σ’ όλα τα συστατικά της φύσεώς τους, η ίδια παραμένει απλή· μοιράζει τον εαυτό της σε πολλά χωρίς να διαιρείται η ίδια· συγκεντρώνει και επαναφέρει τα διαιρεμένα στη δική της απλότητα, διότι όλα τα όντα την ποθούν και οφείλουν την ύπαρξή τους σ’ αυτήν,  και αυτή μεταδίδει σε όλα την ύπαρξη ανάλογα με τη φύση τους· έτσι η Θεότητα αποτελεί την ύπαρξη για τα όντα, τη ζωή για τα ζωντανά, τη λογική για τα λογικά και το νου για τα νοερά· η ίδια, βέβαια, είναι πέρα και πάνω από το νου, το λόγο, τη ζωή και τη φύση. Ιδίωμά της, ακόμη, είναι ότι περνά μέσα απ’ όλα τα όντα, ενώ απ’ αυτήν δεν περνά κανένα ον.Επίσης, ότι γνωρίζει τα πάντα με απλή γνώση· όλα τα βλέπει με απλό τρόπο, με το Θείο, παντεποπτικό και άϋλο βλέμμα της· βλέπει τα παρόντα, τα παρελθόντα και τα μέλλοντα προτού να συμβούν. Ιδίωμά της, επίσης, είναι η αναμαρτησία, η συγχώρεση των αμαρτιών και η σωτηρία. Και ακόμη, ότι μπορεί να πετύχει όλα όσα θέλει, αλλά δεν θέλει να κάνει όσα μπορεί· μπορεί, για παράδειγμα, να καταστρέψει τον κόσμο, αλλά δεν το θέλει.

Επειδή, λοιπόν, ο αγαθός και υπεράγαθος Θεός δεν επαναπαύθηκε στη θεωρία του εαυτού του, αλλά από υπερβολική αγαθότητα θέλησε να δημιουργηθούν ορισμένα δημιουργήματα που θα ευεργετηθούν και θα μετάσχουν στην αγαθότητα του· γι’ αυτό, παράγει και δημιουργεί «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι» τα σύμπαντα, ορατά και αόρατα·Ο ίδιος ο Θεός μας, που τον δοξολογούμε ως Τριάδα και Μονάδα, «έφτιαξε τον ουρανό, τη γη και όλα όσα βρίσκονται σ’ αυτά»· έφτιαξε το σύμπαν από το μηδέν. Άλλα τα έφτιαξε από ύλη που δεν προϋπήρχε, όπως τον ουρανό, τη γη, τον αέρα, τη φωτιά, το νερό. Άλλα πάλι τα δημιούργησε από ύλη που ήδη είχε δημιουργήσει, για παράδειγμα τα ζώα, τα φυτά και τα σπέρματα. Διότι αυτά έχουν δημιουργηθεί με πρόσταγμα του Δημιουργού από χώμα και νερό, από αέρα και φωτιά. Δημιουργεί, επίσης, και τον άνθρωπο που αποτελείται και από ορατή και από αόρατη φύση. Μόλις συλλαμβάνει την ιδέα, αυτόματα δημιουργεί· και η σκέψη του γίνεται πράξη, που την ολοκληρώνει ο Λόγος και την τελειοποιεί το Πνεύμα.

Σύμφωνα με την Βιβλική μαρτυρία του θεοπνεύστου κειμένου της Αγίας Γραφής που υπομνηματίζει την εξ αποκαλύψεως Πίστιν μας από την αρχή της Δημιουργίας υπήρχε μόνον Θεός και τίποτε άλλο· «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν ὃ γέγονεν». Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο σαφώς επισημαίνεται: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Από την αρχήν της πνευματικής και υλικής Δημιουργίας, υπήρχε ο άναρχος και ο προαιώνιος, Υιός και Λόγος του Θεού. Και ο Λόγος ήταν πάντοτε αχώριστος από τον Θεόν, και Θεός ήταν ο Λόγος. «Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν». Αυτός υπήρχεν από την αρχήν της Δημιουργίας ενωμένος με τον Θεόν. «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν ὃ γέγονεν». Ολα όσα υπάρχουν ως δημιουργήματα έγιναν δι’ αυτού και χωρίς Αυτόν δεν έλαβε ύπαρξιν κανένα, από όσα έχουν γίνει(Ιω.1,1-3). Και το βιβλίο της Γενέσεως με μία και μόνο πρόταση συγκεφαλαιώνει όλη την Δημιουργία: «ΕΝ ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν». Κατ’ αρχάς ο Θεός εδημιούργησεν “εξ ουκ όντων” τον ουρανόν και την γην(Γεν. 1,1). Και για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους είναι πιο λογικό να δεχτούμε την Δημιουργία του κόσμου εκ του Θεού ως πρώτη αρχή και αίτιο της Υπάρξεως αισθητού και πνευματικού κόσμου παρά τα παραμύθια περί τυχαιότητος στην Γένεση.

 

Μολονότι, «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε», ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε σὲπλήρη ἄγνοια για τον Ἑαυτό του, ἐπειδή «ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ πατρός, αὐτὸς ἐξηγήσατο», γράφει στο δικό του Ευαγγέλιο, ὁ ἅγιος Ἰωάννηςὁ Θεολόγος. Και ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός συνολικά παραθέτει συστηματοποιώντας: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε. Ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ πατρός, αὐτὸς ἐξηγήσατο». Ἄρρητον οὖν τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον. «Οὐδεὶς γὰρ ἐπιγινώσκει τὸν πατέρα εἰ μὴ ὁ υἱός, οὐδὲ τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ». Καὶ τὸ πνεῦμα δὲ τὸ ἅγιον οὕτως οἶδε τὰ τοῦ θεοῦ, ὡς τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου οἶδε τὰ ἐν αὐτῷ. Μετὰ δὲ τὴν πρώτην καὶ μακαρίαν φύσιν οὐδεὶς ἔγνω ποτὲ τὸν Θεόν, εἰ μὴ ᾧ αὐτὸς ἀπεκάλυψεν, οὐκ ἀνθρώπων μόνον ἀλλ᾿ οὐδὲ τῶν ὑπερκοσμίων δυνάμεων καὶ αὐτῶν, φημί, τῶν Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ. Οὐκ ἀφῆκε μέντοι ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐν παντελεῖ ἀγνωσίᾳ· πᾶσι γὰρ ἡ γνῶσις τοῦ εἶναι Θεὸν ὑπ᾿ αὐτοῦ φυσικῶς ἐγκατέσπαρται. Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ κτίσις καὶ ἡ ταύτης συνοχή τε καὶ κυβέρνησις, τὸ μεγαλεῖον τῆς θείας ἀνακηρύττει φύσεως. Καὶ διὰ νόμου μέν καὶ προφητῶν πρότερον, ἔπειτα δὲ καὶ διὰ τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ, Κυρίου δὲ καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ ἐφικτὸν ἡμῖν τὴν ἑαυτοῦ ἐφανέρωσε γνῶσιν. Πάντα τοίνυν τὰ παραδεδομένα ἡμῖν διά τε νόμου καὶ προφητῶν καὶ ἀποστόλων καὶ εὐαγγελιστῶν δεχόμεθα καὶ γινώσκομεν καὶ σέβομεν οὐδὲν περαιτέρῳ τούτων ἐπιζητοῦντες·

 

Ο Ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος: στα «Πρακτικὰ καὶ θεολογικὰ κεφάλαια» μεταξύ άλλων γράφει: «Ὅ,τι κάνει τὸ κάλυμμα ποὺ ἐμποδίζει τὰ μάτια, τὸ ἴδιο κάνουν καὶ οἱ κοσμικοὶ λογισμοὶ καὶ οἱ βιοτικὲς ἐνθυμήσεις στὴ διάνοια, ποὺ εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς. Ὅσον καιρὸ λοιπὸν τὶς ἔχουμε, δὲν πρόκειται νὰ δοῦμε· ὅταν ὅμως ἀφαιρεθοῦν μὲ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τότε θὰ δοῦμε ὁλοκάθαρα τὸ ἀληθινὸ Φῶς, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν ἄνω κόσμο. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι τυφλὸς ἐκ γενετῆς δὲ θὰ μάθει, οὔτε θὰ πιστέψει τὴν ἀξία τῶν γραφομένων ἐκεῖνος ὅμως ποὺ κάποτε θ’ ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ, θὰ μαρτυρήσει ὅτι εἶναι ἀλήθεια τὰ λεγόμενα»… Ἐκεῖνος ποὺ δὲ βλέπει καὶ ὑπόσχεται νὰ ὁδηγεῖ ἄλλους, εἶναι πλάνος καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια ἐκείνους ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «Ὅταν ἕνας τυφλὸς ὁδηγεῖ ἄλλον τυφλό, θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο σὲ λάκκο».Ὅποιος εἶναι τυφλὸς πρὸς τὸ Ἕνα, εἶναι τελείως τυφλὸς πρὸς ὅλα. Ὅποιος βλέπει στὸ Ἕνα, βρίσκεται στὴ θεωρία τῶν πάντων.

 

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: