giapraki.com

Οδυσσέας Ιωάννου: «Αν η εποχή το έχει ανάγκη, θα συνεχίσουν να γράφονται υπέροχα τραγούδια. Και νομίζω πως έτσι θα γίνει»

Συνομιλία με την Δήμητρα Καραγιάννη

(από το νέο τεύχος της Παρέμβασης)

Αμέτρητοι στίχοι που έγιναν  τραγούδια. Πιάνει το μολύβι κι απογειώνει τη σκέψη. 20+ χρόνια στα ερτζιανά. Βιβλία, γραφές και συγγραφές, συνεργασίες με εφημερίδες και περιοδικά. Παρόλα αυτά, είναι αθόρυβος. Νομίζω πως λίγο τον νοιάζει εν τέλει το χειροκρότημα. Προτιμάει την πρόβα. Κι όμως, η «ησυχία» του ψιθυρίζει δημιουργικά την πιο κραυγαλέα αλήθεια. 

Από τις πρώτες τάξεις του Λυκείου, κάποια πεζά κείμενα, κυρίως για διάφορα αυτοσχέδια μαθητικά περιοδικά. 

Όσον αφορά τον στίχο, το πρώτο μου τραγούδι το έγραψα το 1992 σε μουσική του Διονύση Τσακνή, έπειτα από παρότρυνση του ίδιου. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γράψω στίχο για τραγούδι. Το τραγούδησε η Βούλα Σαββίδη και λεγόταν «Το ζεϊμπέκικο της Πατησίων». Το πρώτο μου βιβλίο ήταν μια συλλογή διηγημάτων το 1999 με τίτλο «Ζει το κορίτσι του fruit punch?».  Σε περιοδικά και εφημερίδες είχα ξεκινήσει από το 1986, με πρώτη μου δουλειά στο περιοδικό «Μουσική».

 

Mόνο τα καλά έχω να θυμάμαι. Έκανα ραδιόφωνο για είκοσι δύο χρόνια και βρήκα στην ουσία ένα σπίτι μέσα στο οποίο γνώρισα ανθρώπους, αισθάνθηκα δημιουργικός, ασχολήθηκα με την μεγάλη μου αγάπη, το ελληνικό τραγούδι, και ως ένα σημείο μέσα από αυτήν την διαδικασία διαμορφώθηκε ένα μέρος του χαρακτήρα μου. 

 

Περισσότερο η αποκοπή του τραγουδιού από την ιστορία του και από την συγκυρία στην οποία γράφτηκε. Ακούμε πολύ καλά τραγούδια στα ραδιόφωνα, αλλά χωρίς κάποια σύνδεση, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τις ζωές των ανθρώπων και την εποχή τους. Ένα άλλο πρόβλημα είναι πως έχει εξοριστεί ένα τεράστιο κομμάτι του ελληνικού τραγουδιού στην προσπάθεια να παιχτούν μόνο πολύ οικεία ακούσματα, δηλαδή τραγούδια πού έκαναν σουξέ και είναι γνωστά σε όλους. Δεν είναι μόνο αυτά το ελληνικό τραγούδι. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται γενιές καταναλωτών -καλών- τραγουδιών, αλλά όχι γενιές ακροατών. Στερούνται συνθετικής σκέψης και ενίοτε χάνεται και όλο το συναίσθημα -βασικό φορτίο του τραγουδιού.

Η τεχνολογία δεν γυρίζει πίσω -και ορθώς δεν γυρίζει. Η δισκογραφία, αλλά και οι κύκλοι τραγουδιών ανήκουν σε κάποιο μακρινό παρελθόν και η εποχή αναζητάει μόνο τα singles, ένα μόνο τραγούδι που θα παιχτεί πολύ. Το μέλλον της το βλέπω ως ανάγκη της μελλοντικής εποχής. Αν η εποχή το έχει ανάγκη, θα συνεχίσουν να γράφονται υπέροχα τραγούδια. Και νομίζω πως έτσι θα γίνει. 

 

Δεν μπορώ να δώσω έναν ορισμό στο τι «πρέπει» και τι «δεν πρέπει» στην τέχνη. Είναι ένα πεδίο απόλυτης ελευθερίας της ανθρώπινης έκφρασης και κανένας δεν υπογράφει κάποιο συμβόλαιο για το ποιος θα είναι ο ρόλος του και ποια η λειτουργία του μέσα στο πλαίσιό της. Είναι προσωπική η απάντηση και αφορά τον κάθε καλλιτέχνη χωριστά. Επίσης, η συνέπεια η οποία είναι λίγο παρεξηγημένη, έχει να κάνει και πάλι με την σχέση σου με τον εαυτό σου και όχι με το τι περιμένουν οι άλλοι από εσένα. Στην τέχνη όλα κρίνονται από το αποτέλεσμα και όχι από την πρόθεση. Αν κάποιος γράψει ένα κακό τραγούδι για την σωτηρία του κόσμου με βαθιές πολιτικοκοινωνικές αιχμές και ένας  άλλος ένα πολύ όμορφο τραγούδι για το τι έφαγε το μεσημέρι, καλλιτέχνης είναι ο δεύτερος. 

 

Μα δεν είναι ξεκομμένα, δεν είναι δύο διαφορετικά πράγματα, το τί συμβαίνει σε μία κοινωνία σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, και στον πολιτισμό της. Όλα αυτά είναι μέρος του πολιτισμού της. Αν μιλάμε συγκεκριμένα για τον τομέα της τέχνης, οι καλλιτέχνες ζορίστηκαν όσο ζορίστηκαν μεγάλες ομάδες πληθυσμού. Αλλά κανείς δεν μας υποσχέθηκε πως θα δουλεύουμε πάντα με τις ιδανικές συνθήκες. 

 

Από οτιδήποτε. Κάποιες φορές μπορεί να προκύψουν από μία φράση ή από μία μόνο λέξη και ξεκινάς δίχως να ξέρεις τι ακριβώς θέλεις να πεις και πού θα σε βγάλει. Άλλες φορές έχεις στο μυαλό σου μια συγκεκριμένη ιστορία που θέλεις να πεις και ψάχνεις τον τρόπο και τις λέξεις. Εκεί κρίνονται όλα, στον τρόπο και στις λέξεις. 

 

Έχουμε μια πολύ ακριβή παράδοση στην γλώσσα όσον αφορά την χρήση της στο τραγούδι. Οι μεγάλοι μάστορες έβαλαν πολύ ψηλά τον πήχη μελοποιώντας σπουδαίους ποιητές και κείμενα πολύ υψηλού επιπέδου. Ήταν και οι συγκυρίες της ιστορίας μας που το επέβαλαν. Αυτό ήταν πολύ καλό, γιατί μπήκαν στο στόμα του κόσμου ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, αλλά από την άλλη όταν αυτά τα μεγέθη χρησιμοποιήθηκαν ως άλλοθι ποιότητας από συνθέτες που δεν ήταν σπουδαίοι, λειτούργησε μάλλον αποτρεπτικά για πολλούς στιχουργούς που άλλα ήθελαν να πουν, άλλα τους έλεγε η καρδούλα τους και άλλα προσπάθησαν να γράψουν τελικά. Το σίγουρο είναι πως η ευθύνη του λόγου στο τραγούδι είναι πολύ μεγάλη, αλλά η κάθε γενιά πρέπει να βρίσκει την γλώσσα της, τον τρόπο της, μέσα από μια πολύ δύσκολη διαδικασία, που από την μία απαιτεί τον απόλυτο σεβασμό στους παλιούς και από την άλλη επιβάλλει και την «αποκαθήλωσή» τους, με την έννοια της δημιουργικής «αμφισβήτησης».

 

Όχι, δεν θα μπορούσε να είναι αυτοβιογραφικά διακόσια τραγούδια. Δεν έχω ζήσει τόσο συναρπαστική και τόσο ενδιαφέρουσα ζωή… Καθαρά αυτοβιογραφικά είναι περίπου δέκα. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα με βρείτε μέσα στα υπόλοιπα. Η δουλειά μου είναι μεν να εκφράσω πράγματα που θα σε κάνουν να ταυτιστείς- ανεξάρτητα αν τα έχω ζήσει ή όχι- όμως πάντα μέσα από το δικό μου φίλτρο. Πόσο βιωματικό να είναι ένα τραγούδι που πρέπει να γράψω για μια γυναίκα ερμηνεύτρια που να μιλάει για τις προσωπικές της ματαιώσεις;

 

 Δεν λειτουργώ με καθημερινό πρόγραμμα, αλλά με περιόδους. Μπορεί να μπω στο γραφείο μου και να ασχοληθώ με μια ιδέα για εβδομάδες ή μήνες, και μετά να μην γράψω τίποτα για πάρα πολύ καιρό. Μου αρέσει πολύ η μορφή του κειμένου, του μικρού κειμένου, και ανάλογα με την περίοδο μπορεί να καταλαμβάνει όλον τον χρόνο μου και όλη την σκέψη μου ή να μην υπάρχει καθόλου και πουθενά. 

 

Να πω την αμαρτία μου, δεν την παρακολουθώ τόσο, ώστε να έχω άποψη. Όσος χρόνος μου μένει για διάβασμα, αφιερώνεται σε κλασικούς. Δεν αισθάνομαι περήφανος για αυτό που λέω, θα ήθελα να είμαι πιο ενεργός αναγνώστης των σύγχρονών μου και ελπίζω να το καταφέρω. Γιατί στην ουσία κι εγώ αυτό ζητάω από τους ακροατές, να αγαπήσουν τα κλασικά μεγάλα τραγούδια αλλά να ακούσουν το τι έχουμε να πούμε κι εμείς. 

 

Νομίζω πως όχι. Βοηθιέται, βέβαια, αλλά αν η αρχική κινητήριος δύναμη δεν είναι η ανάγκη σου να γράψεις, αυτήν την ανάγκη δεν πρόκειται να στην «μάθει» κανένας. Είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, αλλά και ταλέντου. Και παρότι θεωρώ πως η δουλειά είναι πιο σημαντική, αυτή μπορεί να σε φτάσει μέχρι το σημείο μιας κορυφής δεξιοτεχνίας. Το ταλέντο όμως είναι εκείνο που θα κάνει την δεξιότητα τέχνη. Και το ταλέντο σίγουρα δεν μαθαίνεται. 

 

Όχι, δεν είμαι ποιητής, γιατί είναι διαφορετική η λειτουργία μου. Ποιητής είναι εκείνος που γράφει ένα ποίημα δίχως την επιδίωξη να μελοποιηθεί κάποτε, ενώ ο στιχουργός γράφει λόγια αποκλειστικά για να γίνουν τραγούδι. Αυτή είναι η μοναδική διαφορά τους και όχι σε επίπεδο ποιότητας. Για να δώσω ένα παράδειγμα, ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ένας σπουδαίος ποιητής, αλλά όταν έγραφε κατά παραγγελία από τον Μίκη Θεοδωράκη για να μελοποιηθεί, η λειτουργία του ήταν ενός σπουδαίου στιχουργού.

 

 

Ούτε τα αγαπώ, ούτε τα μισώ. Δεν βρίσκω τον λόγο να ασχοληθώ με τέτοια «διλήμματα». Είμαι αυτός που είμαι ως αποτέλεσμα όλων όσων έχω κάνει. Το αν θα μπορούσα να είμαι καλύτερος δεν έχει νόημα να το σκέφτομαι. Σίγουρα όμως θα μπορούσα να είμαι πολύ χειρότερος. Τις προάλλες σκεφτόμουν πόσο καλύτερη θα ήταν η ποιότητα ζωής μου, αν δεν ήμουν βαρύς καπνιστής. Αλλά αμέσως σκέφτηκα πως «πού το ξέρω αν το τσιγάρο δεν μου έχει σώσει μέχρι τώρα την ζωή; Πού το ξέρω, αν στα δύο λεπτά που σταμάτησα σε ένα περίπτερο να πάρω τσιγάρα δεν με γλίτωσαν από ένα θανατηφόρο τροχαίο στο οποίο θα εμπλεκόμουν αν δεν σταματούσα στο περίπτερο;» Πολύ ακραία σκέψη, αλλά πιστεύω πως αν γυρίζαμε τον χρόνο πίσω και κάναμε μία πολύ μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη αλλαγή στη ζωή μας, μπορεί να ήταν τέτοιες οι αλυσιδωτές αντιδράσεις, που τώρα να ήμασταν τελείως αλλού. 

 

Οκτώβριος 2019

Exit mobile version