ΣΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΔΡΟΜΟ που συνδέει την Κοζάνη με την Πτολεμαΐδα δύσκολα μπορείς να οδηγήσεις κοιτώντας μόνο ευθεία. Το βλέμμα σου θα χαθεί ολόγυρα όταν αντικρίσεις το τεράστιο σεληνιακό τοπίο. Χιλιάδες στρέμματα απέραντων εκτάσεων που έχουν ερημώσει λόγω της εκμετάλλευσης του λιγνίτη. Ταινιόδρομοι, πύργοι ψύξεως, πολυάριθμες νταλίκες, κάρβουνο, βουνά από τεχνητές αποθέσεις, τέφρα, σκονισμένα αυτοκίνητα και λεωφορεία, κοιτάσματα και χωριά-φαντάσματα που «καταπίνει» ο λιγνίτης. Στο σημείο αυτό της Δυτικής Μακεδονίας απλώνεται το ενεργειακό κέντρο ολόκληρης της Ελλάδας.
Εδώ παράγεται πάνω από το 50% της ηλεκτρικής ενέργειας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ορυχείο στα Βαλκάνια και από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης, το οποίο δουλεύει αδιάκοπα 24 ώρες το 24ωρο. Το πρώτο που ακούς είναι ότι ο λιγνίτης, και κατ’ επέκταση η ΔΕΗ, έδωσε πολλά, με σκληρά ανταλλάγματα. Χάρη σε αυτό το ορυκτό καύσιμο η χώρα έχει αποκτήσει ενεργειακή αυτονομία, ενώ στην ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης και της Πτολεμαΐδας δημιουργήθηκαν χιλιάδες θέσεις εργασίας. Και είναι αλήθεια ότι ο λεγόμενος «μαύρος χρυσός» της Ελλάδας εδώ και εξήντα χρόνια εξασφαλίζει φθηνό ρεύμα σε όλη την Ελλάδα. Ωστόσο, πήρε σπίτια, χωράφια και την υγεία των κατοίκων. Από τη δεκαετία του ’50 κάτοικοι και εργαζόμενοι στα εργοστάσια της ΔΕΗ βρέθηκαν δέσμιοι μιας άγνωστης κατάστασης. Χωριά που είχαν την ατυχία να κρύβουν στο έδαφός τους λιγνίτη αλλά και χωριά που, ενώ δεν έχουν λιγνίτη, βρίσκονται δίπλα στα ορυχεία, έχουν χτυπηθεί από τις συνέπειες των ρύπων, με τους κατοίκους τους να ταλαιπωρούνται από ασθένειες, αναπνευστικά προβλήματα και γενικότερα θέματα επιβίωσης.
«Εδώ θα μάθεις πώς είναι να ζεις και να πεθαίνεις με τον λιγνίτη» μου λέει ένας από τους κατοίκους που με βλέπει να τραβάω φωτογραφίες.
Κόμανος, Χαραυγή, Κλείτος, Καρδιά, είναι τα χωριά που έχουν σβήσει ήδη από τον χάρτη. Μαυροπηγή, Ποντοκώμη και Ακρινή είναι αυτά που το επόμενο χρονικό διάστημα προβλέπεται να εκκενωθούν. Μεγάλα φουγάρα που βγάζουν πυκνούς καπνούς, πρόβατα που βόσκουν δίπλα σε ορυχεία, παρατημένα αγροτικά μηχανήματα, εκρήξεις, περιποιημένα αμπέλια, καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπια που έγιναν μέρος του ορυχείου. Οι εικόνες από την Εγνατία Οδό προκαλούν δέος.
Στο εγκαταλειμμένο νηπιαγωγείο (επάνω) υπάρχουν ακόμα κρεμασμένοι οι χάρτες στον τοίχο… Στον οικισμό της Μαυροπηγής το μοναδικό βενζινάδικο του χωριού είναι διαλυμένο… Ο Ιερός Ναός της Κοιμήσεως Θεοτόκου στον παλιό οικισμό της Χαραυγής, καταρρέει σιγά σιγά μόνος του, αφού κανένας από τους εργολάβους της ΔΕΗ δεν δέχεται να την γκρεμίσει.
Ξεκινώ τις διαδρομές μου από το χωριό της Μαυροπηγής. Παντού επικρατεί τρομακτική ησυχία. Σπίτια ετοιμόρροπα, κλειστά και μισογκρεμισμένα. Από μερικά λείπουν τα παραθυρόφυλλα, οι πόρτες και τα τζάμια. Ένα διαλυμένο βενζινάδικο, χορταριασμένοι δρόμοι, η εκκλησία και το νεκροταφείο είναι μερικά από τα σημεία που θυμίζουν τα απομεινάρια μιας ζωής. Μπαίνω με προσεκτικά βήματα στο παλιό νηπιαγωγείο/δημοτικό σχολείο και παρατηρώ ότι υπάρχουν ακόμα οι κρεμασμένοι μαυροπίνακες, ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, κάποιες σκόρπιες ζωγραφιές, αφίσες και διάφορα μικρά παιχνίδια. Στην καφετέρια βρίσκονται ακόμα οι καναπέδες, τα ψυγεία, οι κουρτίνες και οι τοιχογραφίες. Απ’ όλο το χωριό, μόνο σε δύο-τρία σπίτια έχουν απομείνει κάποιοι κάτοικοι, οι οποίοι δεν θέλουν να φύγουν από τα σπίτια τους. Περίεργο συναίσθημα να περπατάς σ’ ένα εγκαταλελειμμένο χωριό, να ακούς τους θορύβους και να νιώθεις τις δονήσεις από τις εκρήξεις στο διπλανό ορυχείο. Το μέρος αυτό δεν μπορείς εύκολα να το διαβείς, αφού υπάρχουν πολλά άγρια, αδέσποτα σκυλιά. «Είναι καλό να μη σε πάρουν χαμπάρι, γιατί τα συγκεκριμένα σκυλιά είναι πεινασμένα. Τα περισσότερα τα άφησαν οι κάτοικοι όταν έφυγαν. Πολλά από αυτά είναι τσοπανόσκυλα που οι ιδιοκτήτες τους δεν μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους στους νέους οικισμούς» μου λέει ο κύριος Βασίλης, ένας από τους τελευταίους κατοίκους του χωριού.
Στον παλιό δρόμο που συνδέει την Κοζάνη με την Πτολεμαΐδα δύσκολα μπορείς να οδηγήσεις κοιτώντας μόνο ευθεία. Το βλέμμα σου θα χαθεί ολόγυρα όταν αντικρίσεις το τεράστιο σεληνιακό τοπίο.
Μαζί με τον Χάρη Δεληγιώργη με προσκαλούν για έναν μεσημεριανό καφέ στο γειτονικό χωριό της Ποντοκώμης, ένα από αυτά που πρόκειται να μετεγκατασταθεί. Εκεί θα μου αφηγηθούν ιστορίες από τα παλιά, θα υπογραμμίσουν τα προβλήματά τους και θα μου μιλήσουν για τα νέα δεδομένα. «Η Μαυροπηγή είχε 1.000 μόνιμους κατοίκους. Εγώ αντέχω ακόμα να μένω εκεί χωρίς ρεύμα και νερό, αλλά τα παιδιά μου έχουν φύγει. Αυτό που έγινε ήταν ένας μαζικός ξεριζωμός» υποστηρίζει ο κύριος Βασίλης. Δίπλα του, ο Χάρης, είναι άνεργος, όπως και τα δυο αδέλφια του. Ασχολούνται με την κτηνοτροφία, αλλά η μετεγκατάσταση δημιούργησε προβλήματα, αφού αναγκάζονται καθημερινά να διανύουν πολλά χιλιόμετρα από τον νέο οικισμό για να φτάνουν τα κτήματά τους. «Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η ΔΕΗ συμπεριφέρθηκε ως κατακτητής. Δεν σου άφηνε πολλά περιθώρια για να δημιουργήσεις έναν νέο κύκλο ζωής. Τα μηχανήματα και τα εργαλεία μου πού θα τα πάω; Από δω και πέρα, τι δουλειά μπορώ να κάνω;», λέει ο Χάρης και προσθέτει: «Οι περισσότεροι δεν μπορούν να αντιληφθούν τι σημαίνει να μένεις σ’ ένα χωριό το οποίο πλησιάζει καθημερινά ο εκσκαφέας». Στην Ποντοκώμη, οι περισσότεροι κάτοικοι παραμένουν, παρόλο που έχουν αποζημιωθεί από τη ΔΕΗ. Σε λίγο καιρό θα ερημώσει πλήρως κι αυτό το χωριό. «Δεν είναι εύκολο να ξεριζώνεσαι από τα μέρη όπου μεγάλωσες. Εδώ χτίσαμε τις ζωές μας, δημιουργήσαμε τις οικογένειές μας και γεννήσαμε τα παιδιά μας. Αλλά τι να κάνεις; Είναι σωστό να εξακολουθούμε να ζούμε δίπλα στην τέφρα και τα σύννεφα σκόνης;» αναρωτιέται ο κάτοικος της Ποντοκώμης, Χαράλαμπος Χαντζαρίδης.
Η περιήγηση στο ορυχείο ήταν εντυπωσιακή. Δύσβατοι δρόμοι γεμάτοι από τέφρα, ταινιόδρομοι που λειτουργούσαν στο φουλ και νταλίκες οι οποίες περνούσαν δίπλα μας με υπερβολική ταχύτητα.
Ο δικέφαλος αετός στην είσοδο του χωριού Ακρινή υπενθυμίζει την καταγωγή από τον Πόντο.
«Ό,τι κι αν σου δώσουν, ποτέ δεν θα μπορέσεις να αποκτήσεις αυτά που είχες».
Ένας μεγάλος δικέφαλος αετός σε καλωσορίζει στο χωριό της Ακρινής. Οι πιο πολλοί κάτοικοι ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Έζησαν και γνωρίζουν καλά τι σημαίνει ξεριζωμός. Ελάχιστα μέτρα από τον οικισμό βρίσκεται ο ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου, μία από τις αιτίες που θα αναγκαστούν να φύγουν. Παρόλο που η Ακρινή δεν διαθέτει λιγνίτη στο έδαφός της, οι κάτοικοι πραγματοποίησαν πολυάριθμους αγώνες για να πετύχουν τη μετεγκατάστασή τους εξαιτίας της μόλυνσης της ατμόσφαιρας και των προβλημάτων υγείας των κατοίκων. Στο καφενείο του Φάνη ο Κώστας Ελευθεριάδης με ενημερώνει ότι 6.500 στρέμματα από τον κάμπο που έχουμε μπροστά μας απαλλοτριώθηκαν. «Η ΔΕΗ για εμάς είναι ευχή και κατάρα. Εμείς είμαστε ένα χωριό που πλέον δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα και έχει διαλυμένο κοινωνικό ιστό» αναφέρει. Στο τοπικό πρακτορείο του ΟΠΑΠ συνομιλώ με τον πρωτεργάτη των κινητοποιήσεων για τη μετεγκατάσταση του χωριού, τον Κώστα Πουτακίδη, πρόεδρο του Συλλόγου Περιβάλλοντος και Ανέργων Ακρινής. Όπως θα μου πει: «Η Ακρινή είναι σε φάση μετεγκατάστασης, παρόλο που ακόμα δεν έχει “κλειδώσει”. Είμαστε όλοι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες. Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, η διαδικασία έχει καθυστερήσει. Εμείς είμαστε άνθρωποι που δεν γνωρίζαμε από τέφρα. Καταλάβαμε τις επιπτώσεις και τα προβλήματα στην πορεία. Το κλίμα της περιοχής ήταν από τα καλύτερα που συναντούσες. Αλλά από δω και πέρα υπάρχει μεγάλο θέμα βιωσιμότητας του χωριού. Ήταν πολλοί που φοβόντουσαν μήπως φύγει η ΔΕΗ, αλλά αγωνιστήκαμε για το κοινό καλό. Κοστολόγησαν την υγεία και τη ζωή μας. Το 2006, όταν βλέπαμε τα πρώτα σημάδια για το τι θα γινόταν στο χωριό μας, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι ήταν υπέρ της μετεγκατάστασης. Μετά την τελευταία απαλλοτρίωση δεν έμεινε στρέμμα γης για να καλλιεργήσουμε, οι επιδοτήσεις μας θα χαθούν και η ανεργία θα αυξηθεί. Αντιλαμβάνονται οι αρμόδιοι φορείς ότι είμαστε κάτοικοι σε αναμονή; Ζούμε σε ένα καθεστώς αβεβαιότητας και δεν υπάρχει χειρότερο από το να μην μπορείς να προγραμματίσεις τη ζωή του».
Στο σημείο που ξεκινά το χωριό της Μαυροπηγής η θέα είναι εντυπωσιακή, αφού κανείς μπορεί να αντικρίσει τους εκσκαφείς να πλησιάζουν όλο και περισσότερο στα σπίτια που έχουν εγκαταλειφθεί.
Πηγαίνω προς τους παλιούς οικισμούςπου έχουν σβήσει από τον χάρτη και πλέον είναι εκτάσεις του ορυχείου στο Νότιο Πεδίο. Για να περάσω όμως χρειάζομαι την άδεια της ΔΕΗ. Στο φυλάκιο βρίσκεται ο Κώστας, ένα νέο παιδί που εργάζεται στη ΔΕΗ με οκτάμηνη σύμβαση. «Έχεις ησυχία εδώ», του λέω και η απάντησή του ήταν άμεση: «Μακάρι να μπορούσα να φύγω αύριο το πρωί». Περνώντας τελικά το φυλάκιο, έρχεται ένα τζιπ για να με παραλάβει και να με πάει στον Κλείτο και την Χαραυγή. «Μόνος σου δεν μπορείς να πας, θα χαθείς και θα σε ψάχνουν» μου λέει ο Κώστας στην είσοδο.
Η περιήγηση ήταν εντυπωσιακή. Δύσβατοι δρόμοι γεμάτοι τέφρα, ταινιόδρομοι που λειτουργούσαν στο φουλ και νταλίκες που περνούσαν δίπλα μας με υπερβολική ταχύτητα. Κανείς από τους υπαλλήλους της ΔΕΗ δεν μασάει τα λόγια του. Τα χρόνια της κρίσης οι υπάλληλοι μειώθηκαν σημαντικά. Πλέον γίνονται προσλήψεις με οκτάμηνες συμβάσεις και μισθούς των 500 ευρώ. «Πώς να ζήσεις;» αναρωτιούνται οι περισσότεροι. Τα θανατηφόρα ατυχήματα είναι αρκετά, ενώ πολλές υποθέσεις αποσιωπώνται. Ρομά που εισβάλλουν κρυφά στους χώρους για να κλέψουν χαλκό ή σίδερα αγγίζουν καλώδια υψηλής τάσης, πεθαίνουν και οι υπόλοιποι απλώς μαζεύουν τα πτώματα και φεύγουν. Αναμφίβολα, οι συνθήκες για τους εργαζόμενους στη ΔΕΗ είναι δύσκολες. Δουλεύουν στον βαρύ χειμώνα σε θερμοκρασία -20 βαθμούς Κελσίου και στη ζεστή, ασφυκτική ατμόσφαιρα του καλοκαιριού.
Πάντως, η ΔΕΗ έχει κάνει προσπάθειες να μειωθούν οι ρύποι, π.χ. με την κατασκευή της τελευταίας μονάδας ΑΗΣ V, που μειώνει κατά 95% τις ρυπογόνες ουσίες. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, υπάρχουν και αυτοί που διαφωνούν και εκφράζουν επιφυλάξεις για την επόμενη μέρα.
Ο καθηγητής του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας και πρόεδρος της Οικολογικής Κίνησης Κοζάνης, Λάζαρος Τσικριτζής, υποστηρίζει: «Δυστυχώς, είμαστε ένας λαός που μεταθέτουμε τις ευθύνες στις επόμενες γενιές. Ο λιγνίτης είναι ένα βρόμικο και ρυπογόνο καύσιμο, με αποτέλεσμα να έχουν καταστραφεί οι φυσικοί πόροι. Η Βεγορίτιδα έχει χάσει το 90% των νερών της και πλέον λαμβάνονται πολλά κυβικά νερού από τον Αλιάκμονα. Επίσης, πολλοί λένε ότι είναι φθηνό καύσιμο, αλλά αν συνυπολογίσουμε το εξωτερικό κόστος, τελικά είναι ακριβό. Τα πλεονεκτήματα προ πολλού έχουν πάψει να ισχύουν και πρέπει να στραφούμε σε άλλες πηγές ενέργειας, όπως ο αέρας και ο ήλιος. Ζούμε εξήντα χρόνια αγκαλιά με τον λιγνίτη κι έχει έρθει η στιγμή να κάνουμε μια αποτίμηση χωρίς ακρότητες, εγκαταλείποντας τον μονόδρομο αυτό για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πράγματι, για μεγάλη περίοδο ήταν μια σημαντική αναγκαιότητα ο λιγνίτης. Η Ελλάδα έβγαινε κατεστραμμένη από έναν Εμφύλιο και περνούσε στη φάση του εξηλεκτρισμού. Από κει και πέρα, κολλήσαμε σε αυτόν, χωρίς να υπολογίζουμε ότι ως χώρα έχουμε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Από τη δεκαετία του 1990 έχουν χτυπήσει τα καμπανάκια για τη ρύπανση του περιβάλλοντος, αλλά όλοι στην περιοχή έκλειναν τ’ αυτιά τους. Υπάρχει η ορατή και η αόρατη ρύπανση.
Είναι όνειδος το ότι τόσα χρόνια δεν έχει γίνει μια επιδημιολογική μελέτη που να εξετάζει τη σημερινή κατάσταση σε σχέση με τις αιτίες που τη δημιούργησαν. Όσες ξεκίνησαν, για ανεξήγητους λόγους σταμάτησαν Για πολλά έτη ο λιγνίτης μάς έδινε φθηνό ρεύμα που στοίχισε ακριβά στις επόμενες γενιές. Έχουμε κάμψη της παραγωγής και το πιο σημαντικό είναι ότι ο λιγνίτης έχει μόνο τριάντα χρόνια ζωής. Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για το τι θα γίνει τη μετά τον λιγνίτη εποχή. Μια ζωή με το “θα δούμε” και το “δεν βαριέσαι, βλέπουμε”. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κοζάνη. Υπήρχε μια συνεχής αλληλοτροφοδότηση πελατειακών σχέσεων. Ζητούσαν ανταποδοτικά έργα από τη ΔΕΗ και όταν ανακοινώνονταν νέες μονάδες, όλοι χειροκροτούσαν αρχικά, αλλά κλαίγανε μετά λόγω των επιπτώσεων. Υπήρχαν χωριά που ήθελαν να χαρακτηριστούν “πληττόμενα” για να πάρουν τις αποζημιώσεις οι κάτοικοι και αρκετοί να διοριστούν στην Επιχείρηση κι έτσι δεν μιλούσαν. Η υπόγεια υδροφορία έχει καταστραφεί. Ας αντιληφθούμε πλέον ότι δουλειά δεν είναι μόνο η ΔΕΗ και ανάπτυξη δεν είναι μόνο ο λιγνίτης».
Ο Γιάννης με ξεναγεί στο ορυχείο Νότιου Πεδίου όπου κάποτε υπήρχαν τα χωριά Κλείτος και Χαραυγή. Ο ίδιος έμενε στον Κλείτο με την οικογένειά του, αλλά όταν ήταν 10 ετών έφυγαν και πήγαν στο νέο χωριό. Όπως μου είπε, οι γονείς του, παρόλο που έχουν τη δυνατότητα να επισκεφτούν το ορυχείο, αποφάσισαν να μην επιστρέψουν ποτέ σε αυτό το μέρος, βλέποντας τα χαλάσματα του σπιτιού μας. «Είναι περίεργο συναίσθημα να δουλεύω εδώ, να περνώ καθημερινά από το σημείο όπου ήταν το σπίτι μου και έπαιζα όταν ήμουν παιδί. Δάκρυα, χαρές και όνειρα σκεπάστηκαν από την τέφρα και οι ζωές μας άλλαξαν σε μια μέρα. Από την παλιά Χαραυγή υπάρχουν ακόμα μόνο η εκκλησία και οι θρύλοι που τη συνοδεύουν και λένε μεταξύ τους οι εργαζόμενοι. Κανείς από τους εργολάβους δεν αναλαμβάνει να την γκρεμίσει και απλώς την έχουν αφήσει να πέσει κάποια στιγμή από μόνη της». Όσο περπατάμε με προσοχή, τα μάτια μου τσούζουν και σηκώνεται τέφρα από το έδαφος. Το σημειωματάριό μου είναι σκονισμένο, το ίδιο και το κινητό τηλέφωνο. Τα πάντα θυμίζουν ταινία με στοιχειωμένα τοπία. Ανοίγω την πόρτα της ετοιμόρροπης εκκλησίας κι ένα σμήνος από καρακάξες πετάει κατά πάνω μας. Κάνουν απίστευτο θόρυβο και σπεύδουμε γρήγορα προς την έξοδο. Στη συνέχεια, παρατηρώ κάποια χαλάσματα και σπίτια που έχουν γεμίσει με χορτάρια και ξεραμένα δέντρα. Λίγο πιο πέρα, βρισκόταν το χωριό Κλείτος. Ελάχιστα έχουν απομείνει να θυμίζουν την παλιά καθημερινότητα. Ο Γιάννης μου αναφέρει ότι ξεθάφτηκαν ακόμα και οι νεκροί. Δεν είναι εύκολη υπόθεση η μετακίνηση μιας κοινωνίας. Οδεύοντας προς την έξοδο του ορυχείου, βλέπω γύρω μου λόφους που νόμιζα ότι ήταν πραγματικοί. «Αυτά που βλέπεις είναι τεχνητές αποθέσεις και όχι λόφοι» μου εξηγεί ο Γιάννης, κλείνοντας τα παράθυρα του τζιπ για να μη γεμίσουμε σκόνη.
Ο λιγνίτης είναι ένα βρόμικο και ρυπογόνο καύσιμο με αποτέλεσμα να έχουν καταστραφεί οι φυσικοί πόροι και να παρατηρείται γεωμορφολογική διατάραξη.
Στη διαδρομή προς Κοζάνη, όπου και να κοιτάξω βλέπω παντού πύργους ψύξεως. Ένα κομμάτι γης περιλαμβάνει αμπέλια περιποιημένα και χωράφια καλλιεργημένα από ανθρώπους που δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν παρά να ενδιαφερθούν για τη δική τους γη. Είναι εκείνοι που πονούν το μέρος τους και δεν θέλουν να φύγουν. Από την άλλη, η σκέψη στέκεται στις εικόνες παραίτησης, στην ανάγκη για φυγή, στα παιδιά που εξακολουθούν να παίζουν ανέμελα στις πλατείες, στο όνειρο της πρόσληψης στη ΔΕΗ και στις πινακίδες που σε ενημερώνουν για την τοποθεσία των νέων οικισμών. Χιλιάδες στρέμματα με χωριά που έσβησαν προκειμένου να δώσουν φως στην υπόλοιπη χώρα. Ιστορίες ανθρώπων που χάθηκαν στον χρόνο και σπίτια που μετατράπηκαν σε ερείπια. Ο τόπος των αντιθέσεων. Η μοναδική κοινή τους επιθυμία, μια καινούργια ζωή.
Τα εργοστάσια της ΔΕΗ λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο. Χάρη σε αυτό το ορυκτό καύσιμο η χώρα έχει αποκτήσει ενεργειακή αυτονομία και στην ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης και της Πτολεμαΐδας δημιουργήθηκαν χιλιάδες θέσεις εργασίας.