Λένε πως όπου υπάρχουν καφενεία στην Ευρώπη, εκεί κι η έγνοια για τον
τόπο και τον άλλον, εκεί και το ακόνι της πολιτικής, ως αντίσταση στον
εικονικό άνθρωπο της ψηφιακής εποχής.
Ακόμα κι αν στη χώρα μας ζήσαμε, μετά το 74, τον καφενειακό πολιτικό
διχασμό, αυτοί οι ημιδημόσιοι χώροι, ήταν και είναι πολιτικό ζυμωτήρι,
όπου δεν αράχνιασαν στα χωριά από την ερήμωση.
Με επίκεντρο ένα τέτοιο, αγγλικού τύπου καφενείο, μια εναπομείνασα
παμπ, ένα διάστημα άνθισαν και στην Ελλάδα, ενός τόπου που παρακμάζει
από την απολιγνιτοποίηση, ξεδιπλώνονται οι ανθρώπινες σχέσεις υπό το
βάρος της οικονομικής δυσπραγίας, στην ταινία « η τελευταία πάμπ»
του ενενηντάχρονου Κεν Λόουτς, του δεξιοτέχνη σκηνοθέτη της σοφίας του
απλού, του κοινωνικού κινηματογράφου, του επαναστατικού εν τέλει.
Διαδραματίζεται σε μια γειτονιά ,όπου συγκροτήματα κατοικιών,
υφαρπαγμένες σε πλειστηριασμούς περιουσίες για ανεξόφλητα δάνεια,
νοικιάζονται σε Σύριους πρόσφυγες κι έτσι το τέλμα αναταράζεται.
Πλήθος δράσεων υποστήριξης και γνωριμίας οργανώνεται από λίγους
πρωτοπόρους ανθρωπιστές, ανάμεσά τους κι ο ιδιοκτήτης της παμπ,
αντίβαρο στις ασεβείς, απάνθρωπες, τρομοκρατικές δράσεις ρατσιστών.
Ξεκινούν από εξοπλισμό, κοινές αθλητικές εκδηλώσεις και φτάνουν στην
παροχή καθημερινών γευμάτων αγάπης σε χώρους της παμπ. Η τροφή, ως
βασική ανάγκη επιβίωσης γίνεται το αρμολόι συνύπαρξης ντόπιων και
προσφύγων, αλλόθρησκων, ενώ οι εθνικές γευστικές ιδιαιτερότητες
συνθέτουν τον πολιτισμικό πλούτο του κόσμου, ώσπου το γευστικό
αλισβερίσι να σαμποταριστεί από τους κοντόμυαλους.
Στη μάχη αυτή του κακού με το καλό καταλύτη θα αποτελέσει ο αγνούμενος
πατέρας συριακής οικογένειας, ο φυλακισμένος μεταβατικά, ο νεκρός εν
τέλει από τα βασανιστήρια στην εμπόλεμη Συρία του καθεστώτος ‘Ασσαντ.
Στην κηδεία δίχως νεκρό, προστρέχει να συντρέξει η τοπική κοινωνία,
ακόμα κι οι διώκτες μεταστρέφονται, το θανατοχτυπημένο σπίτι των
ξεριζωμένων, να αγκαλιάσει τη μαυροντυμένη οικογένεια με ποικίλες
προσφορές, όπως τότε που κι εμείς στα μέρη μας ξεπροβοδούσαμε
ξενυχτώντας τους νεκρούς και τηρούσαμε το έθιμο της ΠΑΡΗΓΟΡΙΑΣ,
επισκέψεις με φαγητά τις πρώτες μέρες στους πενθούντες κι ήταν η
συντροφία η βάση για τη μνημόνευση του εκλιπόντα και για την
παρηγορητική υποστήριξη στους οικείους.
Είχαμε την ευκαιρία να κοινωνήσουμε στη φιλοσοφία του Λόουτς πως τα
απλά, τα πανανθρώπινα αντιπαρατίθενται στην κενότητα, την αδικία, τον
αυταρχισμό, τη βία, εστιάζοντας στην αλληλεγγύη ως προοίμιο ζωής
δίκαιης και ειρηνικής…
Τάσα Σιόμου