Το καλύτερο σημείο πώλησης τροφίμων, βάσει όλων των κριτηρίων, με τις τιμές και την παροχή ποιοτικών προϊόντων και υπηρεσιών, κρίνει το σούπερ-μάρκετ ο Έλληνας καταναλωτής.
Αν και, λόγω τσεκουρεμένων μισθών και εισοδημάτων, ο Έλληνας σήμερα δεν ψωνίζει με την ίδια καταναλωτική μανία όπως παλιά, αλλά πλέον αγοράζει μόνο τα απολύτως απαραίτητα για το νοικοκυριό του, τα προϊόντα και οι τιμές που βρίσκει στα κατά τόπους σούπερ-μάρκετ, όπως διαπιστώθηκε, φαίνεται να ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις του όσον αφορά στην κάλυψη των βασικών καθημερινών αναγκών του, γι’ αυτό και τα προτιμά.
Με ποια κριτήρια όμως ψωνίζει ο Έλληνας καταναλωτής από τα σούπερ-μάρκετ; Το ερώτημα αυτό έρχεται να απαντήσει πανελλαδική έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), που συμπερασματικά καταλήγει στο ότι ο Έλληνας αξιολογεί ιδιαίτερα υψηλά την αγοραστική εμπειρία με σαφή βελτίωση στην αξιολόγηση την τελευταία 3ετία, κάνοντας στροφή 180ο από τις παλιές του συνήθειες, που πολλές φορές ξόδευε αλόγιστα και πολλές φορές αγόραζε περιττά και πανάκριβα πράγματα.
Αξιολογούν την ποιότητα και την τιμή
Μια από τις βασικές τάσεις που παρατηρούνται σήμερα στη συμπεριφορά του Έλληνα καταναλωτή είναι η πολύπλοκη σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στην ποιότητα και στην τιμή, λόγω της οικονομικής κρίσης. Όπως διαπιστώνεται, οι καταναλωτές τα τελευταία χρόνια αξιολογούν όλο και πιο θετικά την παρεχόμενη αξία σε σχέση με την τιμή που λαμβάνουν στις αγορές τους από τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ-μάρκετ.
Η παρεχόμενη αξία (value for money) εμφανίζεται κυρίως με την αγοραστική εμπειρία και τα επώνυμα και ποιοτικά και ασφαλή προϊόντα, αλλά και τη γενικότερη συμβολή του κλάδου στη ζωή του καταναλωτή (π.χ. εταιρική κοινωνική ευθύνη, δημιουργία θέσεων εργασίας, υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας κ.λπ.). Παράλληλα, τα σούπερ-μάρκετ αξιολογούνται ιδιαίτερα θετικά σε όλα τα βασικά κριτήρια της βασικής λειτουργίας τους.
Τα συμπεράσματα
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το πιο “δυνατό” σημείο της αγοραστικής εμπειρίας είναι το προσωπικό των καταστημάτων. Οι καταναλωτές έχουν θετική γνώμη για την εξυπηρέτηση και βοήθεια που λαμβάνουν από το προσωπικό σε ποσοστό 84% το 2016 και 86% το 2017.
Σε σχέση με αυτή καθαυτή τη διαδικασία αγοράς, οι θετικές απαντήσεις φτάνουν στο 86%, με σημαντική βελτίωση έναντι του 79% του 2016, με τους καταναλωτές να θεωρούν ότι μπορούν να κάνουν τις αγορές τους πιο γρήγορα και άνετα στα σούπερ-μάρκετ σε σχέση με άλλα καταστήματα, όπου ξοδεύουν και χρόνο και χρήμα. Άλλωστε, την τελευταία 20ετία το δίκτυο καταστημάτων σούπερ-μάρκετ στην Ελλάδα έχει αναπτυχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, τόσο σε αριθμό καταστημάτων όσο και σε ποιότητα. Τα καταστήματα, πέρα από τη συνεχή διαθεσιμότητα ποιοτικών προϊόντων σε μεγάλο εύρος ποικιλίας και τιμών, παρέχουν και σημαντικές συμπληρωματικές υπηρεσίες (π.χ. πάρκινγκ, εξυπηρέτηση και διανομή κατ’ οίκον).
Ιδιαίτερα θετική είναι η αξιολόγηση των χαρακτηριστικών των διαθέσιμων προϊόντων στα ράφια των σούπερ-μάρκετ. Οι θετικές γνώμες για την ασφάλεια και υγιεινή των προϊόντων φτάνουν στο 84%, με σημαντική βελτίωση έναντι του 78% το 2016, ενώ οι θετικές γνώμες για την ποικιλία των προϊόντων φτάνουν στο 86% των καταναλωτών, έναντι 81% το 2016. Ακόμα και σε σχέση με τις κατηγορίες προϊόντων όπου τα σούπερ-μάρκετ ως κλάδος καταγράφουν έλασσον ποσοστό πωλήσεων, με τα μικρά σημεία πώλησης να έχουν τα μεγαλύτερα μερίδια της αγοράς, η αξιολόγηση είναι θετική με αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια.
Συγκεκριμένα, το 74% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι το σούπερ-μάρκετ παρέχει φρέσκα προϊόντα (κρέας, ψάρι, οπωροκηπευτικά) υψηλής ποιότητας, έναντι 70% το 2016.
Προσφορές: Προσαρμογή στην κρίση…
Συνολικά το 80% των καταναλωτών δηλώνει ότι έχει θετική αίσθηση μετά την έξοδό του από το κατάστημα, που είναι ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό για την περίοδο κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που διερχόμαστε και σημαντικά βελτιωμένο έναντι του 70% που καταγραφόταν την προηγούμενη διετία. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν επίσης ότι, παρά την οικονομική ύφεση, η πλειοψηφία των καταναλωτών εξακολουθεί να αγοράζει τρόφιμα με βάση την ποιότητα και την αξία που του δίνουν τα προϊόντα και να επιλέγει προϊόντα και σημείο πώλησης με αυστηρά κριτήρια, κάτι που βρίσκει ανταπόκριση από τον κλάδο των σούπερ-μάρκετ.
Οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ-μάρκετ έχουν προσαρμοστεί στην κρίση και σε αυτήν την τάση, προσπαθώντας να παρέχουν, πρώτον, υψηλή ποιότητα με λιγότερα χρήματα για τον καταναλωτή μέσω της αύξησης των προσφορών και προωθητικών ενεργειών και, δεύτερον, εναλλακτικές επιλογές προϊόντων στον καταναλωτή, μέσω αύξησης της ποικιλίας των γνωστών επώνυμων προϊόντων, αλλά και των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Το πλεονέκτημα του σούπερ-μάρκετ συγκριτικά με άλλα κανάλια πώλησης στο να προσφέρει στον καταναλωτή αυτό που ζητάει φαίνεται από το ότι 80% των καταναλωτών θεωρούν ότι στα σούπερ-μάρκετ βρίσκουν περισσότερες προσφορές και εκπτώσεις σε σχέση με άλλα καταστήματα, καταλήγοντας έτσι στο τελικό συμπέρασμα ότι «σε κάθε περίπτωση, η τάση είναι αυξητική».