Υπερβολική στην παρούσα φάση θεωρούν στο ΥΠΟΙΚ την πρόταση των τραπεζών για πληρωμές με κάρτα, δαπάνες άνω των 100 ευρώ
Χαμηλώνει ακόμη περισσότερο το όριο πληρωμών που μπορούν να γίνονται νόμιμα με μετρητά, ενώ επιχειρήσεις και επαγγελματίες θα υποχρεούνται εν πάση περιπτώσει να πραγματοποιούν ένα μέρος του τζίρου τους με πλαστικό χρήμα, ακόμη κι αν οι συναλλαγές τους αφορούν μικρά ποσά.
Το υπουργείο Οικονομικών και η ΑΑΔΕ σε συνεργασία με την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών εξετάζουν περαιτέρω μέτρα για την επέκταση της χρήσης πλαστικού χρήματος, ώστε να περιοριστεί η φοροδιαφυγή, αλλά και να περιοριστεί στα κανονικά επίπεδα η κυκλοφορία χρήματος εκτός του τραπεζικού συστήματος.
Αρχικά είχε συζητηθεί να μειωθεί σε 300 ευρώ – από 500 που είναι τώρα – το όριο συναλλαγών με μετρητά. Οι τράπεζες πρότειναν να πέσει στα 100 ευρώ, ώστε να «συλλαμβάνεται» πολύ μεγαλύτερο μέρος του πραγματοποιούμενου τζίρου. Κρίθηκε όμως ότι με τόσο μικρό ποσό το μέτρο θα λειτουργούσε ασφυκτικά για τις επιχειρήσεις και θα προκαλούσε μεγάλες αντιδράσεις
Νεότερες πληροφορίες αναφέρουν ότι επιλέγεται τελικά να κατεβεί στα 200 ευρώ και η αναπροσαρμογή αυτή να γίνει άμεσα, ώστε το μέτρο να πιάσει την καλοκαιρινή περίοδο όλες τις τουριστικές επιχειρήσεις, όπου η φοροδιαφυγή ανθεί.
Ισχυρή ώθηση για την άμεση υλοποίηση του μέτρου δίνει και η διαπίστωση ότι από τους 650.000 επαγγελματίες που υποχρεώθηκαν να τοποθετήσουν POS, περισσότεροι από 200.000 (το 30%) δεν τα χρησιμοποιούν.
Αποτελεσματικοί έλεγχοι
Για την επέκταση την χρήσης «πλαστικού χρήματος» σχεδόν σε όλες τις συναλλαγές σχεδιάζεται σειρά πρόσθετων μέτρων, πέραν της μείωσης του ορίου συναλλαγών με μετρητά. Μεταξύ άλλων :
– Οι επιχειρήσεις θα υποχρεούνται να πραγματοποιούν ένα μέρος του ετήσιου τζίρου τους (40%-60%) και θα ελέγχονται τακτικά κατά πόσο χρησιμοποιούν τα POS.
– Eπιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που εμφανίζουν μηδενικές ή πολύ χαμηλές πωλήσεις μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών, θα μπαίνουν αμέσως στη λίστα φορολογικού ελέγχου. Η αρχή θα γίνει φέτος, όταν με την εκκαθάριση των εντύπων Ε3 θα εντοπιστούν εύκολα οι επαγγελματίες που κράτησαν αχρησιμοποίητα τα POS.
Στόχος είναι η περαιτέρω αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών, που επιτρέπουν αποτελεσματικότερο έλεγχο της διακίνησης χρήματος, με απιτέλεσμα να περιορίζεται η φοροδιαφυγή.
Το μέτρο θα εξαναγκάσει να ενταχθούν στο τραπεζικό σύστημα, χρήματα τα οποία σήμερα παραμένουν ακόμη στα… σεντούκια.
Χρήμα έξω από τις τράπεζες
Στο τέλος Δεκεμβρίου, το νόμισμα σε κυκλοφορία ανήλθε σε 31,1 δισ. ευρώ, ποσό που είναι τριπλάσιο από το εκείνου που θα έπρεπε να είναι υπό κανονικές συνθήκες. Στην προ κρίσης περίοδο, όταν σημειωτέον δεν είχαν αναπτυχθεί τόσο πολύ οι ηλεκτρονικές πληρωμές, το ποσό των μετρητών, που έμενε εκτός τραπεζικού συστήματος ήταν στο 6% του ΑΕΠ. Δηλαδή, με βάση τον κανόνα αυτόν, σήμερα θα έπρεπε να είναι στα στρώματα ένα ποσό της τάξης των 10-12 δισ. ευρώ, αλλά είναι το τριπλάσιο.
Οι υποστηρικτές του μέτρου θεωρούν ότι δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα στις συναλλαγές των πολιτών, καθώς το όριο των αγορών (300 ευρώ) θα εξακολουθήσει να είναι μεγάλο. Επίσης τονίζουν ότι όλοι σχεδόν οι πολίτες έχουν κάρτες πληρωμών (πιστωτικές, χρεωστικές κ.λπ.), ενώ όλοι οι συνταξιούχοι και οι μισθωτοί πληρώνονται μέσω τραπεζικών λογαριασμών και οι πολίτες είναι ήδη εξοικειωμένοι με τη χρήση καρτών.
Δηλαδή το “πλαστικό χρήμα” είναι ευρέως διαδεδομένο και κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι είναι απαραίτητες οι πληρωμές με μετρητά, συναλλαγών, με σχετικά μεγάλα ποσά. Άλλωστε, από τον Ιούνιο του 2017 και όλοι οι υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα, πληρώνονται υποχρεωτικά μέσω τραπεζών, οπότε το ηλεκτρονικό χρήμα είναι διαδεδομένο και δεν εμποδίζεται κανείς να πληρώνμει με κάρτες.
Να πληρώνει τις προμήθειες το Δημόσιο!
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ, Νίκος Καραμούζης από το βήμα της 43ης τακτικής γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος, πρότεινε την υποχρεωτική χρήση χρεωστικών καρτών σε όλες τις συναλλαγές αξίας πάνω από 100 ευρώ, χωρίς χρεώσεις επιχειρήσεων και καταναλωτών , αλλά την επιβάρυνση του κόστους των συναλλαγών να την επωμίζεται το Δημόσιο!
Η πρόταση ως προς το δεύτερο σκέλος της, δεν ακούστηκε ευχάριστα στο υπουργείο Οικονομικών, το οποίο δεν θέλει να επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός με την επιδότηση τραπεζών και επιχειρήσεων.