Εν μέσω έντονων αντεγκλήσεων (πλέον και με εξώδικα) και με σαφώς διχασμένο το προσωπικό του πορεύεται το Παν/μιο Δυτικής Μακεδονίας (ΠΔΜ) προς τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά. Ο αποκλεισμός των καθηγητών του πρώην ΤΕΙ ως υποψηφίων πρυτάνεων στην παρούσα φάση έχει δημιουργήσει μια έκρυθμη κατάσταση, η οποία έρχεται να προστεθεί στη σωρεία δυσεπίλυτων προβλημάτων που αντιμετωπίζει το νέο διευρυμένο ΠΔΜ και να επιβεβαιώσει ότι το όλο εγχείρημα συγχώνευσης με το ΤΕΙ ΔΜ έγινε με μια «αβάσταχτη ελαφρότητα» και χωρίς σοβαρό σχεδιασμό. (Δεν υπήρξαν μελέτες για την αναγκαιότητα ίδρυσης ή μετεξέλιξης τμημάτων ούτε στοιχειώδης κοστολόγηση, τεχνική περιγραφή & χρονοδιάγραμμα για τον απαιτούμενο εξοπλισμό, προσωπικό κλπ, παρά μόνο μια πρόχειρη συγκόλληση – διεύρυνση με κύριο μέλημα ποια πόλη θα πάρει το μεγαλύτερο μερίδιο φοιτητών –«πελατών», σε ένα κλίμα όπου κυριάρχησαν οι προεκλογικές σκοπιμότητες και οι αφόρητες τοπικιστικές πιέσεις από το εγχώριο πολιτικό προσωπικό).
Επόμενο λοιπόν ήταν, αφού δεν μελετήθηκαν τα βασικά θέματα, να μην προσεχτούν καν οι «λεπτομέρειες», όπως αυτή της εκλογής των νέων πρυτανικών αρχών. Ο διάβολος όμως κρύβεται στις λεπτομέρειες, πράγμα που αποδείχτηκε για άλλη μια φορά. Το πρόβλημα που ανέκυψε είναι γνωστό: Οι καθηγητές των ΤΕΙ μπορούν μεν να θέσουν υποψηφιότητα για τη θέση του πρύτανη, αρκεί να κριθούν πρώτα από εκλεκτορικά σώματα με πανεπιστημιακά κριτήρια. ΟΡΘΟΝ, αλλά επειδή οι κρίσεις μετατίθενται ΜΕΤΑ τις εκλογές οι καθηγητές των ΤΕΙ αποκλείονται ως υποψήφιοι πρυτάνεις, διότι είναι ακόμη σε «προσωποπαγείς θέσεις» (ως μη αξιολογημένοι). Για τους αντιπρυτάνεις η μεταχείριση είναι διαφορετική: Μπορούν να είναι υποψήφιοι και οι καθηγητές ΤΕΙ πριν κριθούν. Αυτά ορίζει ο νόμος Γαβρόγλου 4610/2019. (σσ. Σε συγχωνεύσεις άλλων Ιδρυμάτων ίσχυσαν διαφορετικά κριτήρια για τους υποψηφίους).
Ας σημειωθεί ότι οι καθηγητές του ΤΕΙ θα έπρεπε να είχαν κριθεί από τις εκλεκτορικές επιτροπές εντός διμήνου από την υποβολή του φακέλου τους με βάση το νόμο (άρθρο 18 παρ. 4ββ.), δηλ. χοντρικά μέχρι 15 Αυγούστου. Αυτό πρακτικά ήταν δύσκολο, αλλά ΕΠΡΕΠΕ τουλάχιστον να εφαρμοστεί κατά προτεραιότητα για τους υποψηφίους πρυτάνεις (με βάση το νόμο), ώστε να κυλήσει ομαλά η εκλογική διαδικασία, πράγμα που τελικά δεν έγινε.
Υπογραμμίζεται επίσης ότι οι καθηγητές και γενικά τα μέλη ΔΕΠ του πρώην ΤΕΙ αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία στο νέο Ίδρυμα, γεγονός που θα έδινε πιθανότατα ένα προβάδισμα στους υποψήφιους πρυτάνεις από το χώρο του ΤΕΙ, χωρίς φυσικά αυτό να είναι σίγουρο.
Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη. Συνεχείς προστριβές μεταξύ καθηγητών, υποψηφίων ή μη, καταγγελίες, παραίτηση της Εφορευτικής Επιτροπής κλπ. («Επι του πιεστηρίου» πληροφορήθηκα για το εξώδικο Γκανάτσιου που οξύνει κι άλλο την κατάσταση).
Κρίνοντας κάποιος τα επιχειρήματα των αντιμαχόμενων στρατοπέδων διαπιστώνει ότι περιορίζονται μόνο στη νομιμότητα της εκλογικής διαδικασίας και σε τυπολατρικές ερμηνείες, παραβλέποντας την ουσία του θέματος. Και η ουσία είναι αυτό που επανειλημμένα έχει ειπωθεί στο δημόσιο βίο : πώς «ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι κατ’ ανάγκην και ηθικό». Πόσο ηθικό και δίκαιο λοιπόν είναι να αποκλείονται υποψήφιοι πρυτάνεις, επειδή ο νόμος τους εξοστρακίζει πριν καν αξιολογηθούν ως καθηγητές πανεπιστημίου ;
Η Διοίκηση (και η Εφορευτική επιτροπή) προφανώς οφείλει πάντοτε να εφαρμόζει τους νόμους, αλλά η Πανεπιστημιακή κοινότητα θα μπορούσε να διαφωνήσει ομόθυμα και δημόσια και να πιέσει έγκαιρα για κάποια νομοθετική ρύθμιση που ΝΟΜΙΜΩΣ θα μετέθετε τις εκλογές για 2-3 εβδομάδες, ώστε να μην υπάρξουν άδικοι αποκλεισμοί. Υπογραμμίζουμε το «ομόθυμα» γιατί όλοι σχεδόν παραδέχονται κατ’ ιδίαν ότι πρόκειται για καταφανή αδικία, ακόμη και υποψήφιοι του Πανεπιστημίου. Όμως το να μένουμε στο «off the record» είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι η πράξη. Θα έπρεπε η Σύγκλητος με τη σύμφωνη γνώμη ΟΛΩΝ των υποψηφίων πρυτάνεων και αντιπρυτάνεων να ζητήσει από το Υπουργείο μετάθεση των εκλογών μετά τις κρίσεις των υποψηφίων πρυτάνεων από το χώρο του ΤΕΙ και τη (δυνητική) ένταξή τους σε οργανικές θέσεις. Η ενέργεια αυτή, εκτός των άλλων, θα αποδείκνυε ότι δεν υπάρχει πρόθεση αποκλεισμού κανενός υποψηφίου, διαλύοντας οποιεσδήποτε σκιές και επικρίσεις. Από όσο γνωρίζω, δηλώσεις σε αυτό το πνεύμα έκαναν δύο ή τρεις μόνο υποψήφιοι σε σύνολο δεκατριών.
Σέβομαι όλους τους υποψηφίους, για αυτό και πρεσβεύω ότι κανείς τους δεν θα ήθελε να εκλεγεί μέσω μιας διαδικασίας που αμφισβητείται από ένα τμήμα των εκλογέων, οι οποίοι είτε θα απέχουν είτε θα ψηφίσουν «κατ’ ανάγκη», στριμωγμένοι ανάμεσα σε δύσκολα διλήμματα που κάθε άλλο παρά την ελεύθερη βούληση διασφαλίζουν. Πώς θα εργαστούν οι εκλεγμένοι απρόσκοπτα σε μια Σύγκλητο, της οποίας η δημοκρατική της νομιμότητα τίθεται εν αμφιβόλω από την πρώτη μέρα ;
Υπό αυτές τις συνθήκες και με βάση τα παραπάνω, ως μέλος του σώματος που θα εκλέξει τον πρύτανη, δεν έχω άλλη επιλογή παρά μόνο την αποχή. Είναι κάτι που δεν με ευχαριστεί καθόλου, αλλά οφείλω να το πράξω και να το δηλώσω δημόσια. (Δεν έχει έννοια πλέον η κλειστή διαβούλευση αφού ό,τι διαμείφθηκε με email στις λίστες του προσωπικού είτε δημοσιεύτηκε κανονικά στα ΜΜΕ είτε διέρρευσε μέσω άλλων διαδρομών. Γιατί να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας ; «Μπροστά τα λόγια» που λέμε και στην Κοζάνη …)
Λ. Τσικριτζής
Καθηγητής ΠΔΜ (σε προσωποπαγή θέση)