Ο Γεώργιος Λάτσκος ή Σαπουντζής από την Κοζάνη, πρωτοπόρος στην Επανάσταση του 1821, εμφανίστηκε με ψευδώνυμα στις επιστολές και στη Γραμματεία, τα μετέπλασε στον πόλεμο και την αιχμαλωσία, επιλέγοντας έπειτα στην ελεύθερη ζωή του το Γεώργιος Λασσάνης
Το όνομα Λάτζκος συναντάται γραπτά πρώτη φορά στην κωμόπολη τότε Κοζάνη στα μέσα του 18ου αιώνα μ.Χ. και παρομοίως την ίδια περίοδο στον οικισμό Κτένιον (Χτέν(ι)) ως βαπτιστικό στη γενική πτώση, Λάτζκου. Ωστόσο, 200 χρόνια νωρίτερα είχε καταγραφεί από τους Οθωμανούς στα Σέρβια ο Yorgi Lacka (Γιώργη Λάτσκα), ελληνιστί ο Γεώργιος του Λάτσκου. Στην ιδιόλεκτο της περιοχής το όνομα των πρώτων προφέρονταν ως Λάτσκους, ενώ ο τρίτος ως Γιώρς τ’ Λάτσκ(ου). Πρόκειται για τον Λάζαρο, δανεικό ισραηλίτικο όνομα -ο Ούγγρος συγγραφέας Andreas Latzko ήταν εβραϊκής καταγωγής.
Μέλη της κοζανίτικης οικογένειας Λάτσκου ή Σαπουντζή (από την παραγωγή και διάθεση σάπωνος) εμπορεύονταν στην Ουγγαρία τον 18ο αιώνα, επιτυχώς, αφού ο υιός ενός ονόματι Γεώργιος ανεχώρησε έφηβος για σπουδές στην ομόσπονδη Γερμανία (Deutscher Bund), φιλολογικής κατευθύνσεως γι’ αυτό και γνώριζε άριστα τη γλώσσα ώστε να μεταφράζει μυθιστορήματα στην ελληνική. Περατώνοντάς τες μετέβη το 1818 στην Οδησσό της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας (Россійская Имперія) όπου κατά ομολογίαν του ιδίου εργαζόταν ως διδάσκαλος στο κοινόν σχολείον των παιδιών της ελληνικής παροικίας, το οποίο αντιστοιχούσε με το σημερινό δημοτικό σχολείο, ονομασία που παρέμεινε τουλάχιστον ως τη δεκαετία του 1920 στα αντίστοιχα ιδρύματα του οροπεδίου της Ελίμειας. Παράλληλα δίδασκε και στην Ελληνοεμπορική Σχολή, στο των Ελλήνων Εμπόρων σχολείου όπως παραδίδεται σε έκδοση του 1829.
Η πληροφορία ότι ο Γεώργιος Λάτσκος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία αρκετά νωρίς, το 1816, στο Ιάσιο της Ρουμανίας καταγραφόμενος ως Γεώργιος Λασσάνης δεν διασταυρώνεται. Ακολούθως συνδράμει στην έκδοση βιβλίου τού συμπατριώτη του Μιχαήλ Περδικάρη ως Εντιμολογ. Κύριος Γεώργιος Λασσάνος εκ Κοζάνης, έργο που είχε ήδη γραφεί τουλάχιστον από το 1815. Το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Γεώργιος Λασσάνος, που εμφανίζεται πρώτη φορά, οφείλεται άραγε στην έλλειψη προσοχής των στοιχειοθετών ή των διορθωτών του έργου, φαινόμενο τότε σύνηθες ή είχε προτιμηθεί από τον τότε 22χρονο φιλόλογο Γεώργιο Λάτσκο;
Αν ναι, γιατί το είχε επιλέξει; Προφανώς το Λάτσκος ηχούσε σλαβιστί ή, τουλάχιστον, όχι ελληνικά και δη αρχαία. Οπότε, όντας εραστής του θεάτρου, ανακάλυψε το φανταστικό επώνυμο Λασσάνος στην κωμωδία Λυσιστράτη του Αριστοφάνη όπου ενυπάρχει η αρχαία προσφώνηση λισσάνιε, η οποία αποδίδεται στη νεοελληνική ως καλέ μου φίλε και σε αγγλική μετάφραση my good man (καλέ μου άνθρωπε). Η ερμηνεία του επιθέτου λισσάνιος ως μαινόμενος ή λυσσασμένος ηχεί περίεργα, γι’ αυτό ίσως σε διάφορες μεταφράσεις η προσφώνηση παραλείπεται.
Λίγο αργότερα το επόμενο ψευδώνυμό του είναι ελαφρώς διάφορο: σε θεατρικό του έργο με τίτλο Ελλάς Πρόλογος είς τήν τραγωδίαν Α(ρμόδιος) καί Α(ριστογείτων) υπογράφει ως Γοργίδας Λυσανίου. Το πόνημα τυπώθηκε το 1820, αλλά προφανώς είχε γραφεί αρκετά νωρίτερα, γι’ αυτό είχε διατηρηθεί το ψευδώνυμο Λυσάνιος κι όχι το ύστερο και τελικό Λασσάνης. Αυτοονομάστηκε Γοργίδας από τον ομώνυμο Θηβαίο στρατιωτικό, ιδρυτή του Ιερού Λόχου, όνομα πολεμικής μονάδας που λίγο αργότερα ευρίσκεται σε αντίστοιχη νέων υπό την ηγεσίαν του στην Επανάσταση του 1821. Σε έτερο έργο του που τυπώθηκε τον ίδιο χρόνο ο Λάτσκος υπέγραψε με τα αρχικά Γ. Λ., αλλά είναι αμφίβολο αν το Λ δήλωνε το Λασσάνης όπως το παραδίδουν ύστεροι μελετητές, κι όχι το Λυσάνιος, πάλι για τον ίδιο λόγο της πρότερης γραφής του έργου, λογικά αρκετά πριν από το 1820.
Στο λεξικό του Φωτίου του 9ο αιώνα μ.Χ. η λέξη Λυσανίασ ερμηνεύεται ως αυτός που λύνει τις ανίες. Τόσο το Λασσάνος όσο και το Λυσάνιος σχετίζονται ηχητικά με το λακωνικό επίθετο λισσάνιος, που σήμαινε τον αγαθό με την έννοια του ευγενούς, του ικανού, του γενναίου. Ποιες από τις τρεις ερμηνείες αγκάλιασε ο Λάτσκος είναι άγνωστο, αλλά με βεβαιότητα τις είχε συναντήσει στη φοιτητική του ζωή.
Όταν όμως κατηχήθηκε ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας το 1818, εμφανίστηκε με νέο ψευδώνυμο, το Λασσάνης, προφανώς επειδή το Λυσάνιος δεν κατέληγε όπως τα αρχαιοελληνικά σε -ης, π.χ. Αριστοφάνης ή Θουκυδίδης, κι ακόμη διότι το Λασσάνος δεν ηχούσε ευχάριστα. Οπότε το μετάπλασε σε Λασσάνης, με δύο σίγμα για τον ίδιο λόγο, της αρχαίας ετυμολογίας. Μ’ αυτό παρέμεινε έκτοτε στη Γραμματεία, σε επιστολές π.χ., αλλά και στην πολεμική τέχνη αρχικά ως γραμματέας και συνεργάτης του Αλέξανδρου Υψηλάντη, όση πολεμική τέχνη κατείχε ένας άνθρωπος των βιβλίων.
Στην ειρημένο κατάλογο των Φιλικών ο Γεώργιος Λάτσκος ανεγράφη το 1818 ως εξής: Γεώργιος Ιωάννη Λασάννης. -Από Κοζάνην της Μακεδονίας. Σπουδαίος. Χρόνων 25… Τα δύο νι αντί των δύο σίγμα οφείλονται πιθανόν στη γραφή του κατηχητή του, του εμπόρου Κωνσταντίνου Πεντεδέκα, ο οποίος άκουσε το ψευδώνυμο του, δεν το είδε γραμμένο. Η δε συμπλήρωση Σπουδαίος, δηλώνει προφανώς τον άνθρωπο που ασχολείται με τη γνώση, τον σπουδαγμένο, αφού στον ίδιο κατάλογο μετά τον τόπο καταγωγής των μελών ακολουθεί, με μιαν μόνον εξαίρεση, το επάγγελμα του κατηχούμενου. Ο έμπορος κατηχητής αγαπούσε τα γράμματα όπως φαίνεται σε έργο του που μετέφρασε μερικές δεκαετίες αργότερα και προφανώς είχε εντυπωσιαστεί από την φιλολογική κατάρτιση του Λασσάνη, την πολυγλωσσία και τον σοβαρό του λόγο -σπουδαιολογία η αρχαία λέξη- ώστε να τον εγγράψει ως σπουδαίο. Η άλλη ερμηνεία πως ο χαρακτηρισμός σπουδαίος οφείλεται στην εκτίμηση που έτρεφαν απέναντί του ορισμένοι Φιλικοί δεν λαμβάνει υπ΄ όψιν του την ακολουθία των εγγραφών στον κατάλογο των Φιλικών που έχει ειπωθεί.
Μετά τις ήττες των επαναστατών στη Ρουμανία ο Λασσάνης κατέφυγε μαζί με άλλους ομότεχνούς του στην Αυστρία όπου φυλακίστηκε. Ήταν ευνόητο να δηλωθεί εκεί με πλαστό ονοματεπώνυμο, ως Anton Schwartz (ελληνιστί Αντώνιος Μαύρος). Όταν έπειτα από 6 χρόνια εγκλεισμού ελευθερώθηκε, δήλωσε στην αποφυλάκιση το πρότερο επαναστατικό του, το Georg Laszanes, με το οποίο υπέγραφε επισήμως κι ως υπουργός.
Είχε όντως αξιοσημείωτη έφεση στην ονοματική ανοικείωση ο Γεώργιος Λάτσκος: ξεκίνησε ως Γεώργιος Λασσάνος, συνέχισε λογοτεχνικώς ως Γοργίδας Λυσανίου και Γ. Λ., προτίμησε στον πόλεμο το Γεώργιος Λασσάνης (κατεγράφη ημαρτημένα ως Γεώργιος Λασάννης) και στην αιχμαλωσία το Anton Schwartz. Απελευθερωθείς επέστρεψε στο ευήκοο Γεώργιος Λασσάνης.
Με το τελευταίο ψευδώνυμο έμεινε στην Ιστορία, αλλά όχι στην τρισδιάστατη καλλιτεχνική μνήμη της πόλης όπου γεννήθηκε, καθώς η προτομή του, που επί έξι δεκαετίες τη συνεργεία των δασκάλων κοσμούσε την πόλη, αποκαθηλώθηκε πριν από λίγα χρόνια από την πολιτική ορθοφροσύνη, η οποία ως εικός θέλγεται περισσότερο από την ανωνυμία του πλήθους παρά από την αίγλη των ξεχωριστών προσωπικοτήτων.
Πηγή εικόνας: Αμυγδαλάκη Ε.-Παρασκευοπούλου Α., Λασσάνης Γεώργιος (1793-1870), μια βιογραφία, 2/4/2012, https://www.istorikathemata.com/2012/04/1793-1870.html