Η Κοζάνη, όπως και ολόκληρη η Δυτική Μακεδονία, βρίσκεται σε μια κομβική στιγμή της ιστορίας της, καθώς καλείται να αντιμετωπίσει την τεράστια πρόκληση της μετάβασης σε ένα νέο παραγωγικό και οικονομικό μοντέλο.
Είναι γνωστό σε όλους τους συμπατριώτες μας πως η περιοχή μας για 60 ολόκληρα χρόνια στήριξε, με τη χρησιμοποίηση του λιγνίτη, την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και ουσιαστικά στήριξε αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως σύγχρονη Ελλάδα.
Η Δυτική Μακεδονία ήταν το μεγαλύτερο ενεργειακό κέντρο της χώρας (75% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, εκ των οποίων το 50% παραγόταν στον Νομό Κοζάνης) και ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης. Η χρήση του λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας απέφερε στην Ελλάδα τεράστια εξοικονόμηση συναλλάγματος (περίπου 1 δισ. δολάρια ετησίως).
Αυτό, όμως, είχε ως συνέπεια την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της περιοχής σε μεγάλο βαθμό, δημιουργώντας μια μονοκαλλιέργεια, μια παθογένεια που είχε ως συνέπεια τη μείωση των παραδοσιακών παραγωγικών δραστηριοτήτων της περιοχής.
Είναι ενδεικτικό πως ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής ΑΕΠ Ν. Κοζάνης για το 1996-2004 ήταν 4,66%, ενώ για τον διπλανό και ανταγωνιστικό Ν. Ιωαννίνων ήταν 13,23%. Είναι φανερό ότι ο Νομός Κοζάνης παρουσίαζε αναπτυξιακό και ανταγωνιστικό έλλειμμα σε σχέση με τους όμορους και ανταγωνιστικούς νομούς. Η βασική αιτία ήταν η σχεδόν απόλυτη εξάρτηση της ανάπτυξης του νομού από μια δραστηριότητα, την ενέργεια, και μια επιχείρηση, τη ΔΕΗ.
Οι εξελίξεις όμως είναι ραγδαίες. Η λιγνιτική δραστηριότητα βαίνει μειούμενη και η περιοχή αναζητά νέες διεξόδους για να στηρίξει το μέλλον της. Και, δυστυχώς, ενώ κάποιοι έβλεπαν για χρόνια τον τοίχο μπροστά τους να έρχεται, επέλεξαν να βάζουν το κεφάλι τους στην άμμο. Οταν πριν από μία δεκαετία βάζαμε το θέμα στον δημόσιο διάλογο, ο λόγος μας θεωρήθηκε σχεδόν υβριστικός. Και αυτό, γιατί αρθρώναμε έναν πολιτικό λόγο που επεσήμαινε την άμεση ανάγκη προετοιμασίας της περιοχής για ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο, που πέρα από επείγουσα έπρεπε να είναι και δίκαιη.
Ευτυχώς σήμερα τα πράγματα αλλάζουν και οι θέσεις μας πλέον είναι κοινός τόπος στην περιοχή. Εμείς πιστεύουμε πως η Τοπική Αυτοδιοίκηση οφείλει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη Μετάβαση, καθώς έχει ευθύνη να υπερασπιστεί τα δίκαια και τις ανάγκες των ανθρώπων μας.
Από το 2014 και την άρνηση του συνόλου του πολιτικού κατεστημένου της περιοχής να παραδεχτεί ότι βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την αποβιομηχάνιση, χωρίς κανένα «σωσίβιο», χωρίς κανένα σχέδιο, εμείς:
– Θέσαμε σε συνεργασία με το Δίκτυο Ενεργειακών Δήμων το θέμα της Μεταλιγνιτικής Εποχής στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου σε εθνικό επίπεδο.
– Δημιουργήσαμε, σε συνεργασία με το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το Εθνικό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, που θα χρηματοδοτεί τις ενεργειακές περιοχές αρχικά με 30.000.000 ευρώ ετησίως.
– Προκαλέσαμε, και τελικά καταφέραμε, να ενταχθεί η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας στο ευρωπαϊκό δίκτυο Coal Platform που προετοιμάζει και στηρίζει τις περιοχές σε αποβιομηχάνιση.
Ολα αυτά που το 2014 φάνταζαν ακτιβισμοί και ρομαντικοί βερμπαλισμοί, σήμερα έγιναν πραγματικότητα. Και τα κάναμε πραγματικότητα με συνεργασίες τόσο εντός της περιοχής μας, με το τοπικό ακαδημαϊκό και επιστημονικό δυναμικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Εχουμε φτάσει σε ασφαλές λιμάνι; Οχι. Ο δρόμος είναι μακρύς και δύσκολος. Είμαστε περήφανοι για τη βιομηχανική μας κληρονομιά και τους ανθρώπους που τη δημιούργησαν με μόχθο. Η λιγνιτική παραγωγή στήριξε την εθνική οικονομία για πάνω από μισό αιώνα. Κι αυτό καθιστά το θέμα της Μετάβασης της Δυτικής Μακεδονίας εθνικό ζήτημα.
Γι’ αυτό ζητάμε από τους εκπροσώπους του Κοινοβουλίου και του Ευρωκοινοβουλίου, από όλους όσοι νομοθετούν για τον εθνικό αλλά και τον ευρωπαϊκό σχεδιασμό, από όλα τα κόμματα, να καταθέσουν τώρα τις απόψεις και προτάσεις τους. Αλλά απαιτούμε και τη δική τους δέσμευση πως θα υπερασπιστούν και αυτοί μαζί μας το μέλλον της Κοζάνης. Οτι θα στηρίξουν τη Δυτική Μακεδονία, όπως η Δυτική Μακεδονία στήριξε τη χώρα.