Κώστας Ντιός: «Ο ζωγράφος είναι ένας μεσολαβητής. Μεταφέρει σφραγισμένες επιστολές αγνώστου περιεχομένου σε άγνωστους παραλήπτες που, ενδεχομένως, θα δεχτούν να τις παραλάβουν».
Είναι από τους πιο αξιόλογους σύγχρονους ζωγράφους. Καλλιτέχνης ασυμβίβαστος, δεν υπακούει σε κανόνες, υπηρετεί την τέχνη του με πάθος και αφοσίωση εδώ και πολλά χρόνια. Η ζωγραφική του, εντελώς ιδιαίτερη και προσωπική, αφήνει το ωραιότερο αποτύπωμα στην άμμο του καλλιτεχνικού χωροχρόνου. Η τέχνη του μας συνεπαίρνει και μας «κερδίζει» άνευ όρων και άνευ ορίων. Ο Κώστας Ντιός σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης…
– Σπουδάσατε στο Παρίσι, την πόλη του Φωτός. Τι κρατάτε από αυτή τη μαθητεία σας; Ποιοι είναι οι σημαντικότεροι άνθρωποι που συναντήσατε κατά τη διάρκειά της και πώς επηρέασαν την ζωγραφική σας;
Στο Παρίσι βρέθηκα απαράσκευος, εφοδιασμένος ανεπαρκώς με τα πενιχρά πολιτισμικά ψήγματα της επαρχίας στην οποία μεγάλωσα. Το να βρίσκεσαι σε μια χώρα με διαφορετικό πολιτισμό, σε υποχρεώνει να προσαρμοστείς σ’ αυτόν. Η Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, την εποχή που ήμουν φοιτητής, ήταν ένας πραγματικός παράδεισος για νέους καλλιτέχνες. Ξεκινώντας απ’ τους καταξιωμένους στην τέχνη τους καθηγητές – είχα την τύχη να βρίσκομαι στο εργαστήριο ενός από τους μεγαλύτερους Γάλλους ζωγράφους του 20ου αι. του Olivier Debré, ενώ για ένα χρόνο μαθήτευσα στο εργαστήριο γλυπτικής του εξίσου μεγάλου Γάλλου γλύπτη Cezar- ως την επαφή με τις διαφορετικές τεχνοτροπίες των συμφοιτητών μου άλλων εργαστηρίων. Επίσης πολύτιμη εμπειρία αποτέλεσαν οι πολυάριθμες εικαστικές εκθέσεις και τα καταπληκτικά μουσεία τέχνης του Παρισιού. Την εποχή εκείνη της μεταπολίτευσης και λόγω των πολιτικών γεγονότων που είχαν προηγηθεί στην Ελλάδα, είχε διαμορφωθεί ένα κλίμα φιλελληνισμού στο Παρίσι. Συναντούσες εύκολα ανθρώπους όπως ο Θεοδωράκης, ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις, ο Μαυρουδής, ο Πετρόπουλος και άλλους. Επισκεφθήκαμε, με μια παρέα φοιτητών, τον Ηλία Πετρόπουλο στο σπίτι του. Ο Φασιανός επισκεπτόταν συχνά τα εργαστήρια της σχολής και συνομιλούσαμε για τα έργα μας. Τον Τσαρούχη τον έβλεπα κάποια πρωϊνά να επισκέπτεται ένα μικρό όμορφο café στην οδό Saint André des arts. Είχα την τύχη να γνωρίσω και να συναναστραφώ τον μεγάλο Σέρβο συγγραφέα Danilo Kis. Οι επισκέψεις στο Beaubourg αλλά και σε μουσεία με πιο κλασσικά εκθέματα ήταν επίσης σημαντικοί χώροι εκπαίδευσης. Μας δινόταν τακτικά η ευκαιρία να συμμετέχουμε σαν φοιτητές με έργα μας σε εκθέσεις που διοργάνωναν διάφοροι φορείς. Η παραμονή μου στο Παρίσι διαμόρφωσε ριζικά την άποψή μου για τη ζωγραφική, καθώς μου δόθηκε η δυνατότητα να ζήσω το όνειρο κάθε νέου σπουδαστή των καλών τεχνών.
– Η πορεία σας μέχρι τώρα, πώς έχει επηρεάσει τον τρόπο ζωγραφικής σας; Πότε καταλάβατε πως η Ζωγραφική σάς χαρακτηρίζει;
Ζωγραφίζοντας, καταγράφουμε τη βιολογική και διανοητική μας πορεία. Σε νεότερη ηλικία περίσσευε στη δουλειά μου η τόλμη, ο αυτοσχεδιασμός, η πληθώρα ιδεών και η αδιαφορία για τους ζωγραφικούς κανόνες. Σήμερα διαπιστώνω περίσσευμα αμφιβολιών, εμμονική προσκόλληση στην τεχνική αρτιότητα των έργων και μια σχετική αβεβαιότητα για τις θεματολογικές μου επιλογές. Όσο περισσότερο αποκτώ τον έλεγχο της τέχνης μου τόσο περισσότερο επιστρέφω στις πρώτες εντυπώσεις που είχα γι’ αυτήν. Φαντάζομαι πως στο τέλος της ζωής του ο καλλιτέχνης καταφέρνει να ξαναβρεί όλες τις αξίες της παιδικής του ηλικίας, εκείνες που του προκάλεσαν τον «πρώτο έρωτα» για τη ζωγραφική. Δεν σκέφτηκα ποτέ να γίνω ζωγράφος, απλά γιατί το να ζωγραφίζω το θεωρούσα εξίσου φυσιολογικό με το να αναπνέω. Άλλωστε λέγεται, ότι ο σκοπός είναι ένα είδος σκλαβιάς. Απ’ τα πρώτα σχολικά μου χρόνια θυμάμαι ότι ζωγράφιζα παντού όπου έβρισκα χώρο λευκό, ακόμα και στα ελάχιστα κενά περιθώρια των σχολικών βιβλίων.
– Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στην Ζωγραφική; Πότε θεωρείτε ότι ένας πίνακας έχει ολοκληρωθεί;
Η ζωγραφική σου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσεις, στο λιγοστό χρόνο που αναλογεί στον καθένα μας, να ψάξεις το ίχνος σου, τροφοδοτεί ιδέες, ανακινεί συναισθήματα. Η ζωγραφική είναι η απουσία της βεβαιότητας, της όποιας βεβαιότητας. Παρεκτρέπεται, δεν ακολουθεί επ’ ουδενί τη λογική και δεν ερμηνεύεται. Είναι ο ατελέσφορος διάλογος του καλλιτέχνη με το έργο του, εκείνο που δημιουργεί και τη γοητεία της ζωγραφικής. Στην ζωγραφική τον πρώτο λόγο έχει η διαίσθηση που ισοδυναμεί με πεποίθηση. Όπως πολύ παραστατικά έγραψε ο Μοσκώφ σε ένα κείμενό του για τον Κώστα Λαχά «η ζωγραφική είναι ένας ποταμός που κυλάει, διασχίζοντας το συλλογικό κορμί της ανθρώπινης ιστορίας αντίθετα στη φυσική ροή των ποταμών». Η ζωγραφική προστατεύει, τουλάχιστον τον καλλιτέχνη, από τη διολίσθηση στον άχρωμο χώρο μιας βάρβαρης καθημερινότητας και την απομάγευση των πραγμάτων που οδηγεί στον κυνισμό. Ένα έργο τέχνης δεν τελειώνει ποτέ. Απλά ο ζωγράφος σταματάει την εξέλιξη του έργου όταν φτάνει στα όρια των καλλιτεχνικών του δυνατοτήτων τη στιγμή της δημιουργίας του. Ανά πάσα στιγμή, μπορεί να επανέλθει στο έργο εάν το κρίνει αναγκαίο και αφού έχει μεσολαβήσει κάποιος χρόνος ικανός να κάνει το μάτι του να ξεχάσει την προηγούμενη εικόνα.
– Ποια είναι η πιο σημαντική σας καλλιτεχνική στιγμή;
Θα προτιμούσα να αναφερθώ σε δύο ανθρώπους που δημιούργησαν προϋποθέσεις για την παραμονή μου στο χώρο της ζωγραφικής, πράγμα καθόλου αυτονόητο. Ο ένας υπήρξε ο πατέρας μου, ο οποίος μετά την αποτυχία μου να εισαχθώ στην Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας, επέμεινε να φύγω στη Γαλλία και να σπουδάσω εκεί ζωγραφική. Ο ίδιος ήταν απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών Αθήνας επί των ημερών του περίφημου ζωγράφου Γεωργίου Ιακωβίδη, αλλά δεν ασχολήθηκε ποτέ με την τέχνη του για βιοποριστικούς λόγους. Ο δεύτερος είναι ο αείμνηστος Κώστας Λαχάς, ο οποίος το 1987 μου πρότεινε να συμμετέχω σε μια ομαδική έκθεση στη Θεσσαλονίκη με άλλους δύο ζωγράφους, και οι τρεις μας πρωτοεμφανιζόμενοι στο χώρο της τέχνης. Ήταν την εποχή που βρισκόμουνα σε ένα απίστευτο καλλιτεχνικό τέλμα προσπαθώντας να επιβιώσω μέσα από διάφορα καλλιτεχνικά πάρεργα. Αυτή του η πρόσκληση με επανέφερε στο δρόμο της ζωγραφικής που είχα χάσει. Θεωρώ λοιπόν αυτές τις δύο χρονικές στιγμές ως τις σημαντικότερες στην καλλιτεχνική μου πορεία. Τα υπόλοιπα, εφόσον το δράμα παίζεται ακόμη, είναι προς μελλοντική αξιολόγηση.
– Μπορείτε να μας αναφέρετε ορισμένα στοιχεία που σας χαρακτηρίζουν ως ζωγράφο;
Θα απαντήσω γενικότερα για το τι πιστεύω ότι χαρακτηρίζει τους ζωγράφους. Ο ζωγράφος είναι ένας μεσολαβητής. Μεταφέρει σφραγισμένες επιστολές αγνώστου περιεχομένου σε άγνωστους παραλήπτες που, ενδεχομένως, θα δεχτούν να τις παραλάβουν. Επιχειρεί ενάντια σε κάθε φροντίδα για σύμβαση, τάξη ή εμπόριο να επινοήσει αυτό που δεν υπήρξε πριν απ’ αυτόν μιλώντας με την τέχνη του για άλλα ήδη υπάρχοντα έργα τέχνης. Ελπίζει, πως σε στιγμές διαύγειας – όταν το πνεύμα επιβεβαιώνει τις δυνατότητές του – θα κατανοήσει το μυστήριο κάποιων πραγμάτων που μας φαίνονται οικεία και γνωστά. Η διαδικασία της εικονοποιΐας είναι αρκετά περίπλοκη και ασαφής με μεγάλη δόση υποσυνείδητου για να μπορείς να την περιγράψεις κι ακόμα περισσότερο να την προγραμματίσεις. Όταν «σκηνοθετείς» τον κόσμο σου, επιστρατεύεις όλη τη γνώση σου προκειμένου να είσαι διαυγής και τα στοιχεία του έργου σου να μπορούν να επανοριστούν από το βλέμμα του θεατή.
– Αφού ζωγραφίζετε, γιατί νιώθετε την ανάγκη να γράφετε ενίοτε;
Ανέκαθεν θαύμαζα τους ανθρώπους που έχουν την ικανότητα να χειρίζονται τον γραπτό λόγο. Είμαι ένας μέτριος αναγνώστης και ο τρόπος επικοινωνίας μου είναι βεβαίως η εικόνα. Στον απόηχο του θαυμασμού μου για τους συγγραφείς, συντάσσω κατά καιρούς μικρά κείμενα, πράγμα που με βοηθάει να διηγηθώ πιο άμεσα πράγματα που δύσκολα απεικονίζονται με την ζωγραφική. Άλλωστε πολλοί καλλιτέχνες κατά καιρούς, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, εισπηδούν σε αλλότρια χωράφια απ’ αυτά της τέχνης τους.
– Πού πάει η τέχνη της ζωγραφικής όταν τελειώνει ένα έργο;
Θα μπορούσα να απαντήσω με τα λόγια της φίλης ζωγράφου Τέτας Μακρή: «Περιφέρεται εκεί έξω στο σύμπαν σκαρώνοντας ιστορίες με τα αστέρια, ιστορίες που επιστρέφουν στη γη για να αποκοιμίσουν τα παιδιά, για να παρηγορήσουν τους ενήλικες».
– Τα αισθήματα έχουν χρώμα η έχουν μόνο περίγραμμα και σχήμα;
«Το χρώμα επηρεάζει άμεσα την ψυχή. Χρώμα το πληκτρολόγιο, τα μάτια τα σφυριά, η ψυχή το πιάνο με πολλές χορδές. Ο καλλιτέχνης είναι το χέρι που παίζει, ακουμπώντας το ένα ή το άλλο σφυρί σκοπευτικά για να προκαλέσει δονήσεις στην ψυχή», λέει ο Kandinsky. Έτσι κι αλλιώς, κατά τη γνώμη μου, το χρώμα είναι εκείνο που δομεί και το σχέδιο και το σχήμα.
Δήμητρα Καραγιάννη
Στέλλα Τέλλιου
Από το www.paremvasiculture.gr