«Η οικογένειά μας αποτελούνταν από 8 άτομα: μπαμπά, μάννα και από έξι
παιδιά, ηλικίες από 2 έως 12 χρόνια.
Ο πρώτος φόβος πριν έρθουν οι Γερμανοί ήταν όταν σφύριζαν οι Σειρήνες
που αυτό σήμαινε πως ερχόταν αεροπλάνα για να μας βομβαρδίσουν.
Δεύτερος φόβος ήταν το τι άνθρωποι θα ήταν αυτοί οι Γερμανοί και πως
θα μας συμπεριφέρονταν σαν κατακτητές.
Όταν σήμαινε συναγερμός τρέχαμε να κρυφτούμε στο υπόγειο του Μπούκα,
εκεί πηγαίναμε όλη η γειτονιά.
Αφού μας βομβάρδισαν με πρώτο θύμα το Δημαρχείο και αρκετούς νεκρούς
συμπολίτες μας.
Μετά τον βομβαρδισμό σχεδόν όλος ο κόσμος έφυγε από την Κοζάνη και
πήγαν στα γύρω από την Κοζάνη χωριά φοβούμενος μη τυχόν και ξανά μας
βομβαρδίσουν.
Εμείς πήγαμε νύχτα με τα πόδια στο χωριό Λευκοπηγή, στο νάρθηκα της
εκκλησίας, γιατί ο χώρος μέσα στην εκκλησία ήταν πιασμένος από άλλους
που ήρθαν νωρίτερα.
Μετά από λίγες ημέρες, αφού ήρθαν οι Γερμανοί στην Κοζάνη, ο κόσμος
κάπως ξεθάρρεψε και άρχισε να επιστρέφει στα σπίτια του.
Εμείς, αφού γυρίσαμε δεν ξέραμε τι κατάσταση επικρατούσε, εκείνο που
μάθαμε ήταν πως οι Γερμανοί έσπαζαν τις πόρτες από τα μαγαζιά και
έκαναν πλιάτσικο στα μαγαζιά, έπαιρναν ότι τους άρεσε, βλέποντας οι
δικοί μας ότι κλέβουν οι Γερμανοί, αρχίσαμε να πλιατσικολογούμε κι
εμείς μέσα σ΄αυτούς ήμουν κι εγώ που μπήκα στο ζαχαροπλαστείο τα ΠΕΝΤΕ
ΦΙ κι άρπαξα ό,τι ζαχαρωτό βρήκα στα ράφια.
Από κει και πέρα η Κατοχή μας έφερε πείνα, δυστυχία, φόβο και ό,τι
χειρότερο μπορείς να φανταστείς.
Η οικογένειά μας δυστύχησε πολύ στη διάρκεια της κατοχής, εγώ σαν
παιδάκι δέκα χρόνων πήγαινα μ΄ένα κουτί λαμαρίνα στο πρώτο Δημοτικό
Σχολειό τα μεσημέρια την ώρα που έτρωγαν οι Γερμανοί και περίμενα έξω
από τα συρματοπλέγματα και απλωμένο το χέρι μου με το κουτί,
περιμένοντας να με ρίξουν ότι αποφάγια έμειναν από τους Γερμανούς.
Στο σπίτι με περίμεναν τα αδέλφια μου πεινασμένα να φάνε τα αποφάγια
των Γερμανών.
Το χειμώνα ξύλα για τη σόμπα δεν είχαμε και πήγαινα με τις αδερφές
και τον πατέρα μου στο Κουρί να μαζέψουμε κλαδιά, γιατί οι Γερμανοί
έκοβαν τα δέντρα, έπαιρναν τους κορμούς και άφηναν τα κλωνάρια τα
οποία μαζεύαμε και τα πηγαίναμε στο σπίτι.
Μια μέρα στη γειτονιά μας ένας συνομήλικός μου κρατούσε στο χέρι του
μια μεγάλη φέτα ψωμί με φασόλια, τον κοίταξα, τον ζήλεψα και από την
πείνα που είχα του την άρπαξα και έφυγα τρέχοντας.
Όταν οι γεωργοί θέριζαν τα σπαρτά σιτάρι, κριθάρι ,πηγαίναμε με τις
αδερφές μου και μαζεύαμε όσα στάχυα έπεφταν καταγής.
Τα βράδια δεν υπήρχε φωτισμός, διαβάζαμε με το λυχνάρι, με κεριά τα
οποία έκλεβα από την εκκλησία.
Παπούτσια πάντα τρύπια, ρούχα πάντα τριμμένα, λούσιμο και μπάνιο
σπάνιο, με τη στάχτη της φωτιάς.
Αφού έφυγαν οι Γερμανοί τους οποίους βλαστημούσαμε για τα όσα κακά μας
έκαναν, μεγαλώνοντας, περνώντας τα χρόνια, έβγαλα το συμπέρασμα: οι
λεγόμενοι σύμμαχοί μας Άγγλοι και Αμερικάνοι μας έκαναν το χειρότερο
κακό από ότι ο κατακτητής, δημιουργώντας τον εμφύλιο που ήταν ότι
χειρότερο.
Το Μουσείο Σύγχρονης Τοπικής Ιστορίας «Νίκος Καλογερόπουλος» που
ιδρύθηκε από τον Δήμο Κοζάνης το 2006 με πολύ ζέση, διαχρονικά δεν
βρήκε τη θέση που του αξίζει, ανάλογη με το περιεχόμενο και το σκοπό
του. Αποτελεί πτυχή της όλης προσπάθειας που αναθερμαίνεται τις
τελευταίες δεκαετίες και σ΄ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο, να ξαναδούμε
τη δεκαετία 1940-50, ιδιαίτερα στην περιοχή μας που ξετυλίχτηκε το
Αλβανικό έπος και η Εθνική Αντίσταση, με πρωτοπόρους τους ορεσίβιους,
ανυπόταχτους κατοίκους της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά δυστυχώς
επακολούθησε ο εμφύλιος σπαραγμός
Γνωρίζοντας οι πολίτες τη μικροϊστορία τους την ανάγουν στην εθνική
ιστορία, αναμετριούνται με την ιστορική αμνησία ή την επιλεκτική
μνήμη, αντιπαρατίθενται στην εξυφαινόμενη υποταγή, αναβαπτιζόμενοι
στο αγωνιστικό φρόνημα της γενιάς του 40.
Οι αναμνήσεις του Θ. Πατιά, αποτελούν το ωραιότερο αντιφασιστικό
μάθημα για όλους μας και ιδιαίτερα για τους μαθητές . Μου τις έδωσε ο
ίδιος γραμμένες, σε μια εκδήλωση στο χώρο του Μουσείου, το 2009, όπου
ο Δήμος Κοζάνης είχε τιμήσει τους λιγοστούς τότε επιζώντες αγωνιστές
του Αλβανικού Έπους, ζητώντας και τις αφηγήσεις τους. Τις βρήκα
τυχαία στο σχετικό αρχείο , αναζητώντας ένα αντιστασιακό φυλλάδιο
οργάνωσης της δυσαρέσκειας των συμπολιτών μας απέναντι στους
κατακτητές , μέσα στην καθημερινότητα. Ήταν μια ευκαιρία για τη
δημοσίευσή τους κι επιπλέον μια πίεση για τη συγκέντρωση και ΕΚΔΟΣΗ
των σκόρπιων δημοσιευμάτων του στο τοπικό ιδίωμα, ως σημαντική
συνεισφορά στην τοπική ιστορία και τον πολιτισμό.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Τάσα Σιόμου