- Εξιχνιάσθηκε υπόθεση απάτης που διαπράχθηκε σε περιοχή της Καστοριάς
- Συμβουλές από τη Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση Δυτικής Μακεδονίας, για τη σωστή χρήση της Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης (Λ.Ε.Α.)
- Εξιχνιάσθηκε από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Καστοριάς, υπόθεση αρπαγής 41χρονου ημεδαπού, σε περιοχή της Καστοριάς, για την οποία συνελήφθησαν άμεσα 2 ημεδαποί, ως συνεργοί
- Συμβουλές από τη Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση Δυτικής Μακεδονίας, για την αποφυγή κλοπών, κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων
Κατά την Θεία Μετάληψη Δεν Υπεισέρχεται Μολυσμός Ούτε και στον Ναό που φανερώνεται η Ενέργεια του Θεού είτε Ενσάρκως είτε Ασάρκως
ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ
Η Θεία Λειτουργία ως θεοφάνεια -φανέρωση- Τριαδική, ως Σύνοδος ουρανού και γης αλλά και Ανακεφαλαίωση όλου του έργου της Θείας Οικονομίας είναι κάτι, το οποίο περισσότερο βιώνεται ως μυστήριο μέσα από την λατρεία του Θεού, παρά κατανοείται, γι’ αυτό ονομάζεται και Θεία Μυσταγωγία! Αυτό που ισχύει για όσα πιστεύουμε ως δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας ισχύει και για την εμπειρία των ζωντανών μελών της Εκκλησίας σχετικά με την Θεία λατρεία και τα Άγια Μυστήρια, δηλαδή, πολλά από αυτά που βιώνουν οι πιστοί με την μετοχή τους στις άκτιστες ενέργειες δεν είναι δυνατόν να εκφραστούν! Όπως γράφει ο Δαμασκηνός άγιος Ιωάννης: «ούτε όλα αποσιωπώνται ούτε όλα λέγονται· ούτε όλα είναι άγνωστα ούτε όλα γνωστά. Και άλλο είναι αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό και άλλο αυτό που μπορεί να λεχθεί, όπως άλλο είναι το να ομιλεί κανείς και άλλο το να γνωρίζει κάτι». Όταν ο Μέγας Βασίλειος γράφει· «από τα δόγματα και τα κηρύγματα που έχουν φυλαχτεί μέσα στην Εκκλησία άλλα τα έχουμε παραλάβει από γραπτή διδασκαλία και άλλα μας μεταδόθηκαν από την παράδοση των Αποστόλων και τα έχουμε αποδεχθεί εν μυστηρίω» τούτη η μαρτυρία, μάλιστα η φράση εν μυστηρίω, δεν εκφράζει την πραγματικότητα αυτή; Η Θεία Μυσταγωγία λοιπόν, ως εμπειρία της Ουράνιας βασιλείας, ως κοινωνία με πνευματικές καταστάσεις και ως πνευματική γνώση αυτών, είναι αυτή που σταδιακά αποκάλυψε τη μοναδική θέση της Θεοτόκου στην Οικονομία της σωτηρίας και το μυστήριο του «μέλλοντος αιώνος». Η Παναγία δεν αποτελεί το κατ’ εξοχήν μέρος του κηρύγματος της Εκκλησίας, περιεχόμενο του οποίου είναι μόνο ο Χριστός αλλά είναι το βαθύτερο μυστικό της Εκκλησίας που φανερώνεται ως κοινωνία με τον Χριστό. Γι’ αυτό την Θεοτόκο δεν την λατρεύουμε αλλά την τιμούμε απονέμοντας την “κατά σχέσιν με τον Χριστό προσκύνηση”. Επομένως, στην κατανόηση του ρόλου της Παναγίας δεν θα φτάσουμε με τον θεολογικό στοχασμό και τα επιχειρήματα αλλά μέσα από την αυθεντική κοινωνία μας με τον Θεό και την λατρεία Του, επειδή ακριβώς η Παναγία στην Παράδοση και στην εμπειρία της Εκκλησίας είναι πράγματι η «θεοφάνεια» της πνευματικότητας. Οπωσδήποτε, η Θεομήτωρ δεν αποτελεί ούτε το “αντικείμενο” της προσευχής και της λατρείας αλλά είναι η ίδια η έκφρασή τους ή μήπως μας διαφεύγει ότι η Θεοτόκος είναι τύπος και εικόνα της Εκκλησίας, ώστε μέσα από την λατρεία και τις συνάξεις να «θεωρούμε» και να συνειδητοποιούμε τον ρόλο και την υπεροχή της; Ποιά είναι η γυναίκα η περιβεβλημένη τον ήλιο που αναφέρει η Αποκάλυψη, την οποία καταδιώκει το Θηρίο, «ἵνα αὐτὴν ποταμοφόρητον ποιήσῃ»;
13 Καὶ ὅτε εἶδεν ὁ δράκων ὅτι ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν, ἐδίωξε τὴν γυναῖκα ἥτις ἔτεκε τὸν ἄρρενα. | 13 Και όταν ο δράκων είδεν ότι ερρίφθη εις την γην, κατεδίωξεν με μανίαν την γυναίκα, που εγέννησε το αρσενικόν τέκνον. (Κατεδίωξε με τα όργανά του την Εκκλησίαν του Χριστού). |
14 καὶ ἐδόθησαν τῇ γυναικὶ δύο πτέρυγες τοῦ ἀετοῦ τοῦ μεγάλου, ἵνα πέτηται εἰς τὴν ἔρημον εἰς τὸν τόπον αὐτῆς, ὅπως τρέφηται ἐκεῖ καιρὸν καὶ καιροὺς καὶ ἥμισυ καιροῦ ἀπὸ προσώπου τοῦ ὄφεως. | 14 Και εδόθησαν εις την γυναίκα οι δύο φτερούγες του αετού του μεγάλου, δια να πετά εις την έρημον, στον τόπον της, που είχεν ορισθή από τον Θεόν και να τρέφεται εκεί ασφαλής και απρόσβλητος από την μανίαν του όφεως ένα έτος και δύο ακόμη έτη και μισό έτος. (Δεν θα ηττηθή ούτε θα καταβληθή από τους διωγμούς, αλλά φρουρουμένη και ενισχυομένη από τον Θεόν θα τους υπερνικήση). |
15 καὶ ἔβαλεν ὁ ὄφις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ὀπίσω τῆς γυναικὸς ὕδωρ ὡς ποταμόν, ἵνα αὐτὴν ποταμοφόρητον ποιήσῃ. | 15 Και τότε ο όφις έβγαλεν από το στόμα του και έρριψε πίσω από την γυναίκα ύδατα πολλά, σαν ποτάμι, δια να την παρασύρη μέσα εις αυτό και την πνίξη. (Ποτάμι έρρευσαν τα αίματα των μαρτύρων, μέσα εις τα οποία ηθέλησεν ο σατανάς να πνίξη και εξολοθρεύση την Εκκλησίαν). |
16 καὶ ἐβοήθησεν ἡ γῆ τῇ γυναικί, καὶ ἤνοιξεν ἡ γῆ τὸ στόμα αὐτῆς καὶ κατέπιε τὸν ποταμὸν ὃν ἔβαλεν ὁ δράκων ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ. | 16 Και εβοήθησεν η γη την γυναίκα, και ήνοιξεν η γη (κατά διαταγήν Θεού) το στόμα της και κατάπιε τον ποταμόν, τον οποίον ο δράκων έρριψε από το στόμα του. (Οι διωγμοί και οι διώκται δεν θα επιτύχουν τίποτε εναντίον της Εκκλησίας, αλλά θα συντριβούν και θα εξαφανισθούν εις την γην). |
17 καὶ ὠργίσθη ὁ δράκων ἐπὶ τῇ γυναικί, καὶ ἀπῆλθε ποιῆσαι πόλεμον μετὰ τῶν λοιπῶν τοῦ σπέρματος αὐτῆς, τῶν τηρούντων τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ ἐχόντων τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ. | 17 Και κατελήφθη από μανίαν ο δράκων εναντίον της γυναικός και επήγε να κάμη πόλεμον εναντίον των υπολοίπων απογόνων της (των ανθρώπων, που θα επίστευαν στον Χριστόν και θα ήσαν αδελφοί αυτού), οι οποίοι θα ετήρουν τας εντολάς του Θεού και θα είχαν σταθεράν και ακλόνητον την ομολογίαν της πίστεως των στον Ιησούν Χριστόν. |
Οι άγιοι Πατέρες στο πρόσωπο της Παναγίας βλέπουν την Εκκλησία αλλά και τον ιερό ναό τον έχουν ταυτίσει με αυτό που είναι η Εκκλησία ως Σύνοδος ουρανού και γης. Έτσι ο ναός βιώνεται και γίνεται αντιληπτός ως Σύναξη, ως συνάντηση του ουρανού με τη γη εν Χριστώ και όλη τη δημιουργία, πράγμα που συνιστά την ουσία και τον σκοπό της Εκκλησίας. Άλλωστε, το σχήμα του ναού ως εκκλησιαστικού κτηρίου και η εικονογραφία του αποτελούν τον αψευδή μάρτυρα του εν λόγω γεγονότος. Η μορφή του ναού – ως οργάνωση χώρου- εκφράζει ουσιαστικά την ίδια σχέση, την ίδια διαλογική δομή. Εφ’ όσον ο ιερός ναός κατανοείται ως ένας μικρόκοσμος του Βασιλείου του Θεού, και δεν είναι παρά εικόνα του αχειροποιήτου που εκφράζεται ως “επίγειος ουρανός εν ω ο επουράνιος Θεός ενοικεί και εμπεριπατεί”, ανάμεσα στον ουρανό του τρούλλου και τη γη που συμβολίζουν τα κλήτη, βρίσκεται η Κεχαριτωμένη ενσαρκώνοντας τον Θεό ως “μεθόριο κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως”. Είναι αυτή που ενώνει τα διεστώτα ως “κλῖμαξ… δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός ” αλλά και ως “γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς Οὐρανόν”. Το ότι στην θεία λατρεία κατανοούμε την μοναδική θέση της Παναγίας στο έργο της Θείας Οικονομίας μυσταγωγούμενοι εν Πνεύματι Αγίω διαπιστώνεται και από την ορθόδοξη εικονογραφία. Του λόγου το αληθές φτάνει να αποδείξει, πέρα των άλλων εικόνων, η παράσταση της Πλατυτέρας με τα χέρια ανοιχτά και υψωμένα σε δέηση, έχοντας το θείο βρέφος -θεολογικότερα- στο μέρος της κοιλιάς εντός κύκλου, στην περίοπτη θέση της κόγχης του αγίου Βήματος απέναντι και πιο κάτω από τον Παντοκράτορα του Τρούλλου.
Σ’ αυτή τη διαλογική σχέση εντάσσεται και το εικονοστάσι ( το τέμπλο) πιο μπροστά και κάτω από την Πλατυτέρα. Ξεκίνησε όχι για να χωρίζει αλλά για να ενώνει. Η Εικόνα είναι μια μαρτυρία, ή ακόμη καλύτερα μια συνέπεια της ένωσης του θείου με το ανθρώπινο, του ουρανού με τη γη, που συντελέσθηκε εν Χριστώ Ιησού. Όλες οι εικόνες είναι ουσιαστικά εικόνες της σάρκωσης. Έτσι το εικονοστάσι προέρχεται από την εμπειρία του ναού ως ουρανού επί της γης, ως επιβεβαίωση του γεγονότος ότι “ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών”. Πραγματικά, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί «μέσα σε μια (βυζαντινή) εκκλησία σε κάθε στιγμή, ακόμη και χωρίς την λειτουργία, τα πάντα βρίσκονται σε μιάν αναμονή των θείων μυστηρίων, στην αναμονή της θείας ευχαριστίας. Η τόσο ισχυρή αίσθηση αδιάκοπης ζωής προέρχεται από αυτές τις τείνουσες προς τη λειτουργική ζωή παρουσίες. Και όταν εκτυλίσσεται η λειτουργία που αναπαριστάνει αυτήν που οι άγγελοι αδιάκοπα τελούν στον ουρανό γύρω από τον Θεό, η εκκλησία παίρνει όλη τη μυστική της σημασία (αυτό το εν μυστηρίω που αναφέραμε). Κάτω από το αχνό φως των κεριών και των καντηλιών, τυλιγμένη μέσα στους καπνούς και τις ευωδιές του θυμιάματος, βυθισμένη στις υμνωδίες, γεμάτη από τις θείες παρουσίες που οι εικόνες απλώνουν πάνω στους θόλους και τους τοίχους της, δίνει στους αγάλοντες πιστούς εκ των προτέρων το όραμα του Βασιλείου του Θεού, προς το οποίο τείνει η ψυχή τους». Η λειτουργία λοιπόν ως εμπειρία του ουρανού επί γης, ως κοινωνία με τις ουράνιες πραγματικότητες και ως γνώση αυτών, ως πράξη αγάπης και λατρείας, είναι αυτή που σταδιακά αποκάλυψε τη μοναδική θέση της Μητέρας του Χριστού στην Οικονομία της σωτηρίας και το Μυστήριο του «μέλλοντος αιώνος. Η Εκκλησία άλλωστε δεν έχει μόνο την αγία Γραφή ως φορέα της θείας αποκαλύψεως. Έχει και την Ιερά Παράδοση που είναι ισόκυρη με την Αγία Γραφή. Πηγή του περιεχομένου της Πίστεως είναι η υπερφυσική αποκάλυψη του Θεού δια του Θεανδρικού Προσώπου του Ιησού Χριστού που είναι ο ενανθρωπίσας Υιός και Λόγος του Θεού. Η αποκάλυψη του Θεού όμως εκφράζεται με την εκκλησιαστική Παράδοση διαχρονικά ως παρουσία και ενέργεια του Παρακλήτου στην ζωή της Εκκλησίας που την οδηγεί εις πάσαν την Αλήθεια. Συνεπώς, θεόπνευστα ενεργεί η Εκκλησία που τιμά την Θεοτόκο «εν λόγοις, εν συγγραφαίς, εν νοήμασιν, εν θυσίαις, εν ναοίς, εν εικονίσμασι» και έχει καθιερώσει τις θεομητορικές εορτές. Άρα, το ότι τιμούμε οι πιστοί το πρόσωπο της Θεοτόκου και γενικά μέσα στην λατρεία της Εκκλησίας και ειδικά κατά τις θεομητορικές εορτές δεν θα μας το πουν τα Ευαγγέλια, διότι αυτά είναι κατάθεση μαρτυρίας για τον Χριστό και όχι ο βίος της Παναγίας. Τα Ευαγγέλια σαφώς μας υποδεικνύουν να τιμούμε το πρόσωπο της Θεομήτορος. Το πότε, το πώς και το πόσο θα τιμήσουμε οι Χριστιανοί την Παντάνασσα θα μας το πει η Εκκλησία. Η Εκκλησία έχει την αγία Γραφή και όχι η Γραφή την Εκκλησία. Η Εκκλησία δεν έχει όμως μόνο την αγία Γραφή, έχει και την Ιερά Παράδοση όπως εκφράζεται διαχρονικά. Αυτή έχει το κριτήριο Ορθοδοξίας να διακρίνει το γνήσιο από το ψευδές. Και όπως αυτή επέλεξε ποια βιβλία θα έχει συμπεριλάβει στο Κανόνα της Αγίας Γραφής η ίδια μπορεί και γνωρίζει να ξεχωρίσει ποια από τα στοιχεία που αναφέρονται στη Θεομήτορα είναι αυθεντικά και ποια νόθα. Ο άγιος Νεκτάριος επιμένει στο ότι· «Η υμνωδία άλλως της αγίας ημων Εκκλησίας εκφράζει το στερρόν της καθόλου Εκκλησίας φρόνημα το επικρατήσαν εν αυτή από των πρώτων αιώνων και μέχρις ημών διασωθέν. Εκεί δε όπου λαλεί η οικουμενική Εκκλησία σιγησάτω πάσα γλώσσα βροτεία· διότι όταν ομιλεί η Εκκλησία, ομιλεί το Πνεύμα του Θεού το άγιον· ο δε τη Εκκλησία αντιλέγων τω Πνεύματι τω αγίω αντιλέγει». Η θεωρία ότι “ποιητική αδεία” οι ύμνοι αναφέρονται σε θεομητορικά γεγονότα που δεν υπομνηματίζονται στην Γραφή και δογματικά θέματα που αφορούν την Θεοτόκο δεν ευσταθεί. «Την θεωρία αυτή προσπάθησαν να την εισαγάγουν οι Φράγκοι, αλλά την απέρριψαν οι άγιοι πατέρες του ΙΓ΄-ΙΔ΄αι. και κυρίως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ως σατανική μηχανορρραφία». Ο δε άγιος Ιωάννης ο Μαξίμοβιτς γράφει σχετικά· «Η Ορθόδοξος Εκκλησία διδάσκει για την Παναγία ότι μας παραδίδει η Ιερά Παράδοση και η Αγία Γραφή, και καθημερινά την δοξάζει στους ναούς της, ζητώντας τη βοήθεια και την προστασία της. Γνωρίζοντας ότι χαροποιείται μόνο από αυτούς τους αίνους που ανταποκρίνονται στην πραγματική της δόξα, οι Άγιοι Πατέρες και υμνογράφοι έχουν ικετεύσει Αυτήν και τον Υιό της πώς να την υμνούν. “Τείχισόν μου τὰς φρένας Σωτήρ μου· τὸ γὰρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ, τὴν ἄχραντον Μητέρα σου”».
Επειδή λοιπόν οι άγιοι Πατέρες στο πρόσωπο της Παναγίας βλέπουν την Εκκλησία, γι’ αυτό κάθε φορά που τελείται η Αγία Αναφορά προσφέρουμε βέβαια την θυσία υπέρ πάντων των αγίων, εξαιρέτως όμως, υπέρ της Παναγίας Αχράντου. “Ὅλες πράγματι τὶς ὑπάρξεις, διὰ μέσου τῶν ὁποίων φανερώνεται ἰδιαίτερα ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ Παρθένος τὶς ξεπερνᾶ στὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγιότητα, ὅπως ἀκριβῶς ἀπ’ ὅλα τὰ σώματα εἶναι φυσικὸ νὰ εἶναι καθαρότερα ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὸ φῶς. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς βρίσκεται κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο παντοῦ, ἡ διαφορετικὴ φανέρωσή Του πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὀφείλεται στὰ κτίσματα. Κι ἂν αὐτὸ εἶναι σωστὀ, ποιος τότε δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ Παρθένος εἶναι ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους κι ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀγγέλους πιὸ ἱερή; Γιατὶ βέβαια διὰ μέσου τῶν ἀγγέλων δόθηκαν στοὺς ἀνθρώπους οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὁ παλαιὸς νόμος, ὁ «δι’ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος», ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος, καὶ τ’ ἄλλα σημεῖα(θαύματα) ποὺ φανερώνουν τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἡ Παρθένος δὲν ἀνήγγειλε τὸν Θεό μέχρι μόνο αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀλλὰ ἀποκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἴδια τὴν ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι ἀπλῶς μὲ σημεῖα καὶ εἰκόνες, ἀλλὰ μὲ τρόπο ἄμεσο, φανέρωσε δηλαδὴ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ, τὸν Σωτῆρα, κι αὐτὸ ὄχι μόνο στοὺςἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ στὶς ἀγγελικὲς Ἀρχὲς καὶ Ἐξουσίες, γιατὶ «ἔπρεπε νὰ γίνει γνωστή», λέει ὁ Παῦλος, «καὶ στὶς Ἀρχὲς καὶ στὶς Ἐξουσίες ἡ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ». Καὶ δὲν εἶπε· «γιὰ νὰ γίνει περισσότερο γνωστή», σὰν νὰ εἶχε καὶ προηγουμένως ὡς ἕνα σημεῖο γίνει γνωστή, ἀλλὰ ἀπλῶς· «γιὰ νὰ γίνει γνωστή». Γιατὶ θέλει ἔτσι, νομίζω, νὰ ὑποδηλώσει ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο γνώση τοῦ Θεοῦ ἦταν τόσο ἀμυδρή, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ γίνει καμμιὰ σύγκριση μὲ τὴ δεύτερη, αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔφερε ἡ Παρθένος”.
Ἀπὸ τὸ ξεκίνημα τῆς ζωῆς κιόλας, ὅπως λέγουν, ἡ Πάναγνη ἀποτραβήχθηκε ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀφοῦ ἔφυγε ἀπὸ τὸν ἔνοχο βίο, διάλεξε τὴν ἀόρατη (ἀθεώρητη) σὲ ὅλους καὶ ἀκοινώνητη (ἡσυχαστική) ζωή, διαμένοντας στὰ ἄδυτα. Μέσα σ’ αὐτὰ, ἀφοῦ λύθηκε ἀπὸ κάθε ὐλικὸ δεσμό καὶ ἐξετίναξε κάθε σχέση καὶ ἀνυψώθηκε πάνω καὶ ἀπό αὐτὴν τὴ συμπάθεια πρὸς τὸ σῶμα της, συνῆψε τὸ νοῦ της μὲ τὴν πρὸς τὸν ἑαυτό στροφὴ καὶ προσοχὴ καὶ μὲ τὴν ἀδιάλλειπτη θεία προσευχή. Καὶ δι’ αὐτῆς ἐρχομένη τελείως στὸν ἑαυτό της καὶ ὑπερβαίνοντας τὸν πολύμορφο συρφετό τῶν λογισμῶν, διέκρινε νέα καὶ ἀπόρρητη ὁδὸ στοὺς οὐρανούς ποὺ θὰ τὴν ἔλεγα νοητὴ σιγή. Καὶ προσέχοντας σεαυτή τὸ νοῦ, πετᾶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ κτιστά καὶ βλέπει καλύτερα ἀπ’ τὸν Μωϋσῆ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐποπτεύει τὴν Θείαν Χάριν, ποὺ δὲν ὑποπίπτει καθόλου στὴ δύναμη τῆς αἰσθήσεως, ἀλλὰ εἴναι εὔχαρες καὶ ἱερὸ θέαμα ἀσπίλων ψυχῶν καὶ νόων. Αὐτοῦ τοῦ θεάματος μετέχοντας ἡ Πάναγνη γίνεται, κατὰ τοὺς θείους ὑμνωδοὺς, φωτεινὴ νεφέλη τοῦ ἀληθινὰ ζώντος ὕδατος, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας καὶ πυρίμορφον ὄχημα του Λόγου. Πραγματικὰ χωρὶς ἐπιδημία Θείας Χάριτος οὔτε ἂν ἦταν νοῦς ποὺ βρῆκε θεία αἴσθηση δὲ θὰ μποροῦσε νὰ δεῖ καὶ νὰ φθάσει σὲ ἐνέργεια καθ’ ἑαυτόν, ὅπως οὔτε ὀφθαλμὸς χωρὶς τὸ κατ’ αἴσθηση φῶς. Ἡ πνευματικὴ, δηλαδὴ, γνώση στὴν ὁποία ἔφθασε ἡ Παντάνασσα εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῶν κρυπτῶν μυστηρίων, στὰ ὁποῖα μυήθηκε, ἐπειδὴ ὑφίστατο θεία ἀλλοίωση ἀπὸ τὴν θεία ἐνέργεια ποὺ ἐπέτυχε μὲ τὴ θεάρεστη ζωή της. Μὲ τὸ νὰ εἶναι ἡ ὕπαρξη τῆς Πάναγνης ὅλη μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς βλέπει ὡς γνωστὰ αὐτὰ ποὺ σὲ ὅλους εἶναι ἀφανῆ καὶ ἀξιώνεται νὰ γίνει μητέρα τοῦ Φωτός.
Ποιὸ ἄλλο κτίσμα ὑπῆρξε καθαρότερο ἀπὸ αὐτὴν ἢ ἴσο ἢ τὴν πλησίασε στὴν καθαρότητα; Ἡ Μαριὰμ ἂν καὶ ἔφερε τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὡς κληρονόμος τῆς ἀδαμιαίας φύσεως δεν υπέπεσε σε προσωπική αμαρτία ἐπειδὴ ἡ θέλησις καὶ ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός της ἦσαν «τῷ Δεσπότῃ Θεῷ προσαναθέμεναι». «Εἶχε τὴν πλήρη κατοχὴ τῆς ἀγνείας, ὄντας Παρθένος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Καὶ κατέχοντας τὶς ψυχικὲς δυνάμεις καὶ ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος ὑπεράνω κάθε μολυσμοῦ, καὶ μάλιστα τόσο κυρίως καὶ βεβαίως καὶ ἐγκύρως καὶ καθ’ όλα ἱερῶς ὅλο τον χρόνο, ὅπως ἡ κλεισμένη πύλη διατηρεῖ τοὺς θησαυροὺς καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο διατηρεῖ τὰ γραπτὰ ἀνέγγιχτα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς· διότι περὶ αὐτῆς ἔχει γραφτεῖ·«τοῦτο ἔστὶ τὸ ἐσφραγισμένον βιβλίον, καὶ αὔτη ἡ πύλη κεκλεισμένη ἔσται, καὶ οὐδεὶς οὐ μὴ διέλθῃ δι’ αὐτῆς». Αὐτὴν ὡς ὄντος ἐκλεκτὴ ἐκλεκτῶν καὶ σκεῦος ἄμωμον καὶ ἀμόλυντο, ἄξιο νὰ χωρέσει καὶ νὰ συνεργασθεῖ μὲ τὴ θεανδρικὴ ὑπόσταση προορίζει ὁ Θεὸς πρὸ αἰώνων, τὴν ἐκλέγει ἀνάμεσα στοὺς ἀπὸ τῶν αἰώνων, καὶ τὴν ἀξιώνει περισσότερη ἀπ’ ὅλους χάρη, ἀφοῦ τὴν κατέστησε ἅγια τῶν ἁγίων, δεχόμενός την σύσκηνη καὶ σύνοικη ἀπὸ παιδὶ ἀκόμη. Τὴν ἐκλέγει δὲ ὄχι ἀπλῶς ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἀνέκαθεν ἐκλελεγμένους καὶ θαυμαστοὺς καὶ περιβοήτους γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴ σύνεση, γιὰ τὰ θεοφιλῆ καὶ κοινωφελῆ μαζί ἤθη καὶ λόγια καὶ ἔργα. Διασαφηνίζεται δὲ, ἀπὸ ὅλη τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση ὅτι ἡ Μαριὰμ ὡς «θυγάτηρ τοῦ πάλαι Ἀδάμ», ἐνῶ βρίσκεται «ὑπὸ τὰς πατρικὰς εὐθύνας» κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ της ἡ ἁγιαστικὴ δύναμις τοῦ Πνεύματος, καθὼς τὴν ἐπιφοίτησε, τὴν καθάρισε καὶ τὴν ἁγίασε· «μετὰ οὒν τὴν συγκατάθεσιν τῆς ἁγίας Παρθένου Πνεῦμα Ἁγιον ἐπῆλθε ἐπ’ αὐτὴν κατὰ τὸν τοῦ Κυρίου λόγον, ὃν εἶπε ὁ ἄγγελος, καθαῖρον αὐτὴν καὶ δύναμιν δεκτικὴν τῆς τοῦ Λόγου θεότητος παρέχον, ἅμα δὲ καὶ γεννητικήν».
Σαφῶς λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία διαχωρίζει τὴν θέση της ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Λατίνους ποὺ μεταξὺ τῶν πολλῶν ἄλλων κακοδοξιῶν τους ἰσχυρίζονται καὶ ὅτι ἡ σύλληψις τῆς Μαριὰμ ἀπ’ τὸν Ἰωακείμ καὶ τὴν Ἄννα ὑπῆρξε ἄσπιλος. Χρειάζεται ἐπίσης προσοχὴ στὴν αἱρετικὴ διδασκαλία ὅτι ἡ Παναγία ἐξαγνίσθηκε πρὶν ἀπὀ τὴ γέννησή της. Ἄλλο εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Μαριὰμ διαφυλάχθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία πρὶν ἀπὸ τὴν γέννησή της καὶ ἄλλο εἶναι αὐτὸ ποὺ σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅτι, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο «προοικονομοῦσε τὴν προέλευσή της ἐκλέγοντας καὶ καθαρίζοντας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν σειρὰ τοῦ γένους, ἀποδεχόμενο τοὺς ἀξίους ἢ τοὺς μέλλοντας νὰ γίνουν πατέρες ἀξιόλογων προσώπων καὶ ἀπορρίπτοντας τελείως τοὺς ἀναξίους». Ἐπίσης ἄλλο εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Παναγία διαφυλάχθηκε σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει, πράγμα ποὺ καταργεῖ τὴν ἐλευθερία της καὶ καθιστᾶ ἄδικο τὸν Θεό ποὺ δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο γιὰ ὅλους, κι ἄλλο εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Παναγία μας ἀποφάσισε νὰ στραφεῖ μἐ ὅλο τὸ νοῦ της πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ν’ ἀναλάβει τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβείαν ἐξετάζοντας καὶ διακρίνοντας τί είναι πιὸ οἰκεῖο στὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἔχει θεοφιλῆ βίο. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀσφαλῶς εἶναι δωρεὰ, δίδεται ὅμως σ’ ἐκείνους οἱ ὁποίοι ἔχουν προαιρετικὴ σπουδὴ καὶ ἐπιτηδειότητα καὶ καθαρότητα. Ὁ ἄνθρωπος, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός «λογικῶς καὶ αὐτεξούσιος γενόμενος, ἐξουσίαν εἴληφεν ἀδιαλλείπτως διὰ τῆς οἰκείας προαιρέσεως ἑνοῦσθαι τῷ Θεῷ». Καὶ ἀκόμη λέει· «πᾶσι μεταδίδωσι τῆς ἑαυτοῦ ἐνεργείας κατὰ τὴν ἑκαστου ἐπιτηδειότητα καὶ δεκτικὴν δύναμιν, φημί δὲ τὴν τε φυσικὴν καὶ προαιρετικὴν καθαρότητα». Βέβαια προγνωρίζει ὁ Θεός ἐκείνους ποὺ εἶναι ἄξιοι νὰ καλεσθοῦν στὴν Χάριν καὶ Βασιλείαν Του καὶ ἔπειτα τοὺς προορίζει. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς ὅλα μὲν τὰ προγνωρίζει, ὅλα ὅμως δὲν τὰ προορίζει. Προγνωρίζει ὅσα ἐξαρτῶνται ἀπό τὴ δική μας προαίρεση (καλὰ καὶ κακά, ἀρετές καὶ κακίες) καὶ βέβαια ὅσα δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ μᾶς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Προορίζει ὅμως μόνο ὅσα δὲν κρέμονται ἀπὸ τὴ δική μας θέληση. Ἀυτὰ ὡς πρὸς τὶς κακοδοξίες τῶν Παπικῶν καὶ ὅσους συγχέουν τὴν πρόγνωση μὲ τὸν προορισμό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ, αὐτὴ τῶν Προτεσταντῶν, πάλι ὑπάρχει πλάνη, διότι ὑποβιβάζουν τὴν Θεοτόκο καὶ δὲν τὴν τιμοῦν καθόλου. Πρόκειται γιὰ τὸν Ἀντιδικομαριανισμό. Ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ, δηλαδή, οἱ Παπικοί ὑπερεξαίρουν τὴν Παναγία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ Προτεστάντες τὴν μειώνουν, ἐπειδὴ κυρίως οἱ πληροφορίες γιὰ τὴν Θεομήτορα στὰ Εὐαγγέλια εἶναι πενιχρές λησμονώντας ότι τα Ευαγγέλια δεν είναι η βιογραφία της Παναγίας μας αλλά κατάθεση μαρτυρίας για τον Θεάνθρωπο Χριστό και το έργο Του!
Εάν, σύμφωνα με τον άγιο Ειρηναίο επίσκοπο Λουγδούνου, «όπου είναι η Εκκλησία, εκεί και το Πνεύμα του Θεού και όπου είναι το Πνεύμα του θεού, εκεί και η Εκκλησία και όλη η Χάρις, ήταν δυνατόν να μην βλέπουν πιστοί στο πρόσωπο της Θεοτόκου την Εκκλησία, καθώς από αυτή την “θεολογική ρίζα” έχει ξεπαταχθεί σαν βλαστός και έχει προκύψει κάθε θεομητορικός εορτασμός ως τιμή πάντοτε στην Κυρία Θεοτόκο και όχι ως λατρεία; Υπήρχε περίπτωση με την αμετάβλητη παραμονή και την αδιάλειπτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία, στην οποία «έκφραση, κίνηση και τελείωσή της, βρίσκουμε την Παναγία», να μην καθιερωθούν οι Θεομητορικές εορτές και η απόδοση τιμής στο πρόσωπο της Θεοτόκου με την υμνογραφία, τις ιερές ακολουθίες, τις προσευχές και όλα αυτά που εκφράζει η ορθόδοξη ευσέβεια, αν αυτό δεν ήταν θεολογικά ορθό; Αφού, αυτό το Πνεύμα το Άγιον «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας» και την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν» είναι δυνατόν να είναι αυθαίρετες εκδηλώσεις ευλαβείας η παγίωση μιας λατρευτικής Παραδόσεως; «Αυτή (η Θεοτόκος) είναι η Εκκλησία ως προσευχή, ως χαρά, ως πλήρωμα. Είναι αυτός ο συνδυασμός ομορφιάς και ταπεινώσεως, ύλης και πνεύματος, χρόνου και αιωνιότητας που αποτελεί την πραγματική εμπειρία της Εκκλησίας, και η Παναγία βρίσκεται στο κέντρο αυτής της εμπειρίας και είναι η ζωή της». Όντως οι άκτιστες ενέργειες του Θεού που πηγάζουν από την άκτιστη ουσία Του και κάνουν τον υπερβατικό Θεό κατά τι μεθεκτό από τον κτιστό άνθρωπο δια της Θεομήτορος φτάνουν σε μας. Αν στα αγγελικά τάγματα ο φωτισμός και η γνώση μεταδίδεται ιεραρχικά από το ένα στο άλλο, και τις αποκαλύψεις και τα μυστήρια τα διδάσκουν οι ανώτερες τάξεις στις κατώτερες και αυτές σε μας τους ανθρώπους, ο φωτισμός αυτός μετά την ενανθρώπηση του Υιού και λόγου του Θεού περνά από τον Θεό στους αγγέλους μέσω της Θεοτόκου. «Χαίροις μετά Θεόν η Θεός τα δευτερεία της Τριάδος η έχουσα. Αμέσως δεχομένη των εκ Θεού δωρεών το πλήρωμα όλον και εις άπαντας, αγγέλους ανθρώπους τε, τούτο διαπορθμεύουσα. Πατρός η νύμφη, του Υιού μήτηρ άσπιλος, και του Πνεύματος Ναός άγιος πάμφωτος. Τέλος το σκοπιμώτατον, και ύστατον Πάναγνε Δημιουργίας απάσης δι’ ην ο κόσμος εγένετο και Σου τη γεννήσει η αιώνιος του Κτίστου Βουλή πεπλήρωται» υμνολογεί ο άγιος Ανδρέας Κρήτης.
Αλλά και πιο συγκεκριμένα ακόμη με το μυστήριο αυτό της Θείας Ευχαριστίας η αγία μας Εκκλησία γίνεται Θεοτόκος Μητέρα. Ο Παράκλητος κατέρχεται σ’ Αυτήν και στα τίμια δώρα Της. Μυστηριακά συλλαμβάνεται ο Λόγος του Θεού, γεννάται ο Άχρονος και προσφέρεται υπέρ της του κόσμου ζωής. Και επειδή από τα πανάχραντα σπλάχνα της Θεομήτορος πλάσθηκε το πανάγιο σώμα του Δεσπότου σε κάθε Θεία λειτουργία η Κυρία Θεοτόκος γίνεται «ο φροντιστής και ο γενναιόδωρος εστιάτωρ της θείας και θεοποιού τροφής και όλων των ακτίστων δωρεών του θείου Πνεύματος». Πώς γίνεται αυτό; Η υπερφυσική αποκάλυψη του Υιού και Λόγου του Θεού με την φανέρωσή Του στον κόσμο με όλα τα γεγονότα που εμείς εορτάζουμε είτε τις Κυριακές είτε κατά τις εορτές, μάλιστα τις Δεσποτικές εορτές, τί είναι; Δεν η ανακεφαλαίωσις όλου αυτού του έργου της Θείας Οικονομίας; Τὸ μυστήριον πάλι τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας δὲν εἶναι τὸ κατ’εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἡ ἀρχαία “βουλή” της Αγίας Τριάδος; Γιατί στο απολυτίκιο του Ευαγγελισμού ψάλλουμε: «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό Κεφάλαιον, καί τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος Μυστηρίου ἡ φανέρωσις»; Ἡ ἐνανθρώπισις τοῦ Θεοῦ Λόγου, καθὼς λέγουν ὁ Προφήτης Ἠσαΐας καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι «τὸ ὑψηλότερον, τὸ εὐγενέστερον καὶ τὸ τελειότερον ἔργον τῆς δημιουργικῆς θείας σοφίας καὶ δυνάμεως», εἶναι «ἡ Ἀρχὴ τῶν ὁδῶν Κυρίου» κατὰ τὶς Γραφές. Γι’αὐτὸ εἶναι σαφές, ὅτι χωρὶς τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου, δὲν θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ χωρέσει τὸ ἀρχέτυπο! Ἂν Κτίστης καὶ κτίσις δὲν ἐνώνονταν καθ’ ὑπόστασιν, πῶς θ’ ἀνακεφαλαιώνονταν τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια; Διότι, ἂν ὅλα τὰ κάνουμε γιὰ ν’ ἀποκτήσουμε τὸ Θεὸ, ἂν αυτὸ εὶναι ἡ κατάληξη ὅλων τῶν ἀγαθῶν, τὸ ὁποίο ὅμως δὲν θά ἦταν δυνατὸν νὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς τὶς δωρεὲς τὴς Παρθένου, πῶς δὲν ἀναφέρονται τὰ πάντα σ’ αυτήν; Ὀρθὰ λοιπόν καὶ δίκαια ἔγραψε ὁ ἅγιος Νικόδημος καὶ Ἀγιορείτης, ὅτι ὄχι μόνο ὅλος ὁ κόσμος, νοητὸς καὶ αἰσθητός, ἔγινε γιὰ τὸν σκοπό αὐτόν, δηλαδὴ γιὰ τὴν Κυρία Θεοτόκο, καὶ ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε πάλι γιὰ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλὰ καὶ ὅτι ὅλος ὁ νοητὸς καὶ αἰσθητὸς κόσμος γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ προέγνωρίσθη ἀπ’ αἰῶνος καὶ προορίσθη. Γι’ αυτό και οι άγιοι Πατέρες στο πρόσωπο της Παναγίας βλέπουν την Εκκλησία, διότι η Θεοτόκος μας χάρισε τον Κύριο Ιησού Χριστό και η Εκκλησία μας δίνει την δωρεά να έχουμε κοινωνία μαζί Του δια της Χάριτος!!! Και επειδή στα πανάχραντα σπλάχνα της Θεομήτορος, στην μητρική της νηδύ, πλάσθηκε δημιουργικώς -και όχι σπερματικώς- εκ Πνεύματος Αγίου το Πανάγιο Σώμα του Δεσπότου μας Ιησού Χριστού -ἔτσι ἡ Παρθενομήτωρ κατέστη μεθόριο κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως καὶ χώρα τοῦ ἀχωρήτου- κατὰ ἕνα πρωτοφανῆ καὶ ἀπερίγραπτο τρόπο, ἡ Παρθένος περιέλαβε μέσα της Αὐτὸν ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ χωρέσει κανένας τόπος. Καὶ δὲ δέχτηκε μέσα της ἀπλῶς κάποια θεία λαμπρότητα καὶ δόξα, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ. Ὅσο λοιπὸν φανερώτερα ἐνώθηκε ὁ Θεὸς μὲ τὴν Παρθένο, παρὰ μὲ τὰ Χερουβείμ –κι ἡ διαφορὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ οὔτε νὰ περιγραφεῖ- τόσο ἁγιώτερη και ἱερώτερη εἶναι ἡ Παρθένος.
Και επειδή στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας ενωνόμαστε οι πιστοί με τον Θεό δια της Θεοτόκου, η οποία υπούργησε στο Μυστήριο της Θείας Ενανθρωπίσεως, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο εξηγούμε πώς σε ένα τέτοιο Σώμα του Χριστού, αφού αυτό είναι η Εκκλησία Του, και σε μια τέτοια Θεία μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων και σε μια τέτοια Θεοκοινωνία που μας καθιστά μετόχους στις άκτιστες ενέργειες Του Θεού, ακόμη και όταν δεν βρισκόμαστε σε κάποιο από τα Μυστήρια αλλά απλώς προσευχόμαστε εντός του ιερού ναού, δεν είναι εφικτή η μετάδοση νόσου που αποτελεί φθοροποιό ενέργεια απόρροια του προπατορικού αμαρτήματος! Ας εστιάσουμε όμως ακόμη περισσότερο στον λόγο μας για να καταδείξουμε πόσο παράξενο είναι αυτό που κάνει η σύγχρονη διοίκηση της θεσμικής Εκκλησίας να συντάσσεται με το σύστημα και να ενεργεί αντίθετα με την εκκλησιαστική Παράδοση, ώστε να λαμβάνει προληπτικά μέτρα εντός των ιερών ναών και -το χειρότερο- να επεμβαίνει ακόμη και με απολυμάνσεις σε εγκαινιασμένους ναούς. Θέτουμε λοιπόν το ζήτημα για προβληματισμό: Πώς γίνεται ο ενανθρωπίσας Υιός και Λόγος του Θεού να προσφέρεται υπέρ της του κόσμου ζωής κατά την Θεία Μυσταγωγία και οι πιστοί να κινδυνεύουν να νοσήσουν από οποιαδήποτε μετάδοση ιού –καθώς ισχυρίζονται οι εκκλησιαστικοί ταγοί- κατά τις συνάξεις, μάλιστα εντός των ιερών ναών; Αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να μας το εξηγήσουν οι μητροπολίτες και η διοίκηση της θεσμικής Εκκλησίας. Ας εκφράσουν επιτέλους, λόγο θεολογικό. Τί έχουν να πουν; Δεν δύνανται όμως να εκφράζουν την εμπειρία της Παραδόσεως, επειδή οι ίδιοι δεν έχουν τα βιώματα των ζωντανών μελών της Εκκλησίας. Διότι, εξισώνοντας την Ορθοδοξία με τις αιρέσεις ιδίως στο κολυμβάρι, ορισμένοι δε και με τα εξωχριστιανικά θρησκεύματα στα πλαίσια του διαθρησκειακού οικουμενισμού δεν πιστεύουν στην Χάρι, την έχουν απεμπολήσει, γι’ αυτό και δεν “Θεωρούν” το ζήτημα δια της Χάριτος αλλά κατέστησαν οπαδοί μιας θρησκείας! Ομιλούν εκ του προχείρου, μάλιστα με παραδείγματα, τα οποία τους υποβιβάζουν στην κρίση του ποιμνίου τους. Αυτό γίνεται, εφόσον δεν εκφράζουν την Ορθόδοξη Θεολογία. Οι θέσεις τους λοιπόν για προληπτικά μέτρα και απολυμάνσεις εντός των ιερών ναών συνιστά εκτροπή, αφού δεν έχουν Χριστοκεντρική σκοπιά αλλά με ένα, τελείως εκκοσμικευμένο πνεύμα, παραχαράσσουν την μέχρι τώρα εκκλησιαστική Παράδοση, αφού δεν ακολουθούν την πορεία των Αγίων, η οποία είναι και η διδασκαλία της Εκκλησίας.
Εμείς εδώ, πιο συγκεκριμένα, θέλουμε να καταστήσουμε φανερό πώς η Εκκλησία με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μέσα στον λειτουργικό χρόνο και τον ιερό ναό ταυτίζεται λειτουργικά με την Θεοτόκο Μητέρα. Αν αυτό καταστεί σαφές θα γίνει και κατανοητή η θέση: ότι εντός των ιερών ναών και με την Θεία Μετάληψη δεν υπάρχει περίπτωση μόλυνσης και μετάδοσης νόσου από οποιονδήποτε ιό! Διότι, ο Παράκλητος κατέρχεται στα τίμια δώρα, όπως “ἐπῆλθεν ἐπ᾿ αὐτὴν κατὰ τὸν τοῦ Κυρίου λόγον” και μυστηριακά συλλαμβάνεται ο Λόγος του Θεού, γεννάται ο Άχρονος και προσφέρεται ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός υπέρ της του κόσμου ζωής. Σύμφωνα με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας που συστηματοποίησε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο έργο του «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως» στο « Περὶ τοῦ τρόπου τῆς συλλήψεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς θείας αὐτοῦ σαρκώσεως» ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 46, γνωρίζουμε ότι: «Μετὰ οὖν τὴν συγκατάθεσιν τῆς Ἁγίας Παρθένου Πνεῦμα Ἅγιον ἐπῆλθεν ἐπ᾿ αὐτὴν κατὰ τὸν τοῦ Κυρίου λόγον, ὃν εἶπεν ὁ ἄγγελος, καθαῖρον αὐτὴν καὶ δύναμιν δεκτικὴν τῆς τοῦ Λόγου θεότητος παρέχον, ἅμα δὲ καὶ γεννητικήν. Καὶ τότε ἐπεσκίασεν ἐπ᾿ αὐτὴν ἡ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου ἐνυπόστατος σοφία καὶ δύναμις, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ τῷ Πατρὶ ὁμοούσιος, οἱονεὶ θεῖος σπόρος, καὶ συνέπηξεν ἑαυτῷ ἐκ τῶν ἁγνῶν καὶ καθαρωτάτων αὐτῆς αἱμάτων σάρκα ἐψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ, ἀπαρχὴν τοῦ ἡμετέρου φυράματος, οὐ σπερματικῶς ἀλλὰ δημιουργικῶς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οὐ ταῖς κατὰ μικρὸν προσθήκαις ἀπαρτιζομένου τοῦ σχήματος, ἀλλ᾿ ὑφ᾿ ἓν τελειωθέντος, αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος χρηματίσας τῇ σαρκὶ ὑπόστασις· οὐ γὰρ προϋποστάσῃ καθ᾿ ἑαυτὴν σαρκὶ ἡνώθη ὁ θεῖος Λόγος, ἀλλ᾿ ἐνοικήσας τῇ γαστρὶ τῆς Ἁγίας Παρθένου ἀπεριγράπτως ἐν τῇ ἑαυτοῦ ὑποστάσει τῶν ἁγνῶν τῆς Ἀειπαρθένου αἱμάτων σάρκα ἐψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ ὑπεστήσατο ἀπαρχὴν προσλαβόμενος τοῦ ἀνθρωπίνου φυράματος, αὐτὸς ὁ Λόγος γενόμενος τῇ σαρκὶ ὑπόστασις».
Το «συνέπηξεν… (όμως) οὐ σπερματικῶς ἀλλὰ δημιουργικῶς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» -αφού ομιλούμε και σε μητροπολίτες -κατόχους τουλάχιστον πτυχίου Θεολογικής σχολής- αυτό ακριβώς, σημαίνει την δημιουργική και πρώτη πλάση του Ιησού Χριστού εις την νηδύν (μήτρα) της Θεοτόκου. Επομένως, κατά την σύλληψιν «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου» του Θεανθρώπου Χριστού με δύο φύσεις αλλά σε μίαν υπόστασιν, υπάρχει Γένεσις, ήτοι πρώτη πλάση για τον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό, ενώ προσέλαβε την ανθρώπινη φύσιν μας, είναι φύραμα καθαρό, χωρίς αμαρτία, όπως των πρωτοπλάστων πριν από το προπατορικό αμάρτημα. Γι’ αυτό Τον καλούμε, όπως και είναι, ως “μόνον αναμάρτητο” και δεν φέρει η ανθρώπινη φύσις Του την «αρχαία κατάρα», άρα την φθορά και την ενέργεια της φθοράς από οποιονδήποτε ιό που ενδεχομένως να οδηγεί στον θάνατο, προς τούτο και δεν βρισκόταν υπό το κράτος του θανάτου, δηλαδή, ήταν απαλλαγμένος από τις ευθύνες των προπατόρων, προκειμένου να απαλλάξει εμάς από το προπατορικό αμάρτημα! « Ἂν ἦταν ἀπὸ σπέρμα, δὲν θὰ ἦταν νέος ἄνθρωπος, (νέος Ἀδάμ), οὔτε, ἀφοῦ θὰ ἦταν τῆς παλαιᾶς μερίδος καὶ κληρονόμος ἐκείνου τοῦ πταίσματος, θὰ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ μέσα του τὸ πλήρωμα τῆς ἄφθαρτης Θεότητος καὶ νὰ γίνει πηγὴ τοῦ ἁγιασμοῦ ἀνεξάντλητη· κι ἔτσι ὄχι μόνο ἐκείνων τῶν προπατόρων δὲν θὰ μποροῦσε ν’ ἀποπλύνει τον μολυσμό ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ περισσὴ δύναμη , ἀλλὰ οὔτε στοὺς ἀπογόνους τους δὲ θὰ ἐπαρκούσε γιὰ ἁγιασμό… Γι’ αὐτὸ δὲν ἦλθε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἦλθε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ μᾶς ἔσωσε, ἀφοῦ ἔγινε, καθ’ ἡμᾶς δι’ ἡμᾶς, ἄνθρωπος μένοντας ἀναλοίωτος Θεός, χωρίς ο Ίδιος να χρωστά και χωρίς να είναι υπόδικος. Ἄλλωστε «εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύση τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α΄ Ἰω. 3,8). Δημιούργησε (συνέπηξεν), λοιπὸν, μὲ ἀνέκφαστο τρόπο γιὰ τὸν ἑαυτό Του σάρκα μὲ ψυχὴ λογική καὶ νοερά, μέσα στὴ δική του προσωπικὴ ὑπόσταση, ἀπὸ τὰ ἁγνὰ αἵματα τῆς ἀειπαρθένου, παίρνοντας ὅ,τι ἐκλεκτὸ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, μὲ τὸ νὰ γίνει ὁ ἴδιος ὁ Λόγος ὑπόσταση (ἀληθινὴ ὕπαρξις) γιὰ τὴ σάρκα ποὺ προσέλαβε. Δηλαδή, δὲν ἑνώθηκε ὁ Λόγος (ὁ Υἱός) τοῦ Θεοῦ μὲ σάρκα ποὺ προϋπῆρχε μόνη της ἀλλά, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὴν πανάχραντη μήτρα τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας, Αὐτός, ὡς θεὸς καὶ παντοδύναμος δημιουργός, πῆρε τὴ θέση σπόρου. Καὶ ἀφοῦ σὲ ἐννέα μῆνες αὐξήθηκε φυσικά, σιγὰ σιγὰ τὸ σῶμα του χωρὶς νὰ σχηματίζεται μὲ τμηματικὴ συμπλήρωση, καὶ ἔγινε ὅπως κάθε ἄνθρωπος, τέλειο βρέφος μὲ μιάς, ἔμβρυο ἔμψυχο, γεννήθηκε ἀπορρήτως ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἑνωμένος μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Διὰ τοῦτο διπλὴ ἔγινε ἡ γέννησις, ὅμοια μὲ τὴ δική μας, ἀλλά καὶ ὑπερβαίνουσα τὴ δική μας. Διότι, τὸ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ γυναῖκα ἦταν σύμφωνο μὲ τὴ φύση μας· τὸ νὰ γεννηθεῖ ὅμως χωρὶς θέλημα σαρκὸς ἡ ἀνδρός, ἀλλὰ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, -εδώ έχουμε την πρώτη πλάση κατά τον Ευαγγελισμό- προμήνυε τὴν μελλοντικὴ γέννησή μας ποὺ ὑπερβαίνει τὴ φύση μας καὶ ποὺ ἔμελλε νὰ μὰς χρίσει μέσω τοῦ Πνεύματος. Γι’ αυτό ο Ματθαίος υπομνηματίζοντας στο Ευαγγέλιό του το γεγονός εξ αρχής γράφει: «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ, υἱοῦ Ἀβραάμ», διότι θεολογικά εκφράζει την ακρίβεια, άλλωστε να μην λησμονούμε την Θεοπνευστία της Βίβλου, συμπεριλαμβάνει λοιπόν και την Γένεση κατά τον Ευαγγελισμό και την Γέννηση προς τούτο μία σωστή μετάφραση του στίχου αυτού θα έπρεπε να αποδίδει «βιβλίο της ενσάρκου Οικονομίας του Ιησού Χριστού» που δεν θα ήταν ούτε ξένη της ερμηνείας του Ιερού Χρυσοστόμου και των άλλων Πατέρων αλλά συνάμα θα απηχούσε και την ορθόδοξη δογματική διδασκαλία!
Συνεπώς, αφού γεννᾶται ἀπὸ γυναῖκα χωρὶς ὅμως συνέργεια ἀνδρός καί ἔγινε «καθ’ ἡμᾶς δι’ ἡμᾶς ἄνθρωπος» μένοντας ἀναλοίωτος Θεός δεν υπόκειται στην φθορά! Όταν λοιπόν εμείς κοινωνούμε γράφει ο Μέγας Αθανάσιος στην προς Σεραπίωνα επιστολή του: «Εν τω σώματι και τω αίματι δεν δεχόμαστε μόνον σώμα και αίμα, αλλά την θεότητα ενωμένη με την ανθρώπινη φύσι· την θεωμένη ανθρώπινη φύσι του Ιησού Χριστού. Στη θεία Ευχαριστία όλος ο Ιησούς είναι παρών». Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Δύο φύσεις υπάρχουν στο σώμα που μεταλαμβάνουμε, ενωμένες καθ’ υπόστασιν και αδιάσπαστες. Μετέχουμε και των δύο φύσεων· του σώματος σωματικώς, της θεότητος πνευματικώς». Όταν έχουμε τέτοια μετοχή είναι μεγάλη βλασφημία και το να συζητούμε ακόμη την περίπτωση μόλυνσης και μετάδοσης ιού από την Θεία Μετάληψη!!! Όπως γράφει πάλι, ο Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης: «ὁ Θεὸς πάντων ἐστὶν αἰτία καὶ ἀρχή, τῶν ὄντων οὐσία, τῶν ζώντων ζωή, τῶν λογικῶς ὄντων λόγος, τῶν νοερῶς ὄντων νοῦς· καὶ τῶν μὲν ἀποπιπτόντων αὐτῆς ἀνάκλησίς τε καὶ ἀνάστασις, τῶν δὲ παραφθειρόντων τὸ κατὰ φύσιν ἀνακαινισμὸς καὶ ἀναμόρφωσις· τῶν κινουμένων κατά τινα ἀνίερον σάλον ἵδρυσις ἱερὰ καὶ τῶν ἑστηκότων ἀσφάλεια καὶ τῶν ἐπ᾿ αὐτὴν ἀναγομένων ὁδὸς καὶ ἀνατατικὴ χειραγωγία». Είπαμε πιο πάνω ότι όταν κοινωνούμε η ψυχή μας ενώνεται με την Θεότητα του Χριστού, αφού σε αυτόν είναι ενωμένες στην υπόσταση του Λόγου οι δύο φύσεις. Όμως η ψυχή μας που ενώνεται με την θεότητα είναι ενωμένη και το σώμα μας. «Ἡ δὲ ψυχὴ συνδέδεται τῷ σώματι ὅλη ὅλῳ καὶ οὐ μέρος μέρει καὶ οὐ περιέχεται ὑπ᾿ αὐτοῦ, ἀλλὰ περιέχει αὐτό, ὥσπερ πῦρ σίδηρον, καὶ ἐν αὐτῷ οὖσα τὰς οἰκείας ἐνεργείας ἐνεργεῖ». Όντας όμως μέσα στο σώμα ενεργεί σύμφωνα με τη φύση της, όντας ενωμένη συνάμα με την Θεότητα δεν ενεργεί και την ανακαίνιση και την αναμόρφωσή μας και στο σώμα από την φθορά; Τα ιδιώματα της θείας φύσεως δεν είναι μόνο το άκτιστο, το άναρχο, το άφθαρτο, το αθάνατο, άπειρο και αιώνιο, το αγαθό, το δημιουργικό, το δίκαιο, το φωτιστικό, το αμετάβλητο, το απαθές, αλλά μεταξύ άλλων είναι και το ζωοποιό, το παντοδύναμο, το απειροδύναμο, το αγιαστικό και μεταδοτικό, η ιδιότητα να περιέχει και συγκρατεί τα σύμπαντα και να προνοεί για όλα. Όλα αυτά και τα παρόμοια η θεότητα τα έχει από τη φύση της, χωρίς να τα έχει λάβει από αλλού. Απεναντίας, η ίδια η θεότητα μεταδίδει κάθε αγαθό στα δημιουργήματά της, ανάλογα με τη δεκτική ικανότητα του καθένα. Ακόμη, ἡ θεία ἔλλαμψις καὶ ἐνέργεια μία οὖσα καὶ ἁπλῆ καὶ ἀμερὴς καὶ ἀγαθοειδῶς ἐν τοῖς μεριστοῖς ποικιλλομένη καὶ τούτοις πᾶσι τὰ τῆς οἰκείας φύσεως συστατικὰ νέμουσα μένει ἁπλῆ, πληθυνομένη μὲν ἐν τοῖς μεριστοῖς ἀμερίστως καὶ τὰ μεριστὰ πρὸς τὴν ἑαυτῆς ἁπλότητα συνάγουσα καὶ ἐπιστρέφουσα –πάντα γὰρ αὐτῆς ἐφίεται καὶ ἐν αὐτῇ ἔχει τὴν ὕπαρξιν–· καὶ αὐτὴ τοῖς πᾶσι τὸ εἶναι καθὼς ἔχει φύσεως μεταδίδωσι· καὶ αὐτή ἐστι τῶν ὄντων τὸ εἶναι καὶ τῶν ζώντων ἡ ζωὴ καὶ τῶν λογικῶς ὄντων ὁ λόγος καὶ τῶν νοερῶς ὄντων ἡ νόησις, αὐτὴ ὑπὲρ νοῦν οὖσα καὶ ὑπὲρ λόγον καὶ ὑπὲρ ζωὴν καὶ ὑπὲρ οὐσίαν. [Και ακόμη, η θεία ἔλλαμψις και ενέργεια είναι μία, απλή και αδιαίρετη· προσφέρει πολλά αγαθά στα κτιστά που διαιρούνται· και, ενώ μοιράζει σ’ όλα τα συστατικά της φύσεώς τους, η ίδια παραμένει απλή· μοιράζει τον εαυτό της σε πολλά χωρίς να διαιρείται η ίδια· συγκεντρώνει και επαναφέρει τα διαιρεμένα στη δική της απλότητα –διότι όλα τα όντα την ποθούν και οφείλουν την ύπαρξή τους σ’ αυτήν–· και αυτή μεταδίδει σε όλα την ύπαρξη ανάλογα με τη φύση τους· έτσι η θεότητα αποτελεί την ύπαρξη για τα όντα, τη ζωή για τα ζωντανά, τη λογική για τα λογικά και το νου για τα νοερά· η ίδια βέβαια είναι πέρα και πάνω από το νου, το λόγο, τη ζωή και τη φύση]. Ιδίωμά της ακόμη είναι ότι περνά μέσα απ’ όλα τα όντα, ενώ απ’ αυτήν δεν περνά κανένα ον. Καθεμία από τις δύο φύσεις στον Θεάνθρωπο ανταποδίδει στην άλλη τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της, επειδή έχουν την ίδια υπόσταση και αλληλοπεριχωρούνται. Η θεότητα του Χριστού, λοιπόν, μεταδίδει στο σώμα από τη δική της δόξα, ενώ η ίδια παραμένει αμέτοχη στα πάθη της σάρκας. Το ίδιο γίνεται όταν ο Ορθόδοξος πιστός κοινωνώντας με τον Χριστό ενώνεται η ανθρώπινη φύση μας στην υπόστασή μας με την Θεία φύση του Θεανθρώπου και η θεότητα μεταδίδει στην ύπαρξή μας, στο σώμα και την ψυχή, από τη δική της δόξα παραμένοντας αμέτοχη στα πάθη μας!
Και για την Εκκλησία όμως ως ιερό ναό γράφει ο Δαμασκηνός: «Λέγεται καὶ ἡ Ἐκκλησία τόπος Θεοῦ· τοῦτον γὰρ εἰς δοξολογίαν αὐτοῦ ὥσπερ τι τέμενοςἀφωρίσαμεν, ἐν ᾧ καὶ τὰς πρὸς αὐτὸν ἐντεύξεις ποιούμεθα. Ὁμοίως καὶ οἱ τόποι, ἐν οἷς ἔκδηλος ἡμῖν ἡ αὐτοῦ ἐνέργεια εἴτε διὰ σαρκὸς εἴτε ἄνευ σώματος γέγονε, τόποι Θεοῦ λέγονται. Ἰστέον δέ, ὅτι τὸ θεῖον ἀμερές ἐστιν, ὅλον ὁλικῶς πανταχοῦ ὂν καὶ οὐ μέρος ἐν μέρει σωματικῶς διαιρούμενον, ἀλλ᾿ ὅλον ἐν πᾶσι καὶ ὅλον ὑπὲρ τὸ πᾶν. [Αλλά και η Εκκλησία λέγεται τόπος του Θεού. Γιατί την προσφέραμε σαν ιερό τόπο για να τον δοξολογούμε· εκεί προσευχόμαστε στο Θεό. Επίσης, λέγονται τόποι του Θεού και οι τόποι εκείνοι όπου φανερώθηκε η ενέργειά του, είτε ένσαρκη είτε άσαρκη. Πρέπει μάλιστα να γνωρίζουμε ότι το θείο είναι αδιαίρετο· όλο βρίσκεται καθ’ ολοκληρία παντού. Δεν διαιρείται σε μέρη, όπως τα σώματα, αλλά όλο βρίσκεται σε όλα και πάνω απ’ όλα]. Επομένως ούτε στην θεία μετάληψη υπεισέρχεται μολυσμός ούτε στον ναό που φανερώνεται η ενέργεια του Θεού είτε ένσαρκη είτε άσαρκη!
0 comments