Με δυσκολία ξεφυλλίζω, (δανεικό) λόγω σχήματος και όγκου, το βιβλίο «Πανδώρα Κοζάνης 1902-2015» με υπότιτλο «Ο μουσικός πολιτισμός της πόλης στη διάρκεια του χρόνου», Κοζάνη 2018, της φιλολόγου κ. Αννας Τανή-Καραχάλιου. Είναι μεγαλόσχημο, θυμίζει την Παρακλητική των ψαλτικών αναλογίων ή το Πεντηκοστάριον των ημερών μιαν που προσεγγίζει και η Πεντηκοστή. Εντυπωσιακό βιβλιο- δημιούργημα αισθητικά, θεματολογικά πλούσιο και με φωτ. μιας εποχής της Κοζάνης που μάλλον παραμένει άγνωστη στους πολλούς της σήμερον. Ενας τοπικός εκδοτικός σταθμός, θα έλεγα.
Η «ΠΑΝΔΩΡΑ» της κ. Α.Τ- Κ. είναι μια συγκινητική εκδοτική-πνευματική προσπάθεια που φέρνει αυτόν τον ευαγή ιστορικό, μουσικό οργανισμό που φορές μας προσπερνά ουδέτερα από την πολύχρονή της συνήθεια, αφού έγινε κομμάτι του είναι της πόλης (όπως το καμπαναριό, η πλατεία, ο άγιος Νικόλαος, ο πεζόδρομος) και δικό μας, πιο κοντά μας ποιό ζεστά, ποιό οικεία. Γίνεται με το βιβλίο ο κοντινός μας συγγενής του οποίου μαθαίνουνε τα καλλιτεχνικά και ιστορικά μυστικά του και τότε ακόμα πιο πολύ μας θέλγει.
Με μεγάλη κι εμπεριστατωμένη βιβλιογραφία και σημειώσεις, που σημαίνει σχεδόν ολοκληρωτική έρευνα κι εξάντληση του θέματος, αν και δεν είναι ποτέ τελικός κι ολοκληρωμένος ο λόγος μιας αρχειακής έρευνας. Πάντα θα υπάρχουν λεπτομέρειες που διαφεύγουν, στοιχεία και αρχεία που φέρνουν στην επιφάνεια οι φιλέρευνοι ή ακόμα εκ τύχης εμφανίζονται. Αυτό είναι μια συνθήκη συγγνωστή στους ερευνητές και στους «φλυαρούντες» επικοδομητικά με το άλλοτε ενός τόπου ή κάποιων τρόπων εν γένει.
Οπως λ.χ. ένα κείμενο του επιφανούς λογίου του μεσοπολέμου Κ. Τσιτσελίκη (τώρα ο ρέκτης νέος φιλόλογος και κ.λπ. Μάριος Κυπαρίσσης – Μώρος ετοιμάζει μια έκδοση με τα «Ευρεθέντα» του) που αναδημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Παρέμβαση» τχ. 107/2009 και έχει σχέση και με την φιλαρμονική ΠΑΝΔΩΡΑ στα εντελώς πρώτα χρόνια και βήματά της. Μου το επισήμανε, εγώ το είχα λησμονήσει – που να θυμάσαι τις χιλιάδες σελίδες των 35 χρόνων της – ο εκ Γρεβενών λόγιος Αντώνης Παπαβασιλείου, εκδότης των «Χρονικών Δυτικής Μακεδονίας» και συγγραφέας του βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε «Λόγια ριζωμένα».
Το άρθρο του Κ.Τσ. δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΛΛΑΣ 14-6- 1909 των Αθηνών με την υπογραφή «Τημενίδης» που ήταν το λογοτεχνικό ψευδώνυμό του. Εχει τίτλο «Από τα αλησμόνητα του Μακεδονικού αγώνα» κι αναφέρεται στο πέρασμα του ζωέμπορος Μίκη Ζέζα (δηλαδή του Π. Μελά) από την Κοζάνη τέλος Ιουλίου ή αρχές Αυγούστου του 1904, τη συνάντησή του μ’ αυτόν αλλά και τη …γνωριμία του Π.Μ. με την ΠΑΝΔΩΡΑ.
Από την αφήγηση του Κ.Τσ. αντιγράφω κάποια σημεία. «… Περί την 5 μ.μ. δύο ξένοι με πλατείς πίλους θεριστού με μεγάλα υποδήματα και ενδύματα χονδρά, εισερχόμενοι εις το μοναδικόν τότε της πόλεως μας χάνι, είχον εφελκύσει την προσοχήν των κατοίκων…»
Στη συνέχεια ο συγγραφέας, νεαρός ακόμη τότε, συναντιέται μ’ αυτούς και τους «ξεναγεί» στην πόλη, την Κοζάνη θέρος του 1904.
«…Εξήλθομεν μαζί εις περίπατον ανά την πόλιν. Εφθάσαμεν εις εξοχικόν τι καφενείον, όπου εκαθήσαμεν να πάρωμεν καφέ. Εκεί κάποιος βραχνός φωνογράφος επλήρου την ατμόσφαιραν με θραυσμένους φθόγγους από τον Ριγολέττον, ήδεν ενθυμούμαι ποίον άλλο μελόδραμα και ο κόσμος έστεκε χάσκων προ της σατανικής χοάνης του ‘Εδισσσων. Αστιευόμενος ο κ. Ζέζας μου λέει:
– Να λοιπόν, χάρις εις τον φωνογράφον έχετε και στην Κοζάνη Verdi. Μην έχετε παράπονον.
Το όνομα του Βέρδη εχρησίμευσεν ως αφορμή. Ηρχίσαμεν να συζητώμεν επί της Μουσικής. Παρετήρησα ότι ο φίλος μου ζωέμπορος είχε μουσικάς γνώσεις τόσας, όσας δεν συνεβιβάζοντο με το επάγγελμά του. Ωμίλησε περί Wagner περί Gounod περί διαφοράς Γερμανικής και Ιταλικής μουσικής και εννοών ίσως τας σκέψεις μου, διέκοψεν αποτόμως την συζήτησιν…”
Συνεχίζω αντιγράφων.
“…Επειδή έγινε λόγος περί μουσικής τους επρότεινα να μεταβώμεν εις την Πανδώρα όπως ακούσωμεν ολίγην μουσικήν, και εδέχθησαν. Σιγά σιγά περιπατούντες εφθάσαμεν εις το κατάστημα της Αδελφότητος το ίδιον που είναι και σήμερον- όπου την στιγμήν εκείνην η μουσική επαιάνιζεν. Οταν όμως επλησιάσαμεν προς την θύραν η μουσική έπαυσεν.
Εισήλθομεν· προηγείτο ημών ο κ. Ζέζας. Κάποιος φίλος μου εξερχόμενος την στιγμήν εκείνην μου είπεν ότι ο κ. Πρόξενος (Σ.Σ. είναι ο Λ. Ενυάλης πρόξενος του εν Ελασσώνι ελληνικού προξενείου Σερβίων) ευρίσκεται επάνω. Προλαμβάνων τας σκέψεις μου ο κ. Ζέζας μοι λέγει ότι δεν είναι ανάγκη να τους συστήσω εις τον κ. Πρόξενον, τον οποίον δεν γνωρίζει, μεν, αλλά θα ήθελε να τον γνωρίσει εις αλλην ευκαιρίαν.
Ευρισκόμεθα επί της πρώτης βαθμιδος της κλίμακος εκ των κάτω, οπότε η ορχήστρα ήρχισε να ανακρούη το
“Σε γνωρίζω από την κόψι…”
Ο κ. Πρόξενος ανεχώρει. Την στιγμήν δε εκείνην ευρίσκετο εις την πρώτην βαθμίδα της κλίμακος εκ των άνω όπου και εσταμάτησεν αποκαλυφθείς. Ο κ. Ζέζας επίσης αφήρεσε τον πλατύγυρον πίλον του. Δεν κατώρθωσεν όμως να συγκρατησει την συγκίνησιν του και τα χείλη του, τα ωραία εκείνα χείλη, εκινούντο σπασμωδικώς τρέμοντα. Ενα θερμό δάκρυ εκύλησεν από τα μάτια του.
Επί της άνω βαθμίδος της κλίμακος ίστατο ο επίσημος αντιπρόσωπος της μικράς ελευθέρας Ελλάδος· κάτω ίστατο ο μέγας αντιπρόσωπος, ο ενθουσιώδης απόστολος της μεγάλης Ελληνικής ιδέας και η μουσική ανέκρουε τον εθνικόν μας ύμνον.
Δεν θα την λησμονήσω ποτέ την αγίαν εκείνην στιγμήν , ποτέ.
Μετά τρεις μήνας, εις Κωνσταντινούπολιν ευρισκόμενος, έμαθον εν μέσω του γενικού Ελληνικού πένθους τον ηρωικόν θάνατον του εθνομάρτυρα Παύλου Μελά. Αλλά μόνον όταν είδον την εικόνα του δια πρώτην φοράν επί ταχυδρομικού δελταρίου, όπερ φίλος μου έστειλε εξ Αθηνών, τότε, μόνον έκλευσα. Τότε, μόνον ηνόησα ότι ο φίλος μου ζωέμπορος ο Μίκης Ζέζας και ο μέγας Παύλος Μελάς ήτο εις και ο αυτός…”
Οι μικρές πηγές γνώσης και τα ”ασύλητα” εισέτι αρχεία είναι οι ανεξάντλητες παρακαταθήκες στις οποίες προσφεύγουμε, προσφεύγουν πάντα εκείνοι οι αισθαντικοί ανιδιοτελείς εργάτες του πνεύματος για να τεμηριώσουν την αφετηρία και τη συνέχεια ύπαρξης ενός τόπου.
Τα ιστορικά, πνευματικά, καλλιτεχνικά ενσταντανέ είναι οι ψηφίδες στα ωραία παλιά μωσαϊκά αυτά που συνθέτουν τις μεγάλες τοιχογραφίες του βίου μιας πόλης και των ανθρώπων της, που μπορεί να ξεθωριάζουν με τον καιρό, αλλά βιβλία όπως αυτό της κ. Αννας Τανή- Καραχάλιου ή κείμενα όπως του παλιού σπουδαίου συγγραφέα Κ. Τσιτσελίκη, τα δίνουν νέα παράταση στο χρόνο, στη μνήμη, στο διαρκές.